Γράφει ὁ Χρίστος Δάλκος
Ὁ Robert Beekes, στὸ πολύτιμο Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς (Etymological Dictionary of Greek), σ. λ. φάτνη, ἀφοῦ ἀναφερθῇ σὲ ἐναλλακτικοὺς τύπους τῆς λέξης ὅπως πάθνη, πάθμη, καὶ ἀπορρίψῃ τὴν παραγωγή της ἀπὸ πρωτοϊνδοευρωπαϊκὴ ρίζα *bhendh– (= δένω), καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ λέξη εἶναι κατὰ πᾶσαν πιθανότητα «προελληνική».
Ὅπως καὶ σὲ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις, οἱ σχετικὲς νεοελληνικὲς μαρτυρίες ἀγνοοῦνται ἐπιδεικτικά, καὶ ἀξιοποιοῦνται μόνο στὴν περίπτωση τοῦ ἑλληνιστικοῦ πάθνη, ποὺ συμβαίνει νὰ ἐπιβιώνῃ σὲ ὡρισμένες ἑλληνικὲς περιοχὲς μέχρι σήμερα. Κανένας προβληματισμὸς καὶ καμμία ἀναφορὰ στὸ πάγκοινο παχνί (καὶ πεχνίν, παγνί, παθνί, παθνίν, παθενί, παθενίν, πανθενίν, παθινί, πατινί, πανθί, πανθίν, πανθινίν, παθιμίν, παρθενί), οὔτε βέβαια καὶ στὰ πάγνη, πάχνη, ἀπάχνη, πάχνα, πάθνη, πάθινη, παθενή, παθινή, παρθενή, μπαθινή, πατινή, φάκνα.
Ἐν τούτοις τὰ παγνί, παχνί, πάγνη, πάχνη, φάκνα προσανατολίζουν τὴν σκέψη πρὸς ἐτυμολογικὲς κατευθύνσεις πόρρω ἀπέχουσες ἀπὸ τὶς ἐξεζητημένες συσχετίσεις μὲ ρίζες ποὺ δηλώνουν τὸ «δένειν», καὶ μᾶς προσγειώνουν στὸ ἔδαφος μιᾶς περισσότερο ἁπτῆς πραγματικότητας, αὐτῆς τοῦ φαγητοῦ, τῆς τροφῆς τῶν ζώων καὶ τοῦ χώρου ἢ σκεύους ὅπου ἡ τροφὴ τοποθετεῖται.
Στὴν ἴδια ἁπτὴ πραγματικότητα παραπέμπει καὶ ἡ ν.ἑ. λέξη φάγνα (= παχνί || φαγητό || ἄχυρο || φαγούρα || στάβλος κ.λπ.) ποὺ συνδέει τὴν «φάτνη» μὲ τὸ θέμα φαγ- τοῦ ἀορίστου «ἔφαγον». Τὴν ἐτυμολογικὴ σύνδεση φαγητοῦ καὶ φάτνης ἐπισημαίνει πρὶν ἀπὸ ὀχτὼ αἰῶνες καὶ ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος παρατηρεῖ: «ἔτι δὲ ἐκ τοῦ φαγεῖν καὶ ἡ φάτνη, τροπῇ τοῦ γ εἰς τ, ἣν ἀντιστοιχία ἰδιωτικὴ πάθνην καλεῖ.» Ὀδ. 2.103.7-8.
Δὲν πρόκειται βεβαίως γιὰ ἀπ᾿ εὐθείας τροπὴ τοῦ γ σὲ τ, ἀλλὰ γιὰ ἕνα εἶδος σταδιακῆς φωνητικῆς διολίσθησης –γ- > -χ- > -θ- > -τ-, κατὰ τὸ σχῆμα *φάγνη > πάχνη > πάθνη > *πάτνη / φάτνη. Ὅτι οἱ φωνητικὲς ἐναλλαγὲς φ/π καὶ τ/θ/χ ἔχουν λάβει χώραν στὸ παρελθὸν δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῇ (ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθῇ καὶ ἡ σχέση τῶν παχνί / φάτνη).
