του Χρίστου Δάλκου
Σχετικά μέ τό τοπωνύμιο Σούλι, ἤ, καλλίτερα, τό β΄ συνθετικό τοῦ τοπωνυμίου Κακοσούλι, ἡ ἄποψη ἡ ὁποία ἔχει γίνει εὐρύτερα ἀποδεκτή εἶναι αὐτή τοῦ Π. Φουρίκη, τήν ὁποία ἀναπαράγει καί στό σχετικά πρόσφατα ἐκδοθέν Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, ὁ Χ. Συμεωνίδης. Προκειμένου περί τοῦ τοπωνυμίου Σούλι Ντίνου, το, παρατηρεῖ: «[…] αλβαν. shul-i “πάσσαλος, δοκάρι, κοντάρι, κατάρτι, κορυφή, λόφος κλπ.”, πβ. τοπων. Σούλι (το, του), Σούλη (στου) < επών. Suli σε ιταλοαλβανικά χωριά, Georgakas-McDonald 353. Βλ. Π. Α. Φουρίκη «Πόθεν το όνομα Σούλι», ΗΜΕ 1922, σελ. 404 κε. […] Με το όνομα Suli υπηρετούν στρατιώτες στον ενετικό στρατό, Τ. Μαύρος, Γορτυνιακά 2 (1978), 319. Ο Μπίρης (Αρβανίτες 201) ερμηνεύει το επών. ως υψηλός, λεβέντης.» (Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία – Θεσσαλονίκη, 2010, τ. Β΄, σ. 1295).
Ἐν πρώτοις, ἡ ἀπόδοση στό ἀλβαν. shul-i τῆς σημασίας “κορυφή, λόφος” εἶναι ὑποθετική. Ὄχι ὅτι δέν μπορεῖ μιά λέξη πού κατά βάσιν σημαίνει «(αἰχμηρός) πάσσαλος» νά ἀναφέρεται μεταφορικά καί στίς αἰχμηρές, βραχώδεις κορυφές τῶν βουνῶν, ἀλλά ὅτι ἡ ἀλβανική δέν διαθέτει ἐκεῖνες τίς μαρτυρίες πού πείθουν ὅτι πράγματι στό ἐσωτερικό της συντελέσθηκε αὐτή ἡ σημασιολογική ἐξέλιξη.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν ἀλβανική, ἡ νέα ἑλληνική, ἡ κατά Κοραῆ «γραικική», διαθέτει πλουσιοπάροχα τίς σχετικές μαρτυρίες, ἀρκεῖ μόνο νά λάβουμε ὑπ’ ὄψει μας –κάτι πού ἐλάχιστα κάνει ἡ κατ’ ὄνομα ἐπιστημονική γλωσσολογία– ὅτι ἡ γλῶσσα μας παρουσιάζει μιά ἰδιάζουσα φωνητική ποικιλία πού παραπέμπει σέ μιά ἐξ ἴσου ἰδιάζουσα καί παλαιότατη πολυδιάσπαση. Ἀναφερόμαστε στούς ποικίλους τύπους καί σημασίες τῆς –θεωρουμένης λατινικῆς προελεύσεως– λέξης «σούβλα, σουβλί» (πρβλ. ἤδη μεσν. σούβλα, σούγλα, σουγλίν κ.λπ.), πού, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ τό σημασιολογικό μέρος τῆς ὑπόθεσης, δέν σημαίνει μόνο τό αἰχμηρό ξύλο (πού ἦταν, καί σέ ὡρισμένες περιοχές ἐξακολουθεῖ νά παραμένῃ, ἡ σούβλα), ἀλλά καί τήν αἰχμηρή κορυφή βουνοῦ: σούφλα (= ὀξεῖα κερατώδης κορυφή βουνοῦ) Στερελλ. (Αἰτωλ.), τοπων. Σουγλιά τά, (= μυτερές πέτρες) Ἤπ. (Κόνιτσ.) τοπων. Σούβλα ἡ, Θράκ. τοπων. Σουφλί τό, Θράκ. τοπων. Σοῦβλες οἱ, Κάσ. τοπων. Σούγλα ἡ, (= μυτερή κορυφή λόφου) Λῆμν. τοπων. Ντόκ᾿ τά Σουγλιά (= «σουβλερές πέτρες τοῦ Συνιάτσικου, ὅπου ἔρριξαν καί σκότωσαν οἱ Τοῦρκοι τόν κλέφτη Ντόκο, γύρω στά 1880») Μακεδ. (Ἐράτυρ.) τοπων. Ἀρτοτίνας Σοῦφλις οἱ, (= «ὀξεῖαι κορυφαί τῶν Βαρδουσίων ὁμοιάζουσαι πρός σοῦφλες») Στερελλ. (Αἰτωλ.) τοπων. Σουβλιά τά, Πάρ. κ.ἄ. [βλ. Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καί Ἰδιωμάτων, λ. σούβλα, σουβλί κ.λπ.]
