τοῦ Χ. Παπασπύρου, ἀπὸ τὸ Ἄρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007
Στὴν πρόσφατη ἀντιπαράθεσι ποὺ ἔχει ἀναζωπυρωθῆ ἀνάμεσα σὲ ὑποστηρικτὲς τοῦ πολυτονικοῦ καὶ ὑποστηρικτὲς τοῦ μονοτονικοῦ διακρίνω μία ἐναγώνια ἀπελπισία. Τὸ κλῖμα μοιάζει νά ᾽χει πολωθῆ, καὶ τὰ διάφορα ἐπιχειρήματα καὶ ἀντεπιχειρήματα μοιάζουν νὰ ἐπαναλαμβάνωνται σὰν ἠχώ. Ἴσως καὶ λίγη δόσι ἀμηχανίας, λὲς καὶ δείχνει νὰ χρωματίζῃ τὴν πόλωσι μὲ μία νότα μελαγχολίας. Μόνο ἄσπρο ἢ μαῦρο; Μόνο ναὶ ἢ μόνον ὄχι στοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα; Δὲν θὰ τό ἔθετα ἔτσι. Μποροῦμε νὰ ζωγραφίσουμε ἕνα τοπίο μέσα ἀπὸ μία ἀπειρία προοπτικῶν, μποροῦμε νὰ λύσουμε ἕνα πρόβλημα μέσα ἀπὸ μία ποικιλία διαφορετικῶν προσεγγίσεων. Ὑπάρχουν καὶ δια-φορετικὲς ματιές. Οἱ προσωπικὲς ἀφηγήσεις εἶναι ἀνεκτίμητες, διότι ἀποκαλύπτουν διαφορετικὲς ματιὲς σὲ ἀντίστοιχες, διαφορετικὲς ὄψεις ἑνὸς θέματος. Οἱ προσωπικὲς ἀφηγήσεις δὲν ἐπιχειροῦν ν᾽ ἀποδείξουν, ἁπλᾶ νὰ δείξουν. Νὰ δείξουν κάτι πέρα ἀπὸ τὰ αὐτονόητα, πέρα ἀπὸ τὰ δεδομένα.
Εἶμαι χημικός καὶ γλωσσολόγος, ἀνήκοος ἀπὸ τὰ τρία μου χρόνια, ἐκπαιδεύω ἀνήκοους καὶ βαρήκοους μαθητὲς ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, καὶ γράφω αὐτὴ τὴν ἀφήγησι στὸ πολυτονικό. Γιατί τήν γράφω; Ὄχι γιὰ νὰ παρουσιάσω μία πραγματεία γιὰ τὸ πολυτονικό. Οὔτε γιὰ νὰ προβάλω ἐπιχειρήματα γιὰ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, προσπαθῶντας νὰ τὰ τεκμηριώσω μὲ διάφορες γλωσσολογικὲς θέσεις. Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ κατάλληλος χῶρος. Γράφω αὐτὴ τὴν ἀφήγησι ἔτσι αὐθόρμητα, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσω ἀνθρώπινα μὲ τοὺς ἀναγνῶστες, νὰ μοιραστῶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀνθρώπους μία διαφορετική, προσωπικὴ ματιὰ στὸ τί μπορεῖ νὰ σημαίνῃ τὸ πολυτονικὸ σὲ κάποιες ἰδιαίτερες περιστάσεις, ποὺ κατὰ κανένα τρόπο δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν αὐτονόητες, δεδομένες ἢ ἀντιπροσωπευτικές.
Δὲν θυμᾶμαι τὸν ἦχο. Δὲν θυμᾶμαι τί εἶναι ν᾽ ἀκοῦς, ν᾽ ἀφουγκράζεσαι, νὰ τραγουδᾷς. Τί μπορεῖ νὰ θυμᾶται κανεὶς ἀπὸ κάτι ποὺ ἔπαψε νὰ ὑπάρχῃ μόλις σὲ ἡλικία τριῶν χρονῶν, ἀπὸ κάτι ποὺ χάνεται βαθιὰ πίσω στὸν χρόνο; Ἡ λήθη σκέπασε τὶς φωνὲς ποὺ ἄκουγα, τὴν δικιά μου φωνή, τὸ τραγοῦδι, τὴν μουσική. Ἀλλὰ δὲν σκέπασε τὴν γλῶσσα. Μὲ πεῖσμα κι᾽ ὁρμὴ ἡ ἄγουρη ἀκόμα γλῶσσα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ τριῶν χρονῶν διαπέρασε τὸ ἀπειλητικὸ μαγνάδι τῆς λήθης καὶ μετουσιώθηκε στὴν γραφή, ὅπου συνέχισε τὴν ἐξελικτική της πορεία. Οἱ φθόγγοι ἔγιναν γράμματα, τὸ ἀφτὶ ἔγινε μάτι, ἡ φωνὴ ἔγινε μολύβι καὶ χαρτί. Καὶ ἡ γλωσσικὴ μελῳδία, ἐκεῖνο τὸ ἀπαράμιλλο καὶ σαγηνευτικὸ τραγοῦδι ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔβγαζε ἀπ᾽ τὴν ψυχή της, μεταλαμπαδεύτηκε στοὺς τόνους καὶ στὰ πνεύματα.
