Επιμέλεια: Nίκος Παπαχριστόπουλος
Πρόλογος: Τέος Ρόμβος, Μαρία Κοτζαμάνη, Nίκος Παπαχριστόπουλος
Εξώφυλλο: Κωνσταντίνος Καταγάς, σε ένα σκίτσο της Χριστίνας Χατζοπούλου
Εκδόσεις Opportuna, 2023
του Θεόδωρου Ντρίνια από το Άρδην τ. 128
Ο Λεωνίδας Χρηστάκης (1928-2009) αποτελεί μια εμβληματική μορφή της μεταπολεμικής καλλιτεχνικής και εκδοτικής ζωής της χώρας. Εικαστικός καλλιτέχνης, γκαλερίστας, γραφίστας, επιμελητής εκδόσεων, εκδότης, ποιητής, ηθοποιός, μουσικός και, κυρίως, ένας ακαταπόνητος γραφιάς. Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εκδόσεις βιβλίων, περιοδικών, φυλλαδίων και κάθε μορφής εντύπου. Ιδιαίτερα οι περιοδικές του εκδόσεις –«Κούρος» (1959-1961 & 1971-1975), «Panderma» (1972-1974 & 1993-1994 και «Ιδεοδρόμιο» (1978-2004), για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές– απετέλεσαν σημεία αναφοράς κατά περιόδους, με παρουσιάσεις πρωτοποριακών θεμάτων, αφιερώματα σε νέους εικαστικούς και λογοτέχνες, ιδιαίτερη αισθητική και τρόπο γραψίματος και συνεργασίες με δεκάδες «αγνώστους» που συχνά, μετά το 1970, δημιούργησαν το, κατά τον ίδιο, νέο «κατεστημένο της τέχνης». Ο Λεωνίδας Χρηστάκης, ή όπως ειρωνικά αυτοαποκαλείτο, Λεό Κρήστ, ήταν ένας ταλαντούχος σίφουνας, διορατικός και πρωτοπόρος (αλλά και εγωπαθής, εριστικός και δηλητηριώδης) που η δράση του διέτρεξε σχεδόν τις πρώτες τέσσερις μεταπολεμικές δεκαετίες. Σκάρωσε και παθιάστηκε με εκατοντάδες πρότζεκτ τα οποία χωρίς δισταγμό μετά παρατούσε. Αναρχικός εκ φύσεως, είχε βασική του έγνοια να «μην ενσωματωθεί», να μην αποκτήσει κάποια μόνιμη ιδιότητα (καλλιτεχνική ή μη) και ταυτότητα (αντιπαθούσε ορολογίες κατάταξης όπως «γενιά» ή «underground»), συμπεριλαμβανομένης της μόνιμης κατοικίας, αφού σε 30 χρόνια άλλαξε 26 σπίτια. Ως «λυσσασμένος αφρός» (κατά το Μίνω Αργυράκη), άγγιξε και κινητοποίησε εκατοντάδες νέους και μετά χώρισε τα τσανάκια του με τους περισσότερους, κακολογώντας τους, όταν έκρινε ο ίδιος ότι «βολεύονται». Γνώρισε και έκανε παρέα με εκατοντάδες «επώνυμους» της τέχνης, Έλληνες και ξένους, αλλά και της αθηναϊκής κοινωνίας του ’50 και του ’60. Βέρος κοσμοπολίτης που σουλατσάρισε όλη την Ευρώπη, από τη Σουηδία και την Ισλανδία έως τη Γερμανία και (κυρίως) τη Γαλλία, με τη βαθιά επιθυμία να συναντάει στα ελληνικά νησιά ξένους και να μιλάει για τα πάντα μαζί τους, αλλά ταυτόχρονα και βέρος Έλληνας και Αθηναίος που η ζωή του και η δράση του είναι αδιανόητη έξω από το τρίγωνο Κολωνάκι, Σύνταγμα, Εξάρχεια (μετά το ’70). Όντας εχθρός κάθε «κατεστημένου», όπως το όριζε ο ίδιος, –καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού, δημοσιογραφικού, εκδοτικού, πολιτικού, συντηρητικού ή επαναστατικού– δεν γλίτωσαν από τα φαρμακερά του βέλη οι αστοί, οι δεξιοί, οι κεντρώοι, τα κόμματα της Αριστεράς, οι «εξεγερμένοι νέοι» και οι «αναρχομπαμπάδες» (ασχέτως αν, μετά το ’80, αναγκάστηκε να «αναρχοποιηθεί», ως αποτέλεσμα των κρατικών διώξεων αλλά και της οριστικής «υγειονομικής ζώνης» που έστησαν σε βάρος του οι παλαιοί του γνώριμοι λογοτέχνες, εξαιτίας των αποκαλύψεών του για τις υποτροφίες του ιδρύματος Φόρντ, μεσούσης της δικτατορίας – «ιδεολογικά τοποθετημένος στην αναρχική όχθη εκ περιστάσεως», όπως παραδεχόταν και ο ίδιος).
