του π. Γ. Μεταλληνού, από το Άρδην τ. 48-49, Αύγουστος 2004
[…] Τό ρωμαίικο μιλλέτι (έθνότητα), μέ τό νά άφεθεί σε αυτόνομη πορεία καί ά-νάπτυξη, βρήκε την πολιτική πραγμά-τωσή του στό θεσμό τής κοινότητας. Ή κοινοτική οργάνωση εξασφάλισε υποτυπώδη πολιτική ζωή, που αποδείχθηκε στήν πράξη ή συνέχεια τοΰ Γένους στόν κοινωνικό χώρο. Τό σπουδαιότερο όμως, επέτρεψε τή συσσωμάτιοση, συναδέλφωση καί αλληλοβοήθεια όλων τών κοινωνικών στρωμάτων, μέ θαυμαστά αποτελέσματα.
Οί ‘Οθωμανοί, ίσως καί λόγω κάποιας δικής τους διοικητικής άνεπάρκειας, άναγνώρισαν, ώς άνεξάρτητο νομικό πρόσωπο, τόν κοινοτικό θεσμό τών Ρωμηών. Βέβαια, καί στά πλαίσια όργάνωσης τής οθωμανικής διοίκησης βλέπουμε στά χωριά καί στίς πόλεις προκρίτους, πού,μαζί μέ τους υπαλλήλους τής κεντρικής εξουσίας, κατένεμαν τους φόρους καί ρύθμιζαν τίς τοπικές υποθέσεις. Ό θεσμός αυτός συνιστοϋσε πραγματική κοινοτική καί περιφερειακή διοίκηση. Κάθε έλεΰθερο χωριό, πού δέν ανήκε δηλαδή σέ κάποιο τσιφλίκι, είχε τήν τοπική του αυτοδιοίκηση μέ προκρίτους όμοπίστους. Στήν περίπτωση μεγάλου καί μικτού πληθυσμού σχηματίζονταν έπιμέρους κοινότητες, αυτοδιοικούμενες.
Τό ζήτημα τής προέλευσης τοΰ θεσμού τής κοινότητας αποτελεί, γι’ αυτό, σπουδαίο ιστορικό πρόβλημα. Οί αναζητούμενες λύσεις προσανατολίζονται συνήθως στήν έλληνική αρχαιότητα, στή βυζαντινή οργάνωση ή στίς νέες συνθήκες τής τουρκοκρατίας. Πιθανότερο φαίνεται, ότι τό κοινοτικό σύστημα, πού λειτούργησε στή βυζαντινή περίοδο, διατηρήθηκε καί αναπτύχθηκε στή δουλεία, μέσα στά ευρύτερα τώρα πλαίσια τής ‘Οθωμανικής κοινοτικής διάρθρωσης, πού ίσως όμως οφειλόταν σέ βυζαντινή επίδραση. Γιατί δέν μπορεί νά αμφισβητηθεί, ότι ό κοινοτισμός είναι ό τρόπος κοινωνικής παρουσίας τοΰ Γένους, ώς συνέπεια τής ‘Ορθοδοξίας του.
Τό γενικό πλαίσιο τής κοινοτικής οργάνωσης τό διέσωζε ή ‘Εκκλησία μέ όλη τή δομή καί τή ζωή της. Τά θεμέλια τοΰ κοινοτισμοΰ στήν ‘Ορθοδοξία δέν είναι ορθολογικά καί οικονομικά, αλλά πνευματικά. Τό πνεϋμα τής ‘Ορθοδοξίας είναι φιλάδελφο καί φιλάνθρωπο. Ή δομή τής ορθόδοξης κοινωνίας είναι γι’ αυτό κοινοτική-κοινοβιακή. Κατά τόν Γάλλο ιστορικό Luis Brehier, από τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες, διαμορφώθηκε στόν ελληνικό κόσμο μιά νέα κοινοτική μορφή, μέ τή σύνθεση τών αρχαίων ελληνικών κοινών καί τών πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων (=ένοριών). Τόν 4ο αι., ό Μέγας Βασίλειος οργάνωσε τό μοναστήρι κοινοβιακά καί από τότε τό κοινόβιο θά μείνει ή αυθεντική έκφραση τοΰ ορθοδόξου μοναχισμού. Στήν παράδοση τής ‘Ορθοδοξίας, ή ‘Ενορία δέν υπήρξε ποτέ χώρος μόνο θρησκευτικών, άλλά καί κοινωνικών συνάξεων, χώρος επίλυσης τών προβλημάτων τής ‘Ενορίας ώς σώματος. Ή ‘Ενορία έμεινε στή Ρωμηο-σύνη τό κέντρο όλης τής ζωής, άφοΰ ταυτιζόταν οριακά καί μέ τό βιωτικό χώρο, τό χωριό. Τό κοινοτικό κοινωνικό σχήμα δέν έπαυσε νά υπάρχει, παρ’ όλες τίς περιπέτειες τοΰ Γένους, στήν ενοριακή σύναξη καί τό μοναστικό κοινόβιο. Τό Γένος είχε, συνεπώς, πάντα ζωντανό τό κοινοτικό πρότυπο στή διαχρονική πορεία του μέσω τής ‘Εκκλησίας.
