Από το Άρδην τ.90, Ιούνιος-Αύγουστος 2012
Το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας (12-19 Ιουλίου) έκλεισε φέτος τα 18 του χρόνια και παρά την κρίση συνεχίζει ακμαίο, αν και ψαλιδισμένο. Τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου που το επισκεπτόμαστε, είχαμε την τύχη να δούμε μερικές από τις πιο πρωτότυπες και δημιουργικές ομάδες και καλλιτέχνες στην ακμή τους και να εκτιμήσουμε δεόντως την ευρύτερη περιοχή της μεσσηνιακής πρωτεύουσας. Εκείνο που εντυπωσιάζει όμως περισσότερο από όλα είναι η σταθερή –αυξανόμενη!– παρουσία του κόσμου στο Φεστιβάλ και η απαράμιλλη ποιότητα των παραστάσεων που επιλέγονται να το πλαισιώσουν. Η ακούραστη καλλιτεχνική διευθύντρια, κ. Μαραγκοπούλου, και οι συνεργάτες της έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν φανατικούς οπαδούς της διοργάνωσης, ντόπιους αλλά και Αθηναίους.
Το φετινό πρόγραμμα άνοιξε ο παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ, Γάλλος Φιλίπ Ντεκουφλέ και η ομάδα του Κομπανί Ντε-Σε-Α. Το «Πανόραμα» ήταν μια κριτική ματιά του δημιουργού πάνω σε κομμάτια από παλιές χορογραφίες, που προέρχονται από τα 30 χρόνια (!) πορείας του στον χορό, την παντομίμα, το τσίρκο, τα κόμικς, τον κινηματογράφο και τις πλαστικές τέχνες, συνδεδεμένα με τρόπο που θύμιζε πότε μπουρλέσκ και πότε θέατρο του δρόμου ή τσίρκο. Οι επτά χορευτές του εξώθησαν την εκφραστικότητα στα απόλυτα όριά της καταγοητεύοντας το κοινό που κατέκλυσε το Θέατρο του Κάστρου το βράδυ της Παρασκευής 13 Ιουλίου. Θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να ξεχωρίσει το εξαιρετικό όσο και αστείο ιπτάμενο ντουέτο, τον εκπληκτικά ικανό «κονφερανσιέ» και το γλυκά παιχνιδιάρικο και σουρεαλιστικό νούμερο με τα βατραχοπέδιλα, σε μια παράσταση όπου το καλύτερο ακολουθούσε το καλό με καταιγιστικό ρυθμό για 90 ολόκληρα λεπτά!
Αγχωτική, αγωνιώδης, κλειστοφοβική, καταπιεστική, η παράσταση του πολυπράγμονα Πιερ Ριγκάλ, την επόμενη μέρα στο ΔΗΠΕΘΕ, ήταν το λιγότερο περιπετειώδης, καθώς η οροφή από το μικρό δωμάτιο στο οποίο «χόρευε» κατέβαινε βαθμιαία, περιορίζοντας τον χώρο μέχρι τελική συνθλίψεως. Ο κοστουμάτος γιάπης του προσπαθούσε να κυριαρχήσει σε αυτόν το χώρο με κινήσεις που πότε απέπνεαν απόγνωση και πανικό και πότε βρετανικό φλέγμα, ενώ ένας μικρός προβολέας παρακολουθούσε, εν είδει φωτός ανάκρισης ή Μεγάλου Αδερφού. Η υποβλητική ηλεκτρονική «μουσική» προσέθετε στο κλειστοφοβικό της παράστασης, όπως και οι κυκλικές κινήσεις ψαριού σε γυάλα και το τρέξιμο επί τόπου, που παρέπεμπαν στις βουβές κωμωδίες του Μπάστερ Κήτον. Σκηνή ανθολογίας η κίνησή του ως ακέφαλου πλάσματος στον περιορισμένο χώρο καθώς και η αναστροφή του και ο χορός στο ταβάνι.
