Αρχική » Αντιεμβολιαστικά κινήματα, σχετικισμός και η διαστρέβλωση της ελευθερίας

Αντιεμβολιαστικά κινήματα, σχετικισμός και η διαστρέβλωση της ελευθερίας

από Μιχάλης Θεοδοσιάδης

του Μιχάλη Θεοδοσιάδη*, από τη Ρήξη Ιουλίου (#170) που κυκλοφορεί

Στις περισσότερες δυτικές χώρες, για πάνω από τρεις δεκαετίες, μια διανοητική ελίτ μεταμοντέρνων πεποιθήσεων κατάφερε να παρεισφρήσει στην παιδεία, στην ενημέρωση και στην ευρύτερη κουλτούρα, προωθώντας αντιλήψεις οι οποίες αρνούνται την ύπαρξη κάθε αντικειμενικής αλήθειας: φύλο, οικογένεια, βιολογία, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βασίζεται σε αντικειμενικές αλήθειες. Απεναντίας, αποτελούν «κοινωνικές κατασκευές». Σχεδόν τίποτα πλέον δεν εδράζεται σε αντικειμενικές βάσεις και όλα ανάγονται σε καταστάσεις από τις οποίες επωφελούνται κάποιοι «εξουσιαστές».

Στην ουσία, η σχολή αυτή πατά πάνω στη βασική μαρξιστική αντίληψη που θέλει την κουλτούρα μιας κοινωνίας να μην είναι τίποτα περισσότερο από κατασκεύασμα της άρχουσας τάξης. Ωστόσο, αναιρείται ο μαρξιστικός υλισμός για χάρη ενός αυθαίρετου σχετικισμού. Προφανώς, διότι αυτές οι θεωρίες ξεκίνησαν ν’ αναπαράγονται τη στιγμή που η μαρξιστική θεωρία είχε αρχίσει ν’ αμφισβητείται ακόμη και από αρκετούς υποστηρικτές της, οι οποίοι, εφόσον δεν είχαν ξεμείνει από ηθική ευπρέπεια, αποδέχτηκαν τη συντριπτική αποτυχία αυτής της θεωρίας στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Παρότι οι συγκεκριμένες μεταμοντέρνες αντιλήψεις προέρχονται από την Αριστερά, ο βασικός τους πυρήνας –η άρνηση της ύπαρξης μιας αντικειμενικής αλήθειας– σταδιακά (και υπόρρητα, θα λέγαμε) αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από αντίθετα ρεύματα, κυρίως από συνωμοσιολόγους, από την τραμπική Δεξιά αλλά και από τα ρεύματα άρνησης της πανδημίας: κοινώς, από τους «σκεπτικιστές» των καθολικών απαγορευτικών, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε πολέμιους της μάσκας και των εμβολίων στη συνέχεια.

Υπό διαφορετική διατύπωση, όπως τα ρεύματα σκέψης της μεταμοντέρνας Aριστεράς ισχυρίζονται ότι κάποιος δεν είναι άνδρας ή γυναίκα εκ φύσεως και ότι «το πραγματικό μας φύλο είναι μια κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα που εξυπηρετεί την πατριαρχία», με τον ίδιο τρόπο οι αντιεμβολιαστές και οι αρνητές της πανδημίας ισχυρίζονται έμμεσα ότι ο ιός και η επιστήμη είναι «κοινωνικές κατασκευές», πως ό,τι μάθαμε για τον ιό δεν βασίζεται σε κάποια αντικειμενική αλήθεια αλλά σε «εξουσιαστικά ψέματα».