Θυμᾶμαι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ πολὺ ἔντονα. Καθὼς ὁρμοῦσα νὰ ἐξερευνήσω τὸν κόσμο τῆς γραπτῆς ἑλληνικῆς μέσα ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῶν βιβλίων, καθὼς ἅπλωνα διαρκῶς καὶ νέους μικροὺς γλωσσικοὺς κόσμους πάνω στὸ χαρτί, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἀσκοῦσαν πάνω μου μία ἀκαταμάχητη, συναρπαστικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ ἕλξι. Ὄχι μόνο μὲ βοηθοῦσαν νὰ ὀργανώνω σταδιακὰ τὴν ἀναγνωστικὴ καὶ τὴν γραπτὴ λειτουργία, νὰ ἀναπτύσσω μία συγκροτημένη αὐτοπειθαρχία κάθε φορὰ ποὺ διάβαζα καὶ ἔγραφα, νὰ ὀξύνω καὶ νὰ διευρύνω διαρκῶς καὶ περισσότερο τὴν ὀπτική μου ἀντίληψι, ἀλλὰ καὶ μέ καθιστοῦσαν ἱκανὸ νὰ βγάζω νόημα, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἀνάγνωσι, πολλὲς φορὲς κιόλας προτοῦ τὸ μάτι μου σαρώσῃ τὰ γράμματα. Κι᾽ ἀκόμα, οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα μέ βοηθοῦσαν νὰ ταξιδεύω πίσω στὸν χρόνο, νὰ ἐξερευνῶ τὴν ἐτυμολογία πολλῶν ἀγνώστων λέξεων τῆς ἑλληνικῆς ποὺ συναντοῦσα καὶ νὰ βγάζω νόημα ἀπὸ κεῖνες. Δὲν μποροῦσα, ὅμως, τότε νὰ τό ἐξηγήσω. Τό βίωνα, τό ἔνοιωθα, ἀλλὰ δὲν εἶχα τότε ἀκόμα τὶς γνώσεις γιὰ νὰ τό κατανοήσω. Ἐκείνη ἡ βιωματικὴ ἐμπειρία, τὴν ὁποία φρόντιζα μὲ ἐπιμέλεια νὰ καλλιεργῶ, μοῦ ἔδειχνε ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα εἶχαν μία πολὺ μεγάλη ἀξία στὴν γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς. Ἦταν σὰν νὰ μποροῦσα νὰ «βλέπω» τὸν ἦχο, τὴν μουσικότητα, τὸ τραγοῦδι τῶν λέξεων, νὰ «βλέπω» ἕνα συναρπαστικὸ ρυθμικὸ ἀνεβοκατέβασμα ποὺ εἶχε, ὡστόσο, μέσα του κι᾽ ἕνα τεράστιο νοηματοδοτικὸ περιεχόμενο.
Μεγάλωσα καὶ μεστώθηκα μὲ τὸ πολυτονικό. Ὁ κόσμος μου ἦταν ὁ κόσμος τῆς γραπτῆς γλώσσας. Ἕνας κόσμος ἀπροσμέτρητα συναρπαστικός, γιομᾶτος σχῆμα, μορφή, χρῶμα, μία φαντασμαγορία γνώσεων συνυφασμένων μ᾽ ἕνα καλειδοσκόπιο ὀπτικῶν γλωσσικῶν μορφῶν. Καὶ τὸ πολυτονικὸ ἔμοιαζε γιὰ μένα νά ᾽ναι τὸ ὑφάδι τῆς γλώσσας μου, ἐνῷ τὰ γράμματα ἦταν τὸ στημόνι. Ἔγινα ἕνα μαζί του. Ἀπὸ κεκτημένη ταχύτητα εἶχα συνηθίσει ἤδη νὰ προβάλλω τὴν γλῶσσα παντοῦ σ᾽ ὅ,τι μάθαινα, ὅπως ἔγινε καὶ στὴν χημεία ποὺ σπούδασα ἀργότερα. Ἡ χημεία, ἦταν γιὰ μένα ἡ πολύχρωμη γραμματικὴ τῆς γλώσσας τῶν ὑλικῶν μορφῶν, μὲ τὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι της.
Ὅταν ἔγινα εἴκοσι δύο χρονῶν, τελειώνοντας τὶς σπουδές μου στὴν χημεία, ἦλθα ἀντιμέτωπος μὲ μίαν εἴδησι ποὺ μέ γέμισε ἀμηχανία, ἀπορία, στενοχώρια. Τὸ πολυτονικὸ εἶχε καταργηθῆ καὶ ἀντικατασταθῆ νομοθετικὰ ἀπὸ τὸ μονοτονικό. Δὲν εἶχα πάρει χαμπάρι τοῦ τί εἶχε στὸ μεταξὺ μεσολαβήσει. Ὅπου κι᾽ ἂν ρώτησα, ὅπου κι᾽ ἂν ἔψαξα, πάντα ὀρθωνόταν μπροστά μου, σὰν ἠχώ, ἡ ἴδια ἄκαμπτη καὶ στερεότυπη δικαιολογία, ποὺ ἔμοιαζε νὰ μὴν σηκώνῃ καὶ πολλὲς ἀντιρρήσεις: «Τί νὰ τά κάμῃς πιὰ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους; Εἶναι ἄχρηστα στολίδια. Χωρὶς αὐτά, ὅλοι μας θὰ γράφουμε πιὸ εὔκολα, πιὸ γρήγορα, πιὸ σωστά. Ἔχουμε πολὺ σημαντικότερα πράματα νὰ μάθουμε, γιὰ νὰ σπαταλᾶμε τὸν πολύτιμο χρόνο μας σ᾽ αὐτὲς τὶς ἄχρηστες διακοσμήσεις.» Ταράχτηκα. Συνειδητοποίησα ξαφνικὰ ὅτι ζοῦσα σ᾽ ἕνα γλωσσικὸ κὸσμο ποὺ δὲν εἶχε καὶ πολλὰ κοινὰ μὲ τὸν γλωσσικὸ κόσμο τῶν εὐηκόων. Σκέφτηκα ὅτι, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι ἄκουγαν καὶ μιλοῦσαν ἄμεσα καὶ ἀβίαστα τὴν προφορικὴ ἑλληνική, προφανῶς ἡ ζωντανὴ ἀκρόασι καὶ ὁμιλία θὰ εἶχαν πιὸ μεγάλη σημασία καὶ ἀξία γιὰ κείνους, παρὰ ἡ γραπτὴ ἑλληνική. Δὲν μποροῦσα τότε νὰ ἑρμηνεύσω ἀλλιῶς τὴν δικαιολογία αὐτή. Ἦταν φανερὸ ὅτι μὲ τὴν καθιέρωσι τοῦ μονοτονικοῦ εἶχε γίνει προσπάθεια νὰ προσαρμοσθῇ ἡ γραπτὴ ἀναπαράστασι τῆς ἑλληνικῆς πιὸ κοντὰ στὴν πρωτογενῆ, ἠχητική της μορφή. «Νὰ γράφουμε ὅπως μιλᾶμε, τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο», αὐτὴ ἦταν ἡ μόνιμη ἐπῳδὸς ποὺ συνόδευε τότε ἐκείνη τὴν ὀρθογραφικὴ μεταρρύθμισι ἀπὸ τὸ πολυτονικὸ στὸ μονοτονικό.
