του Σπύρου Κουτρούλη
Η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων συνεχίζει να τροφοδοτεί το ερευνητικό ενδιαφέρον των σύγχρονων στοχαστών, να δημιουργεί ερωτήματα και να διευρύνει τελικά τον ορίζοντά μας για τον νέο ελληνισμό.
Το νέο έργο του Μιχάλη Πάτση αποδεικνύει ότι η τέχνη των πολιτικών προσφύγων είναι ένα θέμα που δεν έχει εξαντληθεί. Ξεκινά από την περίπτωση του Αλέξη Πάρνη (πραγματικό όνομα Σωτήρης Λεωνιδάκης). Νεαρός μαχητής του Δ.Σ.Ε. γράφει τα πρώτα έργα μέσα στα όρια της κομματικής θεματολογίας, τις εμπειρίες του εμφυλίου και ό,τι ακολούθησε. Με μια σημαντική διαφορά: Ο Πάρνης υπήρξε φίλος του Ν. Ζαχαριάδη και σε μεγάλο βαθμό θ’ ακολουθήσει την πορεία των ζαχαριαδικών. Το 1957 διαγράφηκε από το κόμμα, ενώ σε μια επιστολή συγγραφέων που κυκλοφόρησε ανάμεσα στους πολιτικούς πρόσφυγες επισημαίνεται ότι «ο αδικαιολόγητα εγκωμιασμένος αλαζόνας Πάρνης έχει χάσει από καιρό την επαφή με το κόμμα και τον λαό του. Για πολλές και διαφορετικές αιτίες αποφάσισε να συνδέσει την τύχη του με την κλίκα Ζαχαριάδη. Ο Πάρνης έγινε άμεσος συνεργός στην οργανωμένη απ’ τον Ζαχαριάδη τεράστια αντισοβιετική προβοκάτσια σε μια απ’ τις οργανώσεις των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων το καλοκαίρι του 1955» (σελ. 20). Παρ’ όλα αυτά ο Πάρνης αποδέχθηκε τη διαδικασία αποσταλινοποίησης, αναγνωρίστηκε τη χρουτσωφική περίοδο, αλλά στα μεταγενέστερα έργα θ’ ακολουθήσει έναν κυρίως μοναχικό δρόμο και θα κρίνει τα κακώς κείμενα της ΕΣΣΔ. Ορθά όμως επισημαίνει ο Μ. Πάτσης ότι, «όπου υπάρχουν Έλληνες υπάρχει και διχασμός» (σελ. 27).
Ο Μ. Πάτσης τονίζει την ιδιαίτερη ερμηνεία του φαινομένου Ζαχαριάδη από τον Α. Πάρνη, αφού λαμβάνει περισσότερο εθνικά παρά κομματικά χαρακτηριστικά: «Ο “Ζαχαριάδης” για τον Πάρνη είναι ένα ελληνικό σύμβολο, ένα εθνικό σύμβολο που ανακαλεί στη σκέψη του την ανεξαρτησία και την υπόληψη της πατρίδας του και των συντρόφων του και όταν αυτός τον υπερασπίζεται, υπερασπίζεται περισσότερο αυτά τα πατριωτικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπό του».