Ἐκεῖνο ποὺ ἀμφισβητεῖται εἶναι ἂν νομιμοποιούμαστε νὰ ξεκινοῦμε ἀπὸ ἕναν φαινομενικῶς νεώτερο τύπο (: τὸ «νεο»ελληνικὸ φάγνα) γιὰ νὰ ἐτυμολογήσουμε ἕναν τύπο τῆς ἀρχαίας (: φάτνη), καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Ἐπ᾿ αὐτοῦ, ὁ Εὐστάθιοςπροφανῶς δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση, ὅπως δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση καὶ ὁ Κοραῆς, ὁ ὁποῖος πρὶν διακόσια χρόνια σημείωνε: «Ὅσον καὶ ἂν ἐβαρβαρώθη, αὐτὴ [: ἡ «γραικική» / «νεο»ελληνικὴ γλῶσσα] διασώζει πολλὰς λέξεις ἑλληνικάς, καὶ πολλὰς σημασίας λέξεων, τὰς ὁποίας ματαίως ἤθελέ τις ζητήσειν εἰς τὰ λεξικά, πολλὰ παράγωγα τῶν ὁποίων εἰς τοὺς [ἀρχαίους] συγγραφεῖς δὲν εὑρίσκονται παρὰ τὰ πρωτότυπα, καὶ πρωτότυπα, τῶν ὁποίων εἰς αὐτοὺς δὲν σώζονται παρὰ τὰ παράγωγα …».
Ἕνα τέτοιο πρωτότυπο εἶναι νομίζω ἡ λέξη «φάγνα», καὶ ἡ σημασιολογική της ταύτιση μὲ τὴν πάθνην / φάτνην ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τύπους ὅπως φάγια (= τροφὴ τῶν ζώων, τάισμα), φαγιστέρα (= φάτνη ζώων), φαγνιάζω / παχνιάζω (= βάζω τροφὴ στὰ ζῶα), φαγνίζω (= τρώω κάποιον καρπὸ γιὰ πρώτη φορά), παγνισμένος / παχνιασμένος (= ταϊσμένος, καλοπερασμένος) κ.λπ.[1]
Ἡ χαρακτηριστικὴ τῆς λεγόμενης «προελληνικῆς» φωνητικὴ ποικιλία
Βεβαίως ἡ ἐναλλαγὴ φ/π, τ/θ στὰ φάτνη / πάθνη θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς καρπὸς ἀντιμετάθεσης δασύτητας, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ τὸ ἴδιο μὲ τὸ χ τῶν πάχνη, παχνὶ ἢ τὸ γ τῶν πάγνη, παγνί, παγνιάζω (= βάζω στὸ παχνὶ τροφὴ γιὰ τὰ ζῶα), πόσῳ μᾶλλον τῶν φάγνα, φαγνιάζω, ἂν ἡ συσχέτιση ἀποδειχθῇ σωστή. Ἡ φωνητικὴ αὐτὴ ποικιλία ἀνακαλεῖ τὴν παρόμοια φωνητικὴ ποικιλία τῆς λεγόμενης «προελληνικῆς», ἤτοι τῆς ὁμιλούμενης πρὸ τοῦ 2.000 π.Χ. σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο γλώσσας, γιὰ τὴν ὁποία ὁ E. Furnée (Die wichtigsten konsonantischen Erscheinungen des Vorgriechischen / Τὰ κυριώτερα συμφωνικὰ φαινόμενα τῆς προελληνικῆς, σ. 84) ἔγραψε πρὶν περίπου πενήντα χρόνια:
«ἐναλλάσσονται στὴν προελληνικὴ […] τὸ γ καὶ τὸ κ (περίπου πενήντα περιπτώσεις), τὸ β καὶ τὸ π (σχεδὸν τὸ ἴδιο συχνά), λιγώτερο συχνὰ τὸ δ καὶ τὸ τ […] γιὰ μιὰ ἐναλλαγὴ κ~χ, π~φ, τ~θ, μποροῦν νὰ παρατεθοῦν πολλὰ παραδείγματα. Τί ἀκριβῶς κρύβεται λοιπὸν πίσω ἀπ᾿ αὐτά; Ὣς καὶ τὸ γ ἐναλλάσσεται μὲ τὸ χ (ἂν καὶ σπάνια), πολὺ συχνότερα (γιατί;) τὸ β καὶ τὸ φ, μερικὲς φορὲς ἐπίσης τὸ δ καὶ τὸ θ· σὲ ὡρισμένες περιπτώσεις καὶ τὰ τρία εἴδη φθόγγων μεταξύ τους!».
Ἡ «παράδοξη» λοιπὸν αὐτὴ ποικιλία, ποὺ ἐμφανίζεται ἀκόμα πιὸ εὐρεῖα καὶ ἐντυπωσιακὴ στὰ ν.ἑ. φάκνα, φάγνα, παγνί, παχνί, παθνί, πατινί, φάτνη (κ/γ/χ/θ/τ) φαίνεται νὰ εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ τῆς «νέας» ἑλληνικῆς,[2] πρᾶγμα ποὺ ὑποβάλλει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ περιφρονημένη ἀπὸ ξένους καὶ δικοὺς γλῶσσα μας μᾶς ταξιδεύει σὲ ἀπίστευτα χρονικὰ βάθη, καί –τὸ κυριώτερο- εἶναι σὲ θέση νὰ βοηθήσῃ στὴν ἐτυμολόγηση δυσετυμολόγητων λέξεων ποὺ κακῶς ἀποδίδονται σὲ ἐξωελληνικὴ πηγή.
