του Κ. Χατζηαντωνίου, από το Άρδην τ. 88, Δεκέμβριος 2011-Φεβρουάριος 2012
από την βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά Συνωστισμένες στο Ζάλογγο στο βιβλιοπωλείο Ιανός στις 23/1/2012
Στις 16 Δεκεμβρίου 1803, ένα καταδιωκόμενο τμήμα γυναικοπαίδων, «απωθούμενο κατεκρημνίζετο». Η φράση θα μπορούσε να περάσει ίσως απαρατήρητη αν δεν αφορούσε κάτι πολύ σημαντικό και ισχυρότατα συμβολικό στη νεώτερη ιστορία μας. Γράφτηκε όμως για τις γυναίκες που έπεσαν από το Ζάλογγο, σε μια κορυφαία στιγμή αυτοθυσίας και υψώθηκαν σε σύμβολο της συλλογικής μας συνείδησης. Δυστυχώς, η φράση αυτή δεν είναι μια ακόμη άτυχη συγγραφική στιγμή, όπως εκείνη του «συνωστισμού» στο λιμάνι της Σμύρνης, αλλά αποκαλυπτική μιας γενικότερης ιστοριογραφικής αντίληψης, που θέτει στο στόχαστρο, τη φορά αυτή, ένα άλλο διακεκριμένο τμήμα του ελληνικού κόσμου.
Η φράση αυτή και μόνο θα καθιστούσε τον εκφραστή της επιστημονικά ανυπόληπτο, αν οι φορείς των απόψεων αυτών δεν καταλάμβαναν τις πιο στρατηγικές θέσεις των ιστορικών σπουδών σήμερα στην Ελλάδα. Γιατί όμως μπήκε το Σούλι στο στόχαστρο; Ο Γιώργος Καραμπελιάς, που με συνέπεια τα τελευταία χρόνια μελετά την περίοδο της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας, περίοδο κατά την οποία διαμορφώθηκε η εθνική μας ψυχολογία, αλλά και γεννήθηκαν οι κοινωνικοί και πολιτισμικοί όροι της σύγχρονης συλλογικής μας ύπαρξης, αναλαμβάνει να φωτίσει αυτό το ζήτημα ερευνώντας κυρίως τρία παραδειγματικά ιστορικά επεισόδια, που εκτυλίσσονται στο Σούλι, κατά τη διάρκεια της κατάληψής του από τον Αλή πασά, το 1803: το Κούγκι, το Ζάλογγο και την ανατίναξη του πύργου του Δημουλά.
Η έρευνα αυτή μοιραία θέτει το ζήτημα της ταυτότητας των Σουλιωτών που, εδώ και δύο αιώνες, συνιστούν κορυφαίο σύμβολο αντίστασης του νέου ελληνισμού και όλων εκείνων των αξιών που συνιστούν την εθνική μας ταυτότητα. Θα ήταν παράδοξο αν η σχολή του μεταμοντέρνου εθνομηδενισμού και τα μέλη της, ως καλοί πρόσκοποι της δικτατορίας της αγοράς και της νομιμοποίησης του δωσιλογισμού, δεν έθεταν ως στόχο την αποδόμηση αυτού του συμβόλου του «εθνικού αφηγήματος», όπως χαρακτηρίζουν την ιστορία μας. Διότι οι αγώνες και η θυσία των Σουλιωτών, πριν την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, καταρρίπτουν τις θέσεις που θέλουν την ελληνική εθνογένεση απλό παράγωγο του διαφωτισμού και των κρατικών μηχανισμών. Ποιοι ήταν όμως οι Σουλιώτες;
Στις αρχές του 17ου αιώνα και μετά την καταστολή της επανάστασης υπό τον επίσκοπο Διονύσιο, τον επιλεγόμενο Σκυλόσοφο, πολλοί χριστιανοί, ελληνόφωνοι κι αλβανόφωνοι, καταφεύγουν για να σωθούν σε ένα στενό οροπέδιο στα Κασσιώπεια όρη, που βρίσκονται περίπου κάτω από τον Ολύτσικα, ΝΔ. των Ιωαννίνων και ΝΑ. της Παραμυθιάς. Οι Ηπειρώτες αυτοί, που ενισχύονται συνεχώς λόγω των πιέσεων εξισλαμισμού και μιας ολοένα και πιο βίαιης φορολογικής αφαίμαξης, ιδρύουν στην κεντρική κατωφέρεια, μεταξύ δύο οροσειρών, τέσσερις οικισμούς αθέατους από τις παρακείμενες πεδιάδες του Φαναρίου (στα Δ.) και της Λάκκας (στα Α.). Οι οικισμοί αυτοί ήταν, από Ν. προς Β., ο Αβαρίκος, η Κιάφα, η Σαμονίβα και ο μεγαλύτερος όλων, το Σούλι, που έδωσε το όνομά του σε όλη την περιοχή. Για την ονομασία Σούλι έχουν δοθεί διάφορες εκδοχές με επικρατέστερες τρεις. Η άποψη του Ι. Λαμπρίδη, που αναφέρει κάποιον Αρβανίτη καπετάνιο Σούλη, η άποψη Φουρίκη, Μπενέκου και Μπαμπινιώτη, που συνδέει το Σούλι με την παρεμφερή αλβανική λέξη που σημαίνει κορμό δέντρου και κατ’ επέκταση βίγλα, άποψη που φαίνεται η ορθότερη, χωρίς να αποκλείουμε και την εκδοχή που συνδέει το Σούλι με το Σελλούς και τη Σελλαΐτιδα χώρα της αρχαίας Ηπείρου που εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή. Σημειωτέον ότι την τελευταία άποψη υποστηρίζει και ο Πουκεβίλ που ήταν ιδιαίτερα φιλικός προς το αλβανικό στοιχείο και επιφυλακτικός προς αρχαιολατρικές απλοϊκές αναφορές.
