Του Ιωάννη Σαϊνη* από το Άρδην τ. 122 που κυκλοφορεί
Τον 4ο αιώνα, ο Άγιος Αυγουστίνος, στηλιτεύει εκείνους τους Χριστιανούς που, στην αντιπαράθεσή τους με τους παγανιστές, προσπαθούν να πείσουν, ερμηνεύοντας κυριολεκτικά και κατά γράμμα το πρώτο βιβλίο της Γενέσεως. Συνήθως, λέει ο Ιερός Αυγουστίνος, ακόμη και ένας μη Χριστιανός, κάτι γνωρίζει για την Γη, τον ουρανό και τα άλλα στοιχεία αυτού του κόσμου – για την κίνηση και την τροχιά των άστρων, ακόμη και για το μέγεθός τους και τις σχετικές θέσεις τους, για τις προβλέψιμες εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης, για τους κύκλους των χρόνων και των εποχών, για τα είδη των ζώων, των θάμνων, των πετρωμάτων κ.ο.κ., και την γνώση αυτή την ενστερνίζεται ως σίγουρη, σύμφωνα με τη λογική και την εμπειρία.
Με την ανάπτυξη της σύγχρονης Επιστήμης, η κατάσταση έγινε πιο περίπλοκη. Χριστιανοί και μη Χριστιανοί επιστήμονες επεξέτειναν τα όρια της γνώσης μας σε πλήθος τομέων του επιστητού. Η Χριστιανική Θεολογία, πολύ πριν την εμφάνιση της σύγχρονης επιστήμης, αναμετρήθηκε με τις τρέχουσες «επιστημονικές» και φιλοσοφικές απόψεις της κάθε εποχής. Πράγμα διόλου παράξενο. Το σημαντικό όμως είναι πως μας παρείχε, με αυτό τον τρόπο, οδοδείκτες στην πορεία μας ως Χριστιανών μέσα στον Κόσμο. Με μία επιδέξια κίνηση διαχώρισε, όχι το Ενθάδε από το Επέκεινα, αλλά τον τρόπο μελέτης του Ενθάδε από τον τρόπο μελέτης του Επέκεινα.
Παρόλα αυτά, η σφοδρότητα της σύγκρουσης μεταξύ της σύγχρονης Επιστήμης και της Χριστιανικής Πίστης, δεν αποφεύχθηκε, τουλάχιστον στη Δύση. Και ήταν επόμενο. Αρχής γενομένης με το ηλιοκεντρικό μοντέλο, το οποίο αμφισβητήθηκε από την Δυτική Εκκλησία. Αλλά ξεχνούμε πως δεν ήταν μόνο η Εκκλησία που αντέδρασε. Η ανατροπή αφορούσε στο κοσμοείδωλο γενεών και γενεών και το γεωκεντρικό μοντέλο δεν ήταν μια Χριστιανική εφεύρεση, ήταν η βεβαιότητα που κυριαρχούσε, τόσο σε «αδαείς» όσο και σε φιλοσόφους, μέχρι την οριστική του ανατροπή. Η δυτική Εκκλησία πλήρωσε το τίμημα της αντίδρασής της για δύο λόγους. Λειτούργησε ως εκκοσμικευμένος θεσμός, το αλάθητο επεκτεινόταν και στο επιστητό, ενώ συνάμα πλήρωσε και την αδυναμία της να ελαφρώσει το Δόγμα από το βάρος μιας φιλοσοφικοεπιστημονικής παράδοσης χιλιάδων χρόνων που είχε ενσωματώσει στο corpus της θεολογίας της. Στα καθ ημάς, τα πράγματα προχώρησαν ομαλότερα. Αφενός μεν λόγω του ότι ακολουθήθηκε ο διαχωρισμός των μέσων προσέγγισης του επιστητού από τα μέσα προσέγγισης του επέκεινα, αφετέρου δε διότι η όλη Θεολογία μας στράφηκε τελικά στην τελειοποίηση των μέσων προσέγγισης του Επέκεινα, γεννώντας τον Ησυχασμό και την Ησυχαστική μας παράδοση. Και επειδή, ιστορικά μιλώντας, ο τόπος της Ορθοδοξίας βρέθηκε εκτός του τόπου γέννησης των Φυσικών Επιστημών, ο Ορθόδοξος τρόπος προσέγγισης και αξιολόγησης της ενθάδε γνώσης ξεχάστηκε. Και είναι αυτός ο λόγος που μεγάλος αριθμός Ορθοδόξων αντιδρά σήμερα απέναντι στην Επιστήμη με επιχειρήματα που αντλούνται από Χριστιανικές ομολογίες ξένες προς τον τρόπο της Ορθοδοξίας.
Και ούτε κατά διάνοια υποψιαζόμαστε πως ο τρόπος αναζήτησης της Αλήθειας στην Επιστήμη έχει πολλές ομοιότητες με τις μεθόδους αναζήτησης της Αλήθειας στην Ορθόδοξη Θεολογία και πρακτική. Το πρόταγμα της Εμπειρίας και της Εμπειρικής Γνώσης, το διαχρονικά Ελληνικό και κατόπιν Ορθόδοξο, «Αληθεύειν εν τω κοινωνείν», που μεταφράζεται σε συνοδικό σύστημα οργάνωσης, αλλά και σε Οικουμενικές Συνόδους, το περίφημο consensus padre (την ομοφωνία-συμφωνία των Πατέρων) για όλα τα θέματα που διαπραγματευόμαστε, τη μη αποδοχή του αλάθητου, ακόμη και στους Αγίους.
Η αναζήτηση της αλήθειας
Η Επιστήμη είναι μία ανθρώπινη δραστηριότητα που είναι δύσκολο να κατανοηθεί από ανθρώπους που εμπειρικά δεν έχουν ποτέ ασχοληθεί με αυτήν. Η θέση αυτή δεν ηχεί παράξενα στα αυτιά κανενός Ορθοδόξου που έχει ιδίαν άποψη ότι, τα λόγια δεν συνιστούν Θεολογία και πως η θέαση του Θείου Φωτός δεν κατορθώνεται μετά από απλή μελέτη των Γραφών. Έτσι λοιπόν, επιστήμονας δεν γίνεσαι επειδή διάβασες κάποια βιβλία, ούτε επειδή έκανες μια αναζήτηση στο διαδίκτυο. Επιστήμονας σημαίνει, συμμέτοχος στην αποκάλυψη νέας γνώσης.
Η πλειοψηφία των επιστημόνων –όσο και αν παραξενεύει πολλούς– έχει ένα και μοναδικό κίνητρο, την περιέργεια για τον Κόσμο που μας περιβάλλει και την διάθεση να κατανοήσει το πώς αυτός ο κόσμος λειτουργεί. Καθημερινά, χιλιάδες επιστήμονες σε όλον τον κόσμο θέτουν πλήθος ερωτημάτων και ελέγχουν πλήθος απαντήσεων με πειραματισμό. Αλληλεπιδρούν με άλλους επιστήμονες οι οποίοι επίσης ενδιαφέρονται να δώσουν απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα. Υποβάλλουν τα αποτελέσματα των ερευνών τους σε επιστημονικά περιοδικά, τα οποία με τη σειρά τους ορίζουν μία επιτροπή κριτών με σκοπό την αξιολόγησή τους. Κάθε κριτής, ανεξάρτητα από τους άλλους κριτές της ίδιας επιτροπής, αναλύει, ελέγχει, διασταυρώνει τα δεδομένα, με βάση τις εργασίες άλλων επιστημόνων και διατυπώνει την κριτική του. Ο εκδότης του περιοδικού συγκεντρώνει τις κριτικές και μόνο όταν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των κριτών, η εργασία γίνεται δεκτή. Η διαδικασία αυτή καλείται peer review (κριτική από ομοτίμους). Με αυτή τη διαδικασία, προϊόντος του χρόνου, επιτυγχάνεται τελικά η επιστημονική συναίνεση (consensus) σχετικά με την απάντηση σε ένα επιστημονικό ερώτημα.
Το ίδιο ακριβώς που κάνουμε εμείς οι Ορθόδοξοι αναζητώντας την Αλήθεια στις Γραφές, όταν μεταξύ του πλήθους των απόψεων των Πατέρων αναζητούμε το consensus, τα κοινά τους σημεία, το consensus padre. Και, όπως στην Ορθοδοξία έτσι και στην Επιστήμη, η συναίνεση δεν επιτυγχάνεται μεταξύ επιστημόνων που ανήκουν σε μία ιδεολογική ομάδα. Εάν ένας επιστήμονας ισχυρίζεται πως τα αποτελέσματά του είναι πειστικά μόνο για τους Χριστιανούς ή μόνο για τους Μαρξιστές ή μόνο για τους άθεους, αυτό συνιστά μέγιστη απειλή για την ίδια την επιστημονική λογική και μείζονα αιτία επιστημονικής ανησυχίας. Όπως μέγιστη απειλή για την Χριστιανική Αλήθεια ήταν και είναι, εάν το κήρυγμα της Σωτηρίας απευθυνόταν/απευθύνεται μόνο στους λευκούς ή μόνο στους Έλληνες ή μόνο στους άντρες. Το οποίο πολύ σωστά και πολύ πρώιμα το διείδε ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, διατυπώνοντας τον γνωστό σε όλους αφορισμό.
Εμείς οι Ορθόδοξοι συχνά, μεταξύ μας, είτε από πραγματική ταπείνωση, είτε από προσποιητή ταπείνωση, επαναλαμβάνουμε πως ο καθένας από εμάς έχει περιορισμένες δυνατότητες, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόμαστε πως το κάθε ανθρώπινο Πρόσωπο έχει το δικό του ξεχωριστό «τάλαντο». Αν πράγματι εννοούμε αυτά που λέμε, τότε αβίαστα μπορούμε να κατανοήσουμε πως η εμπλοκή πολλών ανθρώπων, από μία μεγάλη γκάμα διαφορετικών ιδεολογιών και πεποιθήσεων, βοηθάει στην ελαχιστοποίηση της επίδρασης των προσωπικών πεποιθήσεων στα τελικά συμπεράσματα της επιστημονικής κοινότητας. Και πράγματι τότε μόνο, όταν μία επιστημονική θέση δεν εξαρτάται πλέον από τις ιδεοληψίες ενός επιστήμονα, του κάθε επιστήμονα, η επιστημονική αυτή θέση μπορεί να ανέλθει στο επίπεδο της επιστημονικής συναίνεσης.
Η επιστημονική συναίνεση βέβαια, δεν είναι πάντα συνώνυμη με την Αλήθεια. Μία συναίνεση μεταξύ ειδικών, μπορεί τελικά να μην είναι αληθής. Αλλά το επίπεδο αποδοχής της μεταξύ ειδικών διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών αποτελεί έναν πολύ ισχυρό φραγμό στην πιθανότητα η συναίνεση αυτή να ανατραπεί και να αποδειχθεί τελικά αναληθής. Νέες ιδέες και ανακαλύψεις οι οποίες μπορούν να κλονίσουν μια προϋπάρχουσα συναίνεση είναι πράγματι πιθανές, συνήθως πολύ εντυπωσιακές, αλλά εξαιρετικά σπάνιες. Αυτές τις ανακαλύψεις τις τιμούμε με τα μεγαλύτερα βραβεία (όπως το βραβείο Nobel), αλλά οι υποστηρικτές τους πρέπει να πείσουν την επιστημονική κοινότητα με επιχειρήματα και αποδεικτικά στοιχεία. Η αξιοπιστία της επιστήμης εξαρτάται από αυτό και, ως εκ τούτου, με αυτόν τον τρόπο, εξαλείφει περιθωριακές επιστημονικές ομάδες και αναιρεί «επιστημονικές» θεωρίες της μόδας που δεν μπορούν να γίνουν πειστικές με επιχειρήματα και αποδεικτικά-πειραματικά δεδομένα. Ένας Ορθόδοξος που γνωρίζει την Ιστορία της Εκκλησίας, γνωρίζει βέβαια πως με παρόμοιο τρόπο οι Οικουμενικές Σύνοδοι, όχι μόνο αποσαφήνισαν το Δόγμα, αλλά και καταπολέμησαν τους φαλκιδευτές του Δόγματος, δηλαδή τους αιρετικούς.