“Αλλα καί ή ευρύτερη οργάνωση τής ‘Ορθοδοξίας ώς Οικουμένης πρόσφερε πρωτογενές πρότυπο διοικητικής αποκέντρωσης. Ή έλευθερία καί αύτονομία τών τοπικών έπισκοπών, μέ τή σύνοδο ώς πανενωτική δύναμη, αποτελούσα· «μοντέλο» γιά τό κοινοτικό σύστημα κα τή διοικητική άποκέντρωση. Στίς εκκλησιαστικές συνόδους -έκφραση τής ‘Ορθόδοξης δημοκρατικότητας-αναβίωσαν οί συνεδριάσεις τής άρχαίας εκκλησίας τοΰ δήμου» καί σώθηκε ή κοινωνική κα πολιτική έκφραση τής έλληνικότητας.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι ό κοινοτικός θεσμός άναπτύχθηκε μόνο στό ορθόδοξο περιβάλλον καί όχι σέ περιοχές, όπου ηταν φανερή ή επίδραση τοΰ δυτικοΰ φεουδαρχικού συστήματος. Στη Μύκονο λ.χ., μέχρι τό 1537, πού κράτούσε ή Φραγκοκρατία, δέν υπήρξε κοινοτική οργάνωση, άλλά μόνο άπό τό 1667 πού ό κλήρος τοΰ νησιού άπαλλάχθηκε άπό τά φιλοδυτικά στοιχεία καί όρθοδοξοποιήθηκε. Είναι εξάλλου γεγονός ότι στίς ένετοκρατούμενες περιοχές (Επτάνησα), τή θέση τών κοινοτήτων-ενοριών, μέ επίδραση τής μητροπόλεις πήραν οί θρησκευτικές άδελφότητες (Scuole), πού άναπλήρωσαν κατά κάποιο τρόπο τήν ένοριακή-κοινοτική σωμάτωση τών τουρκοκρατούμενων περιοών τοΰ Γένους καί ανέπτυξαν σημαντική κοινωνική δράση.
Κάθε ορθόδοξος ναός γινόταν κέντρο κοινοτικής ζωής, γιατί χρησίμευε ώς χώρος σύναξης τής κοινότητας, πού ταυτιζόταν έτσι οριακά, άλλά καί λειτουργικά, μέ τήν ένορία. Στήν ‘Ορθοδοξία, ή διάσταση άνάμεσα στή θρησκευτική και τήν κοινωνική (πολιτική) σφαίρα είναι άδιανόητη. Ή ζωή άντιμετωπίζεται ένιαϊα ώςμία ενότητα καί ολότητα. Ή ισορροπία αύτή θά διαταραχθεί μέ τήν επικράτηση τοΰ πνεύματος αυτονόμησης καί έκκοσμίκευσης τοΰ κοινοτικοΰ-κοινωνικον χώρου, πού θά εμφανιστεί στό τέλος της τουρκοκρατίας ώς καθαρά δυτική επίδραση. Ένώ όμως στήν ‘Ορθοδοξία ή διακονία τοϋ άνθρωπου είναι ενιαία (ώς προς τίς εξουσίες), δεν συγχέονται ποτέ ή θρησκευτική μέ τήν πολιτική σφαίρα. Γι αυτό δέ θεσμοποιήθηκε ποτέ στη Ρωμηοσΰνη τό φαινόμενο της κληρικοκρατίας. Κάθε περιοχή της ζωής έχει τους δικούς της «διακόνους» ή φορείς εξουσίας καί γίνεται διάκριση άνάμεσα στόν κλήρο (θρησκευτική διακονία) καί τους άρχοντες (πολιτική διακονία). Έπιχειρώντας μιά προέκταση αυτής τής θέσεως, θά λέγαμε ότι κληρικοί (= διάκονοι τής θρησκευτικής σφαίρας) καί υπουργοί ^διάκονοι τής πολιτικής σφαίρας) συναντώνται καί εφάπτονται στίς λειτουργίες τους, ώς διάκονοι τοϋ ‘ίδιου Λαοϋ, τοϋ ‘ίδιου Σώματος.
