Αρχική » Τι εννοούμε λέγοντας «σοσιαλισμός»;

Τι εννοούμε λέγοντας «σοσιαλισμός»;

από Άρδην - Ρήξη

Daniel Brokstad illustration for Foreign Policy

του Απ. Αποστολόπουλου, από το Άρδην τ. 89, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2012

Οι κατά καιρούς επαναστάσεις επεδίωκαν να λύσουν συγκεκριμένα προβλήματα. Όταν ανέτρεπαν τις καταπιεστικές κυρίαρχες τάξεις, έπαιρναν την εξουσία και έλυναν κατά το δοκούν τα προβλήματα. η δουλειά είχε τελειώσει. Μια Νέα Τάξη είχε παγιωθεί, αιωνίως, νόμιζαν. Οι επαναστάσεις με οδηγό την ιδέα του σοσιαλισμού αποτελούν εξαίρεση. Έχουν την ακράδαντη πεποίθηση ότι, με βάση τη θεωρία του Μαρξ, μπορεί να προσχεδιαστεί όχι μόνο η επόμενη κοινωνία, αλλά και το πιο μακρινό μέλλον. Η Ιστορία δείχνει ότι αυτή η άποψη, πως μπορεί δηλαδή να προσχεδιαστεί το μέλλον, να μπουν οι κοινωνίες σε μια προκατασκευασμένη Κιβωτό, ότι υπάρχουν αρχιτέκτονες, κάτι σαν υποψία Θεού, δεν έχει δικαιωθεί ως τώρα.

Το δίκαιο και το λογικό, λοιπόν, είναι να μπει ένα ερωτηματικό στον τίτλο. Η έννοια σοσιαλισμός προκάλεσε εξαρχής οξείες διαμάχες, τόσο θεωρητικές όσο και πρακτικής πολιτικής, με αποκορύφωμα τη διάσπαση της Β΄ Διεθνούς. Η (μαρξιστική) θεωρία είναι μία, αλλά οι «αιρέσεις» πολλές. Κάθε θεωρία, δηλαδή κάθε τι που διακηρύσσει γενικές αρχές, μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους (που αλλάζουν ανάλογα με την εποχή) και να εφαρμοστεί με περισσότερους. Στον κανόνα αυτό υπάγονται όλες οι θεωρίες, πολιτικές ή θρησκευτικές, από τον μαρξισμό ως τον χριστιανισμό. Τελικά, η θεωρία ισούται με την κυρίαρχη ερμηνεία και εφαρμογή της. Και για όσον καιρό αυτή η κυρίαρχη ερμηνεία έχει, στην εφαρμογή της, την υποστήριξη ή, έστω, την ανοχή της κοινωνίας, επικρατεί. Καμία θεωρία δεν διατηρεί ακέραια τα αρχικά της χαρακτηριστικά, καθώς έρχεται σε επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα: τα δύο συγχωνεύονται. Γι’ αυτό άλλωστε η έννοια της «διαστρέβλωσης της θεωρίας» δεν έχει νόημα. Η «διαστρέβλωση» είναι η αναπόφευκτη όσο και φυσιολογική συνέπεια της επαφής της θεωρίας (της κυρίαρχης ερμηνείας της) με την ζώσα κοινωνία. Οποιαδήποτε άλλη διαμάχη για δήθεν «διαστρέβλωση» οφείλεται σε διαφορετική ερμηνεία της θεωρίας, που θέλει να εκδιώξει την κυρίαρχη -π.χ. τροτσκισμός, λουθηρανισμός κ.λπ. Αν η επικρατούσα ερμηνεία επιχειρήσει να επιβάλει κατά γράμμα τις προγραμματικές της διακηρύξεις και να προσαρμόσει αναλόγως την κοινωνία (πριν να είναι ώριμη να αποδεχθεί τις αλλαγές), τότε μετατρέπεται σε φανατική και μισαλλόδοξη τυραννία. Και, με το πέρασμα του χρόνου, η κοινωνία αποβάλλει (όπως παρατηρεί ο Ένγκελς) ως ξένο σώμα αυτό που δεν της ταιριάζει -επιρρίπτοντας το λάθος στην ίδια τη θεωρία και όχι απλώς στη φανατική εκδοχή της. Ο ταλιμπανισμός του νεοφιλελευθερισμού προδιαγράφει το τέλος του, είτε έχει τευτονικό είτε άλλο πρόσωπο. Αντίστροφα, το συγκεκριμένο σύστημα στην ΕΣΣΔ χρησίμευσε, όπως σημειώνει ο Π. Κονδύλης, ώστε να ενσωματωθεί, λίγο πολύ ομαλά, η χώρα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Με τον σοσιαλισμό τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα διότι, στην κυριολεξία, ούτε ακριβώς θεωρία υπάρχει, ούτε επακριβώς διατυπωμένοι κανόνες, όπως συμβαίνει με τις θρησκευτικές επιταγές (π.χ. Δέκα Εντολές) ή τις λειτουργίες πάνω στις οποίες βασίζεται η αστική κοινωνία. Ο Μαρξ έγραψε μια αξεπέραστη, έως τώρα, κριτική για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά όχι μια θεωρία για τον σοσιαλισμό. Διατύπωσε, βεβαίως, πολλές σκέψεις, οξυδερκείς, διεισδυτικές και αναλυτικές για έναν άλλο τρόπο λειτουργίας, τον σοσιαλιστικό. Αλλά τα κενά είναι πολλά. Π.χ. ενώ η τάξη και η πάλη των τάξεων είναι γι’ αυτόν θεμελιώδεις έννοιες, μόνο προς το τέλος της ζωής του αποφάσισε να τις επεξεργαστεί σε ειδικό κεφάλαιο, θεωρώντας, προφανώς, ότι όσα είχε ήδη γράψει δεν ήταν επαρκή, αλλά δεν πρόλαβε. Αυτό που επικράτησε ως «σοσιαλισμός» είναι στην πραγματικότητα η λενινιστική ή/και η σταλινική ερμηνεία και εφαρμογή στην πράξη. Συνοπτικά, όποιος σήμερα μιλάει για σοσιαλισμό, οφείλει να τον (ανα)συγκροτήσει ξεκινώντας όχι από ανύπαρκτη, αλλά από μηδενική βάση.