Οι Σουλιώτες είναι δίγλωσσοι, αλλά το γεγονός ότι μιλούν νότιο ελληνικό ιδίωμα (βλ. Ημερολόγιο Φώτου Τζαβέλα, 1792) ενισχύει την άποψη είτε για προϋπάρχοντα αρχαίο ελληνικό πυρήνα, ή για κάθοδό τους από τη Χιμάρα, που έχει κι αυτή νότιο ελληνικό ιδίωμα και πάντως αποκλείει την άποψη ότι έμαθαν τα ελληνικά από τους ελληνόφωνους κατοίκους των γύρω ημιορεινών και πεδινών περιοχών. Το γεγονός επίσης ότι την ελληνική γνωρίζουν και πολλοί εξισλαμισμένοι της περιοχής (π.χ. Τσάμηδες και άλλοι Τουρκαλβανοί αλληλογραφούν στα ελληνικά με τον Αλή πασά) ενισχύει την ιδέα ότι οι πληθυσμοί αυτοί γνώριζαν την ελληνική από πολύ παλιά, διότι δεν ένιωσαν προφανώς την ανάγκη να τη μάθουν όταν εξισλαμίστηκαν.
Ο Καραμπελιάς δίνει τις βασικές όψεις μιας συναρπαστικής περιπέτειας ενός λαού που δεν ανέχθηκε στιγμή τον βίο δούλου. Οι «λίθον ξηρόν αντί δούλου θάνατον ασμένως προαιρούμενοι» Σουλιώτες, αλβανόφωνοι, αλλά και ελληνόφωνοι («Γραίκοι», όπως τους έλεγαν οι γείτονές τους Τσάμηδες και Βλάχοι), ζούσαν σε μια ποιμενική-πολεμική κοινωνία, οργανωμένοι σε γένη, σε φάρες, λέξη που προέρχεται από την αρχαία φράτρα (και σημαίνει ακριβώς το ίδιο) κι όχι αναγκαστικά από την ομόηχη αλβανική λέξη που σημαίνει σπόρος, όπως θέλει η συγγραφέας του βιβλίου «Σούλι και Σουλιώτες», Β. Ψιμούλη, που επιμένει διαρκώς να ονομάζει Αλβανούς τους Αρβανίτες. Μια παρέκβαση είναι αναγκαία νομίζω στο σημείο αυτό.
Είναι εκπληκτικό πώς όλοι αυτοί οι τύποι, που δεν δέχονται την ύπαρξη εθνών πριν τον 19ο αιώνα και ελληνόφωνους ανεβάζουν, ελληνόφωνους κατεβάζουν τους Έλληνες, μιλώντας για εθνοτική καταγωγή και όχι για έθνος, όταν πρόκειται για άλλα έθνη, π.χ. το αλβανικό, χρησιμοποιούν τον εθνολογικό όρο Αλβανός. Μη νομίζετε πως πρόκειται για αβλεψία. Βάλλουν ευθέως κατά της εθνικής συγκρότησης του νέου ελληνισμού, που χωρίς την ύπαρξη της ηρωικής Αρβανιτιάς (και το λέει άνθρωπος που δεν έχει καμιά καταγωγή από Αρβανίτες) δεν θα υπήρχε. Μονάχα το πλήθος των αγωνιστών του 1821 να σκεφτεί κανείς ή τον ναύαρχο Π. Κουντουριώτη, ο οποίος, στις περίφημες ναυμαχίες του «Αβέρωφ» και της «Έλλης», έδινε εντολές στα αρβανίτικα, αρκεί για να συνειδητοποιήσει ότι οι Αρβανίτες είναι αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους.
Φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι αν καταλάβουμε τι επιδιώκουν, πως άκρα δεξιά και μια αποδομητική αριστερά ταυτίζονται στη φυλετική νοηματοδότηση του έθνους. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν πως άλλο πράγμα είναι η φυλή κι άλλο το έθνος; Άλλο η βιολογική καταγωγή και άλλο η ιστορική συνείδηση; Το έθνος είναι η είσοδος του ανθρώπου στον πνευματικό πολιτισμό, η υπέρβαση της ενστικτώδους φυλετικής ύπαρξης. Είναι αποτέλεσμα ατομικής βούλησης και όχι κληρονομικής επιβολής. Δεν είναι ιδέα αλλά εμπειρία. Η πράξη αποκαλύπτει τη συνείδηση. Και κατ’ εξοχήν πράξη που αποδεικνύει ποιος είναι Έλληνας ήταν και είναι η συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες. Όχι ποιος καταγόταν από αρχαίους Έλληνες και κάλλιστα μπορεί να εξισλαμίζεται και να γίνεται Τούρκος ή να γίνεται δωσίλογος, αλλά αυτός που διασώζει την υπέρτατη ελληνική αρετή: την πίστη στην ελευθερία ως απαράβατο όρο ζωής. «Εύδαιμον το ελεύθερον» και «ελεύθερον το εύψυχον». Αυτή είναι η γνήσια ελληνικότητα. Και σε αυτήν υπήρξαν αμετακίνητα πιστοί είτε ελληνόφωνοι είτε αλβανόφωνοι του Σουλίου. Και γι’ αυτό πρέπει να συκοφαντηθούν. Και να πώς:
Είναι γνωστό ότι οι Σουλιώτες διά των όπλων πέτυχαν να επεκταθούν στις γύρω περιοχές και να απελευθερώσουν από τους αγάδες του Μαργαριτίου και της Παραμυθιάς μια σειρά από χωριά. Φυσικό είναι, καθώς αυτή η πρώτη ελεύθερη ορεινή Ελλάδα περιλαμβάνει πια πάνω από εβδομήντα χωριά, να δημιουργηθεί ένα φορολογικό σύστημα για να αντιμετωπίζονται στοιχειωδώς οι βιοτικές και διοικητικές ανάγκες, οι αμυντικές δαπάνες εν πάση περιπτώσει, αφού μόνο οι Σουλιώτες ήταν ένοπλοι. Ο φόρος αυτός, 2.500 πιάστρα το 1788, γίνεται αυθαιρέτως από την περί ης ο λόγος συγγραφέα… μηνιαίος, ώστε να πολλαπλασιαστεί επί 12 και να εκτοξευτεί. Γιατί; Για να φανεί το καθεστώς των Σουλιωτών, που ήταν «πρότυπο εξέγερσης και ανταρσίας» και «πυρήνας εγγραφής ενός απελευθερωτικού μελλοντικού αιτήματος», ως ληστρικό καθεστώς, που πωλούσε μια άθλια προστασία στα γύρω χωριά. Δεν σας θυμίζει την κριτική που ασκούν οι δωσίλογοι και οι επίγονοί τους στους αντάρτες της εθνικής μας αντίστασης επειδή ζητούσαν κατά την Κατοχή τρόφιμα στις περιοχές που ήλεγχαν; Προφανώς θα έπρεπε όλοι να πληρώνουν μόνο στους Τούρκους φόρο, σκύβοντας μάλιστα το κεφάλι και αναφωνώντας «Σπολλάτη αγά μου που μ’ αφήνεις στον ώμο το κεφάλι μου».
