Αρχική » Άγγελος Ακοτάντος: Ένας πρώιμος Γκρέκο;

Άγγελος Ακοτάντος: Ένας πρώιμος Γκρέκο;

από Γιώργος Καραμπελιάς

Άγγελος Ακοτάντος: Ο Άγιος Γεώργιος, καβαλάρης, σκοτώνει τον δράκοντα, Μουσείο Μπενάκη

Απόσπασμα (σσ. 69-74) από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Από τη Μεταβυζαντινή ζωγραφική στη Γενιά του ’30, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Ένας ζωγράφος μεγάλης πνοής, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας της Κρητικής Σχολής, και «απαντά» στο ζήτημα του υποτιθέμενου κενού μεταξύ της πρώιμης αγιογραφίας της ενετοκρατούμενης Κρήτης και της Κρητικής Σχολής καθ’ εαυτήν, καθώς και των σχέσεών της με την Κωνσταντινούπολη, ήταν ο  Άγγελος Ακοτάντος[1].

Μέχρι το 1960 ακόμα, πιστευόταν πως ο ζωγράφος, που ήταν γνωστός ως «Άγγελος», ήταν ζωγράφος των αρχών του 17ου αιώνα, σε πλήρη αντιστοιχία με τη θεωρία των παλαιών ιστορικών και τεχνοκριτικών για την καθυστερημένη εμφάνιση επώνυμων ζωγράφων της Κρητικής Σχολής. Ο Ανδρέας Ξυγγόπουλος, μάλιστα, πιστεύοντας και αυτός ότι ο «Άγγελος» δραστηριοποιούνταν κατά τον 17ο αιώνα, επισημαίνει με έμφαση την «παράδοξη ιδιαιτερότητα» ενός ζωγράφου αυτής της όψιμης περιόδου, στον οποίο δεν διακρίνεται «ουδέ υπόνοια δυτικής επιδράσεως», και ο οποίος «μέχρι το τέλος της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας έμεινε πιστός εις την παλαιάν παράδοσιν»[2].

Μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αρχίσαμε να κατανοούμε τις αιτίες αυτής της «παράδοξης ιδιαιτερότητας» – διότι επρόκειτο στην πραγματικότητα για ζωγράφο των αρχών του 15ου αιώνα! Και αυτή η ανακάλυψη υπήρξε σταδιακή: Αρχικώς, ο Μανόλης Μανούσακας ανέσυρε από τα αρχεία της Βενετίας τη διαθήκη ενός άγνωστου έως τότε Κρητικού ζωγράφου του 15ου αιώνα, που ζούσε στον ενετοκρατούμενο Χάνδακα, του Άγγελου Ακοτάντου, την οποία και είχε συντάξει κατά το 1436, εν όψει της αναχώρησής του για την Κωνσταντινούπολη – ωστόσο, ο Μανούσακας πίστευε πως «είναι διαφορετικός από τον γνωστό Κρητικό ζωγράφο, Άγγελο, που έδρασε δύο αιώνες αργότερα»[3]. Και μόνο είκοσι χρόνια μετά, το 1981, η Μαρία Βασιλάκη ταύτισε τον Ακοτάντο του 15ου αιώνα με τον ήδη γνωστό από την υπογραφή του –«Χειρ Αγγέλου»– ζωγράφο[4]. Αυτή η ταύτιση επιβεβαιώθηκε σταδιακώς από πλήθος στοιχείων και, το 2010 πλέον, όταν πραγματοποιείται μεγάλη έκθεση των έργων του στο Μουσείο Μπενάκη, κανένας δεν αμφισβητεί ότι η «Χειρ Αγγέλου» είναι εκείνη του Άγγελου Ακοτάντου, του πρώτου Κρητικού ζωγράφου που υπογράφει τα έργα του, και του οποίου είναι γνωστή η καλλιτεχνική δραστηριότητα από το 1425 έως τον θάνατό του το 1450.