Ή οργάνωση τών κοινοτήτων παρουσίαζε διαφορές καί ιδιοτυπίες κατά περιοχές, οφειλόμενες σέ διάφορους λόγους (τοπικές συνθήκες). Σέ πωλητήριο μητροπολιτικό έγγραφο τοϋ 1502 (Θεσσαλονίκη) υπογράφουν οί κληρικοί καί οί «άρχοντες τής πολιτείας», δηλαδή τά στελέχη τής κοινοτικής οργάνωσης. “Ολα τά πρόσωπα, κληρικοί καί λαϊκοί, ήταν 12. Σ’ άλλες όμως περιπτώσεις (λ.χ. Κυκλάδες), ό άριθμός ήταν μικρότερος. Είναι φανερή δηλαδή ή συνύπαρξη τών δυό διακονιών.
“Οσοι διοικοϋσαν πολιτικά τήν κοινότητα ονομάζονταν επίτροποι, άρχοντες, δημογέροντες, γέροντες, πρόκριτοι, πρωτόγεροι, προεστοί, προεστώτες, ή κοτζαμπάσηδες (κατά τήν τουρκική ορολογία). ‘Εκλέγονταν δημοκρατικά άπό όλους τους κατοίκους γιά ένα έ’τος, μέ δυνατότητα επανεκλογής. Δικαίωμα νά εκλέγουν είχαν όλοι οί κάτοικοι, άνεξάρτητα από τήν κοινωνική τους θέση. Σέ νησιωτικές όμως κοινότητες (“Υδρα καί Σπέτσες), ή έκλογή γινόταν άπό τους πλοιοκτήτες ή πλοιάρχους. Άλλ’ αυτό ήταν εξαίρεση, πού επικράτησε γιά τοπικούς λόγους. Ή άπόκλιση αύτή άπό τή ρωμαίικη παράδοση πρέπει να άποδοθεΐ σέ δυτικές (άστικές) επιδράσεις. Οί εκλεγόμενοι άνήκαν κατά κανόνα στούς ευπορότερους καί εγγράμματους, πού μή έχονταςάνάγκη νά άσκοϋν κάποιο επάγγελμα βιοποριστικό, είχαν τόν καιρό νά άσχολοϋνται μέ τό έργο τής διοίκησης άλλά, καί λόγω τής παιδείας τους, μπορούσαν ν’ άνταποκριθοϋν στήν άποστολή τους. Καί είναι γεγονός ότι υπερβάσεις δικαιοδοσίας σημειώνονταν συχνά, έκ μέρους τών Προκρίτων, όπως καί αδικίες, ώστε νά μή λείπει ή ένταση στίς σχέσεις τους μέ τό λαό. Οί Πρόκριτοι όμως, επειδή παρεμβάλλονταν άνάμεσα στούς Έλληνες καί τίς τουρκικές άρχές, πέρα άπό τίς ευθύνες, άντιμετώπιζαν καί συχνούς κινδύνους. Γι’ αύτό ό Πατροκοσμάς ζητούσε άπό τούς άκροατές τοϋ κηρύγματος του νά προσεύχονται γιά τούς προεστούς, συμπληρώνοντας: «”Ο,τι χρεία τύχη τής χώρας, τούς προεστούς γυρεύουν καί σεις κοιμάσθε ξέγνοιαστοι».
Οί άρμοδιότητες τών Προκρίτων κάλυπταν όλο τό φάσμα τοϋ δημόσιου καί ιδιωτικού βίου. Οί σχέσεις τής κοινότητάς μέ τούς Τούρκους, ή κατανομή τών φόρων καί ή εΐσπραξή τους (διανεμητικό σύστημα), ζητήματα σχετιζόμενα μέ τή λειτουργία τών σχολείων, ή άπονομή δικαιοσύνης, ζητήματα άγορανομικά καί υγειονομικά, έπιλύονταν άπό τούς κοινοτικούς άρχοντες. Άλλά καί τών κληρικών ή συμμετοχή στήν κοινοτική ζωή δέν περιοριζόταν μόνο σέ πνευματικά καθήκοντα. ‘Επεκτεινόταν καί σ’ άλλες άρμοδιότητες, σέ θέματα άστικοϋ δικαίου.