Το βιβλίο «Ο Κύριος Αθήναι» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1992 από τις εκδόσεις Δελφίνι και επανεκδόθηκε το 2023 από τις εκδόσεις Opportuna. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό έργο, στο οποίο ο Χρηστάκης αναφέρεται σε (αναρίθμητα) πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα, με τα οποία ενεπλάκη με τον ένα ή άλλο τρόπο, και σημάδεψαν τη μνήμη του και τη ζωή του μέσα σε 40 χρόνια συνεχούς δράσης. Στον πυρήνα της αφήγησης βρίσκεται κυρίως ο καλλιτεχνικός, λογοτεχνικός και εκδοτικός χώρος, με έντονη την παρουσία κάθε φορά του κοινωνικού, οικονομικού και κυρίως πολιτικού πλαισίου της κάθε εποχής. Τα κεφάλαια δεν έχουν τίτλους, ούτε κάποιο χρονολογικό ή θεματικό ειρμό και ακολουθούν τη γνώριμη από τα περιοδικά του χαοτική/συνειρμική εκδίπλωση της σκέψης του. Είναι, όμως, απολαυστικά γραμμένα, καθώς ο «προχειρογράφος», όπως τον κατηγορούσαν, Λεό Κρήστ γράφει σε ωραία ελληνικά με την ιδιότυπη τάση του για λεξιπλασία, βιτριολικό χιούμορ και βαριά ειρωνεία. Εν τέλει, τα κείμενα αυτά δημιουργούν μια ενιαία αφήγηση, η οποία αναδίδει το άρωμα μιας ολόκληρης εποχής, εν πολλοίς άγνωστης σε νεώτερους και μη-εμπλεκομένους, με τα πάθη, τις φιλοδοξίες, το έργο, τις μικρές ή μεγάλες ιστορίες εκατοντάδων ανθρώπων που ο Λεό συνάντησε και τις αποτυπώνει γράφοντας ως να παίρνει συνέντευξη από τον …Λεό Κρήστ.