Άγγελος Ακοτάντος: Η άμπελος

Η Μαρία Βασιλάκη υποστηρίζει πως «η τέχνη του Αγγέλου ξεκίνησε» από την τέχνη της Πόλης, δοθέντος ότι «λόγω των ιστορικών συνθηκών στην Πόλη (συνεχείς πολιορκίες από τους Οθωμανούς), μεγάλος αριθμός Κωνσταντινουπολιτών ζωγράφων εγκαθίσταται στην Κρήτη», «ένας [δε] από αυτούς πρέπει να ήταν δάσκαλος του Αγγέλου». Εξάλλου, τη σχέση του με τη Βασιλίδα τη γνωρίζουμε και από τη διαθήκη που συνέταξε εν όψει μετάβασής του εκεί[5]. Είκοσι δύο εικόνες φέρουν την υπογραφή «Χειρ Αγγέλου» ενώ άλλες τριάντα περίπου αποδίδονται σε αυτόν.

Ο Άγγελος Ακοτάντος ανήκε σε οικογένεια «διανοουμένων» – ο ένας αδελφός του ήταν ζωγράφος και ο άλλος σχολάρχης, ενώ πριν τον θάνατό του περιεβλήθη και με το αξίωμα του πρωτοψάλτη του Χάνδακα· ήταν καλλιεργημένος, με πλούσια βιβλιοθήκη, από την  πώληση  της   οποίας, σύμφωνα με τη διαθήκη του, θα προικίζονταν άπορα κορίτσια. Ο «Άγγελος» αντιπροσωπεύει τον ζωγράφο του Χάνδακα, από τον οποίο η γενιά των καλλιτεχνών του δεύτερου ημίσεος του 15ου αιώνα διδάχτηκε τη ζωγραφική τέχνη[6]. Ήταν τόσο σημαντικό το έργο του ώστε η Βασιλάκη θεωρεί πως «δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο ζωγράφος Άγγελος υπήρξε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος του 15ου αιώνα»[7], ενώ η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του νεαρού Δομήνικου (1565-1567) στη Σύρο καταδεικνύει την αδιαμφισβήτητη επιρροή του Ακοτάντου[8]. Επιπλέον, υπογράφοντας συστηματικά τα έργα του, ανοίγει μια νέα περίοδο στον ελληνικό κόσμο, εκείνη του επώνυμου καλλιτέχνη.

Από την αντιπαραβολή του έργου του με εκείνο των σημαντικότερων Κρητών  ζωγράφων  του  15ου  αιώνα  (Ανδρέας  Ρίτζος, Ανδρέας Παβίας,  Νικόλαος Τζαφούρης), του ύστερου 16ου (Μιχαήλ Δαμασκηνός, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος) και του 17ου (Εμμανουήλ Τζάνες, Εμμανουήλ Λαμπάρδος), έργα των οποίων παρουσιάστηκαν στη σχετική έκθεση του Μουσείου Μπενάκη το 2010, είναι εμφανής η επιρροή που ασκεί ο Άγγελος στο έργο όλων των μεγάλων Κρητών ζωγράφων, οι οποίοι χρησιμοποιούν και τα ανθίβολά του[9].

Ιδιαίτερα εμφανείς είναι οι επιρροές του σε τέσσερις σημαντικούς ζωγράφους του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα: τον Ανδρέα και Νικόλαο Ρίτζο, τον Ανδρέα Παβία και τον Νικόλαο Τζαφούρη[10], οι οποίοι πιθανώς μαθήτευσαν στο εργαστήριό του.Σύμφωνα με τη Νανώ Χατζηδάκη, η χρήση των ανθιβόλωντου Άγγελου με την εικόνα της Δέησης μοιάζει αδιαμφισβήτητη στον ομώνυμο πίνακα του Νικόλαου Τζαφούρη, καθώς και σε πάρα πολλές εικόνες μέχρι και τον 17ο αιώνα, τις οποίες εντόπισε και υπέβαλε σε συγκριτική μελέτη[11]. Αδιαμφισβήτητες θεωρεί και τις επιδράσεις του στον Ξένο Διγενή, αλλά και στον ίδιο τον Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά, στις τοιχογραφίες της Μονής Αναπαυσά, στα Μετέωρα, της Λαύρας (το 1535) και της Μονής Σταυρονικήτα (1546), στο Άγιον Όρος, ή στις εικόνες του Ευφρόσυνου στη Μονή Διονυσίου (1542)[12].