Ἦταν, ὅμως, πράγματι ἔτσι;
Σκέφτηκα νὰ δοκιμάσω στὸν ἑαυτό μου τὴν μονοτονικὴ μεταρρύθμισι. Σάμπως νὰ εἶχα ἄλλην ἐπιλογή; Βάλθηκα νὰ μελετήσω τὴν ἐπίδρασι ποὺ θὰ εἶχε στὴν ἀντίληψι καὶ στὴν διανόησί μου ὁ ἑλληνικὸς γραπτὸς λόγος, ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός μου, ἀπογυμνωμένος ἀπὸ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. «Ποῦ ξέρεις», εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «μπορεῖ οἱ ἄλλοι νά ᾽χουν δίκιο. Ἀφοῦ ἐκεῖνοι ἀκοῦνε, ἐνῷ ἐσὺ ὄχι, κάτι παραπάνω θὰ ξέρουν γιὰ νὰ καθιερώσουν τὸ μονοτονικό.» Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ συνεργαζόμουν καὶ μὲ ἐκδότες, μεταφράζοντας διάφορα λογοτεχνικὰ ἔργα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γερμανικά, ὁπότε οὕτως ἢ ἄλλως ἤμουν ἀναγκασμένος νὰ γράφω στὸ μονοτονικό, διότι κανένας ἐκδότης ἀπὸ κείνους ποὺ ἤξερα δὲν δεχόταν πλέον κείμενα στὸ πολυτονικό. Συνήθισα, λοιπόν, σχετικὰ γρήγορα νὰ γράφω στὸ μονοτονικό.
Τὰ ἀποτελέσματα τῆς δοκιμῆς, ὅπως τά θυμᾶμαι, ἦταν γιὰ μένα μία ἀφορμὴ ἔντονου γλωσσικοῦ προβληματισμοῦ καὶ βαθιᾶς ἀνησυχίας γιὰ τὸ γλωσσικό μου μέλλον. Ναὶ μέν, σὲ ἀρχικὴ φάσι διαπίστωσα ὅτι ἔγραφα αἰσθητὰ πιὸ γρήγορα στὸ μονοτονικό, διότι τὸ χέρι μου ἔκανε πολὺ λιγότερες κινήσεις γιὰ νὰ ἀποδώσῃ τὴν ὀπτικὴ εἰκόνα τῶν λέξεων. Ὅμως, μὲ τὸν καιρό, ἔβλεπα ὅτι αὐτὴ ἡ αὔξησι τῆς ταχύτητας εἶχε καὶ μία σκοτεινὴ πλευρά. Ἄρχισα νὰ κάνω βαθμιαῖα καὶ πιὸ συχνὰ μορφολογικὰ καὶ συντακτικὰ λάθη, τὰ ὁποῖα διαπίστωνα κάθε φορὰ ποὺ πήγαινα πίσω στὸ κείμενο νὰ τό ξαναδῶ, νὰ τό ἐπεξεργαστῶ, νὰ τό ἐμπλουτίσω. Συγχύστηκα. Μὲ τὸ πολυτονικὸ δὲν ἔκανα ποτὲ τέτοια λάθη. Ἀναρωτήθηκα, τί ἄραγε μπορεῖ νὰ ἔφταιγε. Ἔνοιωθα μέσα μου μία περίεργη δυσφορία, μία δυσανεξία ποὺ μέ ἀναστάτωνε. Δὲν μποροῦσα, ὅμως, νὰ κάνω ἀλλιῶς. Τὰ κείμενα ποὺ ἔγραφα «ἔπρεπε» νὰ εἶναι γραμμένα σὲ μονοτονικό. Ἀλλιῶς δὲν θὰ εἶχα ἐλπίδα γιὰ δουλειά.
Μὲ τὴν ἀνάγνωσι τὰ πράγματα πήγαιναν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο. Τὸ μάτι μου χόρευε ἀσυντόνιστα καθὼς σάρωνε τὶς τυπωμένες σελίδες. Οἱ λέξεις ἔμοιαζαν νὰ γλιστρᾶνε κάτω ἀπ᾽ τὸ βλέμμα μου, νὰ ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν ὀπτική μου ἀντίληψι. Ὅλο καὶ συχνότερα ἀναγκαζόμουν νὰ ξαναδιαβάζω τὶς προτάσεις, γιὰ νὰ ἀποκρυπτογραφήσω τὸ νόημά τους. Ὅλο καὶ συχνότερα ἔπεφτα πάνω σὲ φράσεις μὲ διφορούμενη σημασία, ποὺ μέ ἀνάγκαζαν νὰ κάνω ἐπιλογὴ μεταξὺ διαφόρων πιθανῶν νοημάτων, γιὰ νὰ συνεχίσω ἀξιόπιστα τὴν ἀνάγνωσι. Ἐνῷ στὸ παρελθὸν μὲ τὸ πολυτονικὸ μποροῦσα νὰ διαβάσω μέχρι καὶ ὀγδόντα μὲ ἑκατὸ σελίδες κανονικοῦ βιβλίου τὴν ὥρα, τὸ μονοτονικὸ συρρίκνωσε τὴν ἀναγνωστική μου ταχύτητα στὶς τριάντα μὲ σαράντα τὸ πολὺ σελίδες τὴν ὥρα.