Εὔλογη θά ἦταν ἡ ἀντίρρηση ὅτι ἄλλο ἡ σούβλα καί τό σουβλί, καί ἄλλο τό ἀμάρτυρο *σουλί, πολύ δέ περισσότερο τό Σούλι, τό ὁποῖο ἡ παροῦσα πραγματεία διαφαίνεται ὅτι θέλει νά παραγάγῃ ἐκ τοῦ *Σούβλι, *Σούγλι (μέ τήν σημασία μυτερή κορυφή βουνοῦ, ἀπόκρημνη καί κακοτράχαλη περιοχή). Κατ’ ἀρχάς, οἱ ποικίλοι τύποι τῆς λέξης σούβλα (σούgλα, σούγλα, σούβλα, σούφλα, σούχλα, σούγα κ.λπ.) προϊδεάζουν γιά τό ἐνδεχόμενο πτώσης τοῦ πρό τοῦ ὑγροῦ συμφώνου, πιθανόν μέσῳ ἀφομοίωσης (πρβλ. βλέπω, γλέπω, δλέπου, ἐλέπω, λέπω κ.λπ.). Κατά δεύτερον λόγον, δεδομένου ὅτι τό ἐπίμαχο τοπωνύμιο ἐμφανίζεται, ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰ., καί ὡς Κακοσούλι –ἡ ἑλληνικότητα τοῦ α΄ συνθετικοῦ τοῦ ὁποίου δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθῇ– αὐξάνονται οἱ πιθανότητες τό τοπωνύμιο νά προέρχεται ἀπό ἀμάρτυρο *Κακοσούγλι (ἤ *Κακοσούβλι ἤ *Κακοσούφλι ἤ *Κακοσούχλι). Ἐξ ἄλλου, ἔτσι μπορεῖ νά ἑρμηνευθῇ καί ὁ ἀναβιβασμός τοῦ τόνου, ὡς προκύψας μέ τήν ἀπόσπαση ἀπό τό σύνθετο Κακοσούλι καί αὐτονόμηση τοῦ β΄ συνθετικοῦ.
Ἀλλά ὁ βασικώτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ ἐτυμολόγηση τοῦ Κακοσούλι ἐκ τοῦ *Κακοσούγλι καθίσταται ἰδιαίτερα πειστική εἶναι, κατά τήν γνώμη μας, τό γεγονός ἡ φωνητική ἐξέλιξη –γλ– (βλ, φλ, χλ) > –λ– κάνει τήν ἐμφάνισή της σέ ἕνα σύνθετο τοῦ ὁποίου τό β΄ συνθετικό εἶναι ἀκριβῶς ἡ λέξη «σουβλί». Πρόκειται γιά τό πάγκοινο τσαγκαροσούβλι (= «ὄργανον τῶν ὑποδηματοποιῶν, δι᾿ οὗ διατρυπῶντες τό ψίδι περιρράπτουν κατά τά ἄκρα τοῦ πέλματος ἵνα ἐπιρράψουν ἀκολούθως τήν σόλαν τοῦ ὑποδήματος»), τό ὁποῖο, ἐκτός ἀπό τά «ἀναμενόμενα» τσαγκαροσούγλι, τσαγκαροσούφλι, τσαγκαρόσουχλο, τσαγκαρόσουγκλο κ.λπ., ἐμφανίζει σέ ἀρκετές περιοχές καί τύπους στούς ὁποίους ἔχει ἐπισυμβῆ πτώση τοῦ πρό τοῦ ὑγροῦ συμφώνου: τσαγκαρουσούλ΄᾿ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) τσαγκαρσούλι Μακεδ. (Βέρ. Ἐράτυρ.) τσαγκαρασούλ᾿ Θράκ. (Ἀμόρ. Σουφλ.) τσαγκαρσούλ΄᾿ Μακεδ. (Βελβ. Σιάτ.) τσανgαρσούλ΄᾿ Μακεδ. (Καστορ.) τσαγκρασούλ΄᾿ Μακεδ. (Γαλατ. Γρεβεν. Κοζ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) τσανgρασούλ΄᾿ Μακεδ. (Βλάστ. Γαλατ.) τσαγγρουσούλ΄᾿ Μακεδ. (Κοντσ.) τσαραγγασούλ΄᾿ Μακεδ. (Γήλοφ.) σαρανgασούλ΄᾿ Θράκ. (Καρωτ.) σαραgουσούλ᾿ Μακεδ. (Κολινδρ.) τσιγκαρσούλ΄᾿ Μακεδ. (Βόϊον) τσινgαρσούλ᾿ Μακεδ. (Ζουπάν. Κοζ.) τσ΄ιgρισούλ΄᾿ Μακεδ. (Βλάστ.) τσινgρισούλ΄᾿ Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.), πρβλ. καί τσαγγαρσούλω (= ἡ λεπτή γυναῖκα) Θεσσ. (Καλαμπάκ.).
