του Μ. Μερακλή, από το Άρδην, τ. 36, Μάιος-Ιούνιος 2002
Η επιτυχία του βιβλίου (σε λίγο χρόνο ακολούθησε δεύτερη έκδοση) οφείλεται στο ότι ασχολείται μ’ ένα ζωτικά ενδιαφέρον πρόβλημα, όπως διατυπώνεται κιόλας στον τίτλο, αλλά και πιο γενικευμένα στην ακόλουθη εισαγωγική φράση: «Μια διαδικασία παγκοσμιοποίησης, η οποία εκπορεύεται απο συγκεκριμένα κέντρα (…), χωρίς να συνυπολογίζει και να συμπεριλαμβάνει τους υπόλοιπους πολιτισμούς και λαούς, που οικοδομείται ενάντια τους ή παρά τη θέληση τους, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, με τραγικές συνέπειες για όλους τους λαούς, θύτες και θύματα».
Το Ισλάμ, σ’ αυτή τη «θανάσιμη διελκυστίνδα», εκφράζει αυτή την ώρα και εκπροσωπεί, και τρόπο τινά συμβολίζει, το σύνολο των πολιτισμών και λαών που θα βρεθούν ή θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωποι στην παγκοσμιοποίηση, ώστε η αντίθεση να λάβει την αναγκαία καθολικότητα.
Μια προφανή εν προκειμένω δυσχέρεια προκαλεί το γεγονός ότι το Ισλάμ, μολονότι έχει τον ίδιο αντίπαλο με το οικολογικό -εναλλακτικό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, παρουσιάζει και βαθιές διαφορές απο αυτό: «Το εναλλακτικό κίνημα προσπαθεί να συνδυάσει την άρνηση του βιομηχανισμού με μία θεωρία κοινωνικής και ατομικής απελευθέρωσης, η οποία εμπεριέχει στοιχεία ορθολογισμού, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο έναν “ριζοσπαστικό ορθολογικό ρομαντισμό”. Ο ισλαμισμός, αντιθέτως, και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές του, δεσμεύεται απο τον θρησκευτικό χαρακτήρα των κυρίαρχων δοξασιών, αυτοϋπονομεύει το απελευθερωτικό του περιεχόμενο».
Εντούτοις το Ισλάμ δεν είναι ομοιογενές ανά τον κόσμο, έστω και αν κάτω απο τις διαφοροποιήσεις του υπάρχει η θρησκευτική κοινή βάση: απόλυτα στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, πιο εκκοσμι-κευμένη στον αραβικό εθνικισμό.
Υπάρχουν άλλωστε και ισλαμικές χώρες και καθεστώτα – χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σαουδική Αραβία – που κατ’ ουσίαν βρίσκονται στην άλλη μεριά. Έτσι το ριζοσπαστικό Ισλάμ κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον των Η.Π.Α και των «εγχώριων κυβερνητικών ελίτ των μουσουλμανικών χωρών», το συντηρητικό Ισλάμ συμπαρατάσσεται με τις Η.Π.Α, τη Δύση, ακόμα (στο βάθος) και με το Ισραήλ.
Το βιβλίο συνίσταται στην ενδελεχή εθνολογική, οικονομική, πολιτική ανάλυση του θέματος στις διάφορες πλευρές και διαστάσεις του. Ένα σημαντικό μέρος της σπουδαιότητας του οφείλεται στην έμφαση που δίνεται, πέρα απο την καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική ‘ολοκλήρωση’ της Δύσης, και σε μιαν άλλη αδυσώπητη διάσταση του εκδυτικισμού του κόσμου: την πολιτισμική αποσάθρωσή του. Εκδυτικισμός σημαίνει (γιατί κι αυτό εννοεί τελικά την κολοσσιαία συσσώρευση κεφαλαίων στη στρατιωτική και χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση) τη χυδαία εκκοσμίκευση του κόσμου. «Το ερώτημα που διχάζει την κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη είναι εάν, εν τέλει, ο δυτικός πολιτισμός θα εκπορθήσει και τα τελευταία οχυρά της σκέψης και των φα-νταοιακών αντιλήψεων (υπογραμμίζω εγώ) του υπόλοιπου πλανήτη ή εάν, αντιθέτως, θα αποδειχθεί ανίκανος να μεταβληθεί (…) σε παγκόσμια κουλτούρα. Η λογική του δυτικού ορθολογισμού – ιμπεριαλισμού υπήρξε ακριβώς η επέκταση και ενσωμάτωση του πλανήτη σε ένα όλον που θα διέπεται απο τις αρχές της εργαλειακής αποδοτικότητας και του καρτεσιανού λόγου».