Δὲν μποροῦσα ἀκόμα νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβαινε. Δὲν εἶχα τὶς ἀπαραίτητες γνώσεις, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν χρόνο γιὰ ν᾽ ἀσχοληθῶ. Ἐκεῖνο ποὺ ἔνοιωθα πιεστικὰ ἀλλὰ ἄρρητα, ἦταν ὅτι μὲ τὸ μονοτονικὸ εἶχα χάσει ἕνα ἀποτελεσματικὸ τιμόνι, ὅτι δὲν ἤμουν πλέον σὲ θέσι νὰ κατευθυνθῶ μὲ αὐτοπειθαρχία καὶ ἀξιοπιστία στὸν πολύτιμο γιὰ μένα κόσμο τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ἀναστατώθηκα καὶ στενοχωρήθηκα τρομερά. Ἔνοιωθα τὸ στήριγμά μου νὰ διαλύεται, νὰ ἐξαφανίζεται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ὅμως, στὸ κοινωνικό μου περιβάλλον ἔμοιαζαν μᾶλλον ἀνακουφισμένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν μεταρρύθμισι. Μοῦ ἔλεγαν μ᾽ ἐνθουσιασμὸ πόσο πιὸ εὔκολα καὶ γρήγορα ἔγραφαν καὶ διάβαζαν μὲ τὸ μονοτονικό. Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή. Ἡ στυγνή, παγερὴ σιωπὴ τῆς ἀπελπισίας, τοῦ μουγγοῦ θρήνου. Ἡ ἀνυπόφορη ἀνατριχίλα τῆς ἀπόλυτης ἀνημποριᾶς.
Τί μποροῦσα νὰ πῶ; Τί μποροῦσα ν᾽ ἀντιπροβάλω; Τίποτα. Ὁ δικός μου γλωσσικὸς κόσμος ἦταν ὁ κόσμος τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ὅ,τι εἶχα γίνει ὣς ἐκείνη τὴν στιγμή, τό χρωστοῦσα στὴν πολυτονικὴ γραπτὴ ἑλληνική. Ὁ δικός τους γλωσσικὸς κόσμος ἦταν ὁ ζωντανὸς προφορικὸς λόγος, ἀπρόσιτος σὲ μένα. Ἡ γραφὴ ἦταν γιὰ κείνους ἕνα δευτερογενὲς ὑποκατάστατο. Ἑπόμενο ἦταν, σκέφτηκα, νὰ κόβουν καὶ νὰ ράβουν τὸν γραπτὸ λόγο γιὰ νὰ τόν συνταιριάξουν μὲ τὴν ζωντανή, φυσικὴ ἐκφορὰ τῆς γλώσσας ποὺ ἄκουγαν καὶ μιλοῦσαν. Ἔμοιαζε εὐλογοφανές. Τό σεβάστηκα μέσα στὴν σιωπή μου. Ἀλλὰ ἔπρεπε καὶ νὰ κάνω κάτι καὶ γιὰ μένα. Γιὰ νὰ συνεχίσω. Νὰ μὴν καταρρεύσω ὁριστικά.
Ἀποφάσισα νὰ ἐξασκήσω μέσα μου τὴν δεξιότητα νὰ θέτω τὸ πολυτονικὸ ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὰ μονοτονικὰ δείγματα γραφῆς ποὺ διάβαζα κι᾽ ἔγραφα, σὰν ἕνα εἶδος ἠθμοῦ, σὰν ἕνα διαμεσολαβητικὸ διορθωτικὸ φακό. Ἐκπαίδευσα τὸ μάτι μου ν᾽ ἀντιλαμβάνεται τὴν πολυτονικὴ γραφὴ διαβάζοντας μονοτονικὴ γραφή. Ἐξάσκησα τὸ χέρι μου νὰ λειτουργῇ πολυτονικὰ γράφοντας μονοτονικά. Δὲν ἦταν ὅ,τι καλύτερο, ἀλλὰ πάντως ἦταν κάτι. Μοῦ ἔμεινε, ὅμως, τὸ παράπονο. Δὲν ἔβλεπα πλέον τὴν μελῳδία τῶν λέξεων, τὸ τραγοῦδι τῆς ψυχῆς τους, νὰ διανθίζῃ τὶς σελίδες. Ἡ ἀνάγνωσι καὶ ἡ γραφὴ ἔπαψαν νὰ μοῦ προσφέρουν ἐκείνη τὴν μεγαλειώδη ἀπόλαυσι καὶ συγκίνησι. Σφράγισα τὸν πολύτιμο θησαυρό μου ζωντανὸ μέσα μου καὶ ἁπλᾶ περίμενα νὰ γίνῃ κάτι, ν᾽ ἀλλάξῃ κάτι. Ποτὲ δὲν ἀπαρνήθηκα τὸ πολυτονικό.
