από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000
Μας ρήμαξε ο Καντακουζηνός Μας ρήμαξε ο κυρ ‘ Γιάννης
Κ. Καβάφης
Σε αυτό το σύντομο σημείωμα θα ήθε λα να αναφερθώ στα δύο τελευταία βιβλία της Μάρως Δούκα, το “Σκούφο από Πορφύρα” και την «Ουράνια μηχανική». Πρόκειται για δύο βιβλία που από πρώτη άποψη κινούνται στα δύο άκρα του μυθιστορηματικού φάσματος, το πρώτο, στο “ιστορικό μυθιστόρημα” και το δεύτερο στη σύγχρονη Ελλάδα. Ωστόσο, παρ’ όλο που τα χωρίζει μια τεράστια ιστορική απόσταση, οκτώ αιώνες, και μια θεματολογία ολωσδιόλου (;) διαφορετική, πιστεύω πως διαπνέονται από την ίδια, στο βάθος της, αντίληψη, για τα “ανθρώπινα” και προπαντός για την πραγματικότητα του νεώτερου ελληνισμού/Ισως η συγγραφέας -ηθελημένα ή αθέλητα- επιθυμούσε να συνεχίσει το ιστορικό μυθιστόρημα από την αυγή του νέου ελληνισμού, την εποχή των Κομνηνών, έως την σημερινή μας πραγματικότητα, την οποία αναλαμβάνει να “ιστορήσει”. Ισως ένας μελλοντικός “κριτικός” θα μπορούσε να τα εντάξει σε μια κοινή θεματική, την θεματική της παρακμής του ελληνισμού, μέσα στην διαχρονικότητά του. Στο πρώτο βιβλίο ένας παλατιανός περιγράφει (αντί για την Άννα Κομνηνή στην “Αλεξιάδα”), τη ζωή του Αλέξιου Κομνηνού και την εποχή του. Όπως σημειώνεται (υποθέτω από την ίδια τη συγγραφέα) στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, “Άνθρωποι και γεγονότα, αποτυχίες, δάκρυα και καημοί, ελπίδες, οράματα που έσβησαν, χαρές που εξανεμίστηκαν, μικρότητες και πάθη. Το μυθιστόρημα, Ένας σκούφος από πορφύρα, φιλοδοξεί να ζωντανέψει την τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου…” Στην Ουράνια μηχανική η διάθεση είναι σαφής. Ο νεαρός “εξεγερμένος” φυλακόβιος, αποκαλύπτεται εν τέλει ένας ψοφοδεής μικροαστός, εξαρτημένος από τον μπαμπά του, και τις επαναστάσεις ή τις εξεγέρσεις τις πραγματοποιεί μόνο μέσα στα όνειρα του, στα όνειρά του κάνει έρωτα με τη μητέρα του, στα όνειρά του δραπετεύει . Ένας νεοέλληνας λογάς, που “επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί”. Εν τέλει εκείνο που μένει είναι τα λόγια του ταξιτζή, στο τέλος του βιβλίου: “Κοίτα να βολευτείς, μην είσαι κορόιδο, να βρεις καμιά δουλίτσα, κι άσε τα φούμαρα.. Να σου πω τις υποχρεώσεις σου: να μη θυμάσαι, να μη σκέφτεσαι, να μην ονειρεύεσαι. Να σου πω τα δικαιώματα σου, να καταναλώνεις, να είσαι τηλεθεατής, να είσαι αδιάφορος”. Η ουράνια μηχανική καταλήγει μια στημένη… μηχανή!
Στο Σκούφο από Πορφύρα, παρά την “αρχή του τέλους” του βυζαντινού ελληνισμού, αναδεικνύεται η συνέχεια του και παρά τις ήττες, το μεγαλείο μιας μοναχικής μάχης, όπως γράφει και η συγγραφέας στη “Σημείωση” που κλείνει το βιβλίο. ‘Όσο χωνόμουν στην εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, διαπίστωνα ότι εμείς στο τέλος της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετηρίδας, δεν διαφέρουμε και πολύ από εκείνους τους ανθρώπους που υποδέχονταν, υποσκάπτοντας αλόγιστα το παρόν τους, ολομόναχοι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, τον δωδέκατο αιώνα… Όλα αλλάζουν και το ποτάμι κυλά, και δύο φορές στο ίδιο νερό δεν θα μπορούσαμε : κοιτάξουμε το πρόσωπο μας, οι πηγές όμως παραμένουν πάντα πηγές και ο πυρήνας πυρήνας, ο άνθρωπος στην πεμπτουσία του δεν αλλάζει, και ο Έλληνας δεν είναι παρά ο Βυζαντινός κάτω από τον ίσκιο της Ακρόπολης.”
Στην Ουράνια μηχανική, ο τόνος είναι πιο απαισιόδοξος, η πλοκή μοιάζει με σαπουνόπερα ή μάλλον με επιτυχημένο σήριαλ της ελληνικής τηλεόρασης έως ότου έρθει η αποκάλυψη, όλα αυτά δεν ήταν παρά μια μηχανή! Επί τέλους η σημερινή μας παρακμή δεν σφραγίζεται από τον τιτάνιο αγώνα του Αλέξιου αλλά από τις ψευδοεικόνες των σήριαλ.
Διαβάζοντας λοιπόν την Ουράνια μηχανική, έκανα άθελά μου μια αναδρομή στο Σκούφο από πορφύρα και σε “ένα” ιστορικό μυθιστόρημα που αγκαλιάζει οκτώ αιώνες, από το μέγιστο στο ελάχιστο.
Γ. Κ.