από το Άρδην τ. 40-41, Ιανουάριος-Μάρτιος 2003
Υπό τοιαύτας συνθήκας, νομίζω, ότι η ακριβής χάραξις μιας γραμμής πραγματικού ταξικού διαφορισμού κατά την καπιταλιστικήν και την, ως προς το θέμα τούτο, ταυτόσημον μαρξικήν την κομμουνιστικήν έννοιαν μέσα εις την ελληνικήν κοινωνίαν – ότι η χάραξις αυτή αποβαίνει το δυσκολώτερον των εγχειρημάτων. Αυτονόητον ότι μια τοιαύτη προσπάθεια αποδεικνύει συνάμα και ένα περιεργότατον είδος διαστροφής τεινούσης ενάντια και της φύσεως και των ανωτέρων πνευματικών συμφερόντων του Λαού, προς την διαλεκτικήν αυτοδιάψευσιν και προς την αυτοκαταστροφήν τού και άλλως αρκετά κριτικομανούς πνεύματος μας.
Εκτός όμως τούτου, η προκειμένη τάσις τυγχάνει και οικονομικά ασύμφορος και ηθικά ατυχής διότι η τοποθέτησις του κοινωνικού μας ζητήματος επί τοιαύτης ψευδούς, ως είνε η επιπόλαια χάραξις γραμμών χωριστικών και η δημιουργία πλαστών πλαισίων και ασυνεπών παρατάξεων επί θυσία της ουσίας και χάριν κερδών μηδαμινών, αφορώντων δε πράγματα όχι τον εργαζόμενον Λαόν αλλά ελαχίστας μειοψηφίας και κοστιζόντων ακριβώτατα εις όλους τους άλλους η τοιαύτη επαναλαμβάνω, τοποθέτησις θέλει φέρει αργά ή γρήγορα εις την αποτυχίαν, η οποία πάλιν και αυτή, διαθέτουσα τον Λαόν εφεξής λίαν δυσπίστως και ειρωνικώς προς κάθε τοιαύ-την προσπάθειαν, καταρρίπτει το ηθικόν όλων των πραγματικών ιδεολόγων και των αγωνιστών της κοινωνικής ανυψώσε-ως του Έθνους και ούτως απομακρύνει κάθε ελπίδα μελλοντικής εξυγιάνσεως. Και με αυτά όλα θέλω να ειπώ, ότι το αυτομασκάρευμα των κοινωνιολόγων μας ενέχει κίνδυνον όχι μόνον δι’ αυτούς – αλλά και δι’ ημάς τους άλλους και δια το Έθνος ολόκληρον.
Εξ άλλου, απέναντι όλων αυτών των ολέθριων εκζητήσεων, ο Κοινοτισμός θέτει το κοινωνικόν ζήτημα κατά τρόπον φυσικόν, λιτόν, συνεπή και γόνιμον “αναγνωρίζω”, λέγει, “τιμώ και μάλιστα υποβοηθώ τα δικαιώματα της, ως εκ της δυ-σκόλου φύσεως της χώρας, επιβαλλομένης ατομικής κτήσεως των μέσων της παραγωγής αλλά συγχρόνως καθιερώνω συστηματικώς και όλας εκείνας τας μορφάς του αναγκαστικού ατομικού συνεργατισμού, που επιβάλλονται εξ ίσου από πιν ίδιαν φύσιν της χώρας και από την εκάστοτε κρατούσαν παραγωγικήν τεχνικήν επί πλέον, καλλιεργώ το πνεύμα της ειλικρινούς συντροφικότητας και του αυτόματου συνανθρωπίνου αλληλοσεβασμού, επιβάλλων αυστηροτάτας κυρώσεις κατά των κουτοπόνηρων απατεώνων, των ευφυών, των συντροφοφυγάγων και των αρπάγων επί τέλους δε, απευθυνόμενος προς εκείνους που, υπό την αιγίδα της ιδικής μου εσωτερικής ειρήνης, επεκράτησεν εν τη επιλογή, προσπαθώ να τους κάμω να καταλάβουν καλά δύο τινά: α .) ότι η υψίστη κατάκτησις δια ένα άνδρα που διαθέτει οργανικήν δύναμιν, πείραν και πλούτον έγκειται εις το να κατορθώσει ώστε όχι μόνο να μη βλάπτει τους άλλους δια της δυνάμεώς του ταύτης αλλά και να εξυπηρετήσει φιλοτίμως τα συμφέροντα της Κοινότητος, δηλαδή τα συμφέροντα του συνόλου, όπως είναι εκάστοτε εκτιμημένα δια της ελευθέρας συζητήσεως σύμφωνα με τας παραδόσεις και σύμφωνα με την θέσιν αυτών εν τη διαρκεία του χρόνου και β ) ότι και η ελαχίστη ενδεχομένη θετική εκ μέρους ενός τοιούτου ανδρός επιβουλή ή και η απλή ασέβεια κατά των κοινών τούτων συμφερόντων – συνεπάγεται άμεσον στρίψιμον του λαρυγγιού και απώλειαν των κεκτημένων, θάνατον του προσώπου και δήμευσιν της περιουσίας”.