Λίγα χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν καθιέρωσι τοῦ μονοτονικοῦ ἄρχισα νὰ ἐκπαιδεύω ἀνήκοους καὶ βαρήκοους μαθητές. Ἦταν τότε μία κρίσιμη καμπὴ στὴν ζωή μου, ἡ ὁποία μοῦ ἔδωσε ἀποφασιστικὰ κίνητρα νὰ στραφῶ στὴν συστηματικὴ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ φαινομένου στὴν ὁλότητά του καὶ νὰ σπουδάσω γλωσσολογία. Ἦταν πλέον σαφὲς γιὰ μένα ὅτι οἱ ἀνήκοοι ἐπικοινωνοῦν ἀβίαστα καὶ φυσικὰ μὲ τὶς κινηματικὲς γλῶσσες, ὅπως οἱ εὐήκοοι ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους προφορικά. Ἡ διαφορὰ ἦταν ὅτι οἱ κινηματικὲς γλῶσσες δὲν διέθεταν γραπτοὺς κώδικες. Εἶχα τὴν κινηματική μου γλῶσσα.
Ἡ ἐνασχόλησί μου μὲ τὴν γλωσσολογία διεύρυνε ἀπροσμέτρητα τὸν γλωσσικό μου κόσμο. Ἐπιτέλους μποροῦσα νὰ δώσω ἀξιόπιστες ἀπαντήσεις. Ἐπιτέλους μποροῦσα νὰ ἑρμηνεύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ θαυμαστὰ καὶ συναρπαστικὰ ἐρωτήματα, νὰ χαρτογραφήσω τὴν πορεία μου μέσα ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τῆς γραπτῆς γλώσσας, νὰ κατανοήσω τί σήμαινε γιὰ μένα ἡ σχέσι μου μὲ τὸν γραπτὸ λόγο. Ἔγινα πάλι ἕνα μικρὸ παιδὶ ποὺ ἀνακάλυπτε κι᾽ ἐξερευνοῦσε πρωτόγνωρους κόσμους, ἑρμηνεύοντάς τους κιόλας.
Μέσα σ᾽ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθα ἀπὸ τὴν γλωσσολογία ἦταν καὶ ἡ ἀποφασιστικὴ συμβολὴ τῆς προσῳδίας μίας φυσικῆς γλώσσας στὴν ἀποτελεσματικὴ μεταβίβασι τοῦ νοήματος. Ὅλες οἱ γλῶσσες, κινηματικὲς καὶ ὁμιλούμενες, διαθέτουν κάποια προσῳδιακὰ στοιχεῖα, ἄλλα κοινὰ κι᾽ ἄλλα ἰδιαίτερα. Αὐτὰ τὰ προσῳδιακὰ στοιχεῖα δείχνουν νὰ κατευθύνουν τὴν ζωντανὴ ἐκφορὰ τοῦ λόγου, ἀλλὰ οἱ αἰτίες γι᾽ αὐτὸ παραμένουν ἀκόμα ἄγνωστες. Πάντως, ὅταν μία φυσικὴ γλῶσσα ἀποκτᾷ γραπτὸ κώδικα, καταβάλλεται προσπάθεια γιὰ τὴν ἀναπαράστασι ὄχι μόνο φθόγγων, ἀλλὰ καὶ τῆς προσῳδίας, ὅποια μορφὴ καὶ ἂν ἔχῃ αὐτή. Κάποια συστήματα γραφῆς τό κατορθώνουν, κάποια ἄλλα ὄχι.
Αὐτὴ ἡ διαπίστωσι μέ βοήθησε νὰ κατανοήσω τὴν μαγευτικὴ ἕλξι ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω μου οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα, τότε ποὺ μάθαινα ἀνάγνωσι καὶ γραφή. Τὸ πολυτονικὸ ἦταν προφανῶς τὸ ὀπτικὸ ἀποτύπωμα μίας προσῳδίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἄγνωστης κι᾽ ἀπροσπέλαστης σὲ μένα, διότι δὲν μποροῦσα νὰ τήν ἀκούσω. Κατανόησα, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶχα τὸσο ἰσχυρὰ οἰκειοποιηθῆ σὲ σχέσι μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα δὲν ἦταν τίποτ᾽ ἄλλο παρὰ μία ὀπτικὴ προσῳδία, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρά της κατεύθυνε πειθαρχημένα καὶ παστρικὰ τὴν πρόσληψι καὶ τὴν ἔκφρασι γραπτῶν κειμένων. Τολμῶ μάλιστα νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημάδια τοῦ πολυτονικοῦ ἡ δασεῖα καὶ ἡ περισπωμένη εἶχαν τότε γιὰ μένα τὸ μεγαλύτερο προσῳδιακὸ δυναμικό. Διόλου περίεργο ποὺ ἡ προσῳδία αὐτὴ μοῦ μεταβίβαζε κιόλας κάποιες φορὲς τὸ νόημα, προτοῦ τὸ μάτι μου σαρώσῃ τὰ γράμματα καθ᾽ ἑαυτά. Αὐτὸ ἐξηγοῦσε καὶ τὶς ἀρχικὲς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισα μεταγενέστερα στὴν χρῆσι τοῦ μονοτονικοῦ.
Δὲν γνωρίζω, καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν θὰ γνωρίσω ποτέ, τί εἴδους προσῳδιακὰ στοιχεῖα ἔχουν ἀπομείνει σήμερα στὴν φυσική, ζωντανὴ ἑλληνική. Εἶναι πιθανὸ νὰ ἔχω οἰκειοποιηθῆ κάποια προγενέστερη μορφὴ προσῳδίας, τὴν ὁποία μόνο γραπτὰ μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ καὶ νὰ ἐκφράσω. Ἔχω, πάντως, τὴν ὑποψία ὅτι τοὐλάχιστον σὲ κάποιες διαλεκτολογικὲς ποικιλίες τῆς ἑλληνικῆς διατηρεῖται ἀκόμα ἡ ἀρχέγονη προσῳδία, ποὺ ἐκφράζεται στὴν δάσυνσι, στὴν μακρότητα καὶ στὴν βραχύτητα τῶν φωνηέντων.