Οι ίδιοι οι Μαρξ και Ένγκελς εξηγούν ότι η Κομμούνα του Παρισιού έδωσε το απαραίτητο κοινωνικό δείγμα ώστε να εξαχθούν κάποια πρώτα συμπεράσματα για το πώς θα μπορούσε να είναι μια σοσιαλιστική κοινωνία. Βασίστηκαν σε πραγματικά γεγονότα. Αλλιώς θα έφτιαχναν μια ιδανική Πολιτεία της φαντασίας τους. Κάτι που έκανε ο Πλάτων, αλλά ο Μαρξ ήθελε συνειδητά να αποφύγει. Κανένας Μαρξ και κανένας Πλάτων δεν μπορεί να διανοηθεί ή να προβλέψει ούτε ιδανική ούτε σοσιαλιστική ούτε κανενός είδους πραγματική κοινωνία. Οι κοινωνίες διαμορφώνονται μέσα από μύρια απρόοπτα και αναρίθμητες συγκρούσεις, προγραμματισμένες ή τυχαίες. Οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται, συνήθως από τρίτους, εντελώς αυθαίρετα με ένα όνομα: αρχαίος κόσμος, φεουδαρχία, αστικό καθεστώς. Αν τη φεουδαρχία την ονόμαζαν «ονειρόκοσμο», τίποτα δεν θα άλλαζε στις πραγματικές σχέσεις. Μπορεί οι επερχόμενες γενεές να ονοματίσουν την κοινωνία τους σοσιαλιστική, απτόητες από το δυσάρεστο παράδειγμα του παρελθόντος. Αλλά δεν μπορούμε να χτίσουμε, εκ των προτέρων, καμία κοινωνία γράφοντας βιβλία, ή με σχέδια επί χάρτου.
Ο Μαρξ μπορούσε να μιλήσει αναλυτικά και σε βάθος για τον καπιταλισμό διότι υπήρχε μακρά (αιώνων) ιστορική εμπειρία για τις λειτουργίες του και την εξέλιξή του. Η σύντομη ζωή της Κομμούνας δεν παρείχε τέτοιες δυνατότητες. Όσα έγραψε, με αφορμή την Κομμούνα, ο Μαρξ είναι, θα λέγαμε, ένα αχνό σκίτσο του μέλλοντος. Πράγματι, όσα έκανε η Κομμούνα δεν ήταν καν το πρώτο βήμα προς τον σοσιαλισμό. Τα μέτρα που πήρε (εκλογή και ανάκληση των αρχόντων κ.λπ) τα εφάρμοζε η Αρχαία Αθήνα, που δεν γνώριζε τίποτα περί σοσιαλισμού. Η λαϊκή εξουσία (στην Αρχαία Αθήνα ή στην Κομμούνα) δεν οδηγεί αυτομάτως στον σοσιαλισμό -αντιθέτως, δεν αποκλείεται να οδηγεί και σε βαρβαρότητα, αν σκεφτούμε ορισμένες πράξεις των Αθηναίων. Η σκέψη ότι αυτά τα μέτρα, συν η συλλογική (και όχι η ατομική) κατοχή των μέσων παραγωγής, οδηγούν στον σοσιαλισμό είναι τουλάχιστον έωλη. Το παράδειγμα της ΕΣΣΔ δεν ενθαρρύνει μια τέτοια σκέψη. Ούτε, όπως αποδείχθηκε, μόλις το προλεταριάτο καταλάβει την εξουσία, αρχίζει αυτομάτως και αυτονόητα να σβήνει το κράτος και να εξαφανίζεται το προλεταριάτο ως τάξη μαζί με τις άλλες. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα «ειδικές συνθήκες», απαγορευτικές για την αυτόματη εφαρμογή της θεωρίας.