Η μελέτη του Γ. Καραμπελιά, γραμμένη με όλες τις γνώριμες αρετές του δοκιμιακού λόγου του, εδράζεται σε αυστηρό επιστημονικό έλεγχο όλων των στοιχείων. Είναι οι εργασίες που έχουμε απόλυτη ανάγκη σήμερα. Ευτυχώς, γενναίος άνθρωπος όντας, ο Καραμπελιάς δεν κάμπτεται από τις ύβρεις, τις συκοφαντίες και την αμβλύνοια μιας κυρίαρχης, δυστυχώς, τάσης της μεταδιπολικής αριστεράς που δεν έχει πια καμιά σχέση με την παράδοση του Άρη και του Σαράφη αλλά ταυτίζεται με τις λογικές που ηθικά δικαιώνουν τον δοσιλογισμό. Ιχνευτής των ιστορικών πηγών του νέου ελληνισμού, ο Καραμπελιάς υπερασπίζεται την εθνική κοινότητα για ένα και μόνο κοινό λόγο: από πάθος για την αλήθεια. Η επίμονη συλλεκτική εργασία του φέρνει στο φως πολύτιμο υλικό που μια διατεταγμένη ιστοριογραφία αγνοεί ή βιάζεται να επιχωματώσει όταν το ανευρίσκει. Με κριτική οξύνοια και συνθετική ικανότητα αποσαφηνίζει το τοπίο των νεοελληνικών απαρχών.
Έχει προηγηθεί το κλασικό πλέον 1204 που δείχνει καθαρά τη διαδικασία της εθνικής μας διαμόρφωσης μέσα από τον διμέτωπο αγώνα κατά της λατινικής Δύσης και της ισλαμικής Ανατολής. Κι έχουν προηγηθεί επίσης μια σειρά μελετημάτων που πείθουν πως η γνήσια νεοελληνική ταυτότητα ήταν πάντα διαρκής σύνθεση παράδοσης και νεωτερικότητας, κάτι που δεν μπορούν ούτε σήμερα να αντιληφθούν ούτε οι δήθεν ορθόδοξοι-απολογητές της «θεόσδοτης τυραννίας του σουλτάνου» (βλ. Αθανάσιος Πάριος), που αναθεμάτιζαν τον Ρήγα Φεραίο και τους κλέφτες του Μοριά, ούτε οι ξιπασμένοι μεταπράτες ενός α-, εθνικού διαφωτισμού. Είναι πραγματικά εκπληκτικό και αποκαλυπτικό συνάμα πώς αυτές οι δύο αλληλομισούμενες σχολές, που έχουν τις ρίζες στη σκοτεινή εκείνη εποχή, συγκλίνουν σήμερα διατυπώνοντας παρεμφερή επιχειρήματα υπέρ της «ανεκτικής» τάχα οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατακεραυνώνοντας, για να θολώσουν τα νερά, τον «άθλιο» επείσακτο από τη δύση εθνικισμό, που υπονόμευσε τον… υπέροχο κοινό βίο των λαών της Βαλκανικής και των Οθωμανών κυριάρχων τους.
Ο Γ. Καραμπελιάς, εντοπίζοντας συστηματικές αποσιωπήσεις, αλλά και παραποιήσεις στοιχείων, λανθασμένες παραπομπές, διαστρεβλώσεις, αυθαίρετες ερμηνείες και παραλείψεις στη βιβλιογραφία (π.χ. του Λ. Κουτσονίκα, που έχει μια σαφή αντίληψη υπέρ του εθνικού χαρακτήρα του αγώνα των Σουλιωτών), ασκεί δριμύτατη κριτική στο απαξιωτικό για την εθνική ταυτότητα ρεύμα, που δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει την ενότητα των εθνικών και των κοινωνικών αγώνων. Η εξιδανίκευση του Αλή πασά, η χωρίς σοβαρά στοιχεία αμφισβήτηση των περιγραφών του Περραιβού, η ελαφρότητα με την οποία προσεγγίζουν ιστορικές στιγμές όπως το Ζάλογγο, δεν είναι φυσικά τυχαία.
Γίνονται για να αποκρυφτεί ότι οι Έλληνες ποτέ δεν αποδέχτηκαν την υποδούλωσή τους, ποτέ δεν έπαψαν να ξεσηκώνονται ή να σχεδιάζουν εξεγέρσεις καθ’ όλη την τουρκοκρατία κατά του Οθωμανού δυνάστη. Αφορμή γύρευαν από την επομένη της Αλώσεως να πάρουν τα όπλα, κι ας ήταν ανελέητη σφαγή η συνήθης κατάληξη των ανοργάνωτων κινημάτων, που προδίδονταν αναίσχυντα από τις δυνάμεις της Δύσης, αλλά και από τη Ρωσία για να μην έχουμε αυταπάτες. Κι όμως. Αντί να αποθαρρύνονται οι υπόδουλοι, σε κάθε ευκαιρία ξεσηκώνονταν και πάλι, συντηρώντας τη φωτιά και ακονίζοντας τη μαχητικότητα, δημιουργώντας συνεχή προβλήματα στην οθωμανική αυτοκρατορία, καλλιεργώντας το εθνικό φρόνημα και διατηρώντας ζωντανή στους Ευρωπαίους τη μνήμη του ελληνισμού, αναγκάζοντας ηγεμόνες και λόγιους να λογαριάζουν την ύπαρξη αυτού του λαού.
