Αρχική » Το κοινό, το δικό μας, των άλλων

Το κοινό, το δικό μας, των άλλων

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Μερακλή

Στα δύ­ο τε­λευ­ταί­α πα­ραγ­γέλ­μα­τα α­να­φέ­ρε­ται και ο εκ­κλη­σια­στι­κός πα­τέ­ρας Κλή­μης ο Α­λε­ξαν­δρεύς, στο έρ­γο του Στρω­μα­τείς (έρ­γο, ό­πως και ο τί­τλος δη­λώ­νει, ποι­κί­λης ύ­λης, συν­θε­μέ­νο α­πό διά­φο­ρες πη­γές – «στρω­μα­τείς» λέγο­νταν τα κλι­νο­σκε­πά­σμα­τα, που εί­ταν πολ­λές φο­ρές συρ­ρα­φή κομ­μα­τιών α­πό διά­φο­ρα υ­φά­σμα­τα). Α­πο­τε­λεί­ται α­πό ο­κτώ βι­βλί­α. Η σχε­τι­κή σε­λί­δα υ­πάρ­χει στο πέ­μπτο βι­βλί­ο, ό­που ο λό­γος εί­ναι για το συμ­βο­λι­σμό και την αλ­λη­γο­ρί­α. Ο Κλή­μης πα­ρα­θέ­τει τα χω­ρί­α και στη συ­νέ­χεια τα σχο­λιά­ζει. Θυ­μί­ζω πως εί­ταν α­πό τους Πα­τέ­ρες, που ε­πι­θυ­μού­σαν να ε­ντά­ξουν στοι­χεί­α του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού κό­σμου στον ι­δε­ο­λο­γι­κό κό­σμο του χρι­στια­νι­σμού.
 Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ο Πυ­θα­γό­ρας υ­παι­νισ­σό­ταν, γρά­φει ο Κλή­μης, πως πρέ­πει ό­χι μό­νο την α­γε­ρω­χί­α να ε­ξα­φα­νί­ζου­με, αλ­λά κι α­πό την ορ­γή μας να μην α­φή­νου­με κα­νέ­να ί­χνος, ε­ξα­λεί­φο­ντας ο­ποια­δή­πο­τε μνη­σι­κα­κί­α. Ε­νι­σχύ­ει την ά­πο­ψή του και με βι­βλι­κά χω­ρί­α, ό­πως εί­ναι η φρά­ση α­πό την Προς Ε­φε­σί­ους ε­πι­στο­λή του Παύ­λου (4, 26), που ο­ρί­ζει να μη βρί­σκει η δύ­ση του ή­λιου τους χρι­στια­νούς ορ­γι­σμέ­νους (στο σο­λω­μι­κό Διά­λο­γο λέ­ει ο Φί­λος του Ποι­η­τή, που τον βλέ­πει ορ­γι­σμέ­νο: «Θυ­μή­σου τα λό­για της Θεί­ας Γρα­φής: να μη σ’ εύ­ρει θυ­μω­μέ­νον ο ή­λιος ο­πού πέ­φτει»…). Ο Κλή­μης μνη­μο­νεύ­ει και χω­ρί­ο α­πό την Έ­ξο­δο (20,17), σύμ­φω­να με το ο­ποί­ο ο Θε­ός δί­νει ε­ντο­λή στους «υ­ιούς του Ισ­ρα­ήλ» να μην ε­πι­θυ­μούν τη γυ­ναί­κα του πλη­σί­ον τους, ή το σπί­τι του, το χω­ρά­φι, το κο­ρί­τσι, το βό­δι, το γά­ι­δα­ρό του, ό­ποιο άλ­λο ζώ­ο έ­χει ο γεί­το­νας. Η ορ­μή της ε­πι­θυ­μί­ας, υ­πο­στη­ρί­ζει ο Κλή­μης, εί­ναι ι­κα­νή να ε­ξου­σιά­σει και την ή­με­ρη ψυ­χή α­κό­μα. Αυ­τό λοι­πόν, κα­τά τον Κλή­με­ντα, συμ­βου­λεύ­ει υ­παι­νι­κτι­κά ο Πυ­θα­γό­ρας λέ­γο­ντας