Αρχική » Η πολυσημία του προσκυνήματος

Η πολυσημία του προσκυνήματος

από Μιχάλης Μερακλής

του Μ. Μερακλή, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 16, Φθινόπωρο 2017

Η λέξη προσκύνημα (όπως άλλωστε και πολλές άλλες) έχει υποστεί πολλές μεταβολές της αρχικής σημασίας για την οποία πλάστηκε. Και μάλιστα, σχεδόν αμέσως μετά τη δημιουργία της λέξης, η οποία σήμαινε μια συγκεκριμένη ενέργεια, σχετική με τη λατρεία ενός υπερβατικού όντος που θα προστάτευε τους ανθρώπους και θα τους καθοδηγούσε.

Μετά τους αρχαϊκούς αιώνες ωστόσο, με τις αρχικές κοινωνίες, τις δίχως τάξεις, όπως συνήθως λέμε, οι άνθρωποι πέρασαν στην Ιστορία, στις τάξεις και τους επικεφαλής των τάξεων, των οποίων οι αρχηγοί φιλοδόξησαν να μοιάσουν με τους θεούς, να γίνουν κι αυτοί θεοί. Υπάρχει και στη δική μας ιστορία το φαινόμενο της αυτοθεοποίησης των βασιλέων, των ελληνιστικών χρόνων. Εκείνοι πίστευαν ότι έγιναν θεοί, κάποιοι εν τούτοις θα είχαν μιλήσει για μια πρώιμη εκκοσμίκευση των θεών, με ό,τι σημαίνει αυτό. Ίσως σήμαινε τη διακωμώδηση του θείου. Ή, ορθότερα, μέσω της διακωμώδησης του θείου, τη διακωμώδηση της μωρίας των ανθρώπων, όσων θέλουν να γίνουν θεοί.

Αλλά η μωρία και το γελοίο δεν είναι μόνα τους στην Ιστορία. Μπορούμε να μιλήσουμε και για σοβαρές πλευρές του προσκυνήματος.

Μπορούμε να φανταστούμε ότι το προσκύνημα στις αρχαϊκές φυλές θα είχε ομαδικό-συλλογικό τελετουργικό χαρακτήρα. Η ανάδειξη του ατόμου και του προσώπου δεν θα είταν ακόμα διακριτή.    

Το φαινόμενο αυτό άρχισε να εκδηλώνεται μέσα στην Ιστορία όταν εκ παραλλήλου η γενική και αόριστη έννοια του θείου, που προέκυψε από το δέος του ανθρώπου ενώπιον του μεγαλειώδους και τρομακτικού συγχρόνως φυσικού σύμπαντος, άρχισε να συγκροτείται σε θρησκευτικά συστήματα, διαφοροποιούμενα μεταξύ τους.

Το χριστιανικό θρήσκευμα όρισε, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται η προσευχή, που είναι, όπως πιστεύω, μια ιδιαίτερη μορφή επικοινωνίας και λατρείας του θείου, άρα μορφή προσκυνήματος. Είπε ο Ιησούς στην Επί του Όρους Ομιλία του: «σὺ δέ, ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖόν σου [στο πιο απόμερο δωμάτιο του σπιτιού σου] καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν οὐρανῷ» (Ματθαίος, 6, 6).

Τα ομαδικά προσκυνήματα ωστόσο δεν έπαυσαν να γίνονται, με σταθερή συν τω χρόνω κατεύθυνση, όσον αφορά στους Ευρωπαίους προσκυνητές, και με πρωτοβουλία του Πάπα, στους καθιερωμένους Αγίους Τόπους στην Ανατολή ήδη από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, και με απόφαση να ελευθερώσουν τα Ιεροσόλυμα από την ισλαμική κατοχή.