Δὲν ξέρω ἂν συνειδητοποιοῦμε τί τεράστια γλωσσική, ἐκπαιδευτική, πολιτισμικὴ κ.λπ. ἀνατροπὴ συνιστοῦν ἐτυμολογήσεις ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑλληνικοῦ φάτνη ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ φάγνα: αὐτὸ σημαίνει κατ᾿ ἀρχὰς ὅτι οἱ φωνητικὲς μεταβολὲς στὸ ἐσωτερικὸ τῆς πρωτοελληνικῆς (οἱ κακῶς ἀποδιδόμενες στὸ «προελληνικὸν» φάντασμα) δὲν ἀκολούθησαν τὸ μηχανιστικὸ σχῆμα τῶν αὐστηρῶν νόμων στοὺς ὁποίους ὀμνύει νευτώνεια πίστη ἡ κρατοῦσα, δῆθεν ἐπιστημονική, ἱστορικοσυγκριτικὴ γλωσσολογία· ὅτι ἑπομένως οἱ γλῶσσες, σὲ πρωτογενῆ στάδια ἐξέλιξής τους, χαρακτηρίζονταν ἀπὸ μιὰ ρευστότητα ποὺ σήμερα ἔχει ἐν πολλοῖς ἐκλίπει· ἐπὶ πλέον ὅτι ἡ ἐνδοσυγκριτική / ἀντιπαραβολικὴ ἐξέταση νέας – ἀρχαίας ἑλληνικῆς εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς ἀναγάγῃ σὲ ἀπίστευτα ἱστορικὰ βάθη, ποὺ ἐξικνοῦνται στὰ πρῶτα ψελλίσματα ὄχι μόνο ἢ ἁπλῶς τοῦ ἑλληνικοῦ γένους ἀλλὰ τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς γλωσσικῆς ὁμοεθνίας.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατί δικαιοῦνται σύγχρονοι ἰνδοευρωπαϊστές, προκειμένου π.χ. περὶ τοῦ φάτνη, νὰ προκρίνουν συσχετίσεις μὲ τύπους ὅπως τὸ κελτικὸ benna (= δίτροχη ἅμαξα μὲ πλεκτὸ καλάθι) -ὁπότε, λέει, φάτνη σήμαινε ἀρχικὰ «καλάθι πλεγμένο μὲ κλάδους λυγαριᾶς»-, καὶ δὲν δικαιούμαστε ἐμεῖς, στὴν γλῶσσα τῶν ὁποίων διασώζεται πανσπερμία τύπων τῆς συγκεκριμένης λέξης, νὰ προβοῦμε σὲ συσχετίσεις ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα κι ὄχι ἀπὸ ἐξεζητημένα παιχνίδια τοῦ μυαλοῦ.
Κι ἂν ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρουν κάποιους πεπλανημένους συμπολίτες μας, οἱ ὁποῖοι ξεπουλᾶνε ἐπιπόλαια τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς γλώσσας μας ἀντὶ πινακίου (ἀγγλικῆς) φακῆς, δὲν θὰ κουραστῶ νὰ ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἡ σοβαρὴ καὶ εἰς βάθος μελέτη τῆς γλώσσας μας καὶ τῆς ἀχανοῦς γραμματείας ποὺ μᾶς ἐπιδαψίλευσαν οἱ χιλιετίες μπορεῖ ὑπὸ προϋποθέσεις νὰ ἀποτελέσῃ τὸ ὄχημα γιὰ μιὰ νέα, οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, πολιτισμικὴ ἐξόρμηση τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ἡ βασικώτερη ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις εἶναι ἡ διαμόρφωση ἀπὸ τὴν ἐκπαίδευσή μας μιᾶς γενιᾶς νέων ἀνθρώπων ποὺ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ κινοῦνται μὲ ἄνεση καὶ στοὺς δύο χώρους, τόσο τῆς νέας ὅσο καὶ τῆς ἀρχαίας ἢ μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ πολιτισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται ἐπειγόντως ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, εὐάριθμων ἔστω, κλασικῶν Γυμνασίων – Λυκείων ὑψηλῶν ἀπαιτήσεων καὶ προδιαγραφῶν, ἱκανῶν νὰ ἀξιοποιήσουν τὰ συγκριτικὰ πολιτισμικά μας πλεονεκτήματα καὶ νὰ μᾶς φέρουν στὴν πρωτοπορία τῶν κλασικῶν σπουδῶν, στὴν Εὐρώπη καὶ παγκοσμίως.
