φωτογραφία, από την κηδεία του Κωστή Παλαμά
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου από την Καθημερινή
Τον επικήδειο του Παλαμά τον Φεβρουάριο του 1943 τον εκφώνησε ο Αγγελος Σικελιανός. Τότε είπε το περίφημο «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα». Αμέσως μετά ο Γιώργος Κατσίμπαλης με τη βροντώδη φωνή του άρχισε να τραγουδάει τον Εθνικό Υμνο. Το συγκεντρωμένο πλήθος τον ακολούθησε και σε λίγο, όπως γράφει ο Τσάτσος, επικράτησε το σύνθημα «Ζήτω η Ελευθερία». Ο Παλαμάς πέθανε όπως έζησε, ως εθνικός ποιητής. Η κηδεία του είναι μία από τις εμβληματικές στιγμές της κατοχικής Ελλάδας.
Οταν πέθανε ο Σεφέρης ήμουν ακόμη μαθητής. Πήγαμε στην Αγία Σώτειρα Κοττάκη στην οδό Κυδαθηναίων, μια παρέα φίλων. Δεν θυμάμαι αν υπήρξαν επικήδειοι. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη λόγω δικτατορίας, ιδιαίτερα για εμάς τους νεότερους. Θυμάμαι μόνον ότι ένας απ’ αυτούς που σήκωναν το φέρετρο ήταν ο Στρατής Τσίρκας. Θυμάμαι ακόμη και τη σιωπή του πλήθους. Είχε πεθάνει ο ποιητής μας. Σεβασμός και ευλάβεια απέναντι στον μεγάλο νεκρό. Θυμάμαι ακόμη ότι στην πορεία προς το Α΄ Κοιμητήριο αρχίσαμε να τραγουδάμε την «Αρνηση».
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ζητήσει να κηδευτεί ως κομμουνιστής. Καταλάβαμε τι σημαίνει. Πρώτον, αφαιρέθηκε από το φέρετρο η ελληνική σημαία που το κάλυπτε όσο ήταν εκτεθειμένο σε δημόσιο προσκύνημα στο παρεκκλήσιο της Μητροπόλεως. Δεύτερον, στον προαύλιο χώρο ήταν συγκεντρωμένοι κάτι τύποι με κόκκινες σημαίες που γιουχάισαν τον πρωθυπουργό. Τρίτον, έβγαλε λόγο ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος μάλλον μπέρδεψε τις περιστάσεις. Ηταν σαν να μιλούσε σε ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του. Πάντα εκτός τόπου και χρόνου αυτοί οι άνθρωποι. Την κατάσταση έσωσαν η συγκίνηση της Προέδρου της Δημοκρατίας και η εξόδιος ακολουθία της επομένης στο χωριό του, στον Γαλατά της Κρήτης. Η κόρη του Μαργαρίτα τον χαιρέτισε με τον καλύτερο τρόπο, τραγουδώντας η ίδια α καπέλα, ένα τραγούδι του. Σκέφτηκα ακούγοντάς την πως αν δεν ήταν κόρη του θα μπορούσε να είχε σταδιοδρομήσει ως τραγουδίστριά του. Οσοι τον ακολούθησαν ώς το κοιμητήριο τραγουδούσαν.
Τρεις στιγμές της Ελλάδας. Οι κοινωνίες και τα έθνη κρίνονται και από τον τρόπο που αποχαιρετούν τους νεκρούς τους. Η Ελλάδα της Κατοχής. Ο Παλαμάς δεν φεύγει μόνος. Τον συνοδεύουν ο Σικελιανός, ο Κατσίμπαλης, σαν να του λένε πως οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Υπόσχονται πως θα συνεχίσουν το έργο του, θα το μεταφράσουν με τη δική τους δημιουργικότητα. Η Ελλάδα της δικτατορίας. Ο Σεφέρης αποχωρεί περιστοιχισμένος από ανθρώπους που αναγνωρίζουν την αξία του. Υποκλίνονται με τη σιωπή τους. Υποκλίνονται τραγουδώντας την ποίησή του. Η Ελλάδα του 2021. Η ναρκισσευόμενη Ελλάδα, όπου σέβεσαι τον νεκρό μόνον αν αυτός επιβεβαιώνει τις απόψεις σου. Προσπαθώ να παραβλέψω εκείνο το «πολέμησα στον Δεκέμβρη». Δύσκολο γιατί το είχε ζητήσει ο ίδιος. Οπως, λέει, ο Αισχύλος είχε ζητήσει για επιτύμβιο την αναφορά της συμμετοχής του στον Μαραθώνα. Προς αδαείς: Ο Μαραθώνας ήταν η νίκη της συντηρητικής Αθήνας που ένωσε την πόλη και της έδωσε την ορμή για τη Σαλαμίνα, που ήταν η μάχη της δημοκρατικής Αθήνας. Σιγά μην κάτσουν να σκεφτούν τέτοιες λεπτομέρειες οι οπαδοί τού «άντε να ξεμπερδεύουμε». Και πώς ξεμπερδεύεις; Τέσσερις λέξεις σού φτάνουν: «Ο τελευταίος των μεγάλων».
Μα γιατί το προσπερνάς με τόση άνεση; Δεν σου περνάει απ’ το μυαλό πως με αυτόν τον τρόπο τον αδικείς; Είναι σαν να του λες πως ο κόπος του πέρασε, αλλά ο σπόρος του δεν έπιασε. Ποια είναι η Ελλάδα που ακουμπάει στο φέρετρο του Μίκη; Η Ελλάδα του 1943 ήταν καθημαγμένη. Το 1971 την Ελλάδα την ταλαιπωρούσε ένα καθεστώς το οποίο κληροδότησε στους μεταγενέστερους τη γελοιοκρατία. Ομως και οι δύο αυτές Ελλάδες είχαν αποθέματα δημιουργικότητας. Είχαν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Δεν είπαν ποτέ ότι θάβουν τον «τελευταίο των μεγάλων». Περίμεναν τον μεγάλο που θα πάρει τη θέση του.
Είναι η διαφορά της σημερινής Ελλάδας από το παρελθόν της. Εχει χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να βγάλει πια «μεγάλους». Και γι’ αυτό αισθάνεται αμήχανη στις κηδείες. Είναι σαν να κηδεύει τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή είναι η πραγματική μας πτώχευση.