Η προσκυνηματική αυτή μετάβαση κράτησε πολύ, αρχίζοντας από τον 11ο αιώνα και διαρκώντας, με κάποιες διακοπές, έως τον 13ο αιώνα. Όπως είναι παγκοσμίως γνωστό, οι εκστρατείες αυτές –γιατί μπορούμε κι έτσι να τις χαρακτηρίσουμε– ονομάστηκαν σταυροφορίες, γιατί οι δήθεν αυτοί προσκυνητές-ελευθερωτές έφεραν στον ένα ώμο τον σταυρό. Στον άλλο όμως κρατούσαν το όπλο.

Τα καθέκαστα των σταυροφόρων έχουν καταγραφεί στην Ιστορία και αποτελούν ένα τρανό παράδειγμα της σχέσης που έχουν μεταξύ τους οι λέξεις αιτία και αφορμή. Η προσκύνηση είταν τερατωδώς προσχηματική. Οι σταυροφόροι έκαναν τέρατα και σημεία όπου περνούσαν, με την καθοδήγηση των βασιλέων και άλλων ηγετών τους. Και ο Πάπας εξασφάλιζε σε ζωντανούς και νεκρούς σταυροφόρους την άφεση των αμαρτιών τους αλλά και, πιο γήινα, συμμετοχή στα λάφυρα των πολέμων, Δυτικών και Τούρκων. Τότε ο Άγγλος  βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κατέλαβε την Κύπρο (1192).

Αλλά την ελληνική Ιστορία σφράγισε βαθιά η (πάντα δήθεν) «σταυροφορία» που ξεκίνησε το 1202 και κατέληξε το 1204 στην πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ενετούς, αλλά και η σοβαρότατη εσωτερική κρίση που σοβούσε στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Δεν πρέπει να ενοχοποιούνται μόνο οι άλλοι. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προσπαθούσαν να περιορίσουν την αρπακτικότητα των Δυτικών προσφέροντάς τους προνόμια εμπορικά και ευρύτερα οικονομικά (απαλλαγή από τέλη), και αθρόα εγκατάσταση στην πρωτεύουσα. Μ’ αυτά όμως οι ξένοι γίνονταν πιο άπληστοι. Το κακό τέλος είχε καταστεί αναπόφευκτο. Και η Πόλη αλώθηκε.

Ο Γιώργος Καραμπελιάς έγραψε ένα βιβλίο 550 σελίδων με τίτλο τη χρονιά της άλωσης: 1204. Με αναμφισβήτητα στοιχεία, όπως κάνει πάντα, δίνει και το μακρό χρόνο που, καθώς είπα, σοβούσε η εσωτερική κρίση. Ο Κεκαυμένος, ένας «ευγενής της υπαίθρου, πρώην κυβερνήτης ή νεώτερος στρατιωτικός», είχε συγγράψει το έργο Στρατηγικόν ανάμεσα στα χρόνια 1071 έως 1078. Από αυτό το σύγγραμμα μεταφέρει ο Καραμπελιάς το ακόλουθο χωρίο: «…έχει γίνει […] επιζήμια αρχή να μην επισκέπτεται ο αυτοκράτορας τις χώρες του στην Ανατολή και τη Δύση, παρά να κάθεται στην Κωνσταντινούπολη, σαν φυλακισμένος […]. Πήγαινε στις χώρες που ανήκουν στα σκήπτρα σου, πήγαινε στα θέματα και τις αδικίες που γίνονται στους φτωχούς και δες τι κάνουν οι φοροεισπράκτορες που στέλνεις και αποκατάστησε την τάξη […]. Ξέρω ότι οι αυλικοί σου σε αποτρέπουν, από νωθρότητα, να το κάνεις αυτό […]. Από τότε όμως που αυτή η μεγάλη βλακεία κυρίεψε τους ανθρώπους, ή μάλλον απλώθηκε σαν κολλητική αρρώστια, τίποτα καλό δεν είδε πια η ρωμαϊκή αυτοκρατορία».

Οι σφαγές και οι λεηλασίες που έγιναν μετά την άλωση είσαν πρωτοφανείς. Προσφεύγω πάλι στο βιβλίο του Καραμπελιά: Ο Γάλλος στρατηγός Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος, που συμμετείχε στην οργάνωση της τέταρτης σταυροφορίας και παρακολούθησε την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, έγραψε για όσα ακολούθησαν μετά την πτώση της: «…υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα […], από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μία μόνο πόλη».

Όμως, τη μαύρη βίβλο για τα γεγονότα εκείνα αποτελεί το έργο Χρονική Διήγησις του Νικήτα Χωνιάτη, που τα έζησε όντας μέσα στην Πόλη και μπόρεσε να ξεφύγει από τους Δυτικούς:

«Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγή των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων […]. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους… Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού. Αυτά έκαναν αυτοί που όλα τα ξέρουν από μόνοι τους, και είναι σοφοί, και δίνουν αληθινούς όρκους, και αγαπούν την αλήθεια, και μισούν το κακό, και είναι ευσεβέστεροι και δικαιότεροι από εμάς τους Γραικούς […], αυτοί που πήραν τον σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών […]. Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο […], αφήνοντας όλους να φύγουν με έναν ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων […]. Έτσι φέρθηκε το γένος που μαχόταν τον Χριστό προς τους αλλόπιστους Λατίνους: ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι, αν και δεν είχαμε κάνει κανένα αδίκημα».

Τελειώνοντας το ιστορικό σύγγραμμά του Χρονική Διήγησις με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ο Νικήτας Χωνιάτης δήλωνε πως δεν θα γράψει ξανά ιστορία, που υπήρξε το «κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων» (ασφαλώς θα είχε στον νου του τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη), γιατί από τότε και στον εξής χρόνο θα έγραφε για «τις βαρβαρικές πράξεις εναντίον των Ελλήνων», τις πράξεις δηλαδή των Δυτικών βαρβάρων. Και υπήρξε για αρκετές περιπτώσεις προφητικός.

Στη θέση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε ένα ακόμα λατινικό βασίλειο. Η Κωνσταντινούπολη ανακατελήφθη βέβαια ύστερα από μισόν αιώνα (1261) και έπεσε οριστικά δύο αιώνες σχεδόν μετά (1453), με συμπρωταγωνιστές τώρα της τραγωδίας όχι τους δυτικούς βαρβάρους αλλά τους ανατολίτες Τούρκους. Πρωταγωνίστρια είταν, επίσης πάλι, η εσωτερική διάλυση του κράτους της Κωνσταντινούπολης, που, κατά την τολμηρή έκφραση του Παλαμά, σαν «πόρνη σε μετάνοιες ξαγρυπνούσε / και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει».

Θέλω πάντως να πω, για να μην αδικήσω το βιβλίο του Καραμπελιά, ότι κεντρικός στόχος του είναι να δείξει ότι η τραγική εκείνη πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί, εντούτοις, ένα «γενέθλιο ορόσημο στη διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού». Ένα δύσκολο εγχείρημα (είναι αυτό σαν η ανατροπή μιας ανατροπής), όμως η εργώδης αυτή συγγραφή, βασισμένη σε ένα εντυπωσιακό πλήθος τεκμηρίων, που μπορούν να πείσουν τον αναγνώστη ότι «με την άλωση της Πόλης οι άρχουσες τάξεις, οι στρατιωτικοί, η διανόηση, η κεντρική γραφειοκρατία, ακόμη και ο ανώτερος κλήρος, συνειδητοποιούν την ελληνικότητα της ταυτότητάς τους και προσεγγίζουν την, συχνά ανεπίγνωστη αλλά εδραιωμένη στο πεδίο των παραδόσεων και της νοοτροπίας, ελληνική ταυτότητα των λαϊκών στρωμάτων».

