του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 35, Απρίλιος 2002
Ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία έρχεται να καλύψει το τρίτομο (όπως το έχει προγραμματίσει) έργο του καθηγητή Β. Φίλια, που ασχολείται με το πράγματι “εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο” φαινόμενο του πολιτισμού, που “περιπλέκεται ακόμα περισσότερο”, καθώς αντιμετωπίζεται από πολλές επιστήμες, που ενδιαφέρονται ζωτικά για τον πολιτισμό. Δίπλα σ’ αυτές που αναφέρει ο κ. Φίλιας προσθέτω και τη λαογραφία, συμφωνώντας άλλωστε πλήρως με ό,τι γράφει στον πρόλογο του πρώτου τόμου για την πρόσθετη δυσκολία, εξαιτίας “της υφέρπουσας τάσης εξέτασης του Πολιτισμού στο επίπεδο της λεγόμενης ‘υψηλής κουλτούρας’ (high culture) με την παράλληλη παραγκώνιση ή και την πλήρη παραγνώριση του λαϊκού πολιτιστικού υπόβαθρου του Πολιτισμού που, λαθεμένα, από πολλούς συγχέεται με μια υποτιθεμένη συλλογική, ανώνυμη δημιουργία των μαζών”.
Και μόνη η παρατήρηση αυτή εξηγεί το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει το έργο αυτό του κ. Φίλια και για ένα λαογράφο, όπως είναι ο υποφαινόμενος, δεδομένου άλλωστε ότι, όπως και ο ίδιος σημειώνει, “ο όρος εθνολογία έχει ουσιαστικά εκτοπιστεί από τον όρο Κοινωνική Ανθρωπολογία, και στο βαθμό που χρησιμοποιείται εμφανίζεται ως ταυτόσημος με τον τελευταίο”. Με άλλα λόγια είναι σοβαρά αμφισβητήσιμη η άποψη που προβάλλεται συχνά, ότι η εθνολογία είναι προορισμένη να αντικαταστήσει τη λαογραφία, δεδομένου ότι υπάρχει (παρά τις συγγένειες) σαφής διάκριση ανάμεσα σ’ αυτή και την κοινωνική ανθρωπολογία.
Η εξέταση του πολιτισμικού φαινομένου ξεκινάει από την εθνολογική (στην ορθή εκδοχή της) θεώρηση του διάσημου έργου του Ε. Β. Tylor, “Primitive Culture” (1871), του Γερμανοεβραίου, εγκατεστημένου στις Η-ΠΑ, Franz Boas, ενός από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της επιστήμης αυτής, και της γερμανικής εθνολογίας (η αναφορά που γίνεται στο σημείο αυτό, και στη γερμανική λαογραφία, μολονότι κατά βάση ορθή, δεν εξαντλεί πάντως το πρόβλημα της όλης διαδρομής και της μεταπολεμικής εξέλιξής της: αναφέρω χαρακτηριστικά την ανανεωτική λαογραφία της σχολής της Τυβίγγης με τον Χέρμαν Μπάουζινγκερ και τη σπουδαία λαογραφία που αναπτύχθηκε, χωρίς καμιά μετονομασία, στην πρώην Ανατολική Γερμανία). Στη συνέχεια περνάει ο κ. φίλιας στις “καθαυτό ανθρωπολογικές προσεγγίσεις” του πολιτισμού, όπως έγιναν στην Αγγλία και τη Γαλλία, και φτάνει στην κοινωνιολογική θεώρηση.
Ένα από τα ερεθιστικά ζητήματα που θέτει είναι η αμερικανική στρουκτουραλιστική κοινωνιολογία του Τάλ-κοτ Πάρσονς (Tallcot Parsons), για την οποία πιστεύει ότι επηρεάστηκε από την αμερικανική Κοινωνική Ανθρωπολογία. Είναι κατηγορηματικός στην απόφανσή του: “Η κοινωνία ως ‘φυσιολογικά αδιάσπαστη’, χωρίς επομένως θεμελιακές αντινομίες και αντιφάσεις, όπως υπολάμβανε ο ‘επάρατος’ Μαρξ, μπορεί να λειτουργεί τέλεια και απρόσκοπτα, αν οι ‘μηχανικοί’ της κάνουν καλά τη δουλειά τους· κι αυτοί οι μηχανικοί είναι οι κοινωνιολόγοι (…). Συνολικά η στρουκτουραλιστική τάση διατρέχεται από αυτό που θα μπορούσε ν’ αποκαλεστεί τεχνοκρατικό σύνδρομο, όπου (…) ο τεχνοκράτης μπαίνει στη θέση του διανοουμένου, ο ‘κοινωνικός μηχανικός’ στη θέση του σκεπτόμενου και αυτοπροσδιοριζόμενου ανθρώπου”.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι προεκτάσεις που δίνει στη συζήτηση για την διάκριση ανάμεσα στην Kultur και τη Civilization ή η θετική επαναξιολόγηση του Μαξ Βέμπερ και του Μαρξ, ή η διεξοδική παρουσίαση της θεωρίας του Μπουρντιέ αλλά και του Ανρί Λεφέβρ, για να αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα σημεία του πολυεπίπεδου καιπολυεδρικού αυτού έργου, στο οποίο εξάλλου δεν συζητούνται μόνο μεγάλα ονόματα και διάσημες θεωρίες, αλλά και λιγότερο γνωστοί, όχι όμως γι’ αυτό και λιγότερο σημαντικοί, στοχαστές και ερευνητές, όπως ο Αυστριακός Ερνστ Φίσερ (Ernst Fischer), που ασχολήθηκε με τη θεωρία και την κοινωνιολογία της τέχνης. Ιδιαίτερη ενότητα-κεφάλαιο αφιερώνεται, ευνόητα, στην ιστορική παρακολούθηση της σχέσης οικονομίας και πολιτισμού, όπως και πολιτισμού με το θρησκευτικό φαινόμενο.
Στον δεύτερο τόμο παρακολουθείται, σε τρία μέρη, η “σταδιακή διαμόρφωση της κοινωνιολογίας του πολιτισμού στη γερμανόγλωσση περιοχή” (από τον Νίτσε και τον Μαρξ ως τον Werner Sombart), η “συγκρότηση της γαλλικής κοινωνιολογίας” (Ντυρκέμ και Λεβύ-Μπρυλ) και οι “μετεξελίξεις και ζυμώσεις στον ευρύτερο χώρο”, με συστηματική αναφορά σε δεκαπέντε συνολικά θεωρητικές και, σε κατακλείδα, στο μεταμοντερνισμό.
Το βιβλίο θ’ αποτελέσει πράγματι ένα vade mecum για κάθε διανοούμενο που θα ήθελε να ενημερωθεί υπεύθυνα και τεκμηριωμένα για την κοινωνιολογική διάσταση του πολιτισμού στις κύριες εκφάνσεις του μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Μιχάλης Μερακλής, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών