Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 135
Πρέπει από την αρχή να πω ότι το κατ’ εξοχήν πολιτικό είδος του χολιγουντιανού κινηματογράφου είναι οι ταινίες φαντασίας –ιδιαίτερα εκείνες της επιστημονικής φαντασίας. Λειτουργώντας ως παραβολές του σύγχρονου κόσμου, η κατ’ εξοχήν μεταφορά τους είναι η προβολή σε ένα μακρινό μέλλον της πολιτικοκοινωνικής συνθήκης του παρόντος. Πάνω σε αυτή την προβολή τοποθετούνται και κρίνονται –έμμεσα, αλλά άμεσα– τα επίκαιρα πολιτικά ζητήματα των ημερών. Δεν είναι τυχαίο που αυτή η ίδια φόρμα, έκανε θραύση και στη λογοτεχνία των πρώην κομμουνιστικών χωρών. Το ζητούμενο είναι η οικοδόμηση μιας πολιτείας του μέλλοντος –οι ΗΠΑ, χωρίς μαρξιστικό πρόταγμα, έχουν θεμέλιό τους αυτό το φουτουριστικό όραμα–, η οποία θα στηρίζεται στην επιστήμη και την τεχνολογία, όπου ο άνθρωπος και η κοινωνία θα υπακούουν στους υλιστικούς νόμους της δαρβινικής εξέλιξης και όπου κυριαρχεί η εκκοσμίκευση και η απουσία του ιερού, που χαρακτήριζε τον αρχαίο κυρίως κόσμο. Θεμελιωδώς ολοκληρωτική, μια τέτοια πολιτεία δεν αφήνει περιθώρια άμεσης πολιτικής κριτικής. Το βλέπουμε σήμερα ακόμα πιο καθαρά: η πολιτική οφείλει να υπακούει στον λεγόμενο νόμο της αγοράς –«επιστημονικό» κι αυτός αποκύημα– και οποιαδήποτε άλλη πρόταση δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται ως εκτροπή. Περιθώρια, άρα, ριζικής πολιτικής κριτικής, ούτε στην πριν ΕΣΣΔ ούτε στις νυν ΗΠΑ και ΕΕ, νοούνται. Είναι «αντεπιστημονικά» και γενικά τάσσονται κατά της προόδου και του μέλλοντος. Ας μιλήσουν, λοιπόν, οι ταινίες του μέλλοντος.
Δεν είναι διόλου συμπτωματικό, ότι η πρώτη ταινία της σειράς του Πλανήτη των πιθήκων γυρίστηκε το 1968, με σκηνοθέτη τον πρωτοπόρο του είδους Φράνκλιν Σέφνερ. Σε ένα μακρινό μέλλον, κατά τον μύθο του γαλλικού μυθιστορήματος του Πιέρ Μπουλ1, μια διαστημική αποστολή στο Σύμπαν θα προσγειωθεί σε έναν πλανήτη όμοιο με τη γη. Ένα ταξίδι στο διάστημα ή ένα ταξίδι στο χρόνο. Το τέλος της ιστορίας δίνει τη δεύτερη εκδοχή. Ο πρωταγωνιστής θα «επιστρέψει» από τον χαμένο μακρινό πλανήτη, απλώς περνώντας στην έρημη πλευρά του πλανήτη όπου είχε τυχαία προσγειωθεί, για να βρεθεί στα ερείπια του αγάλματος της ελευθερίας, στη Νέα –την πιο νέα από όλες τις μεγαπόλεις των σύγχρονων καιρών– Υόρκη. Τον πλανήτη μας τον ορίζουν πλέον οι νοήμονες, εξελιγμένοι πίθηκοι. Θαυμάσια προβολή του σήμερα στο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος που η ιστορία εξελίχθηκε σε κινηματογραφική (και τηλεοπτική) σειρά, με ένα ριμέικ –το 2001– και δύο τριλογίες ως σήμερα.
Στην τελευταία της εκδοχή, «Ο πλανήτης των πιθήκων: Η σύγκρουση», είναι σαφές πια ότι βρισκόμαστε στη γη και μάλιστα στα ερείπια των ΗΠΑ, σε ένα άδηλο μέλλον. Οι νοήμονες πίθηκοι, μετά την Εξέγερση (2011), την πρώτη ταινία της τριλογίας, και την Αυγή (2014) ζουν αποκομμένοι από τους ανθρώπους, βαθειά στο δάσος. Οι άνθρωποι, εν τω μεταξύ, ζουν την καταστροφή του πολιτισμού τους. Έχουν αποδεκατιστεί από μια παγκόσμια πανδημία, που προκάλεσε ο ιός των πιθήκων, φτιαγμένος στα εργαστήρια, στον οποίο οι πίθηκοι έχουν ανοσία. Στη Σύγκρουση, την ταινία που μόλις κυκλοφόρησε, ένας παρανοϊκός Συνταγματάρχης του στρατού, που έχει αποκοπεί από τα απομεινάρια του άλλοτε κραταιού του στρατού –ναι! θυμίζει το Αποκάλυψη τώρα (1979) του Κόπολα, την πιο σπουδαία πολιτική ταινία, που έβγαλε το σινεμά του Χόλιγουντ–, προσπαθεί να εξοντώσει τη φυλή των πιθήκων, χτυπώντας τον αρχηγό τους, τον νοήμονα και ομιλούντα Σίζαρ (Καίσαρα), που τους οδήγησε στην εξέγερση κατά των ανθρώπων. Το μένος του Συνταγματάρχη στηρίζεται στο όραμά του να οικοδομήσει μια νέα ανθρωπότητα υγιών, αποκαθαρμένη από εκείνους που πλήττονται από την τελευταία μετάλλαξη του ιού! Μισεί, κατά συνέπεια, θανάσιμα τους πιθήκους, ιδιαίτερα τους ομιλούντες, όπως ο Σίζαρ.
Όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Ματ Ριβς, ο σκηνοθέτης της Σύγκρουσης, που είναι σίγουρα η καλύτερη και πιο στοχαστική της τριλογίας, οι ταινίες των ειδών, ιδιαίτερα εκείνες με τέρατα «διεγείρουν εκ προθέσεως τους φόβους του καιρού μας». Η πρώτη ταινία του είδους, συνεχίζει ο Ριβς, είναι ο Γκοτζίλα (1954) – ιαπωνική τανία του Ισίρο Χόντα– «η αρχική ταινία (που) κυκλοφόρησε λιγότερο από δέκα χρόνια μετά τη Χιροσίμα και έγινε κλασική στην Ιαπωνία. […] ήταν σίγουρα μια μεταφορά για το άγχος εκείνων των χρόνων, για τους φόβους μετά τη Χιροσίμα και για τη γνώση ότι είχαμε τώρα τη δυνατότητα να καταστρέψουμε τον κόσμο. Το να δώσεις σε αυτό το φόβο τη μορφή ενός γιγαντιαίου τέρατος, ήταν ένας αποτελεσματικός τρόπος να εξερευνηθεί αυτός ο φόβος.»2 Ο Ριβς σίγουρα ξέρει τι κάνει στην ταινία. Χωρίς τις οικογενειακές αμερικανοανοστιές του πρώτου και του δεύτερου φιλμ της τριλογίας –αν και το αίσθημα της οικογένειας και του ανήκειν ίσα-ίσα τονίζεται, εις πείσμα κάποιων δικών μας ανεγκεφαλομοντέρνων– ο Ριβς προσπαθεί να αγγίξει ένα από τα ουσιώδη γνωρίσματα του ανθρώπου, τον λόγο. Οι νοήμονες πίθηκοι, που δεν είναι μόνο ευφυείς, αλλά αναπτύσσουν και ιδιότητες όπως η αλληλεγγύη, η συμπαράσταση στους αδύναμους, η αυτοθυσία –τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος πειθαναγκάζεται να λησμονήσει– και εν τέλει αναμετρώνται με το μέγα ζητούμενο, ελλειμματικό στον δυτικό άνθρωπο και τον Αμερικανό ιδιαίτερα, το έλεος. Ο Σίζαρ ωστόσο δεν τα καταφέρνει να μην μιμηθεί τους ανθρώπους που εργαστηριακά τον δημιούργησαν: η εκδίκηση, όμοια όπως σε εκείνους, τον οδηγεί ακόμα και στην αυτοκαταστροφή.
Με σαφείς αναφορές στην Αποκάλυψη του Κόπολα, όπως είπα, με ακόμα σαφέστερες αναφορές στην βιβλική «Έξοδο», με τον Σίζαρ να γίνεται Μωυσής –εκτός από Καίσαρας– κι ακόμα με μνήμες αρχέγονες για έναν Αμερικανό, όπως οι πόλεμοι με τους Ινδιάνους και η εξάπλωση στις γόνιμες ερημιές της δύσης, ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος της ταινίας καταφέρνει να κάνει ένα έπος που βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Οι άλλοι, οι κακοί, οι εχθροί, αυτοί που μόνιμα στις αμερικανικές περιπέτειες αποκαλούνται «amimals», ζώα, εδώ έχουν καλύτερη ανατροφή από τους ανθρώπους. Αντίθετα, οι άνθρωποι, που ζουν στον τρόμο του ιού της αφωνίας, έχουν αναπτύξει μια κτηνώδη, φασιστική πολιτεία-στρατόπεδο συγκέντρωσης, παραπλήσια με την εικόνα που ολοένα και συχνότερα παρουσιάζουν οι ανθρώπινες πολιτείες. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το έπος-καρτούν των σπέσιαλ εφέ, προσπαθεί να γίνει μια εκλαϊκευτική εκδοχή της θεωρίας του Ρουσώ: ο κτηνάνθρωπος του πολιτισμού που έχει εντελώς αποκοπεί από τη φύση (του) απέναντι στα ελεύθερα και ανθρωπόμορφα ζώα που ζουν τον παράδεισο σε μια άμεση επαφή με τη φύση.
Τέλος ο λόγος. Αυτό το θαυμάσιο εύρημα, ρίχνει το έργο σε άγνωστα νερά για το αμερικανικό σινεμά. Αν οι άνθρωποι σταματήσουν να μιλούν, άραγε πόσο άνθρωποι είναι; Δεν πρόκειται για φιλοσοφική ταινία, απλώς, αυτό το εύρημα, πάει να θέσει ένα βασικό ανθρωπολογικό ζήτημα. Πάει να το θέσει, σύμφωνοι. Αλλά μήπως αυτό είναι λίγο για μια ταινία του είδους; Εάν το φουτουριστικό μέλλον της ανθρωπότητας, που τώρα φαίνεται καθαρά ότι είναι ένα μέλλον καταστροφής, ορίζεται από τους άτεγκτους νόμους της «επιστήμης», που σε αυτή τους την εκδοχή είναι απαράλλακτοι οι νόμοι της φύσης, τότε ο άνθρωπος γίνεται και αυτός ομοίωμα της φύσης. Χάνει την βασικότερη από τις ιδιότητές του, που τον βγάζουν από τη φύση: την ομιλία, τον λόγο. Ως εδώ.
Αρκεί για τέλος να σημειώσω ότι έχει καταφέρει να δώσει στους χαρακτήρες του δύναμη και να μην αρκείται μόνο στη δράση. Εκτός από τον Συνταγματάρχη, όπου ο Γούντι Χάρελσον κοπιάρει με σχετική επιτυχία τον Μάρλον Μπράντο του Κόπολα, η μορφή του Σίζαρ, που τον υποδύεται ο Άντι Σέρκις, σου μένει στο νου για πολύ μετά από το τέλος της ταινίας. Ο Ριβς επίσης πρόσθεσε μια κωμική πινελιά, με τον χαρακτήρα του αστείου Κακού Πίθηκου, που τον υποδύεται ο Στιβ Ζαν. Η Αμάια Μίλερ κάνει την μικρή βουβή Νόβα, φύτρο μιας νέας ανθρωπότητας, που ζει φιλιωμένη με τους πιθήκους και μαθαίνει την αυτοθυσία, την αλληλεγγύη και τη συγχώρεση (!) από τον ουρακοτάγκο πίθηκο Μωρίς, που τον υποδύεται η Κάριν Κόνοβαλ. Η μουσική του Μάικλ Γκιατσίνο είναι διακριτική, και δεν επεμβαίνει για να μπαλώσει τα δραματουργικά κενά.
Και μην ξεχνάτε: Ο πλανήτης των πιθήκων: Η σύγκρουση, μιλά περισσότερο για τον κόσμο όπως είναι σήμερα, παρά για αυτόν του μέλλοντος. Αυτός είναι ο λιγότερο ανέξοδος τρόπος να (δια)περάσει ένας Αμερικανός σήμερα, όπως και ένας Σοβιετικός του χθες, τα τείχη του πολιτικού μονόδρομου, στον οποίον ο κόσμος μας, υποτίθεται, ότι έχει μπει.
Σημειώσεις
1. Pierre Boulle, La Planète des Singes, εκδ. Julliard, Paris 1963
2. Σημειώνεται στην πλήρη βιογραφία του σκηνοθέτη στο www.imdb.com