Η παράσταση του Vuyani Dance Theatre, την Κυριακή το βράδυ, στο Θέατρο του Κάστρου, δίχασε, παρ’ όλο που δεν της έλειπε η ευρηματικότητα και το συναίσθημα. Ο Γκρέγκορυ Μακόμα, ο Νοτιοαφρικανός εμπνευστής και εκτελεστής της παράστασης, θέλησε να χρησιμοποιήσει μια ιστορία αγώνα ενός Αφρικανού προγόνου του για να μιλήσει γενικότερα για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη ζωή με τις δυσκολίες και τα βάρη της. Στην προσπάθειά του όμως να επιτύχει τη σύνθεση με στοιχεία δυτικοευρωπαϊκά μπέρδευε. Όπως όταν, στην αρχή της παράστασης, εμφανίστηκε με γυαλιστερό ευρωπαϊκό κοστούμι (;!) ή όταν οι υπέρτιτλοι λίγη σχέση εμφάνιζαν με αυτό που εξελισσόταν επί σκηνής. Επίσης, η μισή μουσική επένδυση ήταν κομμάτια γραμμένα για κλασική κιθάρα, που δεν συμπορευόταν αρμονικά με την πατροπαράδοτη ιστορία. Εξαιρετικές ήταν οι, συχνά a capela, παρεμβάσεις τεσσάρων μαύρων τραγουδιστών, που ερμήνευαν στη σχετική αφρικανική διάλεκτο (Ξόσα) τραγούδια ενός δημοφιλούς συνθέτη. Αν και η κινησιολογία του χορευτή-χορογράφου συχνά παρέπεμπε σε αφρικανικούς παραδοσιακούς χορούς, η εύκολη ανάμιξή της με κάποια δυτικά στοιχεία είχε σαν αποτέλεσμα μια μάλλον αδύναμη παράσταση.
Τη Δευτέρα 16 Ιουλίου, το πρόγραμμα περιελάμβανε μια διπλή πειραματική παράσταση στο ΔΗΠΕΘΕ. Στο πρώτο μέρος, η Κύπρια Λία Χαράκη, κι αυτή παλιά γνώριμη του Φεστιβάλ, παρουσίασε αυτοπροσώπως μια «διερεύνηση» της ρυθμικής κίνησης, η οποία θα μπορούσε να είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο, που όμως δεν ήταν. Ήταν μάλλον πρωτόλειο και πρόχειρο, θυμίζοντας ενίοτε το head-banging των σκληρο-ροκάδων ή την ατέρμονη κίνηση των αυτιστικών, χωρίς ύφος ή στοιχεία – έστω – έμπνευσης.
Σαφώς καλύτερη και με έντονα στοιχεία χιούμορ ήταν η περφόρμανς Αυτογκόλ της Ελλαδίτισας Σοφίας Μαυραγάνη στο δεύτερο μέρος, με δυο εξαιρετικούς ερμηνευτές: τον Ταντέου Λήζενφελντ, στον ρόλο του «αθλητή», και τον Δρόσο Σκώτη στο ρόλο του «προπονητή». Εδώ, το παιχνίδι με μια μπάλα ήταν η βασική συνθήκη για τον πειραματισμό και την ανάδειξη κοινωνικών ρόλων, κανόνων, δομών και κωδίκων, μέσα από την επικοινωνία και με το κοινό, που καταχάρηκε τη συγκεκριμένη παράσταση.
Ο προγραμματισμός μας δεν επέτρεπε να παρακολουθήσουμε το υπόλοιπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ ή τις πρωτότυπες παράλληλες εκδηλώσεις, αλλά φύγαμε γεμάτοι θετικές εντυπώσεις για ένα θεσμό που επιμένει να δίνει μαθήματα αποδοχής και εμπορικότητας σε δύσκολες εποχές.
Μαριάννα Δεσύπρη –
Ανδρέας Ανδριόπουλος