Άγγελος Ακοτάντος: Η δέηση

Τα έργα του Άγγελου χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα «περισσότερο από οιονδήποτε άλλον ζωγράφο»[13] και στις άμεσες επιδράσεις του περιλαμβάνεται και μία εικόνα του Δαμασκηνού, η Κοίμησις της Θεοτόκου του Θεοτοκόπουλου, η εικόνα του Ένθρονου Χριστού Παντοκράτορα του Εμμανουήλ Τζάνε, κατά τον 17ο αιώνα, ενώ και δύο εικόνες του Εμμανουήλ Λαμπάρδου στηρίζονται σε αντίστοιχη εικόνα του Άγγελου που βρίσκεται στη Ζάκυνθο[14].

 Ο Άγγελος ζωγραφίζει κατά τον βυζαντινό τρόπο («alla maniera greca»), με ελάχιστες δυτικές επιρροές. Ενδεχομένως, δε, να υπήρξε και ζωγράφος τοιχογραφιών, καθώς πολλές τοιχογραφίες στην Πάτμο φαίνεται να φέρουν τα χαρακτηριστικά της τέχνης του[15]. Πάντως, γνώριζε καλά και τη maniera latina, όπως καταδεικνύει η μόνη δυτικότροπη σύνθεση που αποδίδεται στον χρωστήρα του, η Άκρα Ταπείνωση του Χριστού, με την Παναγία και τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, η οποία φέρει υπογραφή στα λατινικά («Angelus Pinxit»)[16].

Όπως αναφέρθηκε, ανάμεσα στους διαδόχους του περιλαμβάνεται και ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, ο Ανδρέας Ρίτζος. Η υπογραφή του εμφανίζεται συχνότερα ως «χείρ Ἀνδρέα Ρίτζου», αλλά κάποτε και «Andreas Rico (ή και Ricio) de Candia pinxit», προφανώς σε πίνακες προορισμένους και για πελάτες καθολικού δόγματος[17]. Σύμφωνα με τις αρχειακές πηγές, είναι ο πρώτος από μια οικογένεια καλλιτεχνών με πέντε τουλάχιστον ζωγράφους (γιοι, εγγονοί και δισέγγονοι) που ζούσε και εργαζόταν στον Χάνδακα[18]. Πάντως ο Ρίτζος, παρότι μένει πιστός στην παλαιολόγεια παράδοση και την ήδη συγκροτημένη μετά τον Άγγελο κρητική ζωγραφική των αρχών του 15ου, χρησιμοποιεί ήδη μορφές και εικονογραφικά στοιχεία από την ιταλική Αναγέννηση, τα οποία θα πολλαπλασιαστούν επιγενέστερα.

Σημαντικοί ζωγράφοι του δεύτερου ημίσεος του 15ου αιώνα, στον Χάνδακα, ήταν ο Νικόλαος Τζαφούρης και ο Ανδρέας Παβίας, πιθανότατα μαθητές και αυτοί του Άγγελου. Για τη ζωή του Τζαφούρη γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα, ενώ το γεγονός ότι υπήρξε γνωστός και καταξιωμένος το επιβεβαιώνει ένα έγγραφο του 1492 που αφορά μια παραγγελία του Johannes Nanni, διοικητή του ενετοκρατούμενου τότε Ναυπλίου, για τη φιλοτέχνηση μιας εικόνας του καθολικού ναού της πόλης η οποία όφειλε να περιλαμβάνει 23 πρόσωπα. Η αμοιβή του, όπως καταγράφεται στην παραγγελία, θα έφτανε τα 13 χρυσά δουκάτα, μεγάλο ποσό για την εποχή[19].  Ο Ανδρέας Παβίας (1440-1504/12), σε ορισμένα έργα δείχνει να επηρεάζεται ιδιαίτερα από το διεθνές γοτθικό στυλ – εμφανές στη Σταύρωση, της Εθνικής Πινακοθήκης, προορισμένη για Λατίνο παραγγελιοδότη, ενώ υπήρξε ο πρώτος ζωγράφος της Κρητικής Σχολής που φιλοτέχνησε Πιετά, δυτική εκδοχή του Επιτάφιου Θρήνου, η οποία καθιερώθηκε έκτοτε στην κρητική ζωγραφική. Ο Παβίας δίδασκε ζωγραφική και γράμματα σε παιδιά αστών και ευγενών, και ένας από τους μαθητές του ήταν ο γνωστός ζωγράφος Άγγελος Πιτζαμάνος. Διέθετε σημαντική περιουσία, όπως συνάγεται από πολλές πράξεις αγοραπωλησιών και ενοικιάσεων, ενώ, σε έγγραφο του 1504, διαβάζουμε πως είχε συμφωνήσει να δώσει στη θετή του κόρη Αγνή σημαντική προίκα, 500 υπέρπυρα, δέκα χρυσά δουκάτα, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμους λίθους, ενδύματα, κλίνη και κοσμήματα[20].

