του Γιάννη Βουλτσίδη, από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013
Ο Καραγκιόζης προϋπήρξε φυσικά, αλλά το ίδιο «φυσικά» αντάμωσε το ρεμπέτικο. Γιατί ποιος ήταν ο Καραγκιόζης, ποιος ήταν ο Καραγκιοζοπαίχτης του; Ανέμελος δερβίσης ο πρώτος, παρόλη τη φτώχεια του ή ίσως χάρη σε αυτή, παρακατιανός για το σύστημα ο άλλος, σε μια ζωή με ταξίδια. Και ξύδια. Και όπως λέει και ο Καββαδίας, τρεις είναι οι καταραμένες δουλειές: του ναυτικού και του καραγκιοζοπαίχτη, που πατάνε σανίδι, και της πουτάνας που… πηδ***αι στο σανίδι. Ζωές στη γωνία, αλλά με εμπειρία πολύπαθη, μετουσιωμένη πολλές φορές σε υπέροχες ιστορίες και τραγούδια.
Ένα πράγμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε: Στο ρεμπέτικο δεν υπάρχει η έννοια (ή η ανία) του κοινού. Στο ρεμπέτικο υπάρχει η μικρή περιθωριακή κοινότητα με τα δικά της τυπικά και ουσιαστικά μέρη. Στον τεκέ υπήρχε η ιεραρχία του παλιού, η σχέση του μάστορα – μαθητευόμενου, στην ουσία μια σχέση μεταφοράς και όχι εξουσιαστική. Είναι ο τρόπος του καπετάνιου του παλιού, έξω από τη Σχολή. Που γινόταν καπετάνιος σιγά σιγά, εξελισσόμενος από τζόβενο.
Επίσης, και στον Καραγκιόζη –τον αυθεντικό Καραγκιόζη, «όπου κι αν τον βρεις»– χάρη στο στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, της άμεσης αναφοράς σ’ αυτόν που στέκεται απέναντι από τον μπερντέ και τον καραγκιοζοπαίχτη, δημιουργείται κατάσταση και όχι παράσταση. Δρώμενο και όχι θεώμενο. «Παρακαλώ πελάτες μου, περάστε έξω». Ο τεκές είναι δερβίσικος: «Ή μόνος, ή με καλούς φίλους δίπλα / ο δικός μου ο τζουράς δεν θέλει πίστα». «Έναν κήπο έφτιαξα για τα πουλιά / μ’ έμαθαν να τραγουδώ». Αυτές οι περιεκτικότατες ρίμες –και πολύ σεμνά το λέω– εκφράζουν αποδοτικά την κατάσταση.
Ξαναπιάνουμε το νήμα από την αρχή. Μάγκες υπήρχαν και στον Καραγκιόζη που παιζότανε πριν στην Τουρκία και ακόμα πιο παλιά στην Αίγυπτο (απ’ όπου ο Καραγκιόζης πήγε στην Τουρκία). Οι μάγκες στην Πόλη ή στις πόλεις –βλέπε Σμύρνη, Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια, Αδριανούπολη κ.λ.π – «εκτρέφονταν» μες το περιβάλλον συνήθως των μάγκικων ισναφίων – βλέπε χασαπάκια, νυχτοφύλακες, πυροσβεστάδες, χαμαλικά, ψαρούδια κ.λπ. Οι μάγκες, φυσικά, τότε και τώρα, δεν είναι ένας κόσμος «φλατ», αλλά είναι μπερντές πλούσιων αποχρώσεων. Υπήρχε ο πραγματικός μάγκας, πρώτος στην ιεραρχία, και τέτοιος θεωρούνταν μόνο ο εξηγημένος και χουβαρντάς άνδρας. Από πίσω τρέχανε οι μίμοι, τα παπαγαλάκια και η εντελώς καρικατούρα του μάγκα (στα όρια πολλές φορές του ψευτόμαγκα), ο κουτσαβάκης.