Ἑπομένως, καί σέ ὅ,τι ἀφορᾷ τοὐλάχιστον τό Σούλι καί Κακοσούλι, ἡ ἄποψη ὅτι «το όνομα Σούλι προέρχεται από πρόσωπο, αρχηγό γένους» (βλ. καί Βάσω Δ. Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1998, σ. 143) δέν εὐσταθεῖ. Πρόκειται γιά ἕνα ἑλληνικό –καί δή γραικικό– τοπωνύμιο, στό ὁποῖο θά χρειασθῇ ἴσως νά ἐπανέλθουμε, προκειμένου νά διασαφηνίσουμε τόν καταληκτικό μας διισχυρισμό.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Ὁ κ. Πασιάκος (La Bastia, 22-11-’12) κάνει τό παρακάτω σχόλιο στό ἄρθρο τοῦ ὑποφαινομένου γιά τό Σούλι: «Σουλίου συνέχεια. Η άποψη του φιλόλογου Χρίστου Δάλκου (από το περιοδικό Άρδην ή την εφημερίδα Ρήξη, δεν μπόρεσα να ξεκαθαρίσω…)
Η παλιά προσπάθεια να αποδειχτούν όλα ελληνικά. Το Σούλι από το Σουβλί (από τις μυτερές κορφές).
Βέβαια είπαμαν ότι ο οικισμός είναι χτισμένος σε οροπέδιο ή κοιλάδα κι όχι σε ψηλή σουβλερή κορφή, αλλά αυτό φαίνεται δεν έχει και τόση σημασία…»
Λυπᾶμαι πού μόλις τώρα ἀπαντῶ στό (ἀρκούντως καί ἀναίτια εἰρωνικό) σχόλιο, ἀλλά ὁ κ. Πασιάκος δέν τό ἔστειλε ὡς σχόλιο στό ἄρθρο, ἀλλά τό ἀνήρτησε στήν δικιά του ἱστοσελίδα (ἔτσι ὅμως δέν προωθεῖται ἡ συζήτηση ἀλλά ἐνισχύεται ἡ πρακτική τῶν παράλληλων –καί ἐξυπνάκικων- μονολόγων).
Γιατί μιλάω γιά ἐξυπνάκικους μονολόγους; Μά γιατί τό βασικό ἐπιχείρημα («ο οικισμός είναι χτισμένος σε οροπέδιο ή κοιλάδα κι όχι σε ψηλή σουβλερή κορφή, αλλά αυτό φαίνεται δεν έχει και τόση σημασία») παραβιάζει τόσο ἐξόφθαλμα τούς κανόνες τῆς κοινῆς λογικῆς καί ὑποτιμᾷ τόσο βάναυσα τήν νοημοσύνη τῶν ἀναγνωστῶν τοῦ κ. Πασιάκου, ὥστε νά τοῦ ἀξίζῃ μιά ἀπάντηση στό ἴδιο μῆκος κύματος: Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν ἀξιοθρήνητη «λογική» τό Μαυροβούνιο ἔπρεπε νά εἶναι ἐγκαθιδρυμένο στήν κορυφή τοῦ Μαύρου Βουνοῦ πού τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα γιά νά δικαιοῦται μιά ἐτυμολόγηση ἀπό τίς λέξεις αὐτές. Ἐκτός τούτου, ἡ λέξη «ὀροπέδιο» πού χρησιμοποιεῖ ὁ κ. Πασιάκος περιλαμβάνει στό πρῶτο συνθετικό της τήν ἀναφορά στό ὄρος, τήν κορυφή τοῦ ὁποίου τόσο ἀπεχθάνεται ὁ κ. Πασιάκος. Ἐξ ἄλλου τοῦ διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁ Φουρίκης, γιά νά μπορέσῃ νά δικαιολογήσῃ μιά ἀλβανική ἐτυμολογία τοῦ τοπωνυμίου, χρειάσθηκε νά ἀποδώσῃ στήν ἀλβανική λέξη γιά τό κοντάρι τήν μεταφορική σημασία «κορυφή, λόφος», κάτι πού βέβαια ὁ κ. Πασιάκος ἀποτάσσεται μετά βδελυγμίας.
Ἐκτός κι ἄν, ὅταν πρόκηται γιά τήν ἐξ ἴσου «παλιά προσπάθεια να αποδειχτούν όλα (μη) ελληνικά», οἱ ἐνστάσεις αὐτομάτως ἀποσύρονται. Χρῖστος Δάλκος
Καλησπέρα!
Στην Μεσσηνία έχουμε το βασικό αρβανίτικο χωριό Σουλιμά (Σούλι – Μαγ ) και σημαίνει Μέγα Πέρασμα/Δίοδος.Ελαβε το όνομα του από το γνωστό Σούλι και εκατέρωθεν της κοιλάδας (δίοδος) βρίσκονται βουνά.
Με αυτήν την μετάφραση “πέρασμα- δίοδος” η λέξη Σούλι προέρχεται από το αρχαίο “Σωλήν” το οποίο στην λαϊκή εκφορά,
λέγεται Σουλήν–>Σούλι
Θυμηθείτε τον Κώστα Χατζηχρήστο στην ταινία μπακαλόγατος που λέει την ατάκα: “τι ποτήρια θέλετε; Σουλήνες;; ” ?