Από τις πιο γοητευτικές στιγμές του βιβλίου είναι εκείνες όπου η δράση των ανθρώπων αποτυπώνεται και αναδεικνύεται μέσα και δια του τόπου όπου αυτή επισυμβαίνει. Η λεπτομερής περιγραφή των στεκιών της Πλατείας Κολωνακίου, τη δεκαετία του ’50, στην οποία μαζεύονται, μιλάνε, σκαρώνουν πρωτοβουλίες, ανταλλάσσουν ιδέες, ερωτεύονται, τσακώνονται δεκάδες τότε νέοι και παλαιότεροι, βολεμένοι και μποέμ, γνωστοί μας και άγνωστοι (τους οποίους ειδικά παρουσιάζει με κάποιου τύπου τρυφερότητα ή υποχρέωση προς τη μνήμη τους ο Χρηστάκης), αγγίζει τα όρια μιας σπουδής αστικής λαογραφίας. Το Βυζάντιον, η Ελλάς, το Ελληνικόν, η Δεξαμενή, το Carissimo γίνονται αξεδιάλυτα από τους ανθρώπους που τα επισκέπτονται, καθορίζουν και καθορίζονται από εκείνους. Και όλα αυτά, μέσα σε μια πνιγηρή, κατά βάση επαρχιώτικη, μετεμφυλιακή κοινωνία της πειθάρχησης και της ακραίας συντήρησης. Το ίδιο και με τα πιο «τακτοποιημένα» στέκια πλησίον του Συντάγματος, το Picadilly, το (όρθιο) Brazilian, του Λουμίδη, του Απότσου, το Ζώναρς, στα οποία φαίνεται ότι ο Χρηστάκης δεν είχε πρόβλημα να εξορμά, από την πλατεία Κολωνακίου ορμώμενος.
Μέσα και γύρω από αυτά τα στέκια, μέσα στο ασφυκτικό κλίμα που διαδέχθηκε την αδιανόητη αδελφοσφαγή της δεκαετίας του ’40, σε ένα κλειστοφοβικό κοινωνικό τοπίο της φτωχής και κατεστραμμένης ελληνικής απόληξης της Ευρώπης, αναδύονται εντούτοις πρόσωπα και παρέες που συνομιλούν απευθείας με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και αμερικανικά ρεύματα της τέχνης, αφουγκράζονται πρόωρα τα αιτήματα μιας νέας εποχής, που αργότερα θα εκβάλουν στο «παγκόσμιο ‘68», κρατώντας αποστάσεις από τα αριστερά μοιρολόγια της «ήττας» και τη μικροαστική δίψα που ολοένα φουντώνει και σβήνει σε νεοαναγειρόμενες πολυκατοικίες, λουτροκαμπινέδες και ασανσέρ (όπως σκωπτικά τονίζει ο Λεό Κρήστ). Άνθρωποι που έζησαν για ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα (ή για πάντα) αντισυμβατικά, αλλά σίγουρα όχι στο περιθώριο της κοινωνίας, όπως τους θέλει μια σύγχρονη νεορομαντική αγιογραφία. Ο συγγραφέας-αφηγητής μας γνωρίζει (και συχνά διασώζει τη μνήμη κάποιων) τους Έλληνες, εν αγνοία τους «μπητνίκους», όπως τους αποκαλεί· τον Σίμο τον Υπαρξιστή, τον Πήτ Κουτρουμπούση, τον Άλκη Αγγελόπουλο, τον Γιώργο Μακρή, τον Σπύρο Μεϊμάρη, τον Τάσο Φαληρέα, τη Μαντώ Αραβαντινού, τον Δημήτρη Πουλίκα (Πουλικάκο), τον Σταύρο Βαβούρη, τη Σάντρα Σβορώνου, αλλά και τους Άρη Δικταίο, Νάνο Βαλαωρίτη, Μιχάλη Κατσαρό, Θωμά Γκόρπα, Γιάννη Τσαρούχη, Αλέξη Ακριθάκη, Σταύρο Βροντάκη κ.ά. Χωρίς, βέβαια, να παραλείψει και ένα κεφάλαιο για τους κανονικούς, Αμερικανούς μπήτνικ, που μια συγκυρία της εποχής τούς συγκέντρωσε στην Ελλάδα για κάποιους μήνες, στις αρχές του ’60, πριν φύγουν για τη Δυτ. Γερμανία ή επαναπατριστούν στις ΗΠΑ. Η γνωριμία και οι πνευματικές ανταλλαγές του Λεό με τον Άλαιν Γκίνσμπεργκ, τον Χάρολντ Νορς, τη Ζίνα (Ρασέβσκυ), τον Τεντ Τζόουνς, τον Κόνραντ Ρουκς, τον Ντάνιελ Ρίχτερ κ.ά., στην Αθήνα του 1961, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα «στιγμιότυπα» που καταγράφει και αποδίδει η μνήμη του αφηγητή.
Αλλού πάλι θα γνωρίσουμε πρωτοποριακά εκδοτικά εγχειρήματα της ίδιας εποχής, από τον φιλόδοξο «στραγαλά-εκδότη» Παϊρίδη (είχε στραγαλάδικο στο Κολωνάκι), που εντούτοις επιτέλεσε τον άθλο της έκδοσης του Οδυσσέα του Τζόυς, έως τον εμβληματικό εκδοτικό οίκο Φέξη (1958-1970), όπου ο Λεό είχε τη συνολική επιμέλεια της παραγωγής.
Αρκετά «κεφάλαια» είναι αφιερωμένα σε κατά καιρούς φίλους του (κάποιοι «στενοί») όπως ο γλύπτης Τάκις, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Νίκος Καρούζος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, αφορμή, για άλλη μια φορά, να χλευάσει τους περισσότερους εξ αυτών και να τους καταχεριάσει δημοσίως με την πένα του. Ενώ, άλλα είναι αφιερωμένα στις γνωριμίες του και τις κουβέντες του με ανθρώπους σαν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τη Ζουλιέτ Γκρεκό, τον Γιώργο Μακρή, τον Αλέξανδρο Ιόλα, το Ζαν Ζενέ. Στα πλαίσια δε του πολέμου όλων εναντίων όλων, δεν παραλείπει να παρουσιάσει και κειμενικούς ή ποιητικούς λιβέλους σε βάρος του ίδιου του Λεό Κρήστ, όπως αυτοί της εκδότριας Κατερίνας Θεοφίλη («κλεπτο-μεταφραστής, απατεωνίσκος διανοούμενος, κουφιοκεφαλάκης, κρυφοχαφιεδάκος… σαλιασμένος εραστής «υψηλών» αυνανισμών») και του «στενού του φίλου» Νάνου Βαλαωρίτη («ο ψωραλέος ο απίστευτος καυχησιάρης/δεν κάθεται… μοιράζει φυλλάδια τυπώνει βρισιές/φτύνει τον εχτρό του το φίλο του χωρίς διάκριση/»).
Αν τα κείμενα για τα πρόσωπα και τα πράγματα της Αθήνας των δεκαετιών του ’50 και του ’60 έχουν μια «εξωτική» (και σίγουρα εγκυκλοπαιδική) διάσταση για τον αναγνώστη, τον γεννημένο από το 1967 και έπειτα (όπως ο γράφων το σημείωμα αυτό), τα κείμενά του για την περίοδο μετά το 1970, και κυρίως τη Μεταπολίτευση, είναι σαφώς πιο οικεία, αλλά καταφέρνουν με την ίδια δεινότητα να ανασυνθέσουν την περίοδο του «αγώνα», αλλά και του «βολέματος», για δεκάδες χιλιάδες νέους και παλαιότερους. Ο τόπος των αναζητήσεων και της πνευματικής κίνησης δεν είναι πια τα στέκια της πλατείας Κολωνακίου (ή του Συντάγματος), αλλά τα Εξάρχεια. Ο Λεό Κρήστ εμπλέκεται προσωπικά και μας παρουσιάζει αναλυτικά την αποκάλυψη των αριστερών λογοτεχνών και καλλιτεχνών που το αμερικανικό ίδρυμα Φόρντ χρηματοδότησε μέσα στη δικτατορία, τη μήνυση που υπέβαλε στην αμερικανική πρεσβεία «για διατάραξη οικιακής ειρήνης», το 1972, το διαβόητο εγχειρίδιο ανορθόδοξου αστικού πολέμου που εξέδωσε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, με τίτλο «Οδηγίες για τους Κυπρίους», το οποίο απετέλεσε την αρχή μεταγενέστερων δεινών του, τις αντιτρομοκρατικές διώξεις που τον οδήγησαν στη φυλακή το 1980 κ.ά. Παράλληλα, μιλάει για τον εκδοτικό πληθωρισμό της Μεταπολίτευσης που σε γενικές γραμμές άφησε μια «τρύπα στο νερό», στηλιτεύοντας τους όψιμους εκδότες-«αγωνιστές»· περιγράφει πώς οι ταλαντούχοι και «άδολοι νέοι», με τις ανησυχίες και τα αντισυμβατικά «ψαξίματα» των δεκαετιών του ’50 και του ’60, μετατράπηκαν σταδιακά στο κατεστημένο της «Αλλαγής» και της Μεταπολίτευσης· σκιαγραφεί τα πρώτα βήματα έκφρασης της ομοφυλόφιλης ριζοσπαστικότητας στη μικροαστική μεταπολιτευτική Αθήνα, και άλλα πολλά, χωρίς πια να αποφεύγει και ο ίδιος στις αναλύσεις του, και παρά την οξυδέρκειά του, τις κοινοτοπίες της περιόδου, αρκετές εκ των οποίων επιβιώνουν αλώβητες μέχρι και τις μέρες μας.
