από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Ενδιαφέρουσα είναι η προσέγγιση του Δ. Τσάκωνα, στο βιβλίο του Η Γενιά του Τριάντα, όπου καταδεικνύονται οι ελλείψεις στην σύλληψη και ανάδειξη των καινούργιων κοινωνικών δεδομένων και ταυτόχρονα η αδυναμία των εκπροσώπων της πνευματικής δημιουργίας της εποχής στην συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου και αυτόφωτου ανθρώπινου χαρακτήρα· προτύπου, αυθεντικά ελληνικού που θα τον καθιστούσε πραγματικά κοσμοπολίτικο ή διεθνικό.
__________________________________
Όπως και στην πολιτική, έτσι και στην πνευματική ζωή της νεότερης Ελλάδας, παρατηρούνται κενά που υποδηλώνουν την έλλειψη μιας εσωτερικής ενότητας και μιας αιτιολογημένης εξέλιξης. Γι’ αυτό και η δογματικότερη μαρξιστική ερμηνεία δύσκολα θα μπορούσε απ’ τα δεδομένα της νεοελληνικής ζωής να αιτιολογήσει σαν διαλεκτική τη μετάβαση από τον Καρκαβίτσα, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη στους κοσμοπολίτες πεζογράφους της γενιάς του ’30. Αφού είδαν την Ευρώπη χωρίς να συνειδητοποιήσουν το τραύμα της επαρχιακότητάς τους, οι συγγραφείς αυτής της γενιάς μέτρησαν μέσω της Λεωφόρου Συγγρού 37 τον “κοσμοπολίτικο χαρακτήρα” της Αθήνας, αγνόησαν ότι η πρωτεύουσα του ελλαδικού κράτους στο μεσοπόλεμο δεν ήταν παρά μια Μεγαλοάμφι-σα, μια στρατοπεδία που μόλις άρχισε να κτίζεται και που επεκτείνονταν με παράγκες, χωρίς να έχει τη μορφή συνεστημένης πόλης. Μ’ άλλα λόγια ένας υδροκέφαλος οργανισμός επαρχιωτών και προσφύγων, που ήταν τόσο μεγάλος, όσο μεγάλο ήταν και το πρόβλημα της αναχώνευ-σης ετερογενών πληθυσμών. Και οι δύο κατηγορίες πληθυσμών που τελούσαν στην Αθήνα υπό διαδικασία αναχώνευσης, γηγενείς και ομογενείς, είχαν δικούς τους αφομοιωτικούς μηχανισμούς. Οι γηγενείς είχαν στα χέρια τους τη διοίκηση και τα πελατειακά κυκλώματα των αστικών κομμάτων. Οι προσφυγόντες στην Αθήνα μικρασιατες είχαν μια καλύτερα διαμορφωμένη δικτύωση πολιτιστικών συλλόγων και ιδρυμάτων που λειτουργούσαν με αμυντική συνοχή, που αργότερα ευλόγα βρέθηκε σε σχέση μετωπικής συνεργασίας με τα προοδευτικά κινήματα της χωράς. Το δεύτερο αυτό σύστημα λειτούργησε καλύτερα απ’ το πρώτο. Από άποψη πολεοδομικής μορφολογίας, η σύγκρουση ανάμεσα στη νεοκλασική έπαυλη και στο στέγαστρο του εποικισμού βρήκε τη σύνθεσή της σε μια κατασκευή που πολλαπλασίαζε το στέγαστρο σε βάρος της ατομικής κατοικίας. Η πολυκατοικία δεν ήταν γερμανική μίμηση. Ήταν συσσωρευτική και λειτουργική επανάληψη των προχείρων παραγκών της αθηναϊκής περιφέρειας.
Οι πεζογράφοι της γενιάς του ’30 προσπαθούν να αποκρύψουν αυτόν τον παραπηγμαπκό και υποαστικό πολιτισμό της πρωτεύουσας, εμφανίζοντας μια “αστικοειδή κοινωνία” με μυθώδεις δυναστείες “Νοταράδων”, “Πανθέων” και “Σκλαβογιάννηδων”, δίχως εσωτερική αναγκαιότητα, ερήμην βιομηχανικού προλεταριάτου, ψυχογραφώντας όχι τον εργάτη, αλλά τον “αστό” (πρόκειται περί υποαστού) που παρουσιάζει την περίπλοκη και συχνά αντιφατική ουσία ζωής, σ’ έναν υδροκέφαλο “κοσμοπολίτικο” οικισμό, επαρχιωτών και προσφύγων ωριμασμένων ως την παρακμή.
Ό,τι συνέβη με την ηθογραφία στις αρχές του 1900 επανελήφθη παραλλαγμένα και με την Αθήνα της γενιάς του ’30. Δίνεται αστικό χρώμα σε φεουδαρχικό τρόπο ημιανατολικής ζωής. Η πολυκοσμία σε ύφος μεγαλουπόλεων συμπαρομαρτούντος κι ενός φραγκολεβαντινισμού Κωνσταντινοπολίτικης ή Σμυρναίικης προέλευσης δεν παράγει αστική κοινωνία. Δεν δημιουργείται άλλωστε ελληνικότητα με την απονομή ηθικών, εθνικών τίτλων, όπως “λεβέντης”, “μερακλής”, “μπεσαλής”, κ.λπ., με λέξεις που κατά περίεργη σύμπτωση καμιά τους δεν είναι ελληνική.
Με τον ίδιο τρόπο που δεν δημιουργείται τέχνη διεθνικά κατοχυρωμένη, επειδή βαφτίζεται κοσμοπολίτικη. Αντίθετα, βαθιές εθνικές τομές σαν του Παπαδιαμάντη μπορούν ν’ αποκτήσουν, χάρη στην ιθαγενή γνησιότητά τους, παγκόσμια, οικουμενική, οιονεί ντοστογιεφσκική καταξίωση. Ο Πιραντέλο δε χρειάστηκε να βγει από τον Ακράγαντα της Σικελικής Σκιάθου του για να γίνει υπερεθνικός δημιουργός.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Η Γενιά του ’30, Τα Πριν και τα Μετά, σελ.16-17,εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1989.