ν’ α­πα­λει­φθούν τα ση­μά­δια του κορ­μιού απ’ το κρε­βά­τι, εν­νο­ώ­ντας πως ο σω­στός άν­θρω­πος (έ­τσι θα ή­θε­λε τον κα­λό χρι­στια­νό ο Κλή­μης) ο­φεί­λει να μη θυ­μά­ται την η­μέ­ρα, μό­λις ση­κω­θεί α­πό το κρε­βά­τι, κα­νέ­ναν «ο­νει­ρωγ­μόν» (ο­νεί­ρω­ξη!) «την εν νυ­κτί η­δο­νήν». Και σχε­τι­κά με την ορ­γή θα πει ξα­νά πως πρέ­πει να δια­λύ­ει τις «ζο­φε­ρές» φα­ντα­σί­ες του ο κα­λός χρι­στια­νός με το φως της α­λή­θειας, πα­ρα­θέ­το­ντας έ­να α­κό­μα χω­ρί­ο α­πό τους Ψαλ­μούς τώ­ρα (4,5), πως εί­ναι ε­πι­τρε­πτό να ορ­γί­ζε­ται κα­νείς, χω­ρίς ό­μως και να α­μαρ­τά­νει («ορ­γί­ζε­σθε και μη α­μαρ­τά­νε­τε»). Θέ­λει να πει, υ­πο­θέ­τω, πως δεν πρέ­πει η εν­διά­θε­τη ορ­γή μας να εκ­δη­λώ­νε­ται και στην πρά­ξη – έ­τσι ερ­μη­νεύ­ει, νο­μί­ζω, και ο Κλή­μης, λέ­γο­ντας πως ο Δα­βίδ δι­δά­σκει ό­τι πρέ­πει να μη «συ­γκα­τα­τί­θε­ται» κα­νείς προς τη «φα­ντα­σί­α» ε­πι­κυ­ρώ­νο­ντας την ορ­γή με «έρ­γον».
Ε­πέ­μει­να ο­πωσ­δή­πο­τε στη σε­λί­δα αυ­τή του Κλή­με­ντα για­τί, ό­πως θα δει στη συ­νέ­χεια ο α­να­γνώ­στης, έ­χει κά­νει ε­δώ μιαν υ­πε­ρερ­μη­νεί­α ή, α­πλώς, μια πα­ρερ­μη­νεί­α, κα­θώς βρέ­θη­κε πα­ρα­σάγ­γες μα­κριά α­πό το αρ­χι­κό, πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα των πυ­θα­γό­ρειων ρή­σε­ων. Αυ­τές δεν εί­ναι άλ­λο πα­ρά προ­τρο­πές μα­γι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς, μα­γι­κής πρα­κτι­κής, που σ’ έ­ναν αρ­χα­ϊ­κά συ­μπε­ρι­φε­ρό­με­νο κό­σμο α­πο­σκο­πούν στο να προ­στα­τεύ­ουν τα μέ­λη μιας κοι­νό­τη­τας α­πό την ε­πή­ρεια της συ­μπα­θη­τι­κής μα­γεί­ας. Συ­μπα­θη­τι­κή μα­γεί­α υ­πάρ­χει, ό­ταν κά­ποιος ε­πι­διώ­κει με διά­φο­ρους τρό­πους να με­τα­δώ­σει έμ­με­σα μιαν ε­νέρ­γεια σε κά­ποιον που θέ­λει να βλά­ψει (ή και να τον κά­νει να τον α­γα­πή­σει: δί­πλα στα «μί­ση­θρα» υ­πάρ­χουν και τα «φίλ­τρα»…). Αν έ­χει λοι­πόν κά­ποιος έ­να ρού­χο ή κι έ­να κομ­μά­τι α­πό αυ­τό ή έ­να φυ­σι­κό στοι­χεί­ο (π.χ. τού­φα μαλ­λιών) α­πό το σώ­μα ε­κεί­νου, που θέ­λει να τον ε­πη­ρε­ά­σει μα­γι­κά, πι­στεύ­ει πως ό,τι θα κά­νει σ’ αυ­τό που κα­τέ­χει, θα με­τα­βι­βα­στεί και στο ί­διο το σώ­μα ο­λό­κλη­ρο (pars pro toto).