Η πολιτισμική καθυστέρηση φαίνεται πως δεν μετράει πια για τους απολογητές της οθωμανικής ανοχής. Πώς αυτοί οι διαφωτιστές αγάπησαν αίφνης τη λάγνα Ανατολή; Θα αγαπούσαν και τον διάβολο προκειμένου να πλήξουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Είναι γνωστό πια το εργολαβικό μένος κατά των εθνικών ταυτοτήτων που επονομάζονται «αφηγήσεις» και άρα ιδεολογήματα και η κυριαρχία αυτής της νέας παγκοσμιοποιητικής θεωρίας σε όλους τους ιδεολογικούς εκπαιδευτικούς μηχανισμούς του σύγχρονου κράτους. Αυτή η τάση ενώθηκε με ένα παλαιό ρεύμα απαξιωτικό για την εθνική ταυτότητα στους κόλπους της αριστεράς, που δεν μπορούσε να καταλάβει την εθνικοαπελευθερωτική διάσταση των ίδιων των κοινωνικών αγώνων. Η αντιπαράθεση προς την αστική ηγεσία του έθνους γίνεται γι’ αυτή την αριστερά αντιπαράθεση προς το ίδιο το έθνος. Οι δύο ανταγωνιστικές στρατηγικές που βλέπουμε σε όλα τα μεγάλα ζητήματα τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν είναι τυχαίες. Είναι η προσχώρηση μιας πλευράς της αριστεράς στο ιδεολογικό στρατόπεδο της κυρίαρχης τάξης που είναι πλέον ανοιχτά αντεθνική, με αντάλλαγμα τη στελέχωση των κρατικών μηχανισμών.
Απέναντι στην κατεδάφιση κάθε εθνικής αξίας ως μύθου, φιλοδοξία που ξεκινά από ένα μίσος προς την ίδια την εθνική ταυτότητα, ένα μίσος προς το εγώ που μόνο ψυχίατροι θα μπορούσαν να εξηγήσουν, ο Καραμπελιάς είναι από τους ελάχιστους που με την κριτική του οξύνοια συνέλαβε την αυτονομία του εθνικού ζητήματος χωρίς βέβαια να παραθεωρεί τις κοινωνικές αντιθέσεις. Διέβλεψε το σχέδιο να αποδομηθεί κάθε στοιχείο που μαρτυρεί για την αντιστασιακή υπόσταση του νέου ελληνισμού. Έτσι οι Σουλιώτες, μια από τις πλέον ισχυρές καταγωγικές αφηγήσεις του νεώτερου ελληνισμού, δεν υπάρχουν ή είναι ληστές όπως και οι κλέφτες του Μοριά ή οι αρματολοί της Ρούμελης ενώ οι καπετάνιοι των νησιών είναι κουρσάροι. Ο Αλή πασάς, αντίθετα, εκθειάζεται, παρά τη ληστρική και κτηνώδη πολιτεία του.
Οι λαθροχειρίες βέβαια δεν σταματούν εδώ. Στο μόνο ψυχαναλυτικά ερμηνευόμενο πάθος της κατά του Φώτου Τζαβέλα, η συγγραφέας Ψιμούλη μεταχρονολογεί επιστολές και κάνει πως δεν βλέπει την υπογραφή του, για να στηρίξει τη θεωρία πως όλοι είχαν τη φωλιά τους λερωμένη και συνεπώς καμιά εθνική συνείδηση δεν είχαν αλλά μόνο από ατομικά και οικογενειακά πάθη εμφορούνταν. Θα φτάσει έτσι να ισχυριστεί ότι ο Τζαβέλας έβαλε φωτιά στο Κούγκι, όπως υποστήριζε ένας γλοιώδης στιχοπλόκος της αυλής του Αλή πασά ή πως ο Περραιβός, που κάθε άλλο παρά συμπαθούσε τον Σαμουήλ, είναι ο δημιουργός του μύθου του. Κι ας υπάρχουν τέσσερις μαρτυρίες περιηγητών πριν τον Περραιβό: του Πουκεβίλ, του Μπαρτόλντυ, του Χόμπχαουζ και του Χόλλαντ! Αυτή είναι η άνεση κι η επιστημονική επάρκεια της σχολής της εθνικής αποδόμησης, σχολής και καθηγητών που επιβλέπουν τέτοιες διατριβές. Ο Τζαβέλας έβαλε φωτιά στο Κούγκι για να ανατινάξει τον Σαμουήλ, όπως οι Έλληνες έκαψαν το 1922 τη Σμύρνη, από την οποία είχαν φύγει τρεις μέρες πριν, κ.ο.κ.