Κάθε ηγετική ομάδα υπηρετεί τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα της τάξης της, αλλά ταυτόχρονα, αν θέλει να είναι κυρίαρχη, φροντίζει και το κοινό συμφέρον του συνόλου της κοινωνίας. Στην ίδια τροχιά, ο Μαρξ τονίζει ότι το προλεταριάτο κινείται για το σύνολο της κοινωνίας. Μ’ αυτή την έννοια, της λαϊκής συνειδητής συμμετοχής, ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει. Δηλαδή, η λαϊκή δημοκρατική εξουσία είναι η αναγκαία (αλλά, από μόνη της, όχι ικανή) συνθήκη για να ανοίξει ο δρόμος προς την, εν πολλοίς άγνωστη, σοσιαλιστική κοινωνία.

Το κοινό, γενικό συμφέρον δεν είναι μια, άλλοτε περίτεχνη και άλλοτε ωμή, εξαπάτηση των κυριαρχούμενων τάξεων, όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Το γενικό συμφέρον είναι, όχι μόνο, αλλά πρωτίστως, η διατήρηση της ύπαρξης και συνοχής της κάθε συγκεκριμένης θρησκευτικής, εθνικής κ.λπ. ομάδας. Σ’ αυτή τη βάση προκρίθηκε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος των Ρώσων και μεγαλούργησε η ελληνική Αντίσταση, έναντι ενός ταξικού πολέμου. Η ιδέα να σωθεί η Πατρίδα αγκάλιασε όλες τις άλλες – είναι ιστορική απορία γιατί η Αριστερά δεν το κατανοεί, απορρίπτοντας το παρελθόν της. Κάθε τάξη φορτίζει όλες τις φιλοσοφικές ή πολιτικές έννοιες σύμφωνα με τα συμφέροντά της και τις αντιλήψεις της. Η Αριστερά προτίμησε να αποκηρύξει το έθνος, αντί να το φορτίσει με τη δική της ιδεολογία. Παρά το ότι ο Μαρξ ούτε ταύτισε, ούτε μπέρδεψε τον διεθνισμό, την αλληλεγγύη των προλεταρίων, με την εξάλειψη των λαών, με τον αφανισμό των ιδιαίτερων παραδόσεων και εθίμων τους. Αυτό το επιχειρεί η παγκοσμιοποίηση (το Τέλος της Ιστορίας του Φουκογιάμα) με την οποία αγκαλιάστηκε ένας χυδαίος και ιδίως συμφεροντολογικός «μαρξισμός» ορισμένων.