O J.G. Frazer, που α­σχο­λή­θη­κε με τα θέ­μα­τα αυ­τά στο ευ­ρύ πλαί­σιο της ε­πι­βλη­τι­κής ερ­γα­σί­ας του για την πα­ρου­σί­α­ση της πα­ρά­δο­σης της μα­γεί­ας σ’ ό­λο τον κό­σμο (εν­νο­ώ το εν­δε­κά­το­μο έρ­γο του, The golden Bough, 1890 κ.ε., με­τά­φρα­ση της συ­νε­πτυγ­μέ­νης μορ­φής του έρ­γου υ­πάρ­χει τώρα και στα ελ­λη­νι­κά: Ο Χρυ­σός Κλώ­νος, τό­μοι Α-Δ, με­τά­φρα­ση: Μπο­νί­τας Μπι­κά­κη- Πα­να­γιώ­τη Καρ­μά­τζου, Ε­κά­τη, 1990-1994), πα­ρα­θέ­τει ε­ξαι­ρε­τι­κά με­γά­λον α­ριθ­μό μαρ­τυ­ριών α­πό ό­λα σχε­δόν τα μέ­ρη της γης. Με­τα­φέ­ρω ε­δώ με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ο ε­νε­στώ­τας που χρη­σι­μο­ποιώ ε­δώ εί­ναι βέ­βαια συμ­βα­τι­κός – που να ξέ­ρει κα­νείς αν οι δο­ξα­σί­ες που κα­τα­γρά­φη­καν πριν α­πό πολ­λές-πολ­λές δε­κα­ε­τί­ας (το έρ­γο του Φρέ­ι­ζερ βα­σί­στη­κε και σε πλη­ρο­φο­ρί­ες πο­λύ προ­γε­νέ­στε­ρες του χρό­νου της δη­μο­σί­ευ­σής του) ι­σχύ­ουν και σή­με­ρα. Άλ­λα το αν ι­σχύ­ουν ή ό­χι δεν έ­χει κα­μιά ση­μα­σί­α για το πα­ρόν άρ­θρο, το ο­ποί­ο θέ­λει να τεκ­μη­ριώ­σει ό,τι υ­πο­δη­λώ­νει ή­δη και ο τί­τλος του και δη­λώ­νε­ται σα­φέ­στε­ρα στις τε­λευ­ταί­ες πα­ρα­γρά­φους του.
