Τοπία πολλαπλών συμβολισμών στο κέντρο της (παλιάς) Αθήνας…
Του Ιωάννη Μ. Μιχαλακόπουλου
Μουρμουρίζοντας –ενίοτε μεγαλοφώνως– τους ανωτέρω στίχους του Τίμου Μωραϊτίνη και ακολουθώντας κάποια από αυτά τα πλακιώτικα στενά, εύκολα φθάνει ο περιηγητής του κλεινού άστεως στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη. Πρόκειται για μια μονόκλιτη, μαρμαροσκέπαστη εκκλησία της μέσης βυζαντινής περιόδου, που βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου του Φιλοπάππου (πλησίον του κοσμικού κέντρου «Διόνυσος»), περίπου στο μέσον της διαδρομής από ΜΕΤΡΟ «Ακρόπολη» προς ΗΣΑΠ «Θησείο». Το ναΰδριο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο συμβολικό τοπίο υψηλότατης αξίας, που περιλαμβάνει τον Παρθενώνα, το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και άλλες άξιες θαυμασμού αρχαιότητες οι οποίες συνδέονται πολύ ευχάριστα μεταξύ τους με ένα καλοσχεδιασμένο δίκτυο διαδρόμων. Υπογραμμίζεται ότι, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ο αξεπέραστος αρχιτέκτονας, φιλόσοφος και ποιητής του χώρου, Δημήτρης Πικιώνης, είχε επωμιστεί την ανάδειξη της συγκεκριμένης περιοχής (βλ. «Έργα Ακροπόλεως και Φιλοπάππου»). Μάλιστα, ο Πικιώνης είχε πρωτοτυπήσει, για την εποχή του, χρησιμοποιώντας στην τοιχοποιία του Λουμπαρδιάρη και στην οδοποιία των πέριξ μονοπατιών κομμάτια από τα τότε κατεδαφιζόμενα νεοκλασικά κτήρια της παλιάς πόλης.
Αναφορικά με την προέλευση του ονόματος Λουμπαρδιάρης (βομβαρδιστής), λέγεται ότι σχετίζεται με τον βομβαρδισμό της Ακρόπολης από τον Βενετό Μοροζίνη το 1687. Συγκεκριμένα, οι Ενετοί εισβολείς είχαν τοποθετήσει το μεγάλο πυροβόλο τους («λομπάρντα») δίπλα στο εκκλησάκι και από εκεί κανονιοβολούσαν εναντίον του Ιερού Βράχου. Βέβαια, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το πώς και γιατί της τοπωνυμίας του ναϊδρίου, που διασώζεται μέσα από ένα κείμενο του «αθηναιολόγου» Δημητρίου Καμπούρογλου, το οποίο σε άλλους καιρούς κοσμούσε τη διδακτέα ύλη της Β΄ Γυμνασίου (βλ. Νεοελληνικά Αναγνώσματα, 1957):
«Γυρνώντας ακριβώς 360 χρόνια πίσω, βρίσκουμε το ημερολόγιο να σημαδεύει το έτος 1658, ενώ ο Οκτώβρης κοντεύει στο τέλος του… Ο δύστροπος, αιμοδιψής και δολερός Γιουσούφ αγάς του κάστρου της Ακρόπολης έχει φροντίσει να διαρρεύσει η πληροφορία στους ραγιάδες Αθηναίους, ότι η επικείμενη μεγάλη εορτή του άι-Δημήτρη θα τιμηθεί με ιδιαίτερη λαμπρότητα και από τους κατακτητές. Έχει αφήσει μάλιστα να εννοηθεί ότι επιθυμία του είναι να γίνει «μονοκκλησιά». Δηλαδή, μόνον ο Λουμπαρδιάρης να λειτουργηθεί ανήμερα, ώστε οι πιστοί, άπαντες ανεξαιρέτως, να προσέλθουν στο συγκεκριμένο εκκλησάκι για να προσευχηθούν.
Προφανώς, ο σκοπός του οθωμανού δυνάστη δεν είναι να τιμηθεί ο Μυροβλύτης ούτε να γίνουν σεβαστές οι θρησκευτικές ελευθερίες των «γκιαούρηδων». Αντίθετα, ο αγάς έχει συνεννοηθεί με τον αρχιπυροβολητή του (ονόματι Αχμέτ) ώστε, όταν συγκεντρωθούν οι χριστιανοί, τότε να γίνει ομοβροντία από τα κανόνια του κάστρου και να ισοπεδωθεί το ξωκκλήσι μαζί με το συγκεντρωμένο ποίμνιο. Πέτρες, χώμα και άνθρωποι, να γίνουν ένα!
Μάλιστα, ακόμα και ο αρειμάνιος σκοπευτής–πυροβολητής Αχμέτ, τόλμησε να διατυπώσει υποψία ένστασης, ρωτώντας τον αγά αν έχει ζητήσει τη «σύμφωνη γνώμη» του μουφτή… Η (αναμενόμενη) απάντηση του Γιουσούφ ήταν γεμάτη μεφιστοφελική αλαζονεία: «Και ποιος τον ρωτά; Μου κάνει το μεγάλο. Αύριο βλέπομε, τίνος το όνομα θα βουίξη στα εφτά βασίλεια…».
Η επόμενη μέρα ξημερώνει με νεροποντή, ενώ οι Ρωμιοί πανηγυριώτες συρρέουν κατά εκατοντάδες. Όμως, το οθωμανικό φρουραρχείο των Αθηνών δεν είναι ικανοποιημένο, καθότι ανέμενε μεγαλύτερη συμμετοχή… Η λειτουργία προχωράει, ο παπάς ετοιμάζεται να ψάλει το τροπάριο του αγίου. Με εμφανή εκνευρισμό ο αγάς και ο πυροδότης κινούνται ταχύτατα, ώστε τα πυροβόλα να λάβουν την προβλεπόμενη θέση για σκόπευση ακριβείας και επιτυχή καταιγιστικό κανονιοβολισμό. Το χαλαζόβροχο δυναμώνει… «Ο Αχμέτ ζυγώνει αναμμένο το αλειμματοκέρι πρώτα στην λουμπάρδα… την ίδια στιγμή όμως, επάνω από το κεφάλι του, χύνεται από τον ουρανό φωτιά. Κρότος φοβερός και ξερός, κρότος άγριος… όλη η Ακρόπολη σείεται… πέφτει κεραυνός επάνω στην πυριτιδαποθήκη. Καταστροφή και θάνατος! Αν είναι ο Αχμέτ καλός σημαδευτής, είναι ο ουρανός καλύτερος!»
Ο Γιουσούφ και η φρουρά του τινάχτηκαν στον αέρα. Τα πυροβόλα σκορπίστηκαν, το μεγάλο κανόνι έγινε κομμάτια. Οι καστριώτες ραγιάδες, κατατρομαγμένοι πετάχτηκαν όξω από το εκκλησιδάκι του άι-Δημήτρη και μόνον ο ιερέας έμεινε μέσα να τελειώσει την ακολουθία. Αμέσως μετά, η βροχή σταμάτησε και ο ουρανός καθάρισε. Σαν να μην έγινε τίποτε! Η είδηση του θαύματος ταξίδεψε στης Οικουμένης τα πέρατα!
Έτσι –κλείνει ο Καμπούρογλου τη διήγησή του–, «ο άι-Δημήτρης πήρε με το δίκιο του το παρανόμι, που του ’πρεπε, και ίσαμε τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης – βομβαρδιστής…».