Η αίσθηση του γενικού συμφέροντος είναι απαραίτητη για να επιβιώσει μια ομάδα (έθνος κ.λπ.), αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται, επιπρόσθετα, και ο ικανός ηγέτης: Όλοι είχαν συναίσθηση του κοινού συμφέροντος, αλλά μόνο ο Θεμιστοκλής είδε ότι οι Έλληνες όφειλαν να ναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα. Μόνο ο Λένιν είδε ότι στις 17 ήταν «η μέρα και η ώρα» για να κάνει την αποφασιστική κίνηση, αν και όλοι οι μπολσεβίκοι είχαν, γενικά, συνείδηση των ταξικών συμφερόντων της εποχής. Οι πολιτικές επιλογές δεν προκύπτουν αυθόρμητα και αυτονόητα από τη γενική, αόριστη, έννοια της ταξικής πάλης. Πλην, όμως, ο κατάλληλος ηγέτης δεν εμφανίζεται αναπόφευκτα την κατάλληλη στιγμή. Οι επικρατούσες απόψεις περί τάξεων, πάλης των τάξεων, συλλογικών και οργανικών διανοούμενων κ.λπ. δεν συγκροτούν ολοκληρωμένη θεωρία. Αν βέβαια μια κοινωνική θεωρία μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ολοκληρωμένη.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ

Η αστική τάξη γεννήθηκε, συγκροτήθηκε και λειτούργησε επί αιώνες στο πλαίσιο της φεουδαρχίας. Όταν, πριν και μετά τον Μαρξ, οι άνθρωποι μιλούσαν για την αστική τάξη και κοινωνία, ήξεραν για ποιο πράγμα μιλούσαν. Το πράγμα ήταν εκεί, λειτουργούσε, μπορούσε να μελετηθεί, να αξιολογηθεί, να γίνει αποδεκτό ή να απορριφθεί.

Η αστική κοινωνία είναι ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο σώμα. Δεν μπορούμε να το λησμονούμε διότι εκεί κρύβεται η διαρκής, ως τώρα, ικανότητα αναπροσαρμογής του καπιταλισμού. Ο αστικός κόσμος, όταν κατέλαβε την εξουσία (με τη Γαλλική Επανάσταση), είχε ιστορική αναφορά και ένα πρότυπο: τον εαυτό του σε κατάσταση εμβρύου στη μήτρα της φεουδαρχίας. Χωρίς ιστορική αναφορά και πρότυπο μεσολαβεί συχνά μια περίοδος «μεσαίωνα», έως ότου η κοινωνία βρει τον δρόμο της, όπως έγινε, στον δυτικό κόσμο, μετά την καταστροφή της Ρώμης. Αντίθετα το Βυζάντιο μεταλλάχθηκε και συνέχισε.

Το κρίσιμο είναι ότι ο αστικός κόσμος είχε τον χρόνο να αυτοδιαμορφωθεί (οι μάζες διδάσκονται από την πείρα τους) μέσα από διαφορετικές και συγκρουόμενες απόψεις για την οικονομία, ποικίλα ρεύματα για την τέχνη, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Δεν είναι απλώς η πάλη των τάξεων, αλλά η πάλη εντός των τάξεων (ιδίως των κυρίαρχων) που διαμορφώνουν τις κοινωνίες και, κυρίως, συγκροτούν την κοινωνική δυναμική. Ο δυτικός ευρωπαϊκός αστικός κόσμος συγκροτήθηκε με βάση την πολυχρωμία του ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας – αν και τον κατανόησε αφυδατώνοντάς τον. Αντίστροφα, ο σοσιαλιστικός χώρος ακολούθησε τον δρόμο του εξοστρακισμού και του αποκλεισμού της ποικιλίας των απόψεων -το γιατί είναι άλλο κεφάλαιο- θυμίζοντας μάλλον καθεστώτα δεσποτείας. Επιπρόσθετα, επικράτησε εξαρχής η ποσοτική και οικονομική (οικονομίστικη) αντίληψη. Στην ίδια αντίληψη καταλήγει σήμερα, σε περίοδο παρακμής, ο καπιταλισμός, στο όνομα του «πολιτικά ορθού». Αντίληψη με υστερική, χιλιαστική διάσταση, από τη στιγμή που έμεινε το μόνο, παγκόσμιο, σύστημα.