 Ο Φρέ­ι­ζερ λοι­πόν, μι­λώ­ντας για τη συ­μπα­θη­τι­κή μα­γεί­α πα­ρα­τη­ρεί πως αυ­τή δεν τε­λεί­ται κατ’ α­νά­γκην μό­νο με την εν­διά­με­ση ε­νέρ­γεια του εν­δύ­μα­τος ή α­να­το­μι­κών με­ρών. Δρα και με τα ί­χνη που α­φή­νουν οι άν­θρω­ποι πά­νω στην άμ­μο ή το χώ­μα του ε­δά­φους. Ι­θα­γε­νείς στη ΝΑ Αυ­στρα­λί­α πι­στεύ­ουν πως εί­ναι δυ­να­τό να κου­τσα­θεί κά­ποιος, αν βά­λουν στα α­πο­τυ­πώ­μα­τα των πο­διών του γυα­λιά, κάρ­βου­να, μυ­τε­ρά κό­κα­λα. Σε ί­δια αί­τια α­πο­δί­δουν και τους ρευ­μα­τι­σμούς. Οι Μα­ο­ρί πι­στεύ­ουν ό­τι μπο­ρούν να κά­νουν με­γά­λο κα­κό σ’ έ­ναν ε­χθρό, αν πά­ρουν χώ­μα απ’ το ση­μεί­ο ό­που τα πό­δια του ά­φη­σαν τα ί­χνη τους και το βά­λουν σ’ έ­ναν τό­πο ιε­ρό και κά­νουν πά­νω απ’ αυ­τό σχε­τι­κή τε­λε­τή. Α­νά­λο­γες δο­ξα­σί­ες και συ­νή­θειες δη­μο­σιεύ­ει ο Φρέ­ι­ζερ α­πό την Ια­πω­νί­α, τη Βιρ­μα­νί­α, την Ιν­δί­α, την Α­φρι­κή, ό­που ε­πί­σης ε­φαρ­μό­ζε­ται η «μα­γεί­α των α­πο­τυ­πω­μά­των». Κά­πο­τε και για κα­λό σκο­πό: Στη Β. Α­με­ρι­κή, η γυ­ναί­κα που ε­πι­θυ­μεί να κά­νει α­φο­σιω­μέ­νον σ’ αυ­τή τον ά­ντρα της ή τον ε­ρα­στή της παίρ­νει χώ­μα α­πό ε­κεί που δια­γρά­φο­νται τα ί­χνη της πα­τη­μα­σιάς του δε­ξιού πο­διού του, το α­να­κα­τεύ­ει με λί­γες τρί­χες α­πό τα μαλ­λιά του και τα κά­νει έ­να πα­κε­τά­κι, που το έ­χει μα­ζί της, σε ά­με­ση ε­πα­φή με το δέρ­μα της.
 Και η Ευ­ρώ­πη δεν υ­στε­ρού­σε. Στο Με­κλεμ­βούρ­γο πί­στευαν, ό­τι αρ­κεί να μπή­ξεις έ­να καρ­φί στο ί­χνος πα­τη­μα­σιάς ε­νός προ­σώ­που, για να το κου­τσά­νεις. Α­ντί­στοι­χές μαρ­τυ­ρί­ες έρ­χο­νται α­πό τη Γαλ­λί­α, την Αγ­γλί­α και αλ­λού. Στην Ε­σθο­νί­α έ­παιρ­ναν το μέ­τρο της πα­τη­μα­σιάς μ’ έ­να ρα­βδί, που το έ­θα­βαν στη συ­νέ­χεια, υ­πο­νο­μεύ­ο­ντας μ’ αυ­τό τον τρό­πο την υ­γεί­α του ά­ντρα ή της γυ­ναί­κας, στους ο­ποί­ους α­νή­καν τα ί­χνη των πο­διών.
Στους νό­τιους Σλά­βους έ­να κο­ρί­τσι παίρ­νει χώ­μα απ’ τα ση­μά­δια που ά­φη­σαν τα ί­χνη τους τα βή­μα­τα του α­γα­πη­μέ­νου της, γε­μί­ζει με το χώ­μα αυ­τό μια γλά­στρα και φυ­τεύ­ει μέ­σα έ­να λου­λού­δι, που πι­στεύ­ουν ό­τι εί­ναι α­μά­ρα­ντο. «Ό­πως αν­θί­ζει αυ­τό το χρυ­σα­φέ­νιο λου­λού­δι, σύμ­βο­λο α­θα­να­σί­ας, έ­τσι και η α­γά­πη των νέ­ων αν­θρώ­πων ο­λο­έ­να με­γα­λώ­νει και διαρ­κεί για πά­ντα».