Πιο συγκεκριμένα, δίνουν περισσότερη έμφαση στην κοινωνική διάσταση της πανδημίας και αγνοούν βασικές επιστημονικές παραδοχές, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικές και βάσιμες. Συνεπώς, αυτό που αναζητά η επιστήμη των εμβολίων δεν εδράζεται σε μια αντικειμενικότητα αλλά σε μια πραγματικότητα που «κατασκεύασαν» οι κυρίαρχες εξουσίες, οι οποίες συνωμοτούν ενάντια στις ελευθερίες των πολιτών.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε στην κύρια ανησυχία των αρνητών, στη δήθεν συνωμοσία των ελίτ ενάντια στις ελευθερίες των πολιτών. Θα πρέπει, για αρχή, να έρθουμε σε επαφή με τη σκέψη της Hannah Arendt, η οποία, στο έργο της Περί Επανάστασης, αναγνωρίζει δύο διαφορετικές μορφές ελευθερίας: από τη μια έχουμε την πρωτο-ανθρωποκεντρική ελευθερία (ή διαφορετικά τη φιλελεύθερη) που παραπέμπει στη χειραφέτηση (liberty) και από την άλλη την πολιτική ελευθερία (freedom). Η ελευθερία ως freedom δεν αφορά στην αποδέσμευση του ατόμου από τους εξουσιαστικούς περιορισμούς αλλά πολύ περισσότερο στην ικανότητά μας να ενεργούμε ως πρόσωπα μέσα σε μια ομάδα.

Αυτό σημαίνει ότι τα ανθρώπινα όντα δεν στερούνται τη συνείδηση κοινωνίας, η οποία (κοινωνία) δεν είναι παρά δική τους ιδιοκτησία. Είναι ελεύθερα μέσα στην ίδια την κοινότητά τους ν’ αμφισβητούν νόμους, κανόνες και αξίες. Άλλωστε, η λέξη «ελεύθερος» (freeman/freewoman) προέρχεται από το ινδοευρωπαϊκό ud leudh (κάτι που ανήκει στον λαό, χωρίς τον οποίο κανένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν θα μπορούσε να στεριώσει).

Αυτού του είδους η ελευθερία απαιτεί έναν δημόσιο χώρο, ένα σώμα πολιτικό. Η ελευθερία ως liberty παραπέμπει στα ατομικά δικαιώματα, τα οποία αποτελούν προφράγματα ενάντια σε κάθε αυθαίρετη εξουσία. Ενδέχεται, όμως, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η υπερβολική έμφαση στα ατομικά δικαιώματα να οδηγήσει στον κοινωνικό κατακερματισμό, στρέφοντας τα ίδια τα κοινωνικά άτομα ενάντια στην ίδια τους τη συλλογικότητα.

Στην πραγματικότητα, η κουλτούρα του καταναλωτισμού δεν θα μπορούσε να στεριώσει δίχως τα «ατομικά δικαιώματα», χωρίς δηλαδή την αντίληψη περί ασύδοτης ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Η δεκαετία του ʼ70 (εντός της οποίας γεννήθηκε η προαναφερθείσα κουλτούρα της μεταμοντέρνας αριστεράς), εξύψωσε το «ατομικό δικαίωμα» της αυτοπραγμάτωσης, ταυτίζοντας κάθε υποχρέωση προς το σύνολο με την ανελευθερία, ή (υπό μια διαφορετική διατύπωση) με αυτό που αρκετοί εκπρόσωποι του κλασικού φιλελευθερισμού (όπως, για παράδειγμα, ο John Stuart-Mill) στόχευαν να αποτρέψουν, την τυραννία της πλειοψηφίας, της παράδοσης και των ηθικών νορμών, την καταδυνάστευση του συνόλου επί του ατόμου, με άλλα λόγια.

Αν μη τι άλλο, το σύνθημα της Μάργκαρετ Θάτσερ, πως δεν υπάρχει κοινωνία παρά μονάχα άτομα, σφυρηλατεί το κοινωνικό μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, βάσει του οποίου όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί θα πρέπει να εξυπηρετούν τις ατομικές επιδιώξεις του κάθε, αποδεσμευμένου από τη συλλογικότητα, ατόμου.