Ολότελα διαφορετικός από τον σκοπό των ιερόσυλων, εγκληματικών σταυροφόρων, που η μόνη αιτία των εκστρατειών τους είταν να υποτάξουν λαούς –τους γνώρισε και η Ελλάδα (Κύπρος, Κωνσταντινούπολη)–, είταν ο σκοπός πολλών λαϊκών ανθρώπων, αλλά και με κάποιους πόρους, πιστών στη θρησκεία τους, που πήγαιναν, προσκυνούσαν και επέστρεφαν με τον τιμητικό γι’ αυτούς τίτλο του «χατζή». Το χατζιλίκι (η μετάβαση, η προσκύνηση και η επιστροφή) γνώρισε μεγάλη συχνότητα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η λέξη «χατζής» είναι τουρκική (κατά τον Παπαδόπουλλο, αραβοτουρκική [haci]· βλ. παρακάτω), όπως βέβαια και το χατζιλίκι, γιατί το ίδιο προσκύνημα πραγματοποιούσαν και οι Τούρκοι, ασφαλώς στους δικούς τους άγιους τόπους (Μέκκα, Μεδίνα). Μια λέξη λοιπόν, ο χατζής – haci, μάλιστα τουρκική, ένωνε δύο συχνά αντίμαχες θρησκείες. Οι λαοί, όχι σπάνια, έχουν την ετοιμότητα να τακτοποιούν τις διαφορές τους όταν οι κρατικές εξουσίες τους δεν τους υποκινούν ή τους εξωθούν για το αντίθετο. Η λέξη «χατζής» είναι, νομίζω, ένα καθαρό παράδειγμα.

Η επιτυχία που γνώρισε το χατζιλίκι αποτυπώνεται στην προσθήκη του θρησκευτικού τίτλου στο όνομα των προσκυνητών από τους ίδιους (ή μπορεί να το πρόσθεταν οι άλλοι), γιατί ο χατζής αποκτούσε κύρος στη μικρή ή και τη μεγαλύτερη κοινότητα: Χατζηαντωνίου και άλλα πολλά ονόματα (επώνυμα) επιβιώνουν έως τώρα στους επιγόνους εκείνων.

Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι το πρόσωπο του χατζή πέρασε και στις λαϊκές παροιμίες. Δεν είναι πολλές, αρκετές πάντως για να μπορεί κανείς να πάρει κάποιες πληροφορίες ή ενδείξεις για τον «κανόνα» του χατζή, για το τι είταν αυτός.

Μια παροιμία από τη Σύμη (Σ. Α. Καρανικόλα – Α. Σ. Καρανικόλα, Παροιμίες και φράσεις από τη Σύμη, αρ. 279) λέει: «Τι ’ναι; Ντου Χατζή-Χασάνη ο γάμος είναι;». Η παροιμία «λέγεται σ’ αυτούς που κάνουν σπατάλες όταν τους αναθέτουν κάποια διαχείριση». Αυτό μάλλον υποδηλώνει ότι αρκετοί χατζήδες είχαν χρήματα να διαθέτουν για ένα ταξίδι που είταν μεγάλο και δύσκολο.

Και πιο γενικά, το χατζιλίκι προϋποθέτει κι άλλες προσπάθειες, όπως το δηλώνει μια παροιμία από το Πήλιο: «Με παραγγελιά χατζής δε γίνεται» (Κώστας Λιάπης, Ο παροιμιακός και γνωμικός λόγος στο παραδοσιακό Πήλιο, σ. 156, αρ. 21). Και σημαίνει: «Χρειάζονται κάποιες προϋποθέσεις και προσπάθειες για να γίνει κανείς κάτι».

Συναφής προς αυτήν είναι και μια παροιμία από την Ήπειρο: «Χατζή φίλο κι αν ήπιασες, στην τάβλα θα ξαπλώσεις» (Γ. Δ. Καψάλης, Οι παροιμίες του Θεσπρωτού λόγιου Κώστα Αθ. Μιχαηλίδη,Χ22). Χρειάζεται εξάπαντος να κοπιάσεις και συ ο ίδιος για να επιτύχεις κάτι άξιο λόγου.