Ό Κλήρος είχε μέσα στήν κοινότητα δικαστική δικαιοδοσία. Δίκαζε τίς υποθέσεις γάμου, διαθηκών κλπ. Γιά τίς άλλες διαφορές τους, οί διάδικοι προσέφευ-γαν στούς Έλληνες διαιτητές (άρμπί-τρους). Καθαρά άστικές καί ποινικές υποθέσεις εκδικάζονταν άπό τούς κριτές τής κοινότητας καί μόνο γιά τά σοβαρότερα ποινικά άδικήματα υπεύθυνος ήταν ό Τούρκος καδής. Οί Έλληνες όμως άπέφευγαν τά οθωμανικά δικαστήρια, διότι δέν παρείχαν εγγύηση γιά δικαιο-κρισία.
Στήν κοινότητα συνεχίστηκε ή ορθόδοξη διάκριση τών διακονιών, πνευματικής καί πολιτικής, όπως είπαμε παραπάνω. Στό Βυζάντιο γινόταν λόγος γιά συναλληλία (συνεργασία) πολιτικής καί εκκλησιαστικής διακονίας. Αύτό τό πνεϋμα επικράτησε, κατά κανόνα, καί στή μετά-βυζαντινή κοινότητα. Ό κλήρος άναλάμβανε τήν πνευματική διακονία τοϋ λαοϋ, οί πρόκριτοι τήν πολιτική. Ακόμη καί σήμερα στό ελληνικό χωριό, πού ή ενορία διατηρεί τή λειτουργικότητά της, δίπλα στόν Πρόεδρο καί τό κοινοτικό συμβούλιο (τήν κοινοτική-πολιτική άρχή) είναι καί ό παπάς (ή πνευματική-θρησκευτική άρχή). Μέχρι τό τέλος τής τουρκοκρατίας, οί κληρικοί ήταν οί πυρήνες τής κοινοτικής ‘Οργάνωσης καί σέ πολλές περιπτώσεις οί σπουδαιότεροι. Ή Εκκλησία μέ τό κήρυγμά της ενίσχυσε τόν κοινοτικό θεσμό, διότι τόν έβλεπε ώς θεμελιακό παράγοντα γιά τήν ομαλή πορεία τοϋ Γένους. Σύμφιο-να μέ μιά πληροφορία λ.χ. τοϋ Προβλεπτή τής Λευκάδας, πού είχε πάρει άπό τόν κατάσκοπο τοϋ Πατροκοσμά, άρχοντα Μαμμωνα, ό “Αγιος προέτρεπε τούς κατοίκους τής Πρέβεζας νά μήν έκκλησιάζονται στίς ενορίες εκείνες πού δέν είχαν ενσωματωθεί σέ άδελφότητα.
Στίς κοινότητες επιβίωσε τό φιλάνθρωπο πνεϋμα καί ή συναδέλφωση τών ραγιάδων. Σ’ αυτές γινόταν κατά κάποιο τρόπο «ισότιμη κατανομή τής πενίας» (Ν. Σβορώνος) πού έκφραζόταν μέ τή δίκαιη κατανομή τών οικονομικών βαρών. Ή καταπίεση άλλωστε τοϋ κατακτητή ήταν ή εξωτερική πρόκληση γιά τήν ενίσχυση τοϋ κοινοτικού πνεύματος.
Ή κοινότητα όμως άποτέλεσε παράλληλα «ένα πεδίο μοναδικό γιά τήν πολιτική έκφραση τής κοινωνικής δυναμικής» καί γιά τήν «πολιτική άνάπτυξη τών ελληνικών πληθυσμών» . Ή σημασία τοϋ κοινοτικού θεσμοϋ καί τής άποκέντρι» σης φάνηκε όταν ό ρόλος του άποδυνα-μώθηκε στά πλαίσια τοϋ συγκεντρωτικού Ελληνικού Κράτους. Ένας άπό τούς έγκυρότερους εκτιμητές τής έλληνι-κής παράδοσης, ό “Ιων Δραγούμης (1878-1920), θά κατηγορήσει άνοικτά τό μετεπαναστατικό έλληνικό κράτος, γιατί κατάργησε τήν τοπική αυτοδιοίκηση, τίς κοινότητες πού ειναιό «τύπος» τοϋ έλληνικοϋ τρόπου υπάρξεως […]