Δει­σι­δαι­μο­νί­ες αυ­τού του εί­δους υ­πήρ­χαν και στην Αρ­χαί­α Ελ­λά­δα, γρά­φει ο Φρέ­ι­ζερ. Έ­λε­γαν π.χ., ό­τι το ά­λο­γο που βα­δί­ζει πά­νω στ’ α­χνά­ρια ε­νός λύ­κου πα­θαί­νει α­γκύ­λω­ση α­μέ­σως (Αι­λια­νός, Πε­ρί ζώ­ων ι­διό­τη­τος). Στο ση­μεί­ο αυ­τό α­να­φέ­ρει και το πυ­θα­γό­ρειο πα­ράγ­γελ­μα που α­πα­γο­ρεύ­ει το τρύ­πη­μα των ι­χνών α­πό πα­τή­μα­τα αν­θρώ­πων.
Πιο πέ­ρα ο Φρέ­ι­ζερ ση­μειώ­νει ε­πί λέ­ξει: «Αν και τα ί­χνη των πο­διών εί­ναι πιο ο­ρα­τά, δεν α­πο­τε­λούν ε­ντού­τοις και τα μό­να που α­φή­νει το σώ­μα κι ε­πι­τρέ­πουν στη μα­γεί­α να α­σκή­σει τη δρά­ση της πά­νω σ’ έ­να ά­το­μο». Οι ι­θα­γε­νείς της νο­τιο­α­να­το­λι­κής Αυ­στρα­λί­ας πι­στεύ­ουν α­κό­μα ό­τι μπο­ρούν να πλη­γώ­σουν κά­ποιον χώ­νο­ντας κομ­μά­τια αιχ­μη­ρά α­πό γυα­λιά κ.λ.π. στην α­πο­τύ­πω­ση που ά­φη­σε έ­να ξα­πλω­μέ­νο σώ­μα. Με­ρι­κές φο­ρές χτυ­πούν μ’ έ­να μυ­τε­ρό ρα­βδί α­πό βε­λα­νι­διά το μέ­ρος ό­που έ­χει κα­θί­σει κά­ποιος, τον ο­ποί­ο θέ­λουν να τι­μω­ρή­σουν. Ι­θα­γε­νείς του Tuméo, νη­σιού της Γερ­μα­νι­κής Γου­ϊ­νέ­ας, α­πα­λεί­φουν τα ση­μά­δια α­πό το κά­θι­σμά τους στο έ­δα­φος, για­τί φο­βού­νται μή­πως κά­ποιος τους κά­νει μά­για. «Έ­τσι μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με το νό­η­μα του πυ­θα­γό­ρειου πα­ραγ­γέλ­μα­τος που συ­νι­στού­σε, ό­ταν κά­ποιος ση­κω­νό­ταν α­πό το κρε­βά­τι του, να α­πα­λεί­φει α­πό το στρώ­μα την α­πο­τύ­πω­ση του σώ­μα­τος» («ταρ­ρά­τειν α­να­στά­ντας εξ ευ­νής τα στρώ­μα­τα»). «Ο κα­νό­νας αυ­τός, σχο­λιά­ζει ο Φρέ­ι­ζερ, εί­ναι α­πλώς μια πα­λαιά προ­φύ­λα­ξη ε­να­ντί­ον της μα­γεί­ας, μέ­ρος ε­νός ο­λό­κλη­ρου κώ­δι­κα δει­σι­δαι­μο­νι­κών α­πο­φθεγ­μά­των, που οι αρ­χαί­οι α­πέ­δι­δαν στον Πυ­θα­γό­ρα, μο­λο­νό­τι αυ­τά ή­ταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οι­κεί­α στους βαρ­βά­ρους προ­γό­νους των Ελ­λή­νων πο­λύ πριν α­πό την ε­πο­χή του φι­λο­σό­φου αυ­τού». Ο ί­διος τέ­λος α­να­φέ­ρει και το άλ­λο α­πό­φθεγ­μα του Πυ­θα­γό­ρα για το σβή­σι­μο των α­πο­τυ­πω­μά­των της χύ­τρας στη στά­χτη, ση­μειώ­νο­ντας ό­τι η ί­δια συ­νή­θεια μαρ­τυ­ρεί­ται και α­πό την Κα­μπό­τζη (αν δεν το έ­κα­ναν αυ­τό, το σπί­τι κιν­δύ­νευε να πει­νά­σει α­πό έλ­λει­ψη τρο­φής, κατ’ ε­πί­δρα­ση βέ­βαια της συ­μπα­θη­τι­κής μα­γεί­ας).