Αυτό το τονίζουν σχεδόν όλες οι παροιμίες, χρησιμοποιώντας τον χατζή ως ένα μεταφορικό- συμβολικό πρότυπο. Το ίδιο εκφράζει και η κυπριακή παροιμία: «Με το μήνυμαν γένεσαι χατζής;» (Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, Κυπριακαί Παροιμίαι, αρ. 795): «Άνευ προσωπικής εμπειρίας δεν αποκτάται μια ιδιότης».

Συνάγεται λοιπόν από τη μαρτυρία των παροιμιών ότι τον χατζή εκτιμούσε ιδιαίτερα ο λαός.

Το προσκύνημα, ως λέξη που περικλείει μια διάθεση και μια πράξη λατρείας σε κάτι υπερβατικό ή και σε κάποιο πράγμα, μπορεί, εξ αυτού του λόγου, να μετατρέπει την πυρηνική σημασία της. Ακόμα, να προκύπτει και άκρως αντίθετη προς την ιερότητα μετατροπή, όπως συνέβη στην περίπτωση του αίσχους των σταυροφοριών, όπου το ιερό μετατράπηκε σε ανίερο.

Είναι όμως δυνατό και προς την άκρως αντίθετη προς την παραπάνω κατεύθυνση, μάλιστα προπάντων σ’ αυτή, να προκύπτουν παραλλαγές σημασιών. Τα ποθητά και λατρευτά πράγματα δεν είναι λίγα, κάθε άλλο.

Μια καλή μεταπτυχιακή μαθήτριά μας ετοιμάζει τη διδακτορική διατριβή της με κύριο τίτλο: «Ταξιδεύοντας στον Πόντο», και υπότιτλο: «Ένα ιδιότυπο ταξίδι νοσταλγίας». Ελλαδίτες, Πόντιοι κατεξοχήν, κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, έχουν εθιμικά καθιερώσει τακτικά ομαδικά ταξίδια στον Πόντο, όπου επί αιώνες ζούσαν οι πρόγονοί τους, έως τον ξεριζωμό τους. Πηγαίνουν εκεί οι σημερινοί Πόντιοι (και όσοι επιθυμούν να συνταξιδεύουν), αναζητούν μέρη, σημάδια, ακόμα και κτισμάτων, ρωτώντας και συζητώντας με τους Τούρκους, που τους δέχονται με ευγένεια και φιλική διάθεση, ίσως και κάποια κατανόηση για τα πάθη και τα παθήματα της Ιστορίας. Παίρνουν χώμα από τα νεκροταφεία όπου είχαν ταφεί οι πρόγονοι, γιαγιάδες και παππούδες, ίσως και ένα κλαδί από δέντρα φυτρωμένα στους χώρους εκείνους, φωτογραφίζουν, φωτογραφίζονται, συγκινούνται, κάποτε κλαίνε. Επιστρέφουν με τη νοσταλγία που τους οδήγησε, τους ώθησε προς τα εκεί, όχι ικανοποιημένη, αλλά αυξημένη, πολλαπλασιασμένη, και με την απόφαση να ξαναπάνε εκεί, να πηγαίνουν σαν σε ένα προσκύνημα. Σ’ έναν τόπο, μια πατρίδα καθαγιασμένη, ιερή. Κάπως έτσι θα ένιωθε και ο Κωνσταντίνος Καβάφης κι έγραψε το ποίημα «Πάρθεν», συγκινημένος όταν διάβαζε «το άσμα / το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα / και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων / που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη».