Έλλειψη διακρίσεως
Οι Ορθόδοξοι (αλλά και μη Ορθόδοξοι) επικριτές της επιστήμης, που έχουν μόνο μια επιφανειακή γνωριμία με τον τρόπο με τον οποίο αυτή λειτουργεί, υποστηρίζουν συχνά πως η Επιστήμη συνεχώς αλλάζει απόψεις και θεωρούν πως έτσι δικαιούνται να αναιρέσουν οποιαδήποτε επιστημονική θέση δεν συνάδει με τις ιδεολογικές τους προκαταλήψεις. Είναι πιο ακριβές να λέμε πως η επιστήμη συνεχίζει να εξελίσσεται. Και το λέμε αυτό γιατί ανακαλούμε στη μνήμη μας από την ιστορία της επιστήμης, ερωτήματα που κάποτε ήταν ζητήματα επιστημονικής αντιπαράθεσης, ενώ τώρα οι απαντήσεις σε αυτά είναι πλήρως αποδεκτές απ’ όλους τους επιστήμονες και, πέραν πάσης αμφιβολίας, αληθείς. Για να μην ξεχνιόμαστε, σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την τοποθέτηση των στοιχείων στον περιοδικό πίνακα, και καμία αμφιβολία πως πολλές από τις ανθρώπινες ασθένειες οφείλονται σε μικροοργανισμούς. Αυτές τις ανακαλύψεις τις αποδεχόμαστε και πρέπει να τις αναγνωρίζουμε ως αποδείξεις πως η επιστήμη πράγματι ανακαλύπτει αλήθειες για τον Κόσμο που μας περιβάλλει.
Συνεπώς, όπως συμβαίνει σε κάθε πεδίο εξειδικευμένης γνώσης, είμαστε υποχρεωμένοι να προστρέχουμε στους ειδικούς, όταν έχουμε απορίες σχετικά με αυτό. Παράλληλα όμως, πρέπει να έχουμε κατά νου τα όρια της εξειδίκευσής τους.
Γι’ αυτό, όταν κάποιοι ειδικοί στη Βιολογία ή σε κάποια άλλη Επιστήμη, ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει Θεός και πως η Θρησκεία είναι καταστροφική για τον άνθρωπο, είναι ξεκάθαρο πως μιλούν έξω από το πεδίο της εξειδίκευσής τους. Η στάση αυτή πολλών επιστημόνων οδηγεί θρησκευόμενους ανθρώπους στην απόρριψη των συγκεκριμένων ειδικών, ακόμα και όταν μιλούν για θέματα της ειδικότητάς τους. Αυτό, στην Ορθόδοξη Παράδοση, το ονομάζουμε «έλλειψη διακρίσεως». Η έλλειψη διακρίσεως είναι μία σοβαρή παράλειψη από μεριάς μας και γι’ αυτό έχουμε προειδοποιηθεί πλειστάκις. Ο ίδιος ο Χριστός μας παραδίδει την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Όλοι οι Ορθόδοξοι υποτίθεται πως κατανοούμε το νόημά της. Η βοήθεια στον συνάνθρωπο είναι μέγιστη αρετή, αλλά όχι τυχαία ο Χριστός αναφέρεται σε έναν «σχισματικό», σε έναν «άπιστο» που βάζει τα γυαλιά στο πλήθος των «πιστών» που προσπέρασαν σαν να μην είδαν τον τραυματία που κείτονταν λιπόθυμος στον δρόμο. Ή μήπως μας διαφεύγει πως ο Κύριος, στέλνοντας τον προφήτη Βαλαάμ σε μία αποστολή, όταν εκείνος λοξοδρόμησε παρακούοντας τις εντολές Του, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον γάιδαρό του και του ανέκοψε την πορεία και όχι στον ίδιο τον προφήτη του Θεού, Βαλαάμ;