Στην Κρήτη γίνονται πολυάριθμες παραγγελίες εικόνων από Ιταλούς εμπόρους, από τους οποίους καθορίζεται η τεχνοτροπία τους, δηλαδή σε forma alla latina, οι χρωματισμοί, η θεματολογία κ.λπ. Η κρητική ζωγραφική, παράλληλα, επηρέασε τα μέγιστα την πορεία της αγιογραφίας της Σερβίας, της Ρωσίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Σικελίας[21], ενώ, μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1669, οι περισσότεροι Κρητικοί ζωγράφοι θα καταφύγουν στη Βενετία και στα Επτάνησα, που θα αποτελέσουν, τουλάχιστον για ενάμιση αιώνα, το μόνο πρόσφορο έδαφος για τη συνέχιση της καλλιτεχνικής ζωής και παραγωγής[22].


[1] Μαρία Βασιλάκη, «Από τον “ανώνυμοΒυζαντινό καλλιτέχνη στον “επώνυμο” Κρητικό ζωγράφο του 15ου αιώνα», στο M. Βασιλάκη (επιμ.), Το πορτραίτο του καλλιτέχνη στο Βυζάντιο, ΠΕΚ, Ηράκλειο 11997· Μ. Βασιλάκη (επιμ.), Χειρ Αγγέλου, ό.π.

[2] Α. Ξυγγόπουλος, Σχεδίασμα ιστορίας της θρησκευτικής ζωγραφικής, ό.π., σσ. 170-171.

[3] Μ. Μανούσακας, «Η διαθήκη του Άγγελου Ακοτάντου (1436), άγνωστου κρητικού ζωγράφου», ΔΧΑΕ, Β΄, 1960-1961, σσ. 139-151, εδώ σ. 139, σημ. 3.

[4] Μαρία Βασιλάκη-Μαυρακάκη, Ο ζωγράφος Άγγελος Ακοτάντος: το έργο και η διαθήκη του (1436)», Θησαυρίσματα, 18, 1981, 290-298+πιν. ΙΓ΄-ΙΗ΄.

[5] Η διαθήκη του Άγγελου συντάχθηκε το 1436, με αφορμή επικείμενο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη – το οποίο αγνοούμε αν πραγματοποιήθηκε. Στη διαθήκη του ο ζωγράφος, λόγω της επικινδυνότητας του ταξιδιού, ρυθμίζει πολλές εκκρεμότητες, μεριμνά δε ιδιαίτερα για τα ανθίβολά του, ορίζοντας να κληροδοτηθούν στο παιδί του, που επρόκειτο να γεννηθεί, αν ήταν αγόρι και γινόταν ζωγράφος, διαφορετικά να μεταβιβαστούν στον ζωγράφο αδερφό του, Ιωάννη. Τα 54 ανθίβολα χρησιμοποίησε το 1477 ο επίσης σημαντικός ζωγράφος Ανδρέας Ρίτζος (1422-1492), στοιχείο που συνηγορεί για τη μεγάλη σημασία του έργου του Άγγελου. Πράγματι, με έγγραφό του, ο άρρωστος Ιωάννης Ακοτάντος παραχώρησε 54 ανθίβολα στον Ρίτζο, ως ενέχυρο για τη χορήγηση δανείου τριών δουκάτων. Βλ. Μ. Καζανάκη-Λάππα, «Η διαθήκη του Αγγέλου Ακοτάντου: μια αυτοπροσωπογραφία», στο Μ. Βασιλάκη (επιμ.), Χειρ Αγγέλου, ό.π., σσ. 104-113 και Σ. Ζουμπουλάκη, «Ένας σημαντικός ζωγράφος της βενετοκρατούμενης Κρήτης», Αυγή, 9.1.2011· M. Cattapan, «I pittori Andrea e Nicola Rizo da Candia», Θησαυρίσματα, 10, 1973, σσ. 238-282+πίν. Α΄-Η΄.