Θέλω να πω λίγα λόγια και για ένα άλλο προσκύνημα, όπως τουλάχιστον το αισθάνομαι εγώ. Εννοώ την ορειβασία. Υπάρχει, νομίζω, σε ορισμένους ανθρώπους μια ενδόμυχη, υποσυνείδητη κλίση, όχι ως συνείδηση μιας σωματικής άσκησης ή και αθλητικής επίδοσης. Η κλίση που λέω είναι πίσω από αυτή την άσκηση και την επίδοση, βαθύτερη. Ή, για να το πω και αλλιώς, υπάρχει κρυμμένη μέσα και στην άσκηση του σώματος ακόμα, και στην άθλησή του, αλλά «κρυπτομένη». Τα μυστήρια της ψυχής είναι πολλές φορές δυσεξιχνίαστα ή και αξεδιάλυτα. Υπάρχουν άνθρωποι, ορειβάτες, που εξ αιτίας της αγαθής προαίρεσής τους δεν κάθονται να ξεδιαλύνουν τι είναι μέρος της ψυχής και τι είναι μέρος του σώματος. Τι είναι μύηση μυστική και τι είναι αθλητική επίδοση. Εν τούτοις, τα έχουν και τα δύο μέσα τους, ενωμένα. Γι’ αυτό η αρχαία ελληνική μυθική θρησκεία, κατά βάση αισιόδοξη, έστησε στον Όλυμπο τους γλεντοκόπους θεούς της, στη φύση των οποίων, ωστόσο, έβαλε την ιδέα του ύψους. Ο λαός του Ισραήλ ανέβασε στο όρος Σινά τον Κύριό του, από τον οποίον έπαιρνε τις εντολές ο Μωυσής χωρίς να μπορεί να τον δει, μόνο ακούγοντάς τον (είταν ο κεκρυμμένος Θεός). Το ύψιστο όλων των βουνών, Έβερεστ, αγγίζοντας νοητά τον ουρανό, έγινε, λεληθότως ξαναλέω, σύμβολο των πραγματικών και συμβολικών ορειβατών που, σε τελευταία ανάλυση, θέλουν να προσεγγίσουν την αρετή, όπως το είπε ο υπέροχος Ανδρέας Κάλβος με τους υπέροχους στίχους του:

Ὡς ἀπ’ ἕνα βουνὸν

ὁ ἀετὸς εἰς ἄλλο

πετάει, κ’ ἐγὼ  τὰ δύσκολα

κρημνὰ τῆς ἀρετῆς

οὕτω ἐπιβαίνω.

Αληθινοί, ωστόσο, προσκυνητές και «ορειβάτες» δεν είναι διόλου οι περισσότεροι στον κόσμο μας. Οι άλλοι υπερτερούν συντριπτικά.

Και, γενικεύοντας, θα πω ότι η Ιστορία γράφεται ερήμην της εγελιανής και της μαρξιστικής διαλεκτικής, ας πούμε: του καλού και του κακού, όπου κάποτε θα υπερισχύσει το πρώτο. Εντούτοις, το δεύτερο το χτυπάει ακαταμάχητα, από έξω αλλά και από το μέσα “είναι” του ανθρώπου. Παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση αποτελεί το φαινόμενο των με την ωμή βία «προσκυνημένων» στον Ιμπραήμ Ελλήνων κατά την εισβολή του (1825) στην Πελοπόννησο, που πολέμησε να το αναχαιτίσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με το σύνθημα «Τσεκούρι και φωτιά εις τους προσκυνημένους» (Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, επιμέλεια Θάνου Βαγενά, 1970, σσ. 76, 186, 187).

Η δεύτερη περίπτωση συνιστά, δυστυχώς, ανθρωπολογικό πρόβλημα· το έχει ο άνθρωπος, επαναλαμβάνω, μέσα του. Πολλές φορές μνημονεύω ένα χωρίο του αποστόλου Παύλου όπου με λύπη πολλή ομολογούσε ότι δεν γνώριζε πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτό το σοβαρό ζήτημα: «οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ’ ὃ μισῶ  τοῦτο ποιῶ» (Προς Ρωμαίους, 7, 15). Ο Ιησούς, εξάλλου, γνώριζε ότι μία από τις πολλές μεταλλάξεις του κακού είναι το χρήμα. Είταν αυτό που τοποθετούσε, ως ύψιστο εχθρό, απέναντί του. Η ευαγγελική ρήση βεβαιώνει πως κανένας δεν μπορεί να είναι «δούλος» σε δύο «κυρίους», γιατί θα μισήσει τον ένα και θ’ αγαπήσει τον άλλο: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθαίος, 6, 24· Λουκάς, 16, 13). Η λέξη «μαμωνάς», αραμαϊκή, σήμαινε τον πλούτο, το χρήμα. Αυτό λοιπόν προσκυνούν μυριάδες επί μυριάδων ανθρώπων. Ανάμεσά τους και πολλοί Φαρισαίοι χριστιανοί. Αυτό το προέβλεπε ο Χριστός, υποθέτω, και για τους αιώνες που θα ακολουθούσαν. Γι’ αυτό μιλούσε συχνά για τους «υποκριτές». Το Ευαγγέλιο δεν είναι αποκλειστικά μεταφυσικό. Είναι και κοινωνικό μανιφέστο.