Είναι προφανές ότι, προγραμματικά, αυτή η σχολή αμφισβητεί κάθε εξέγερση πριν την Επανάσταση του 1821, γιατί θέλουν να ταυτίσουν αυτή με τον διαφωτισμό και αυτόν με την εθνογένεση. Έτσι δεν θεωρούν εθνικά τα κινήματα πριν την Επανάσταση, όπως π.χ. τα Ορλωφικά, πολύ δε μάλλον των προηγούμενων αιώνων. Οι λόγιοι του διαφωτισμού προσέφεραν τα μέγιστα ασφαλώς στην επανάσταση, ήταν όμως μία διάσταση, μία συνιστώσα του έθνους που υπήρχε πριν τη γαλλική Επανάσταση. Η αφύπνιση δεν σημαίνει γέννηση. Αυτή την απλή διαφορά δεν την κατανοούν; Την κατανοούν. Αλλά πρέπει να αποδομήσουν κάθε εθνικό επαναστατικό στοιχείο, κάθε παράδειγμα αντίστασης. Άλλοι επειδή βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία και άλλοι επιθυμώντας -έχοντας ενοχές, επειδή οι ίδιοι προσκύνησαν- να προβάλουν την ενοχή ως δόγμα. Αφού αυτοί προσκύνησαν, όλοι οφείλουν να είναι προσκυνημένοι. Μα μπορούν να υπάρχουν γυναίκες σαν τις Σουλιώτισσες; θα αναρωτιόταν ίσως η περί ης ο λόγος αρχειοφύλαξ της αποδόμησης…
Να γιατί μπήκαν στο στόχαστρο οι Σουλιώτες. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι ιδεολογικός. Τον αναφέραμε ήδη και δεν είναι δύσκολο να καταρριφθεί. Διότι είναι προφανές ότι οι Σουλιώτες δεν εξελληνίζονται το 1821. Έχουν ήδη μακρά σειρά εθνικών αγώνων δίνοντας από τον 18ο αιώνα το παρών σε κάθε εξέγερση ή συνωμοσία. Ριψοκινδυνεύουν την αυτονομία τους και συντάσσονται με τους Ρώσους στις συγκρούσεις τους με την οθωμανική αυτοκρατορία (το 1771 και το 1789), επιζητούν τη συνεργασία με τις γαλλικές επαναστατικές δυνάμεις, το 1797 και το 1801, με την Επτάνησο Πολιτεία το 1803 (χρονιά που ο δάσκαλος του γένους Κοραής τους αποκαλεί «θερμούς της ελευθερίας προμάχους»). Γιατί άραγε το 1790, ενώ είχαν εξασφαλίσει μια εξαιρετικά συμφέρουσα ειρήνη με τον Αλή πασά, που αναγνώριζε ουσιαστικά την ηγεμονία τους στην περιοχή, πάνε με άλλους Έλληνες αντιπροσώπους στην Αγία Πετρούπολη για να ζητήσουν τη βοήθεια της αυτοκράτειρας για μια πανελλήνια εξέγερση;
Αν οι Σουλιώτες δεν είχαν εθνική συνείδηση, ήθελαν απλώς τα βουνά τους και μόνο ο τοπικισμός τούς ωθούσε, ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτούς, εκμεταλλευόμενοι τη σύγκρουση Αλή πασά-σουλτάνου το 1821, να πάρουν πίσω τη γη τους και να μην ασχοληθούν διόλου με την Επανάσταση. Το γεγονός ότι αφήνουν τη μόλις απελευθερωμένη πατρίδα τους και κατεβαίνουν στη Ρούμελη, χάνοντας τα πάντα για να πολεμήσουν ανυποχώρητα και αποφασιστικά για την ελευθερία της Ελλάδας, τι σημαίνει; Ήταν δυνατή μια τέτοια απόφαση χωρίς ρωμαλέα εθνική συνείδηση; Η ιστορία των Σουλιωτών λοιπόν δεν «υποτάχθηκε στις ανάγκες της εθνικής μυθοπλασίας» (Β. Ψιμούλη), διά της οποίας απέκτησαν «καίρια θέση στο θεμελιωτικό μύθο της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας». Τη θέση αυτή οι Σουλιώτες την απέκτησαν με το αίμα τους και με τη διαρκή τους αντίσταση. Αν υπάρχει κάποιος μύθος, είναι αυτοί που τον έπλασαν με τη βούληση, με τις θυσίες και με την Πράξη τους. Το δημοτικό τραγούδι που έκαμε το Σούλι, τον Σαμουήλ ή τη Δέσπω Μπότση σύμβολα αθάνατα, δεν είναι μυθοπλασία, αλλά έκφραση της ζωικής και ζωτικής ορμής ενός λαού. Κι οι Σουλιώτες ήταν το προζύμι αυτής της ορμής, όταν το έθνος λάβαινε συνείδηση της ύπαρξής του.
Ακούστε στο σημείο αυτό όμως μερικές φράσεις που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για το τι ήταν οι Σουλιώτες:
«Η διαυθέντευσις των Σουλιώτων κατά του της Ηπείρου τυράννου, αρκετώς θέλει τους αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς. Ω, πόσον θέλουν μείνει έκθαμβοι όταν αναγνώσουν τα κατορθώματα του μεγάλου Φώτου, εκείνου λέγω του ήρωος του Σουλίου και όλων των Σουλιωτών, των οποίων η ανδρεία, η μεγαλοψυχία και ο ζήλος περί της ελευθερίας της πατρίδος των αθανάτισαν το όνομά των… Η Ελλάς, ουχί, δεν είναι πάντως υστερημένη από μεγάλους ανθρώπους… Εν μικρόν χωρίον, το προειρημένον λέγω θαυμαστόν Σούλι, έφερεν εις φως την αλήθειαν, οπού οι υπό της δουλείας αγνοούσι, ήτοι την μεγαλειότητα των κατορθωμάτων της ελευθερίας. Οι Σουλιώτες… ανδρείοι ως ελεύθεροι, φιλόξενοι ως Έλληνες, και στρατιώται ως διαυθεντευταί της πατρίδος των. Αυτοί, λέγω, οι ήρωες, η τιμή της υποδουλωμένης Ελλάδος και βεβαία αρχή τε και πρόξενος της πλησίον ελευθερώσεως της…».
Το κείμενο αυτό, γραμμένο το 1806 και άρα με γνώση, πολύ κοντά στα γεγονότα του 1803, προέρχεται από την περίφημη Ελληνική Νομαρχία, το εμβληματικό κείμενο του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ας αφήσουν λοιπόν την καπηλεία του διαφωτισμού οι θεωρητικοί του δωσιλογισμού. Πρόγονοί τους είναι όσοι κατήγγελλαν τη Νομαρχία, τότε και τώρα. Σύντροφοί τους και κάποιοι προπαγανδιστές του Νταβούτογλου, που καλύπτουν τις ακραία αντιδραστικές τους θέσεις και τις θρηνωδίες για το τέλος της Ελλάδας, απαξιώνοντας τα ιστορικά επιτεύγματα του νέου ελληνισμού, πετώντας στις επιφυλλίδες τους μερικές κορώνες κατά του «εθνικισμού», από νοσταλγία ίσως της φεουδαρχίας, της μοναρχίας και του κληρικαλισμού. Διότι αυτά ανέτρεψε ο «εθνικισμός» τον 19ο αιώνα.