Ό­ταν, συ­ζη­τώ­ντας με τον Γιώρ­γο Κα­ρα­μπε­λιά, του α­νέ­φε­ρα την α­μέ­σως πιο πά­νω πε­ρί­πτω­ση ταύ­τι­σης μιας δο­ξα­σί­ας και συ­νή­θειας, μαρ­τυ­ρού­με­νης α­πό τον Πυ­θα­γό­ρα και α­πό την Κα­μπό­τζη, μου α­πά­ντη­σε πως αυ­τό δεν θα δυ­σα­ρε­στού­σε τους ι­διό­τυ­πους ελ­λη­νο­κε­ντρι­κούς νε­ο­πα­γα­νι­στές, κ.λπ., α­φού θα μπο­ρού­σαν να πι­στεύ­ουν πως έ­χουν έ­τσι έ­να α­κό­μα ε­πι­χεί­ρη­μα για τη διά­δο­ση και διά­χυ­ση του αρ­χαί­ου ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού πα­ντού – και βέ­βαια στην Ά­πω Α­σί­α. Τι γί­νε­ται ό­μως με τους Μα­ο­ρί της Ν.Ζη­λαν­δί­ας, τη Β.Α­με­ρι­κή, τη Ν. Γου­ϊ­νέ­α, την Αυ­στρα­λί­α; Και ε­κεί η ί­δια διά­χυ­ση;
 Η μό­νη λο­γι­κή πα­ρα­δο­χή εί­ναι, ό­τι πο­λι­τι­σμι­κά στοι­χεί­α ό­πως τα πα­ρα­πά­νω έ­χουν κοι­νή κα­τα­γω­γή, που εί­ναι η ί­δια κα­ταρ­χήν σκέ­ψη και ο ί­διος ψυ­χι­σμός ό­λων των αν­θρώ­πων (οι Vico και Herder μι­λού­σαν ανθρωπολογικότερα α­πό τον 18ο αιώ­να για την «κοι­νή φύ­ση των λα­ών»). «Δι­κό μας» θα ή­ταν ό,τι υ­πάρ­χει πέ­ρα, ε­πι­πλέ­ον αυ­τών των α­πό κοι­νού κλη­ρο­νο­μη­μέ­νων, π.χ. η α­να­ση­μα­σιο­δό­τη­ση των πυ­θα­γό­ρειων ρή­σε­ων α­πό τον Κλή­με­ντα Α­λε­ξαν­δρέ­α. Α­σφα­λώς αυ­τό το ε­πι­πλέ­ον, το πέ­ρα α­πό το κοι­νώς κλη­ρο­δο­τη­μέ­νο, το πρω­το­γε­νές, μπο­ρεί να εί­ναι και κά­τι πο­λύ ση­μα­ντι­κό. Α­ξί­ζει να δώ­σω έ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα. Τον Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη του Αι­σχύ­λου.