Το σύνθημα του Λένιν π.χ. ότι «σοσιαλισμός ίσον τα σοβιέτ συν ο εξηλεκτρισμός» (προέκτασή του ο σταχανοβισμός) υποδηλώνει ότι σοσιαλισμός είναι η λαϊκή δημοκρατική εξουσία με την προσθήκη της παραγωγής υλικών αγαθών, μια ποσοτική διάσταση έναντι μιας ποιοτικά διαφορετικής κοινωνίας. Ένα σύνθημα που ίσως ήταν ζήτημα συγκυρίας, της επείγουσας ανάγκης δημιουργίας υποδομών, έγινε κατευθυντήρια γραμμή και αντίληψη περί σοσιαλισμού. Όταν ο καπιταλισμός τα κατάφερε καλύτερα, η ήττα του σοσιαλιστικού κόσμου ήρθε σαν ώριμο φρούτο.

Ο αστικός κόσμος, είπαμε, είχε πρότυπο. Αντίθετα, τα όποια ψήγματα οργάνωσης μιας ιδιαίτερης κοινωνίας της εργατικής τάξης, παράλληλης με την αστική κοινωνία, καταστράφηκαν εν τη γενέσει τους. Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα: Σταδιακά, οι παλιές εργατικές γειτονιές, κοινωνικής επαφής και οργάνωσης, αντικαταστάθηκαν, σε όλη την Ευρώπη, από τις πολυκατοικίες της μικροαστικής εξατομίκευσης και αποξένωσης – κάτι που ευνόησε την κυριαρχία των ΜΜΕ. Το θέμα δεν είναι ότι στη Ρωσία (ΕΣΣΔ) υπήρχε επείγουσα ανάγκη να λυθεί το στεγαστικό πρόβλημα. Αλλά ήταν η μίμηση. Πρότυπο ήταν οι ουρανοξύστες του Μανχάταν και η προσπάθεια να τους ξεπεράσουν, αντί να αναζητήσουν διαφορετικές λύσεις, διαφορετική κοινωνική οργάνωση, για να λύσουν το στεγαστικό τους πρόβλημα. Τον μιμητισμό των αστικών προτύπων ακολούθησε και η Κίνα. Αλλά, είναι η αλήθεια, μετά από τουλάχιστον δύο αποτυχημένες απόπειρες, επί Μάο, να αναμοχλευθεί η κοινωνία ώστε να αναδείξει νέα, δικά της, πρότυπα.
Πολύ σύντομα, η μόνη οργάνωση που απέμεινε στην εργατική τάξη ήταν τα κομουνιστικά κόμματα. Η ρηξικέλευθη θέση του Λένιν, ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι αυτοφυής, αλλά εισάγεται στην εργατική τάξη, περιέπλεξε το θέμα και της πρωτοπορίας και της ιδεολογίας. Μοιραία τα Κ.Κ. κατέληξαν να αποτελούν τον εσαεί αυθεντικό ερμηνευτή της πάλης του εργατικού κινήματος. Κατάληξη: Η θεωρία ήταν μία, η ερμηνεία μία και μοναδική, τα Κ.Κ. μονολιθικά. Μοιραία τα Κ.Κ. συναντήθηκαν, «δυο ξένοι στην ίδια πόλη», με τον Φουκουγιάμα για το Τέλος της Ιστορίας τους.

Το ταξίδι για τον σοσιαλισμό είναι, φαίνεται, κάπως μακρύ, και δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Θυμίζει λίγο τον Κολόμβο, που είχε μια θολή ιδέα για το πού σκόπευε να πάει, όταν έφτασε δεν ήξερε πού βρισκόταν, αλλά είχε ανακαλύψει μια νέα ήπειρο.

* Ο Απόστολος Αποστολόπουλος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