Κι εδώ ακριβώς έγκειται ο δεύτερος λόγος αυτής της επίθεσης κατά των Σουλιωτών που δεν είναι ιστορικός, αλλά πολύ πιο σκοτεινός. Είναι λόγος πολιτικός και επίκαιρος: οι Σουλιώτες βάλλονται επειδή είναι ζωντανό σύμβολο της εθνικής επαναστατικής συνείδησης, του λαϊκού αντιστασιακού πνεύματος. Οι λέξεις Κούγκι, Ζάλογγο, πύργος Δημουλά είναι σημαίνοντα στο συλλογικό υποσυνείδητο του λαού μας. Αυτό πρέπει να διαλυθεί. Αν όλα και όλοι εκφυλιστούν, κάθε αγωνιστική σκέψη θα είναι πλέον αδύνατη. Όλα θα είναι τότε πιο εύκολα γι’ αυτούς και τα αφεντικά τους. Να γιατί χαρακτηρίζεται μύθος η θυσία του Σαμουήλ στο Κούγκι και ανύπαρκτος ο χορός του Ζαλόγγου. Κάθε ηρωική σκέψη πρέπει να καταρριφθεί. Να γιατί γράφονται φράσεις του τύπου «μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές». Να γιατί γράφεται περιπαικτικά πως ο εκούσιος θάνατος στο Ζάλογγο έγινε «εν χοροίς και άσμασιν», αποκρυπτομένου και πάλι ότι ξένοι περιηγητές αναφέρουν το γεγονός πριν την έκδοση Περραιβού. Να γιατί ο ανάξιος αχθοφόρος μεγάλου ονόματος, ο Αλέξης Πολίτης φτάνει να χαρακτηρίζει μύθο το Ζάλογγο και «συμπληρωματικό ταίρι του κρυφού σχολειού. Παιδεία και ανδρεία συνιστούν τα αγκωνάρια κάθε ιδεολογήματος για την εξαιρετική ελληνική φυλή». Αποστρέφεται λοιπόν τα ιδεολογήματα ο κ. Πολίτης. Το ότι ταυτίζει Αρβανίτες και Αλβανούς ασφαλώς δεν είναι ιδεολόγημα. Είναι απλώς απόδειξη αμορφωσιάς. Και ίσως βλακείας. Συγχωρέστε μου το πάθος αλλά πώς να οριστεί αλλιώς το φτηνό χιούμορ του για τον χορό που ήταν, λέει, τέχνασμα το οποίο απευθυνόταν στην ευρωπαϊκή κουλτούρα! Λες και στην Ελλάδα δεν χόρευαν πριν γνωρίσουν την ευρωπαϊκή καλλιέργεια του κ. Πολίτη, για να μην πούμε για τις σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις που προκαλεί το τραγικό γεγονός του Ζαλόγγου στον προφανώς δυστυχή ερωτικά κ. Πολίτη που ίσως στενοχωρείται όταν μελετά αυτή την εποχή που δεν ζει στον καιρό και στο σεράι του Αλή πασά.
Κυρίες και κύριοι, η χώρα δεν καταρρέει σήμερα τυχαία. Στη θέση όλων αυτών των αποδομητών πάντως, εγώ θα ανησυχούσα πάρα πολύ. Όντας αγαπημένα παιδιά αυτού του καθεστώτος, σύντομα θα βυθιστούν μαζί του. Όσο για μας, ας δούμε ξανά το σήμερα, με οδηγό το υπόδειγμα των Σουλιωτών. Την καίρια θέση «στον θεμελιωτικό μύθο της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας», οι Σουλιώτες την απέκτησαν με το αίμα τους και με την διαρκή αντίσταση, με τις θυσίες, με τη βούλησή τους. Ελεύθερα, σαν ελεύθεροι και ανυπόταχτοι άνθρωποι που ήσαν. Οι δυστυχείς ιστορικοί της αποδόμησης σε μερικές δεκαετίες θα έχουν εξαφανιστεί. Το δημοτικό μας τραγούδι όμως θα υπάρχει για να διηγιέται «ας έρθουν πόλεμο να δουν και Σουλιωτών τουφέκια, να μάθουν Φώτου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι». Θα υπάρχει η ελληνική ποίηση, ο Κάλβος και ο Βαλαωρίτης που έκαμαν το Σούλι και τον Σαμουήλ σύμβολα αθάνατα.
Κλείνοντας, θέλω να σημειώσω ότι, στη μελέτη και στην πολιτική σκέψη του Γ. Καραμπελιά, χρωστούμε χάριτες και για ένα ακόμη λόγο, για την εξαιρετική ανάλυση των αιτίων πτώσης του Σουλίου. Ας μελετήσουμε τις αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον, τη σημασία των συμμαχιών και της εξωτερικής βοήθειας, αλλά και το νόημα της θυσίας των Σουλιωτών, την ίδια περίπου εποχή που εξοντώνονταν και οι κλέφτες του Μοριά (ένα χρόνο μετά). Οι αναλογίες είναι πολύ χρήσιμες. Οι Σουλιώτες και οι κλέφτες του Μοριά έγιναν το προζύμι για τη συνειδητοποίηση της ανάγκης να στηριχτούμε στις εθνικές μας δυνάμεις. Ό,τι έγινε στο Σούλι και στο Μοριά, αρχές του 19ου αιώνα, θα γεννήσει τη Φιλική Εταιρεία και το ’21. Το φαινόμενο θα επαναληφθεί έναν αιώνα μετά, όταν η εμπειρία της πτώχευσης και η συμφορά του 1897 θα γεννήσει το Γουδί και το ’12. Ας ευχηθούμε να συμβεί το ίδιο με την καταστροφή που ζούμε σήμερα.