Για να αποφύγουμε τη σκόπελο της Διακρίσεως και για να μην «κουραζόμαστε» μελετώντας για παράδειγμα Επιστήμη, προτιμούμε να αποδεχτούμε απόψεις και δεδομένα επιστημόνων με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια θρησκευτική πίστη. Αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι σπάνιες στην παρούσα συγκυρία. Όπως όμως είπαμε προηγουμένως, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας πως η επιστημονική αξία κάποιου ειδικού δεν εδράζεται στην Χριστιανική του Πίστη, αλλά στο αν οι επιστημονικές θέσεις του έχουν ελεγχθεί με τον ίδιο τρόπο, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, δηλαδή με τα μέτρα, τα σταθμά και τα κριτήρια του επιστημονικού του τομέα. Γιατί, η αξία ενός επιστημονικού συμπεράσματος και συνεπώς και η αξία της επιστημοσύνης κάποιου, δεν βασίζεται στην μεμονωμένη επιστημονική εργασία κανενός. Ακόμη και αν ένας επιστήμονας έχει σοβαρές επιστημονικές περγαμηνές και ακόμη και αν συμφωνεί μαζί μας σε πλείστα άσχετα θέματα (και η Πίστη είναι ένα από αυτά), θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην αποδοχή των επιστημονικών του θέσεων, εάν αυτές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις της πλειοψηφίας των επιστημόνων του πεδίου του. Όπως και στα ζητήματα Πίστης, η αξία εμπιστοσύνης της επιστήμης εδράζεται στην πλειοψηφία της κοινότητας των ειδικών που ακολουθούν καθιερωμένες και κοινά αποδεκτές διαδικασίες και πρότυπα μελέτης.
Υπάρχουν βέβαια τομείς της Επιστήμης, αλλά και συγκυρίες στην όλη επιστημονική πορεία, που τα υπάρχοντα δεδομένα δεν οδηγούν σε ασφαλές επιστημονικό συμπέρασμα. Τότε οι επιστήμονες εκφράζονται με βαθμούς βεβαιότητας ή με όρια σφάλματος. Αυτό ξενίζει πολλούς αδαείς περί της Επιστήμης, δεν θα έπρεπε όμως να ξενίζει τους Ορθοδόξους που γνωρίζουν πως και σε ζητήματα πίστεως, όπως για παράδειγμα στις απόψεις των Πατέρων «περί των εσχάτων», οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν είναι πιθανοκρατικές. Το «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» μας είναι γνωστό για ζητήματα Πίστεως, δεν συγχωρούμε όμως την Επιστήμη που, ελλείψει στοιχείων, δεν δύναται να εκφέρει μια ντετερμινιστική θέση.
Το σκηνικό συμπληρώνουν συχνά οι πηχυαίοι τίτλοι των ΜΜΕ που παραβλέπουν την αβεβαιότητα, όπου αυτή υπάρχει, τονίζοντας μόνο την άποψη που φαντάζει πιο εξτρεμιστική, ενώ άλλες φορές, που τα δεδομένα είναι σαφή και τα συμπεράσματα είναι σχεδόν σίγουρα, οι πηγές των μέσων μαζικής ενημέρωσης συχνά αναζητούν και καλύπτουν και τις «δύο πλευρές» ενός θέματος, βρίσκοντας έναν επιστήμονα που διαφωνεί με την κυρίαρχη επιστημονική συναίνεση. Αυτή η διαχείριση από τα ΜΜΕ μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει συναίνεση. Η συναίνεση βέβαια δεν σημαίνει ομοφωνία, και θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές απόψεις. Αυτό είναι επιστημονικά υγιές. Όμως, ο πιο αξιόπιστος οδηγός για τη γνώση επιστημονικών θεμάτων είναι η παρακολούθηση της επιστημονικής συναίνεσης.