Στον Καραγκιόζη, ο Σταύρος είναι κουτσάβης και ο Νώντας είναι ο μαθητευόμενός του. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι συριανής καταγωγής: είναι το πρώτο μεγάλο εμπορικό λιμάνι του νεοελληνικού κράτους. Κι όπου λιμάνι, πέρα από τον καϋμό, κι αυτός που δημιουργεί τον καϋμό, ο μάγκας! Τη φιγούρα του Σταύρακα τη συνέθεσε στις αρχές του 20ού αιώνα ο Πειραιώτης καραγκιοζοπαίχτης Μώρος, που γνώριζε τη ζωή του λιμανιού όσο λίγοι. Και αυτός είναι ένας λόγος που έπιασε η φιγούρα, πέρα από το ότι η ίδια η φιγούρα ανταποκρινόταν σε κάτι που υπήρχε διαδεδομένα στον ζωντανό κόσμο. Οι λαϊκές τάξεις των μεγαλουπόλεων, τότε, ήταν άγρια περιφρονημένες, παρεξηγημένες και παραπεταμένες – και πότε δεν είναι; Το επίσημο σύστημα μηρύκαζε και μηρυκάζει τα εισαγόμενα από τη Δύση κι έμεινε η μοίρα σ’ αυτούς τους χαμάληδες, τους αγράμματους, με τις πέντε κολοβές μνήμες και ποικίλες προίκες που είχε ο καθένας τους από την καταγωγή του, να συνθέσουν την αθάνατη εποποιία των ξυπόλυτων: τον ρεμπέτικο κώδικα και τραγούδι. Διότι το ρεμπέτικο ήταν πρωτίστως τρόπος ζωής και το τραγούδι ήταν το επακόλουθο.
Αυτό το μασούρι τράβηξε βαριά ως το ’50 περίπου. Μετά (και πολύ πριν, βέβαια) κατάντησε το τραγούδι της χαρτούρας. Το μπουζούκι, από παρεξηγημένο, έγινε τάχα μου «εξηγημένο». Φόρεσαν γραβάτες στους διακινητές του είδους, τους ανέβασαν πάνω στο πάλκο, τους ξέκοψαν από το περιβάλλον τους (άρχισε να λευκαίνει η επιδερμίδα από την καλοπέραση) και κατήντησαν να διασκεδάζουν, όχι τους περιφρονημένους τεκετζήδες πλέον, αλλά τους καλοζωισμένους μαυραγορίτες ή εργολάβους της αντιπαροχής που ακολούθησε.
Το ελληνικό όνειρο, κατά το πρότυπο του αμερικανικού, όλο και ανέβαινε και, στο τέλος, στόμωσε κάθε πραγματική διάθεση για έμπνευση. Τραβήχτηκε το χώμα κάτω από τα πόδια του ρεμπέτη, η μικρή και περιφρονημένη κοινότητα (αλλά τόσο γόνιμη για ουσιαστική έμπνευση και απαραίτητη). Άλλαξε η ζωή, άλλαξε και ο στίχος, άλλαξε και ο ήχος. Ήρθαν οι Αραπίνες μαύρες ξεκωλιάρες! Ήρθαν οι Μανουάλες, οι Τσιγγουάλες και οι Ωνάσηδες! Οι μεταλλαγμένοι Ζορμπάδες και οι Ποτέ την Κυριακή. Η αναβάθμιση! Φτάσαμε στην εποχή μας να νομίζουμε ότι οι Νταλάρηδες τραγουδάνε ρεμπέτικο…
Μα τί είναι το ρεμπέτικο; Φρουτοσαλάτα που μας σερβίρεται και την τρώμε; Δεν έχει κανένα κόστος, κόστος πραγματικό, πραγματική αγωνία; Κι όχι να εισπράττεις στο φινάλε μόνο την άγχωση του ειδώλου αν περνάει στην πλατεία… Ο Ζαμπέτας, στον φίλο μου τον Φώντα τον μπουζουκτσή, που δούλευαν τότε στην παραλιακή, όταν έκλεινε το μαγαζί και πήγαιναν να φουμάρουν κανά τσιγαράκι στο κύμα, του έλεγε: «Μουσικοί είμαστε εμείς; Σκατά – κλόουν για τους καραγκιόζηδες γίναμε, μας βαράνε το νταϊρέ τα πορτοφόλια και εμείς σηκώνουμε τα μπουζούκια πάνω σαν αρκούδες». Αυτά μου έλεγε ο Φώντας, πως ο Ζαμπέτας στο τέλος υπέφερε από κατάθλιψη, αλλά επειδή είχε αντοχές από παλιά, ήξερε να την κρύβει στην καλύτερη τοποθεσία για αυτή τη δουλειά: μες στο πείραγμα και το γέλιο!
Τι κλαίει μες το γέλιο
ο Αίσωπος ρωτούσε.
Κανείς δεν τον ρωτούσε
στο τι θα εννοούσε!
Μπήκατε… αλάνια; Αλάαα!!!