Ὅσο γιὰ τὴν μορφοποίηση ἑνὸς νέου γλωσσικοῦ / πολιτισμικοῦ «παραδείγματος», βάσει τοῦ ὁποίου τὰ πρῶτα σπέρματα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἀνάγονται σὲ μιὰ ἐποχὴ πολὺ πρὸ τοῦ 2.000 π.Χ., ἐδῶ εἴμαστε μὲ τὴν «ἐνδοσυγκριτική» μας πρόταση, πρόθυμοι νὰ συμμετάσχουμε σὲ μιὰ συζήτηση, ποὺ πρέπει κάποτε ἐπὶ τέλους νὰ ἀνοίξῃ.
[1] Ὅσοι διερωτῶνται πῶς συμβαίνει καὶ ἡ νέα ἑλληνικὴ ἐμφανίζεται νὰ μνημειώνῃ τοὺς κατὰ τὴν γνώμη μας πρωτογενεῖς τύπους φάγνα, πάχνη, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἀρχαῖος τύπος φάτνη μαρτυρεῖται μόνο στὴν Βιθυνία, ἀξίζει νὰ προβληματισθοῦν γιὰ ἕνα ἐξ ἴσου «παράδοξο» φαινόμενο, τὴν καθολικὴ σήμερα χρήση τοῦ βουνός, ὁμηρ. γουνὸς ἀντὶ τοῦ σπάνιου ὄρος, καὶ μάλιστα μὲ τὴν «προελληνικὴ» θεωρούμενη ἐναλλαγὴ β/γ (βουνός / γουνός) νὰ κάνῃ τὴν ἐμφάνισή της σὲ κατὰ τόπους ἰδιώματα καὶ διαλέκτους, π.χ. βουνάρι / γουνάρι(ν) | βουναρούιν / γουναρούιν | βουνί / γουνί, κ.λπ. Εἶναι ἑπομένως προφανὲς ὅτι ἡ γλῶσσα μας συντηρεῖ, καὶ μάλιστα ζωηρότατα, πολλὰ στοιχεῖα ἑνὸς ὑπόγειου, ἡμιλανθάνοντος, πρωτοελληνικοῦ γλωσσικοῦ / πολιτισμικοῦ ὑποστρώματος.
[2] Δὲν ὑποστηρίζω ἐδῶ κάτι διαφορετικὸ ἀπ᾿ ὅσα ἐπισημαίνει ὁ πατριάρχης τῆς Μυκηναϊκῆς Φιλολογίας στὸν τόπο μας Ἰ. Προμπονᾶς, στὸ ἄρθρο του «Φωνητικά φαινόμενα της “προελληνικής” στη νέα ελληνική;», Εὐεργεσίη, Τόμος χαριστήριος στον Παναγιώτη Ι. Κοντό, τ. Α΄, σ. 153-167, Αθήνα 2006: «Επομένως, στην περίπτωση της εναλλαγής α-ε κοντά στα υγρά και έρρινα έχουμε να κάμουμε με μια τάση που χαρακτηρίζει την ενιαία ελληνική γλώσσα από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα. Η εναλλαγή α-ε δεν είναι χαρακτηριστικό της καλουμένης “Προελληνικής”. Η καλουμένη “Προελληνική” ως προς το φαινόμενο αυτό ταυτίζεται με την Ελληνική».
1 ΣΧΟΛΙΟ
Οι δυτικοί λόγιοι της Αναγέννησης, προκειμένου να αποσυδέσουν τον αρχαίο ελληνισμό από το Βυζάντιο και τον νεώτερο ελληνισμό σκαρφίστηκαν την “ερασμική προφορά” της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η οποία μέχρι σήμερα είναι η μόνη αποδεκτή στον ακαδημαϊκό χώρο στο εξωτερικό.
Αν την ακούσετε θα καταλάβετε ότι μόνο ένας που τρέφει θανάσιμο μίσος για τον σύγχρονο ελληνισμό θα σκαρφιζόταν μια τόσο αυθαίρετη και κακόηχη προφορά επιλέγοντας να αγνοήσει το πώς μιλάει ένα ολόκληρο έθνος με όλες τις ποικίλες διαλέκτους του που τότε μάλιστα επεκτεινόταν σε μεγάλο μέρος της ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, φτάνοντας μέχρι την Αίγυπτο.
Εμείς ακόμα το τρώμε αυτό και δεν σταθήκαμε ικανοί να τους βάλουμε στη θέση τους και να τους υποχρεώσουμε να αποδεκτούν την πραγματικότητα. Είναι το αντίστοιχο της θεωρίας του Φαλμεράυερ.