Και βέβαια, να έχουμε υπ’ όψιν μας πως η επιστήμη δεν έχει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που είναι σημαντικές για εμάς. Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Θεός μας έχει χαρίσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε την επιστήμη για να περιγράψουμε και να εξηγήσουμε σημαντικές πτυχές του φυσικού κόσμου. Αλλά η επιστήμη δεν μπορεί να απαντήσει σε ερωτήσεις αξίας, σημασίας και σκοπού. Αυτά τα ερωτήματα βρίσκονται εκτός της τεχνογνωσίας της επιστήμης. Ευτυχώς, ο Θεός μάς έδωσε και άλλους τρόπους να γνωρίζουμε τι είναι αλήθεια σε ζητήματα αξίας, σημασίας και σκοπού.
Συγκρούονται αυτοί οι διαφορετικοί τρόποι απόκτησης γνώσεων; Τι γίνεται αν η επιστημονική συναίνεση σε ένα θέμα αντιβαίνει τις διδασκαλίες της χριστιανικής μας πίστης; Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν επεισόδια στην ιστορία που φάνηκε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι οι ερμηνείες μας για τα βιβλικά εδάφια είναι επιρρεπείς στο πλήρες φάσμα των ανθρώπινων λαθών. Δεν αφήνουμε την Επιστήμη να υπαγορεύει τη Θεολογία μας, αλλά πρέπει να αποδεχτούμε τις αλήθειες που ανακαλύφθηκαν σε άλλους τομείς, ώστε να εξετάσουμε εάν έχουμε κάνει λάθη στην ερμηνεία της ίδιας της Αγίας Γραφής.
Είμαι πεπεισμένος ότι τυχόν συγκρούσεις μεταξύ των ευρημάτων της επιστήμης και των διδασκαλιών της Γραφής είναι επιφανειακές και προσωρινές. Υπάρχει μια βαθύτερη αρμονία που προκύπτει όταν προσερχόμαστε σε έναν πραγματικό διάλογο μεταξύ Επιστημόνων και Θεολόγων. Και αυτό ακριβώς θα περιμέναμε από έναν Θεό που δημιούργησε τον Κόσμο αλλά και εμάς ως φορείς της Εικόνας Του. Όλη η αλήθεια είναι η αλήθεια του Θεού, είτε ανακαλύπτεται στις σελίδες της Γραφής από έναν Χριστιανό Θεολόγο, είτε στα κύτταρα των οργανισμών από έναν επιστήμονα χωρίς θρησκευτική πίστη.
Και είναι κρίμα, ενώ διαθέτουμε τέτοια εργαλεία από την Ορθόδοξη παράδοσή μας, να επιτρέπουμε να επιβεβαιώνεται, για μία ακόμη φορά, ο Άγιος Αυγουστίνος, που από τον 4ο αιώνα συνεχίζει να στοιχειώνει τη μνήμη μας λέγοντας: «Αν εντοπίσουν (οι άθεοι) ένα Χριστιανό να έχει λάθος σε έναν τομέα πού εκείνοι γνωρίζουν άριστα, και τον ακούνε να επιμένει στις ανόητες γνώμες του για τα βιβλία μας, πώς θα πιστέψουν εκείνα τα βιβλία, που σχετίζονται με την ανάσταση των νεκρών, την ελπίδα για αιώνια ζωή, και τη βασιλεία των ουρανών, όταν εκείνοι νομίζουν πως οι σελίδες τους είναι γεμάτες από αναλήθειες, για δεδομένα που οι ίδιοι έχουν μάθει από εμπειρία και το φως της λογικής;»
*ΕΔΙΠ Παν/μίου Ιωαννίνων