Ἐπειδὴ τὸ μονοτονικὸ εἶναι διὰ νόμου ἐπιβεβλημένο στὸ ἐκπαιδευτικό μας σύστημα, ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τό τηρῶ, καὶ τό τηρῶ μέχρι σήμερα, στὸ καθημερινὸ διδακτικό μου ἔργο. Παρέμενε, ὡστόσο, διάχυτη ἡ ἀπορία μου γιὰ τὴν σκοπιμότητα τοῦ μονοτονικοῦ. Ἄν, διερωτόμουν, οἱ εὐήκοοι ὄντως διαβάζουν καὶ γράφουν εὐκολότερα καὶ γρηγορότερα μὲ τὸ μονοτονικό, ἐπειδὴ εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως σὲ θέσι νὰ κάνουν αὐτόματη μετακωδίκευσι ἀνάμεσα στὴν πρωτογενῆ ἀκουστικὴ καὶ στὴν δευτερογενῆ ὀπτικὴ εἰκόνα τῶν λέξεων, τότε ἔχει καλῶς. Ἄν, ὅμως, δὲν εἶναι ἔτσι; Μήπως αὐτὸ δὲν ἰσχύῃ συλλήβδην γιὰ ὅλους τοὺς εὐήκοους; Ἂν κάποιοι, εὐήκοοι ἢ ὄχι, ἔχουν ἀνάγκη τὸ πολυτονικὸ γιὰ διάφορους λόγους; Πῶς μποροῦμε νὰ τό ξέρουμε; Ὅλα αὐτὰ μέσα μου περίμεναν ἀκόμα μίαν ἀπάντησι.
Καὶ ἡ ἀπάντησι ἦλθε πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, ἐντελῶς τυχαῖα. Ἔπεσε στὰ χέρια μου ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον σύγγραμμα μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο: «Ἡ ἐκδίκησι τῶν τόνων» (Ι. Τσέγκου, Θ. Παπαδάκη καὶ Δ. Βεκιάρη, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2005), τὸ ὁποῖο πραγματεύεται μία συγκριτικὴ ἐμπειρικὴ ἔρευνα μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ψυχολογίας τῆς γλώσσας, ποὺ ἀποσκοποῦσε στὴν ἐπισήμανσι ἐνδεχομένων διαφοροποιήσεων στὶς ψυχογλωσσικὲς δεξιότητες συνεπείᾳ τῆς παρουσίας ἢ τῆς ἀπουσίας πολυτονικοῦ. Στὴν ἔρευνα αὐτὴ μελετήθηκαν οἱ ἀντιληπτικὲς καὶ οἱ γνωσιακὲς δεξιότητες παιδιῶν κατανεμημένων σὲ δύο ὁμάδες. Στὴν μία ὁμάδα περιλαμβάνονταν παιδιὰ ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὴν καθιερωμένη σχολικὴ πορεία διὰ τοῦ μονοτονικοῦ. Στὴν ἄλλη ὁμάδα περιλαμβάνονταν παιδιά τὰ ὁποῖα εἶχαν ἐπὶ πλέον συστηματικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πολυτονικὸ μέσῳ διδασκαλίας ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ πρώτου μέρους τῆς ἔρευνας, τὸ ὁποῖο παρουσιαζόταν στὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα, τὰ παιδιὰ ποὺ εἶχαν ἔλθει σ᾽ ἐπαφὴ μὲ τὸ πολυτονικὸ παρουσίασαν ὑπεροχὴ στὶς ὀπτικοαντιληπτικές τους δεξιότητες σὲ σύγκρισι μὲ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἀποκλειστικὰ τὸ μονοτονικό. Τὸ δεύτερο, ἀδημοσίευτο ἀκόμα, μέρος τῆς ἔρευνας, τοῦ ὁποίου τὴν σύνοψι εἶχα τὴν καλὴ τύχη νὰ μάθω μετά ἀπὸ προσωπική μου ἐπαφὴ μέ τοὺς συγγραφεῖς, δείχνει καὶ ὑπεροχὴ στὶς γνωσιακὲς λεκτικὲς δεξιότητες ἀπὸ πλευρᾶς παιδιῶν ποὺ εἶχαν ἐπαφὴ μέ τὸ πολυτονικὸ ἔναντι παιδιῶν ποὺ δὲν εἶχαν.
Ἡ «Ἐκδίκησι τῶν τόνων» ἦταν γιὰ μένα μία ὁλωσδιόλου καλοδεχούμενη καὶ ἐνθαρρυντικὴ ἔκπληξι. Ἂν μή τι ἄλλο, ἦταν ὁπωσδήποτε μία τολμηρὴ καὶ θαρραλέα ἔρευνα, ποὺ φαινόταν νὰ ἀνοίγῃ σημαντικὲς μελλοντικὲς προοπτικές. Τήν κοίταξα μὲ θετικὸ κριτικὸ πνεῦμα καὶ θαύμασα τὴν πρωτοτυπία καὶ τὸ σθένος της. Κι᾽ ἄθελά μου ἔκανα πάλι ἕνα ταξίδι πίσω στὸν χρόνο, γιὰ νὰ θυμηθῶ ἐκείνη τὴν παγερὴ ἀσφυξία ποὺ ἔνοιωσα τότε ποὺ εἶχε μόλις καθιερωθῆ τὸ μονοτονικό. Ἀναρωτήθηκα πῶς θὰ εἶχαν ἄραγε ἐξελιχθῆ τὰ πράγματα, ἂν μία παρόμοια ἔρευνα εἶχε γίνει τότε.
Παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν «Ἐκδίκησι τῶν τόνων», ἀποφάσισα νὰ διερευνήσω ἐξονυχιστικὰ ὅλη τὴν ἱστορία σὲ σχέσι μὲ τὴν διαμάχη πολυτονικοῦ καὶ μονοτονικοῦ. Ἡ βαθιὰ προσήλωσί μου στὴν γλωσσολογικὴ ἔρευνα τῶν κινηματικῶν γλωσσῶν καὶ στὴν ἐκπαίδευσι ἀνηκόων μαθητῶν μέ εἶχε ἐντελῶς ἀπορροφήσει μονόπλευρα γιὰ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, καὶ ἴσως γι᾽ αὐτὸ δὲν εἶχα τὴν παραμικρὴν ἰδέα τοῦ τί εἶχε στὸ μεταξὺ διαδραματισθῆ. Ἔμαθα γιὰ τὴν «Δίκη τῶν τόνων» καὶ γιὰ τὴν «Ἀντιδικία τῶν τόνων», ἔψαξα γιὰ σχετικὴ ἀρθρογραφία ποὺ εἶχε προηγηθῆ πρὶν ἀπὸ τὴν μονοτονικὴ μεταρρύθμισι, κι᾽ ἀκόμα γιὰ ἀρθρογραφία σχετικὴ μὲ τὴν «Ἐκδίκησι τῶν τόνων». Κατάφερα, μάλιστα, νὰ βρῶ καὶ νὰ διαβάσω στὸν διαδικτυακὸ ἱστόχωρο www.polytoniko.org ὡρισμένα ἐξαιρετικὰ κείμενα γιὰ τὸ πολυτονικό, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ Πρακτικὰ τῆς συνεδριάσεως τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων ἐκείνη τὴν νύχτα ποὺ καθιερώθηκε τὸ μονοτονικὸ πρίν ἀπὸ εἴκοσι πέντε χρόνια. Καὶ κάθε τι νέο ποὺ ἀνακάλυπτα, μέ ἄφηνε πάντα μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Δὲν ἤξερα πιὰ τί νὰ πῶ.
Ἐκεῖνο, πάντως, ποὺ μέ ἄφησε κυριολεκτικὰ ἄναυδο, ἦταν ἡ ἐπιπολαιότητα καὶ ἡ βιασύνη μὲ τὴν ὁποία ψηφίστηκε ἡ καθιέρωσι τοῦ μονοτονικοῦ. Πέρα ἀπὸ ἰδεολογικὰ πυροτεχνήματα καὶ ἀναμασήματα παλαιοτέρων ἀπόψεων, γιὰ τὴν γλωσσολογικὴ ἐγκυρότητα τῶν ὁποίων ἀμφιβάλλω, δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ κανένα σοβαρὸ ἔρεισμα ποὺ νὰ δικαιολογῇ τὴν μονοτονικὴ μεταρρύθμισι. Σκεφτόμουν ὅτι θὰ μποροῦσε ἡ Βουλή, καὶ θὰ εἶχε κάθε δικαίωμα καὶ ὑποχρέωσι νὰ τό κάμῃ, νὰ προτείνῃ ἀρχικὰ τὴν διεξαγωγὴ μίας εὐρείας μεσοπρόθεσμης πειραματικῆς ἐμπειρικῆς ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ σὲ ἐπιλεγμένα σχολεῖα, μὲ συνακόλουθη διεπιστημονικὴ ἀξιολόγησι, ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ κρίνῃ καὶ νὰ προχωρήσῃ μετὰ στὴν μεταρρύθμισι ἢ ὄχι. Δὲν εἶδα πουθενὰ κάτι τέτοιο. Ἔστω, εἶπα μέσα μου καλόπιστα, ὅτι πιθανῶς ὑπῆρχαν διάφοροι ἠθικοὶ περιορισμοὶ γιὰ μία τέτοιου εἴδους ἔρευνα, ἡ ὁποία σαφῶς θὰ ὑποδήλωνε ἐκπαιδευτικὲς διακρίσεις. Γιατί, τότε, νὰ μὴν εἶχε προηγηθῆ ἕνα δημοψήφισμα; Ἂν ὑπῆρχε ἔντονο λαϊκὸ αἴτημα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, μὲ ἕνα δημοψήφισμα θὰ εἶχε διαπιστωθῆ, ὁπότε ὅλοι μας θὰ λογαριαζόμασταν σήμερα ἰσότιμα καὶ δημοκρατικὰ μὲ τὶς ὅποιες συνέπειες τῆς μονοτονικῆς μεταρρυθμίσεως.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις, καὶ βλέποντας ὅτι ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ σοβαροὶ ἄνθρωποι ποὺ ὑποστηρίζουν τὸ πολυτονικό, ἀποφάσισα ἐδῶ καὶ λίγους μῆνες νὰ ἐπαναφέρω στὴν ζωή μου τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα. Δὲν ἔχω τὴν πρόθεσι νὰ ἐπιβάλω τὸ πολυτονικὸ σὲ κανένα. Ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ ξαναζήσω τὴν γλυκιὰ μελῳδία τῶν λέξεων, τὸ τραγοῦδι τῆς ψυχῆς τους, νὰ ἐξασκηθῶ πάλι μὲ τὸ τιμόνι τῆς ὀπτικῆς προσῳδίας στὴν πειθαρχημένη καὶ καθαρὴ ἀντίληψι καὶ ἔκφρασι τῶν κειμένων μου. Καὶ νὰ ἐπικοινωνῶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅσο μπορῶ, νὰ τοὺς παρέχω ἐρείσματα γιὰ νὰ μποροῦν ἐκεῖνοι νὰ κρίνουν ἐλεύθερα. Ἔχω ἤδη γράψει ἕνα σχετικὸ γλωσσολογικὸ δοκίμιο γιὰ τὸ πολυτονικὸ στὸν ἱστόχωρο www.polytoniko.org, ὅπου εἶναι ὁ χῶρος κατάλληλος γιὰ τέτοια κείμενα.
