Μια ιστορία για την πατρίδα
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη (φ. 87)
Τι να απαντήσεις σ’ έναν ξένο φίλο, που σου ζητά να περιγράψεις τη χώρα σου με μερικές λέξεις; Ειδικά όταν ο συγκεκριμένος φίλος επισκέπτεται την Ελλάδα εν τω μέσω της χειρότερης πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής κρίσης της νεώτερης ιστορίας της και η ερώτησή του είναι ειλικρινής, στερείται σκοπιμοτήτων και προέρχεται από αγνή διάθεση κατανόησης.
Σίγουρα το στερεότυπο μεσογειακό πακέτο του ήλιου, της θάλασσας, της ταβέρνας και των εξυπηρετικών ντόπιων δεν επαρκεί, ακόμη και για κάποιον που περνά την πλειοψηφία του χρόνου του κάτω από γκρίζους ουρανούς, σε μια πόλη μισοθαμμένη στο χιόνι. Μάλλον θολώνει την εικόνα, αν, όπως είπαμε, ο φίλος μας έχει τη διάθεση να καταλάβει πραγματικά. Η περίσταση προφανώς και απαιτεί τη χρήση του βαρέως πυροβολικού της ελληνικής παράδοσης, μιας έννοιας που αρχίζει να γίνεται άγνωστη σε πολλούς συμπατριώτες μας, πόσο μάλλον στους περιστασιακούς επισκέπτες της χώρας. Μιας έννοιας που δε χωρά στα διαφημιστικά φυλλάδια των τουριστικών γραφείων και τα πακέτα προσφορών των ξενοδοχείων. Παρ’ όλα αυτά, μιας έννοιας πραγματικής που βρίσκεται κάπου εκεί έξω, πέρα από την πεπατημένη, και χρειάζεται μια κάποια δόση αληθινής διάθεσης για γνώση και περιπέτεια για να την ανακαλύψει κανείς.
Έτσι, μια και όπως λένε, «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια», ο δρόμος έβγαλε τον αλλοδαπό φίλο κι εμένα στο μονοπάτι για τη σκήτη της Αγίας Άννας στους πρόποδες του Άθωνα, προς αναζήτηση μιας λεκτικής ή μη απάντησης στο ερώτημα. Το τριήμερο που θα ακολουθούσε θα ήταν ένα ταξίδι στη βαθιά ελληνική παράδοση και μια αποκάλυψη της ασύλληπτης δυναμικής που αυτή κρύβει. Κάπου εκεί θα βρισκόταν και η απάντηση.
Το απόγευμα στην τράπεζα του Κυριακού της σκήτης, με το κοινό δείπνο και τις πρώτες κουβέντες με τους μοναχούς, μάθαμε ότι την ίδια νύχτα θα τελούνταν αγρυπνία στο εκκλησάκι της μεταμορφώσεως του Σωτήρα στην κορυφή του Άθωνα, σε υψόμετρο 2033 μ. Μια ομάδα πατέρων και προσκυνητών θα έκαναν νυχτερινή ανάβαση στο βουνό για να βρίσκονται στην κορυφή τα μεσάνυχτα και αποφασίσαμε να ενωθούμε μαζί τους. Οι μέρες εκείνες ήταν οι πιο θερμές του καλοκαιριού και σίγουρα ο αέρας θα ήταν δροσερότερος στα ψηλώματα. Σημειωτέον ότι ο Άθωνας είναι ένα αλπικό βουνό στην άκρη μιας μακριάς χερσονήσου, συνδυασμός με παγκόσμια μοναδικότητα, και η θέα των νησιών του βορείου Αιγαίου από την κορυφή είναι μαγευτική.