Τελειώνοντας, να σημειώσουμε την εύστοχη παρατήρηση του επιμελητή και εκδότη του βιβλίου, Νίκου Παπαχριστόπουλου, στην Εισαγωγή του: «ο συγγραφέας επικαλείται την ιστορία, καταγράφει την ιστορία, επαναδιατυπώνει το περιεχόμενο της ιστορίας υπό την μορφή όμως υποκειμενικής αφήγησης». Ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι βέβαιος για την ακρίβεια των γεγονότων, για την ύπαρξή τους καν, για την ορθότητα των κρίσεων, για το ποια απ΄ όσα λέγονται είναι «αντικειμενικά» και ποια μυθεύματα ή απλά κουτσομπολιά και μικρές ή τεράστιες κακίες. Εντούτοις, από την ανάγνωση, μας δημιουργήθηκε η βάσιμη πεποίθηση ότι ο Χρηστάκης πετυχαίνει, μέσα από την ακραία υποκειμενικότητά του, να ανασυστήσει μια εποχή, μια αστική κοινωνία και έναν κόσμο άγνωστο σε μας, τα παιδιά της Μεταπολίτευσης, και να καταστεί «το σύμβολο αλλά και το αντισύμβολό» τους. Το πετυχαίνει ίσως γιατί φαίνεται να μένει πιστός σε έναν στίχο του από το 1963: «Ο πιο δυνατός/θα είναι αυτός που θα αντέξει/στη μνήμη του». Αξίζει να τονιστεί ότι η αφηγηματική του προσπάθεια είναι ποτισμένη από μια αίσθηση ελευθερίας του λόγου και ελευθεριότητας της έκφρασης που βρίσκεται στον αντίποδα της σύγχρονης νεοπουριτανικής, woke πολιτικής ορθότητας.
Αξίζουν συγχαρητήρια στους εκδότες για την επιμελημένη έκδοση και την επανακυκλοφορία αυτού του εξαντλημένου (κατά άλλους, αποσυρμένου) εδώ και πολλά χρόνια βιβλίου. Περισσότερα συγχαρητήρια τους αξίζουν, όμως, για τον ηράκλειο άθλο να συντάξουν οι ίδιοι ένα ευρετήριο, ονομάτων επί το πλείστον, που ξεχειλίζουν στην κυριολεξία μέσα από κάθε σελίδα στο κείμενο του Χρηστάκη. Εξάλλου, ο ίδιος κάπου αναφέρει ότι πάνω από πέντε χιλιάδες άνθρωποι θα πρέπει να συνεργάστηκαν μαζί του στα διάφορα «γραφειόσπιτα» που διατηρούσε. Από μια πρόχειρη μέτρηση, το ευρετήριο περιλαμβάνει 2.300-2.400 αναφορές!