Μέ θλίβει ἡ στεῖρα ἀντιπαλότητα. Δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἡ «Ἐκδίκησι τῶν τόνων» εἶναι μία ἀξιέπαινη προσπάθεια, ποὺ πολὺ θὰ εὐχόμουν νὰ εὐοδωθῇ μὲ ἀνάλογη συνέχεια. Ὁραματίζομαι μία ἐπίσημη εὐρεῖα συγκριτικὴ ἔρευνα πεδίου μὲ εὐθύνη ἀπὸ διάφορους κλάδους τῶν γλωσσικῶν ἐπιστημῶν, στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα σχολεῖα. Γιατί δὲν προτείνουν κάτι τέτοιο οἱ ἐπικριτές της; Θεωρῶ ὅτι ἡ ἐν μέρει ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ εἰσέπραξε πρόσφατα ἡ «Ἐκδίκησι τῶν τόνων» εἶναι ἄδικη. Γιὰ νὰ τό θέσω ἐνδεικτικὰ καὶ συγκεκριμένα, δὲν θὰ ἔλεγα ποτὲ ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποτελεῖ «ξένη γλῶσσα», ὁπότε τὰ ὅποια εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα τῆς συστηματικῆς ἐπαφῆς μικρῶν παιδιῶν μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ θὰ ἦταν συνυφασμένα μὲ τὴν ἐν γένει εὐεργετικὴ ἐκμάθησι μίας ξένης γλώσσας. Δὲν μπορεῖ γλωσσολογικὰ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ ἄποψι περὶ «ξένης γλώσσας» στὴν περίπτωσι τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἡ μελέτη τῆς διαχρονικῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία γιὰ μεθοδολογικοὺς σκοποὺς χωρίζεται σὲ φάσεις, δείχνει μία ἄρρηκτη ἐξελικτικὴ συνέχεια. Ὅταν ἤμουν στὸ σχολεῖο μαθητής, διδάχθηκα τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ἐπὶ ἕξι χρόνια ἕξι ὧρες τὴν ἑβδομάδα. Θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου ἐξαιρετικὰ εὐτυχῆ ποὺ εἶχα τότε ὅλους ἐκείνους τοὺς ἐμπνευσμένους φιλόλογους καθηγητὲς νὰ μοῦ μεταλαμπαδεύουν τὴν γλωσσικὴ γνῶσι, καὶ πάντα νοιώθω εὐγνωμοσύνη ἀπέναντί τους. Εἶμαι, λοιπόν, σὲ θέσι καὶ βιωματικὰ νὰ διαπιστώνω ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλωσσικὴ κληρονομιὰ ἐπιζεῖ ὁλοζώντανη ὣς τὶς μέρες μας.
Γιὰ νὰ μὴν εἶμαι, ὅμως, δογματικὸς ἢ ἐγωκεντρικός, παραδέχομαι ὅτι εἶναι πιθανὸ τὸ μονοτονικὸ νὰ ἀποβαίνῃ εὐεργετικὰ γιὰ κάποιους ἀνθρώπους ποὺ ἴσως ἀδυνατοῦν ν᾽ ἀφομοιώσουν ἢ νὰ χρησιμοποιήσουν δημιουργικὰ τὴν πολυτονικὴ γραφή. Σὲ τελευταία ἀνάλυσι, εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ διατείνονται ὅτι ἐκφράζονται πιὸ ἐλεύθερα καὶ ἀξιόπιστα μὲ τὸ μονοτονικό. Αὐτὸ φαίνεται σεβαστὸ καὶ δικαιολογημένο, ἀφοῦ ἤδη ἔχει διαπιστωθῆ ὅτι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ὄντως ποικιλία μαθησιακῶν στρατηγικῶν γιὰ τὴν κατάκτησι καὶ τὸν χειρισμὸ τῆς γραπτῆς γλώσσας ἐν γένει. Γιατί, λοιπόν, νὰ μὴν δεχθοῦμε μία παράλληλη καὶ ἑκατέρωθεν ἀποδεκτὴ ἐπίσημη συνύπαρξι καὶ τῶν δύο συστημάτων, τοῦ πολυτονικοῦ καὶ τοῦ μονοτονικοῦ; Δὲν ὑπάρχει κανένα κώλυμα, ἀντίθετα μπορεῖ μὲ μεγάλη βεβαιότητα νὰ λεχθῇ ὅτι μὲ τὸν καιρὸ κάποιο ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο θὰ ἐπικρατήσῃ φυσικὰ καὶ ἀβίαστα μέσα ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη γλωσσικὴ χρῆσι. Ἀπὸ ἐλεύθερους ἀνθρώπους, μονιασμένους σὲ μία συναινετικὴ συμφιλίωσι, κι᾽ ὄχι ἀναλωμένους μέσα σὲ στεῖρες ἀντιπαλότητες. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι τὸ πολυτιμότερο ἀγαθὸ ὅλων μας.
Καὶ γιὰ νὰ τελειώσω τὴν προσωπική μου αὐτὴν ἀφήγησι, ἀφήνω ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ δεξιοτέχνες μάστορες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ, ποὺ μοῦ ἔδειξε ὅσο κανεὶς ἄλλος τὴν μεγάλη ἀξία ποὺ ἔχει ἡ ἀφοσιωμένη, φροντισμένη καὶ σχολαστικὴ ἐπεξεργασία τοῦ γραπτοῦ κειμένου, νὰ ὑπενθυμίσῃ μὲ τοὺς στίχους του κάτι μεγάλο, ποὺ νομίζω τά λέει ὅλα: «… Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε, μὴν ξεχνᾶτε, δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θὰ ᾽ρθοῦνε, θὰ περάσουν. Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν Οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί…»