 Στο μύ­θο συ­νυ­πάρ­χουν δυο πο­λύ πα­λαιά θέ­μα­τα: της αρ­πα­γής της φω­τιάς α­φε­νός, του ρό­λου του εκ­πο­λι­τι­στή ή­ρω­α α­φε­τέ­ρου, στο ο­ποί­ο ε­ντά­χθη­κε και το πρώ­το, ως μια α­κό­μα ευερ­γε­σί­α που αυ­τός πρό­σφε­ρε στους αν­θρώ­πους. Έ­τσι, εί­ναι γνω­στός ο μύ­θος σε κα­τοί­κους της Κε­ντρι­κής και Νό­τιας Α­με­ρι­κής. Στα νη­σιά της Κα­ρα­ϊ­βι­κής θά­λασ­σας έ­χει κα­τα­γρα­φεί μια δι­ή­γη­ση, ό­τι ο αρ­χη­γός της φυ­λής Baira έ­κλε­ψε τη φω­τιά α­πό το μαύ­ρο αρ­πα­κτι­κό που­λί Urubu α­φού το ξε­γέ­λα­σε, κι ύ­στε­ρα την έ­φε­ρε στους αν­θρώ­πους το­πο­θε­τώ­ντας την στο κα­βού­κι με­γά­λης χε­λώ­νας, μέ­σω ε­νός πο­τα­μού. Πο­λύ συ­χνά αρ­πά­ζει ο ή­ρω­ας τη φω­τιά με­τα­μορ­φω­μέ­νος ο ί­διος σε που­λί ή πε­τά­ει με την βο­ή­θεια ε­νός που­λιού στον άλ­λο κό­σμο, ό­πως δι­η­γού­νται οι Πα­πού­α της Ν. Γου­ϊ­νέ­ας. Στους μύ­θους των Πυγ­μαί­ων, στο ΒΑ Κον­γκό, κλέ­βουν οι άν­θρω­ποι τη φω­τιά α­πό τον Orbu Oro, πα­τέ­ρα της με­γά­λης θε­άς Tore. Στους Σου­δα­νέ­ζους Ντον­γκόν υ­πάρ­χουν πολ­λοί μύ­θοι που συν­δέ­ουν την προ­έ­λευ­ση και την αρ­πα­γή της φω­τιάς με σι­δε­ρά­δες, χαλ­κιά­δες. Σ’ έ­ναν απ’ αυ­τούς, κά­ποιος βο­σκός αρ­πά­ζει απ’ το βα­σί­λειο των πνευ­μά­των χαλ­κιά­δες και μα­ζί μ’ αυ­τούς το κα­μί­νι και τα σύ­νερ­γά τους.

 Α­ξί­ζει ι­διαί­τε­ρα να προ­σθέ­σου­με, ό­τι στον Καύ­κα­σο υ­πάρ­χει ο ε­ντυ­πω­σια­κά ό­μοιος με τον Προ­μη­θέ­α ή­ρω­ας Amiran (Γε­ωρ­γί­α), Abriskil (Α­μπχα­ζί­α) κ.α. Ο γί­γα­ντας Α­μι­ράν αρ­πά­ζει το φως α­πό τον ου­ρα­νό, φυ­λα­κί­ζε­ται σε μια σπη­λιά και δέ­νε­ται με χο­ντρές α­λυ­σί­δες με το έ­δα­φος «για το λό­γο μό­νο, ό­τι ευερ­γέ­τη­σε τους αν­θρώ­πους φέρ­νο­ντάς τους τη φω­τιά». Α­κρι­βώς για τον «φι­λάν­θρω­πον τρό­πον» του υ­φί­στα­ται την ί­δια σχε­δόν τι­μω­ρί­α και ο Προ­μη­θέ­ας. Συ­ζη­τούν αν ο κα­τά βά­ση ί­διος αυ­τός μύ­θος ήλ­θε α­πό ε­κεί στην Ελ­λά­δα ή α­ντί­στρο­φα. Για την πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση μνη­μο­νεύ­ε­ται κι έ­να έ­θι­μο στους λα­ούς του Καυ­κά­σου, που κρά­τη­σε ως τον ει­κο­στό αιώ­να, συν­δε­δε­μέ­νο προ­φα­νώς με την αρ­χαί­α λα­τρεί­α της φω­τιάς. Οι Ιν­γκού­τσι θε­ω­ρού­σαν με­γά­λη α­μαρ­τί­α να πά­ρει