Το έργο του Α. Πάρνη «Νησί της Αφροδίτης» είναι εμπνευσμένο από τον ενωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ και ειδικότερα από τον Μ. Καραολή. Θα έχει μεγάλη απήχηση πρώτα στην ΕΣΣΔ κι έπειτα στην Ελλάδα και την Κύπρο. Παρά το γεγονός αυτό, είναι εντυπωσιακό ότι ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ, ο Ε. Παπαϊωάννου, τον αντιμετώπισε με ψυχρότητα έως εχθρότητα, λόγω της ζαχαριαδικής του τοποθέτησης. Τελικά ο Πάρνης θα εγκαταλείψει την ΕΣΣΔ, θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1962, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης Καραμανλή, όπου θα έχει τη βοήθεια για να επιβιώσει από τον Δ. Ψαθά, την Ε. Βλάχου και άλλους. Σε συνέντευξή του στη Μ. Ρεζάν τονίζει: «Ο συγγραφέας χρειάζεται και πατρίδα και δική του γλώσσα… Ούτε λενινιστής, ούτε σταλινιστής, ούτε τροτσκιστής υπήρξα. Ελληνιστής ήμουν όσο έζησα έξω και οι Ρώσοι αγαπούν φανατικά την πατρίδα τους, σεβάστηκαν πάντα το πάθος που έτρεφα για τη δική μου». Η αριστερά θα εξακολουθήσει να είναι εχθρική προς το έργο του, θα προσπαθήσει να το εξοβελίσει, για να κάνει τον Πάρνη να μιλήσει για «ελληνικό γκουλάγκ». Παρ’ όλα αυτά για το έργο του θα γράψουν οι Γ. Χατζίνης, Σ. Αρτεμάκης, Π. Φλώρος, Π. Μαγκριτζ και Γ. Σαββίδης.
Ο Μ. Πάτσης τελικά συμπεραίνει ότι το έργο του Α. Πάρνη δεν ανήκει αποκλειστικά στην αριστερά, αλλά σε όλο τον ελληνικό λαό (σελ. 100), ενώ με την παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση κατανόησε «πως χωρίς την πατρίδα δεν έχει στέγη σαν συγγραφέας και σαν άνθρωπος» (σελ. 102). Βεβαίως εντοπίζει και επικρίνει το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού: «Μια κοινωνία που οι διωκτικοί μηχανισμοί εξουσιάζουν, που η σκέψη των ανθρώπων ταυτίζεται με το κράτος και τους διωκτικούς του μηχανισμούς, που την πληρώνουν οι εθνικές μειονότητες, Εβραίοι, Έλληνες και άλλοι, που οι πολιτικά διαφορετικοί εξοντώνονται, είναι μια κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει ελπίδα».
Ο Μ. Πάτσης θα διευρύνει την ερευνητική του προσέγγιση στο έργο του Πάστερνακ και στους Σοβιετικούς αντιφρονούντες (δίκη Α. Σινιάφσκι και Γ. Ντανιέλ) και πώς αντιμετωπίστηκαν από την ελληνική διανόηση (η διαμάχη Μ. Θεοδωράκη, Δ. Ψαθά, Σ. Κωνσταντόπουλου).
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος είναι ένας άλλος συγγραφέας πολιτικός πρόσφυγας που γνώριζε πολύ καλά τη ρωσική γλώσσα, ώστε η τρίτομη Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας να μας προσφέρει έγκυρο και σημαντικό πρωτογενές υλικό, ενώ ο ίδιος πίστευε στις δυνατότητες ανανέωσης της σοβιετικής κοινωνίας. Ο Μ. Πάτσης ασχολείται εμβριθώς με το έργο του και ξεχωρίζει ιδιαίτερα το «Σκηνές από το βίο του Μάξιμου Γραικού».
Το έργο της Άλκης Ζέη συμπληρώνει την ερευνητική προσπάθεια του Μ. Πάτση. Τα βιβλία της έχουν αναλυθεί περισσότερο από άλλων κι έγιναν περισσότερο αποδεκτά, ίσως γιατί ο λόγος της είναι λιγότερο δηκτικός.
Το βιβλίο του Μ. Πάτση είναι αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής ερευνητικής προσπάθειας και μιας έντιμης συνείδησης. Ορθά καταλήγει: «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους συγγραφείς αυτούς (πολιτικούς πρόσφυγες) ως μέρος μιας ενιαίας ελληνικής συνείδησης, η οποία με τα διάφορα πεδία της βρίσκεται σε διαρκή διάλογο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτοί οι συγγραφείς εκφράζουν τον “ίδιο ελληνικό εαυτό”, που εκφράζουν και οι άλλοι συγγραφείς της κυρίως Ελλάδας, αφού στο έργο τους προάγονται τα ίδια ελληνικά σχήματα, νοηματικά, γνωστικά ή ψυχολογικά» (σελ. 394).
Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.
Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων
Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube