Στο κέντρο ο Γιασουτζίρο Όζου
του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από το Άρδην τ. 130-131
Ολο τον χειμώνα σχεδόν τον περάσαμε στο Αμφιθέατρο «Τζόρτζιο ντε Κίρικο» της Σχολής Καλών Τεχνών, βλέποντας ιαπωνικό σινεμά, σε ένα μεγάλο αφιέρωμα που οργάνωσε και παρουσίασε η Μαρία Μαμαλίγκα. Από τον Ιανουάριο, λοιπόν, με όχι πολλούς, είναι αλήθεια, αλλά πιστούς θεατές ξεκίνησε το αφιέρωμα με Μίκιο Νάρουζε, για να συνεχιστεί με τους περισσότερο γνωστούς Ακίρα Κουροσάουα, Κέντζι Μιζογκούτσι, Γιασουτζίρο Όζου, για να καταλήξει στον πιο σύγχρονο Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, τον Ιούνιο. Είδαμε μερικές από τις κλασικές τους ταινίες, μερικές μάλιστα, όπως το Επίσκεψη στο Τόκιο του Όζου και το Ουγκέτσου Μονογκατάρι του Μιζογκούτσι, και οι δύο του 1953, συμπεριλαμβάνονται ακόμα και στη μικρή λίστα των δέκα καλύτερων ταινιών του σινεμά όλων των εποχών. Μερικές από τις ταινίες που προβλήθηκαν τις βλέπουμε σπάνια, όπως Ο ήχος του βουνού (1954) του Νάρουζε, ή Ο δολοφόνος του Τόκιο (1963) και Το μυστικό φρούριο (1958) του Κουροσάουα, Η πριγκίπισσα Γουάνγκ Κβέι Φέι (1955) του Μιζογκούτσι, τα Χορταράκια στον άνεμο (1959) του Όζου ή το ντοκιμαντέρ Χοκουσάι (1953) του Τεσιγκαχάρα για τον μεγάλο ζωγράφο και χαράκτη. Αξίζει επίσης να σημειωθούν οι πολύ καλές συνθήκες προβολής για την εικόνα και τον ήχο των ταινιών, πράγμα που κάνει την εμπειρία αυτή σπάνια.
Έχω αρκετές φορές γράψει για ιαπωνικές ταινίες, παλιές και σύγχρονες, και γιατί τις αγαπώ ιδιαίτερα, όπως και κάποιους δημιουργούς σαν τον λατρεμένο Όζου, και γιατί το ιαπωνικό σινεμά είναι ένα παράδειγμα του πώς ένας αρχαίος πολιτισμός περνάει τις πύλες του εικοστού αιώνα μέσα από το σινεμά. Πώς δηλαδή μια αρχαία παράδοση στις τέχνες, όπως η ιαπωνική, συναντά τον σύγχρονο κόσμο χτίζοντας μια πολύ σπουδαία και στέρεα μορφή. Πώς καταφέρνει να συνδυάσει, δηλαδή, την παράδοση με τη συγχρονικότητα. Αυτό το επίτευγμα του ιαπωνικού κινηματογράφου αφορά και εμάς, πιστεύω, καθώς και ο ελληνικός κινηματογράφος, με άνισα ως σήμερα αποτελέσματα, δυστυχώς, θέλοντας και μη, καλείται να εφεύρει κι αυτός τέτοιες μορφές, που να απηχούν την επίσης μακρά και σπουδαία ελληνική παράδοση –δεν εννοώ, βέβαια, το φολκλόρ– μέσα στον συγκαιρινό μας κόσμο. Το ιαπωνικό παράδειγμα, με άλλα λόγια, μας αφορά.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον θείο Όζου. Ο πιο Ιάπωνας από όλους και συνάμα ο πλέον οικουμενικός. Ένας αμετάφραστος Παπαδιαμάντης της Ιαπωνίας που όμως καταφέρνει ως σήμερα όχι μόνο να συγκινεί το παγκόσμιο κοινό, αλλά να μυεί κιόλας τον θεατή, από πλάνο σε πλάνο, μέχρι το τέλος της ταινίας, στα βαθύτερα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αναφορά στον Σκιαθίτη μας δεν είναι τυχαία, καθώς οι δυο τους έχουν πάμπολλα κοινά, ξεκινώντας από τον βίο τους: εργένηδες ως το τέλος, πιστοί στην απλή παρέα και το κρασί ή το σάκε, πέθαναν συνομήλικοι στα εξήντα τους, δουλεύοντας δια βίου καθημερινά στη χειροναξία της εργοποιΐας, ο ένας στις εφημερίδες ο άλλος στο σινεμά. Μα και ο τρόπος τους μοιάζει: ιστορίες νοσταλγικές του πατρώου ήθους, που σχετίζονται σχεδόν όλες με έναν τόπο γενέθλιο, το ιστορικό Τόκιο και τη Σκιάθο αντιστοίχως, ιστορίες με θάλλουσα τη γυναικεία παρουσία και αδολεσχία, χωρίς δραματουργική πολυπλοκότητα. Αυτά που συμβαίνουν στις ιστορίες και των δύο είναι όσα συμβαίνουν σε μια κοινή ανθρώπινη καθημερινότητα, ούτε κυνηγητά, ούτε δράση, ούτε απίθανη πλοκή που θα εξήπτε την περιέργεια του θεατή. Και όμως, από λέξη σε λέξη κι από πλάνο σε πλάνο, όπως είπα, η συγκίνηση ανεβαίνει και είναι αδύνατο να μην κυριεύσει και την πιο ακατάνυκτη καρδιά. Ακόμα και στη γλώσσα τους, ο ένας επιμένει σε μια εκκλησιαστική –δουλεμένη πάει να πει σε μυριάδες στόματα επί αιώνες– καθαρεύουσα στην αφήγησή του, γλώσσα που σκύβει να προσκυνήσει την απλότητα των ηρώων του, με τα διαλογικά μέρη να δονούνται με την αλήθεια μιας δημοτικής που σπάνια πλέον ακούμε, καθώς το αθηναϊκό ιδίωμα της τιβί έχει μπλαστρώσει ακόμα και τις προσωπικές μας κουβέντες. Αναλόγως, ο Ιάπων στήνει την κάμερά του στο ύψος των ταπεινών του ηρώων, δουλεύοντας έναν τρόπο κινηματογράφησης καθαρεύοντα από οποιαδήποτε εφετζίδικη κίνηση της μηχανής, σχεδόν στο επίπεδο της απλής ανθρώπινης όρασης. Και στις ταινίες του θάλλει επίσης ο καθημερινός διάλογος, όπου τα ασήμαντα της ζωής αποκτούν αίφνης –γιατί στην πραγματικότητα αυτά είναι τα πιο σημαντικά– μνημειώδη χαρακτήρα.
Θα μπορούσα να επεκταθώ σε σελίδες επί σελίδων για τον θαυμάσιο Γιασουτζίρο Όζου, αλλ’ αρκούμαι προς το παρόν σε αυτή την αναλογία, που κάνει προσιτό στα καθ’ ημάς το μέγεθος του επιτεύγματος του ιαπωνικού παραδείγματος στον κινηματογράφο. Ο πιο μοντέρνος κι ο πιο αγέραστος από όλους είναι και ο πιο παραδοσιακός. Για όσους θέλουν συνέχεια, ο κινηματογράφος «Στούντιο», στην οδό Σπάρτης, στην πλατεία Αμερικής, έχει ετοιμάσει ένα ιαπωνικό αθηναϊκό καλοκαίρι με 17 ταινίες σε ψηφιακά αποκαταστημένες κόπιες – νομίζω θα προβάλλονται και σε κάποια θερινά σινεμά. Ευκαιρία, λοιπόν, για καλό κινηματογράφο, από το πολυπαινεμένο Ρασομόν (1950) του Κουροσάου(β)α, το Ουγκέτσου του Μιζογκούτσι, μαζί με τους σπαρακτικούς Σταυρωμένους εραστές (1954) και τον Επιστάτη Σάνσο (1954), τη Γυναίκα στους αμμόλοφους (1964) του Τεσιγκαχάρα, δύο ταινίες του Νάρουζε σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα, την Αστραπή (1952) και το Μεγάλος αδελφός, μικρή αδελφή (1953), το Kwaidan (1964), μια ανθολογία ιαπωνικών λαϊκών μύθων του Μασάκι Κομπαγιάσι, η Μαύρη βροχή (1989), του Σοέι Ιμαμούρα, το θρίλερ Cure (1997) του Κιγιόσι Κουροσάουα κ.λπ. Είναι μια ευκαιρία, μεταξύ άλλων, για επιστροφή στους κινηματογράφους τέτοιας λογής αφιερώματα. Σίγουρα, τις ταινίες αυτές, ο λάτρης του σινεμά, μπορεί να τις βρει και σε διάφορες πλατφόρμες, αλλά από την κατά μόνας θέαση δεν είναι προτιμότερη η απόλαυση μιας ταινίας στον φυσικό της χώρο, δηλαδή το σινεμά; Με την πρώτη ευκαιρία θα επανέλθουμε στα ιαπωνικά.