κά­ποιος και το πα­ρα­μι­κρό καρ­βου­νά­κι ή φω­τιά, ή και στά­χτη α­κό­μα απ’ την ε­στί­α, την η­μέ­ρα που γιόρ­τα­ζε ο θε­ός της βρο­ντής Σέ­λι (για την «α­μαρ­τί­αν» της αρ­πα­γής τη φω­τιάς κα­τη­γο­ρεί­ται ο Προ­μη­θέ­ας). Πα­ρό­μοια έ­θι­μα, που συν­δέον­ταν με τη φύ­λα­ξη της φω­τιάς, υ­πήρ­χαν στη Γε­ωρ­γί­α, την Οσ­σε­τί­α και άλ­λους λα­ούς του Καυ­κά­σου. Θε­ω­ρεί­ται λοι­πόν πι­θα­νή η με­τα­φο­ρά του μύ­θου α­πό τον Καύ­κα­σο στην Ελ­λά­δα, αν και πα­ρα­δό­σεις ελ­λη­νι­κές, σχε­τι­κές με την αρ­πα­γή της φω­τιάς, υ­πήρ­χαν και άλ­λες. Ο θρη­σκειο­λό­γος Salomοn Reinach μί­λη­σε γι’ αυ­τές [(Ε.Μ., 4 (1999)], στή­λες 1087-1093). Το ε­ρώ­τη­μα ε­ντού­τοις εί­ναι, αν πράγ­μα­τι προ­έ­χει μια τέ­τοια συ­ζή­τη­ση (ό­ταν μά­λι­στα ο ί­διος στην ου­σί­α μύ­θος μαρ­τυ­ρεί­ται α­πό τό­σο, α­νε­ξάρ­τη­τα με­τα­ξύ τους, αρ­χι­κά μέ­ρη), ώ­στε να περ­νά­ει σε δεύ­τε­ρο πλά­νο το ου­σια­στι­κό γε­γο­νός της με­τά­πλα­σης και α­να­δη­μιουρ­γί­ας του κοι­νού, πα­ναν­θρώ­πι­νου μύ­θου στο μο­να­δι­κό α­ρι­στούρ­γη­μα του Αι­σχύ­λου. Που εί­ναι και το μό­νο «δι­κό μας». Το πριν α­πό τον αι­σχυ­λι­κό Προ­μη­θέ­α δεν εί­ναι δι­κό μας, που ο­πωσ­δή­πο­τε ε­μείς το δώ­σα­με, το δια­δώ­σα­με και σε ό­λους τους άλ­λους: εί­ναι και ό­λων των άλ­λων, ό­πως η πα­λιά ε­θνο­λο­γί­α προ­πά­ντων το εί­χε α­πο­δεί­ξει (δυο πα­ρα­δείγ­μα­τα πα­ρέ­θε­σα πιο πά­νω), ε­πι­νο­ώ­ντας κιό­λας μιαν ελ­λη­νι­κή λέ­ξη για να εκ­φρά­σει το φαι­νό­με­νο: polygenesis. Έ­χω υ­πο­στη­ρί­ξει και άλ­λο­τε ό­τι ο σο­βι­νι­σμός και ο ρα­τσι­σμός προ­κύ­πτει, ό­ταν για ο­ρι­σμέ­νους κά­θε φο­ρά λό­γους το δευ­τε­ρο­γε­νές, α­ντί­θε­τα προς την α­ντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ε­κλαμ­βά­νε­ται και ως πρω­το­γε­νές αλ­λά και μο­νο­γε­νές, α­πο­κλει­στι­κή «δω­ρε­ά» της ι­στο­ρί­ας σε ο­ρι­σμέ­νους ε­κλε­κτούς και πε­ριού­σιους λα­ούς. Ε­ντού­τοις την ε­θνι­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα των λα­ών συ­νι­στά η κά­τω α­πό ο­ρι­σμέ­νες συν­θή­κες πε­ραι­τέ­ρω δια­μόρ­φω­ση μιας προ­ϋ­πάρ­χου­σας διε­θνι­κής, κοι­νής πο­λι­τι­σμι­κής προί­κας (Παι­δα­γω­γι­κά της Λα­ο­γρα­φί­ας, Ιωλ­κός, 2001).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