[6] M. Cattapan, «I pittori Andrea», ό.π.

[7] Μ. Βασιλάκη, «Εισαγωγή», στο Χειρ Αγγέλου, ό.π., σ. 11.

[8] Σοφία Στυλιανού, «Ο Ελ Γκρέκο του 15ου αιώνα», εφ. Έθνος, 17.11.2010.

[9] Βλ. Νανώ Χατζηδάκη, «Ο ζωγράφος Άγγελος και η επίδρασή του στους σύγχρονους και μεταγενέστερους ζωγράφους», στο Μ. Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, ό.π.

[10] Μ. Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, ό.π., σσ. 202-221. Ο M. Cattapan θεωρεί  πάντως ότι μόνο οι Ανδρέας Παβίας και Νικόλαος Τζαφούρης μπορούν να θεωρηθούν με βεβαιότητα μαθητές του Άγγελου. Βλ. Cattapan, «I pittori Andrea», ό.π.  

[11] Ν. Χατζηδάκη, «Η Δέηση του Αγγέλου στο Μουσείο Κανελλοπούλου και η χρήση του ανθιβόλου της κατά το 15ο αιώνα», ΔΧΑΕ, ΚΖ΄, 2006, Αθήνα 2006, σσ. 283-296.

[12] Βλ. Νανώ Χατζηδάκη, «Ο ζωγράφος Άγγελος και η επίδρασή του…», ό.π., σσ. 124-129.

[13] Στο ίδιο, σσ. 129-131.

[14] Μ. Βασιλάκη (επιμ.), Χειρ Αγγέλου, ό.π., Κατάλογος έργων, σσ. 222-229. 230-231.

[15] Μ. Βασιλάκη, «Η τέχνη του ζωγράφου Αγγέλου», στο Μ. Βασιλάκη, Χειρ Αγγέλου, ό.π., σσ. 119-123.

[16] Σ. Ζουμπουλάκη, «Ένας σημαντικός ζωγράφος », ό.π.

[17] Βλ. αναλυτικά: Μ. Cattapan,  «I pittori Andrea», Θησαυρίσματα, ό.π.. Μαρία Γ. Στάθη, «Οι ζωγράφοι της Κρητικής Σχολής του 15ου αι., Ανδρέας και Νικόλαος Ρίτζος», ΜΕ, ΑΠΘ 2007, με πολλές πληροφορίες για τη ζωγραφική στον Χάνδακα· Μ. Κωνσταντουδάκη, «Οι κρητικοί ζωγράφοι», ΚΧ, 26, 1986, σσ. 251‐253· André Chastel, «“Medietas imaginis”. Le prestige durable de l’ icône en Occident», Cahiers archéologiques. Fin de l’antiquité et moyen-âge, Bd. 36, 1988, σσ. 99-110, εδώ σ. 99.

[18]  Μ. Cattapan, «I pittori», ό.π., σσ. 239‐242, 249-252, 282. Μ. Cattapan, «Nuovi documenti», Πεπραγμένα Β΄ ΔΚΣ, Αθήνα 1968, σ. 38, αρ. 66 και «Nuovi elenchi», Θησαυρίσματα, 9, 1972. Μ. Κ. Κωνσταντουδάκη, «Νέα έγγραφα», ό.π., σ. 160.

[19] Μ. Cattapan, «Nuovi elenchi», ό.π., σσ. 209-210· Βαρβάρα Παπαδοπούλου, «Εικόνα Δέησης του Νικολάου Τζαφούρη», ΔΧΑΕ, 22, 2001, σ. 267.

[20] Μάνος Στεφανίδης, Ελληνομουσείον. Έξι αιώνες ελληνική ζωγραφική, Μίλητος, Αθήνα 2001, τόμ. Α΄, σσ. 94-95· «Το Θείον Πάθος στη μεταβυζαντινή ζωγραφική», Η Καθημερινή, Επτά ημέρες, 12.4.1998, σ. 32.

[21] Αχιλλέας Κύρου, Οι Έλληνες της Αναγεννήσεως, ό.π., σ. 164. Βοκοτόπουλος, Η κρητική ζωγραφική, ό.π., σ. 45.

[22] Δ. Σισιλιάνος, Έλληνες Αγιογράφοι, ό.π., σ. 42.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