Ως εκ των ανωτέρω αλλά και εκ του συνόλου των ιδικών μου γεωοικονομικών δοκουμέντων αποδεικνύεται – το τελικόν α-ξιολογικόν μέτρον και το αναγκαίον, δια πιν κάθαρσιν και δια την ανασυνθετικήν εκάστοτε ενημέρωσιν και προσανατόλισιν των και εν τη ιδική μας φυσικά Κοινότητι σοβουσών κοινωνικών αντιθέσεων, κριτηριον του κοινωνικού λεγόμενου προβλήματος παρ’ ημίν εύρηται ακριβώς εν τη αναγωγή των δεδομένων αυτού των τε στενώς οικονομικών και των προσωπικών, όχι εις άλλην αλλά κατευθείαν εις την τοπικήν, την κατά κόγχην (την κατά χώραν μυριοστήν και πιν ολικήν ελληνικήν κόγχην) βάσιν της βιώσεώς μας, την πασών των άλλων βάσεων φύσει πλέον εξηρμένην παρ’ ημίν – βάσιν, τουτέστιν, ούσαν φύσιν τοιαύτην ώστε εις την αρίστην να μας προάγη εκάστοτε αναπροσαρμογών εις ό,τι αφορά όχι μόνον την οργάνωσιν της παραγωγής, της μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας κοινοπραξίας και της κατανομής των αγαθών (των γενικών δηλαδή αιτίων που γενεσιουργούν το κοινωνικόν ζήτημα) – αλλά και όσον αφορά τα ειδικώτερα, τα και μάλλον επικίνδυνα εκ των παρ’ ημίν ενδημούντων, αίτια ανωμαλίας, οία είνε: πρώτον, η παραγωγική δυστροπία της ιδιοτύπου ξηροθερμικής χώρας μας (η οποία και ιδιότυπον επίσης επιβάλλει την οργάνωσιν των εν αυτή συγκεκροτημένων κέντρων εργασίας και των σχετικών κοινοτικών λειτουργιών) και, δεύτερον – η αείποτε, εν σχέσει με τα παραγόμενα αγαθά, μείζων δημογραφία μας, η οποία και ως κυριοτάτην και μονιμοτάτην των κοινοπραξιών μας επιβάλλει την αποικιστικήν λειτουργίαν, ωργανωμένην επί αυτού τούτου του εν τη κόγχη κέντρου εργασίας εις καθαράν και εν κυριολεξία συντροφικήν, υπεράνω όλων των ταξικών διαφορών, βάσιν εξορμήσεως μετασχημαιιζομένου, κατά τοιούτον δε τρόπον, όστις υπήρξεν έκπαλαι η υψίστη και η γονιμότατη ολοκληρωτική εκδήλωσις του Κοινοτισμού του εν ταις Ελληνικαίς Χώραις κατόπιν μακραίωνος πείρας επιλεχθέντος ως του μάλλον εξυπηρετικού εν τη ημετέρα βιώσει κοινωνικού καθεστώτος πρόκειται ακριβώς περί εκείνης της λειτουργίας, ήτις κεκλημένη ν’ αντιμετώπιση το υπέρτατον πρόβλημα, το δημογραφικόν (όπερ, εν τη άκρα εντάσει του, δεν δύναται να εύρη εξοικονόμησιν μόνιμον ούτε με τη διάφορον κατανο-μήν των αγαθών ούτε με την αναπροσαρμογήν των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου – αφού, ως ευνόητον, εδώ υπάρχουν εργατικοί ακριβώς χείρες πολύ πλείονες του τε διαθεσίμου κεφαλαίου και των διαχωρητών παραγωγικών επιδόσεων) ωδήγησεν εκάστοτε τον Κοινοτισμόν εις την μεγίστην και την χαρακτηρισπκωτέραν έντασίν του εν τη αντιμετωπίσει προβλήματος εν τω τόπω βασικού, δι’ ο τα άλλα καθεστώτα, τα περί άλλους άξονας στρεφόμενα, ουδεμίαν προβλέπουν οργανικήν λύσιν. Και δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον το τοπικόν και το Κοινοτικών καθεστώς προσήκει εις την Ελλάδα και όχι το κοινοβουλευτικόν, ούτε και το συντεχνιακόν και το Χιτλερικόν, περί ων εν τούτοις και παρ’ ημίν, ως εκ του συνήθους πιθηκισμού μας βεβαίως, ο μείζων λόγος γίνεται τον τελευταίον καιρόν.
* Απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του έργου του Κωνσταντίνου Καραβίδα, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα 1935, σ. 110-112.