Αντίδραση σε αυτό συνιστά, παράλληλα προς «τη ρομαντικομαρξι-στική σύνθεση του οικολογικού και εναλλακτικού χώρου στη Δύση», η πλευρά του ριζοσπαστικού ισλαμισμού όπως εκφράζεται π.χ. απο τον Σαγιέντ Κουντμπ ή τον Αλί Σαριάτι, στην αναζήτηση μιας «ισλαμικής οικονομίας» και μιας «αποσύνδεσης» απο τη Δύση και μιας «αυτόκεντρης ανάπτυξης μέσα απο μια ενιαία οικονομία των ισλαμικών χωρών, η οποία απορρίπτει τον τόκο», απορρίπτοντας τις δυτικές αξίες. Μ’ αυτήν την έννοια, γράφει ο συγγραφέας, «ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός δεν συνιστά απλώς ένα φαινόμενο ‘επιστροφής’ στη χρυσή εποχή του Ισλάμ, αλλά επιλογή ενός διαφορετικού εκσυγχρονισμού».
Στην ανάλυση του βιβλίου δεν ήταν δυνατό να μη δοθεί η δέουσα προσοχή και στο ρόλο της σχεδόν ιλιγγιωδώς ανερχόμενης Κίνας (επίσης και στην ανάδυση της νέας γενιάς «τίγρεων», όπως η Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Ινδονησία, Φιλιππίνες, το γοργά αναπτυσσόμενο Βιετνάμ), που θα ενισχύσουν το ν περιφερειακό καταμερισμό εργασίας «παράλληλα ή και σε αντίθεση με τον παγκόσμιο».
Βέβαια εδώ τίθεται το μεγάλο ε-‘ ρώτημα, αν ένας δεσποτικός και κυρίαρχος εργαλειακός ορθολογισμός θα διαταράξει την οικολογική ισορροπία (τέτοιοι κίνδυνοι είναι ήδη ορατοί και στην αχανή Κίνα), αλλά και τη βαθύτερη πολιτισμική ισορροπία, που εκφράζει έναν αληθινό και πραγματικό ανθρωπισμό.
Πάντως ο συγγραφέας πιστεύει πως η οικολογία και η αναβάθμιση της φύσης, η πατρίδα και το εθνικό, η θρησκευτική διάσταση συγκινούν ολοένα περισσότερους ανθρώπους εκφράζοντας το νέο ‘ρομαντικό’ ρεύμα αντίστασης «στην ατομοκεντρική και τεχνοκρατική παγκοσμιοποίηση». Απλά αυτά δεν τα θέτει απολύτως, παρά με την πλήρη επίγνωση του ότι μπορούν να μεταλλαχθούν σε αντιδραστικές και ολοκληρωτικές τάσεις (ίσως η περίπτωση Λεπέν αποτελεί ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό):«Στα πλαίσια της ρομαντικής επιστροφής διεξάγεται μια ανελέητη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές τάσεις και απευθύνσεις», λεει ο συγγραφέας, υπογραμμίζοντας κιόλας τη φράση αυτή. Και θα πρόσθετα εγώ πώς ένα σοβαρό πρόβλημα αποτελείτο γεγονός, ότι το ενδεχόμενο μιας κακοήθους εκτροπής σπεύδουν πολλοί, από επιπολαιότητα ή απο πρόθεση, να το μεταβάλουν σε νομοτέλεια, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση και μιας μοιρολατρικής βιοθεωρίας με την αποδοχή του «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Το βιβλίο γράφτηκε πριν τη’, εισβολή των Ισραηλινών στα παλαιστινιακά εδάφη για την κατάπνιξη της δεύτερης Ιντιφάντα. η οποία αναφέρεται απο τον συγγραφέα ως ένα τεκμήριο ενίσχυσης του Ισλάμ στην περιοχή. Το ναζιστικό μένος του ισραηλινού στρατού δείχνει να έχει καταπνίξε. προς το παρόν την αντίσταση των Παλαιστινίων, κάτω απο φρικτές σωρούς ερειπίων και νεκρών (το στρατόπεδο και η πόλη Τζενίν θα μείνει μνημείο νεοναζιστικής βαρβαρότητας). 0α ήταν όμως άκριτη η σκέψη, πως επήλθε και το οριστικό τέλος της παλαιστινιακής αντίστασης.
Ακόμα δεν είχαν συντριβεί οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ωστόσο ο Μπιν Λάντεν, η πέτρα του σκανδάλου, -έστω κι ως τρομοποιό σύμβολο- επέζησε. Αλλωστε μια Αμερικανίδα δημοσιογράφος έχει πει: «Αν αύριο σκοτωνόταν ο Μπιν Λάντεν, η οργάνωσή του θα εξαφανιζόταν, αλλά όλα τα δίκτυα θα έμεναν στη θέση τους».