Από τη λογοτεχνική παράδοσή μας δίνω δύο κλασικής αξίας και ατράνταχτης αλήθειας παραθέματα. Το πρώτο είναι το πασίγνωστο από την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Είναι ένα αμείλικτο χτύπημα της κακουργίας του χρήματος. Το δραματικό ταλέντο του Σοφοκλή το έβαλε στο στόμα του Κρέοντα, κάνοντας ιδιάζουσα χρήση της λεγόμενης τραγικής ειρωνείας, δεδομένου ότι ο Κρέων, μόνο για τον εαυτό του ενδιαφέρεται, για να εξασφαλίσει την εξουσία. Το διαβάζω όπως το έγραψε ο ποιητής, δείχνοντας έτσι και μιαν έγνοια μου για την πολεμούμενη από σύγχρονους διανοούμενούς μας συνέχεια. (Το γεγονός ότι πολλοί πατριδοκάπηλοι και προχειρολόγοι, χωρίς σοβαρές γνώσεις, βλάπτουν εξίσου με τους άλλους την πατρίδα με τους κούφιους επαίνους τους, είναι δεδομένο). Η γλώσσα εκείνη, του Σοφοκλή και όλων των άλλων, υπήρξε η φυσική μητέρα της νεώτερης Ελληνικής:

«οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος                   
κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις
 πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων·
 τόδ᾽ ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας
 χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγματ᾽ ἵστασθαι βροτῶν·
 πανουργίας δ᾽ ἔδειξεν ἀνθρώποις ἔχειν                   
καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν εἰδέναι.

σοι δέ μισθαρνοντες νυσαν τάδε

χρόνῳ ποτ᾽ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην» (295-303)[1].

Και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης λέει: «Ο Χριστός είπεν: “Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ”. Διατί δεν έλαβεν ως όρον αντιθέσεως άλλο τι βαρβαρικόν είδωλον; Διατί δεν είπε “Θεῷ καὶ Μολὼχ” ή “Θεῷ καὶ Ἀσταρὼθ” ή “Θεῷ καὶ Βάαλ”; Διότι ο Μαμωνάς είναι ο ισχυρός, ο κραταιότερος, όστις υποτάσσει παν άλλο είδωλον, και τον Μολώχ και τον Ασταρώθ και τον Βάαλ. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. Β΄, «Οι Χαλασοχώρηδες», σ. 453).


  [1] «Γιατί κανένας θεσμός (επινόηση) δε γεννήθηκε
       χειρότερος στους ανθρώπους όσο το χρήμα.
       Τούτο κυριεύει τις πόλεις, διώχνει τους άνδρες
       απ’ τα σπίτια, αυτό δασκαλεύει και διαστρέφει
       τα συνετά μυαλά ανθρώπων να στρέφονται σε άνομες πράξεις
       και διδάσκει τους ανθρώπους να κάνουν πονηρίες
       και να γνωρίζουν όλα τ’ ανόσια έργα.

 Και όσοι, εξαγορασμένοι με το χρήμα, πράττουν αυτά,

 συνήθως με την πάροδο του χρόνου κάποτε τιμωρούνται». (επιμ. ν. Λ.Ε.)

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