Έτσι λοιπόν, η έμφαση στο ατομικό δικαίωμα (liberty) οδηγεί στην αποδυνάμωση της κοινωνικής συλλογικότητας, δίχως την οποία η πραγματική ελευθερία (freedom) δεν δύναται να στεριώσει. Τόσο οι μεταμοντέρνοι της Αριστεράς όσο και οι αρνητές της πανδημίας γίνονται αποδέκτες της πιο ακραίας μορφής ατομοκεντρισμού (liberty).

Οι πρώτοι βλέπουν κάθε παράδοση και οι δεύτεροι κάθε υγειονομική υποχρέωση ως μέθοδο καταστρατήγησης του δικού τους δικαιώματος στην αυτοπραγμάτωση. Αγνοούν (ιδίως οι δεύτεροι) ότι η ατομική αυτοπραγμάτωση στις δεδομένες συνθήκες απειλεί την πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου (μέσω της εναντίωσης στη μάσκα και στο εμβόλιο). Επί της ουσίας, πρόκειται για μια ακραία έκφραση εγωισμού, για τον οποίο ο Alexis De Tocqueville είχε προειδοποιήσει, θεωρώντας τον εχθρό της ελευθερίας (freedom), ακριβώς επειδή σπάει τους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων μιας συλλογικότητας, δίχως τους οποίους το δημοκρατικό (πολιτικό) σώμα που ονομάζουμε δήμος δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει την ύπαρξή του. 

Γνωρίζουμε ότι οι φιλελεύθερες ελίτ (το καθεστώς των εκλόγιμων χρηματοπιστωτικών δυναστειών) επιδιώκουν με κάθε μέσο να διαιωνίσουν τα δικά τους συμφέροντα ως ιδιοκτήτες της κοινωνίας και της οικονομίας, αποτρέποντας την πολιτική συμμετοχή (την οποία βαφτίζουν επικίνδυνη, βάσει της δικής τους αντίληψης περί ανικανότητας των πολιτών να λαμβάνουν αποφάσεις), προωθώντας την κουλτούρα του καταναλωτισμού και οδηγώντας στην κοινωνία της ιδιωτείας.

Συνεπώς, οι φιλελεύθερες ελίτ μπορούν εύκολα να καταστρατηγούν την ελευθερία (freedom) της πολιτικής συμμετοχής προωθώντας το ατομικό δικαίωμα, απομακρύνοντας έτσι τον πολίτη από τα κοινά, εγκλωβίζοντάς τον στην ατομική του σφαίρα. Υφίσταται, λοιπόν, μια άτυπη συνεργασία μεταξύ των εκλόγιμων δυναστειών και των αρνητών της πανδημίας, οι οποίοι μάχονται για τα «ατομικά τους δικαιώματα», αγνοώντας το γεγονός ότι, στις δεδομένες συνθήκες, απαιτείται συλλογική πειθαρχία για έναν κοινό στόχο.

Ως εκ τούτου, η «αντισυστημική» ρητορική και το «επαναστατικό» προφίλ των αντιεμβολιαστών δεν είναι παρά μια έκφανση του νεοφιλελεύθερου φαντασιακού του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, με έμφαση στο σχετικισμό και στα ατομικά δικαιώματα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, καμία παγκόσμια συνωμοσία ώστε να καταστρατηγηθούν οι πραγματικές ελευθερίες (freedoms), διότι αυτές έχουν για τα καλά εκλείψει δεδομένης της απώλειας μιας συνείδησης κοινωνίας που έχει επιφέρει η κοινωνία της ιδιωτείας, μέσω της αυθαίρετης επίκλησης στο ατομικό δικαίωμα της αυτοπραγμάτωσης και του εγκλωβισμού των ανθρώπων στην ατομική τους σφαίρα.

* Ο Μιχάλης Θεοδοσιάδης είναι διδάκτορας πολιτικής θεωρίας
και μέλος της συντακτικής επιτροπής του respublica.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