Τελικά, μαζευτήκαμε πάνω από είκοσι άτομα στο τελευταίο κελί της σκήτης κι αρχίσαμε την ανάβαση κατά τις οκτώ. Το μονοπάτι περνούσε αρχικά μέσα από πυκνό δάσος από οξιές με αραιά και πού κανένα μικρό ξέφωτο. Το δάσος ήταν σιωπηλό και το ίδιο ήμασταν κι εμείς, λες και άνθρωποι και φύση σεβόμασταν από κοινού την ιερότητα της στιγμής. Με το που έπεσε το σκοτάδι για τα καλά είχαμε βγει σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο και το φεγγάρι του Αυγούστου έλουζε ολόκληρο το βουνό με το φως του. Έβλεπες καθαρά πού να πατήσεις κι έτσι κανείς δεν άναψε φακό ή φαναράκι. Η θάλασσα άστραφτε στον ορίζοντα κι ένα παράξενο σύννεφο φαινόταν να κρέμεται από πάνω μας στην άκρη του δάσους. Με το που ζυγώσαμε το συννεφάκι σαν να πήρε φωτιά. Λάμψεις διαδέχονταν η μία την άλλη σ’ έναν τρελό εναέριο χορό. Είχαμε πέσει σ’ ένα τεράστιο σμήνος από πυγολαμπίδες, που πετούσαν ανάμεσά μας φωσφορίζοντας και βάφοντας τα πάντα πράσινα. Τα έντομα, τρελαμένα από το νυχτερινό τους ζευγάρωμα, έπεφταν πάνω μας, χτυπούσαν στα φύλλα των δέντρων αλλά δεν σταματούσαν την πτήση τους. Σε λίγο ήμασταν μερικές δεκάδες μέτρα ψηλότερα απ’ αυτά και οι χιλιάδες μικρές λάμψεις έμοιαζαν με χαοτικά ηλεκτρόνια γύρω απ’ το σκοτεινό πυρήνα του βουνού. Είχαμε φτάσει στη βάση της ορθοπλαγιάς της τριπλής κορυφής του Άθωνα. Κάποιος απ’ τους καλόγερους έπιασε ένα τροπάριο για λίγο αλλά ήδη μπορούσαμε να ακούσουμε την ψαλμωδία από την κορυφή. Ομάδες ανθρώπων ανέβαιναν στο βουνό από τα Καυσοκαλύβια, την Κερασιά, και το κιγκαλωτό μονοπάτι ήταν γεμάτο από σκοτεινές φιγούρες με αναμμένα κεριά, που σκαρφάλωναν στην κορυφή ψάλλοντας. Η στιγμή ήταν κατανυκτική. Όταν φτάσαμε κι εμείς στην κορυφή, ένας παππούλης μας κέρασε τσίπουρο, λουκούμι και παγωμένο νερό. Ήταν λίγο πριν τα μεσάνυχτα και η αγρυπνία είχε ήδη αρχίσει εδώ και ώρα. Το φεγγάρι φώτιζε ολόκληρο το Αιγαίο από ψηλά και η Θάσος, η Λήμνος και η Σαμοθράκη αχνοφαίνονταν στα ανατολικά. Πιάσαμε μια γωνιά με το φίλο μου και αφεθήκαμε στη μυσταγωγία της νυχτερινής λειτουργίας. Δε ζεις συχνά τέτοιες στιγμές.
Η αυγή ήρθε αναπάντεχα γρήγορα, με τις διάφορες ομάδες προσκυνητών να αναχωρούν για τα μέρη απ’ όπου είχαν ανέβει στο βουνό. Εμείς μείναμε αρκετή ώρα στην κορυφή συζητώντας με κάποιους καλόγερους που συμμάζευαν το εκκλησάκι. Η κουβέντα έφτασε και στην κρίση. Ο γηραιότερος απ’ αυτούς, προς το τέλος μας είπε «Εμείς οι Έλληνες κάποτε ζούσαμε με ότι βγάζαμε, ήμασταν ικανοποιημένοι με τα λίγα κι όταν είχαμε ανάγκη μπορούσαμε να βασιστούμε στη βοήθεια του διπλανού μας, υπήρχε πόνος κι αγάπη για το συνάνθρωπο και μέσα μας νιώθαμε πλούσιοι. Τώρα, πάνε όλα αυτά, χάθηκαν… Είτε είσαι μέσα (Άγιο Όρος), είτε έξω, μ’ αυτό πρέπει να ζεις. Αυτό είχαμε πάντα, σ’ αυτό πρέπει να ξαναγυρίσουμε. Όλα τ’ άλλα είναι ξένα, δανεικά…». Μετέφρασα τα απλά αυτά λόγια και κοίταξα το φίλο μου. Μπορούσα ήδη να το δω στο βλέμμα του. Η απάντηση ήταν, όντως, κάπου εκεί.