του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Νίκος Καρούζος: Ο δρόμος για το έαρ
Ελληνικό ντοκιµαντέρ σε θερινό σινεµά, µε αρκετούς θεατές, είναι είδηση. Ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) και η ποίησή του ενδιαφέρει ίσως ολοένα και περισσότερο. Η ταινία του Γιάννη Καρπούζη ξεκινά από το Ναύπλιο, τη γενέτειρα του ποιητή και τελειώνει στην Κρονστάνδη, τόπο ιστορικό και ποιητικό συνάµα, ενός από τα µεγάλα δράµατα της Επανάστασης και εκ των τελευταίων ποιητικών βιβλίων του Καρούζου. Ποιητικό κρυπτόλεξο για τη ζωή και το θάνατο, την επανάσταση και την αγάπη, η «Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη»: «Μικρόσωµος ο χάροντας / ψηλόκορµη η αγάπη».[1] Οι τόποι του ποιητή, βέβαια, δεν ορίζονται µόνο από τη γεωγραφία ή την Ιστορία, είναι πληγές στη βιογραφία του κι απάνω στο κορµί του.
Βιογραφώντας τον, λοιπόν, η ταινία εύστοχα ξανοίγεται στην πρόσφατη Ιστορία και ανθρωπογεωγραφία, µιας και ο Καρούζος ακόµα συγκαιρινός µας λογίζεται. Ένας κινηµατογραφιστής-αφηγητής, στο ρόλο ο Δηµήτρης Καταλειφός, ερευνά στοιχεία, µαρτυρίες, παλιές φωτογραφίες και κινηµατογραφικά αποσπάσµατα από τη ζωή και το έργο του ποιητή. Οι φωνές τους, ποιητή και αφηγητή, αναπόφευκτα συγχέονται κι αλλού το πάνω χέρι έχει ο ποιητής αλλού ο αφηγητής: Όσο δύσκολο είναι να πεις την ιστορία του ποιητή άλλο τόσο εύκολο είναι να του πάρεις τη µπουκιά απ’ το στόµα. Ευτυχώς, η ταινία κάπου καταφέρνει να ισορροπήσει. Ο Καρπούζης κάνει µια βαθειά µετάνοια στον ποιητή, που ακόµα µένει αναποφλοίωτος: το κουκούτσι του έργου του ζει στα εσώτερα σκοτεινά του φωτός της ποίησής του. Από τους µείζονες ποιητές της µεταπολεµικής γενιάς, ο Καρούζος, µόλις έχει αρχίσει ν’ ανατέλλει. Και το πράγµα είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο: Και για να πεις την Ιστορία –οι όγκοι των αριστερών «αυτονοήτων» κάποτε γίνονται παγόβουνα, που κινδυνεύουν να καταβυθίσουν ακόµα και το πιο αβύθιστο σκαρί– και για να µπεις στη χώρα της ποίησης, ενός παραδείσου που η είσοδος είναι στενή και τεθλιµµένη. Η ταινία, ευτυχώς καταφέρνει να αποφύγει το πρώτο ναυάγιο και πάει να βρει έναν καλό δρόµο για το δεύτερο.
Ο Καρούζος συναιρεί στο έργο του δύο παραδόσεις, δύο στάσεις ζωής, που εκ πρώτης όψεως µοιάζουν ασυναίρετες: την ορθόδοξη παράδοση και πνευµατικότητα και την κοµµουνιστική επανάσταση, που συγκλόνισε τον εικοστό αιώνα. Κάτι πολύ παλιό και κάτι πολύ καινούργιο, µάλλον ακόµα ζητούµενο, αν πάρουµε τοις µετρητοίς τους στίχους του. Η µάνα του Κωνσταντίνα ήταν κόρη παπά, σεβάσµιου κληρικού, κι ο πατέρας του Δηµήτριος ήταν κοµµουνιστής δάσκαλος, απ’ εκείνους τους αγνούς οραµατιστές ενός δίκαιου κόσµου, που σήµερα έχουν σχεδόν εκλείψει, όπως πιθανόν εκλείπουν και οι σεβάσµιοι παπάδες, καθώς οι καιροί µας ορφανεύουν κι από ποιητές κι από πιστούς κι από επαναστάτες. Αλλ’ η χάρις υπερπερισσεύει όπου περισσεύει η ανοµία. Εν πάσει περιπτώσει, ο Καρούζος, µε τέτοια ριζώµατα, που ανθίζουν στίχο-στίχο στα ποιήµατά του, παραµένει δυσανάγνωστος. Παρήγορο είναι πως το ποιητικό του µπόι, όσο βαθύτερα µπαίνουµε στον εικοστό πρώτο αιώνα, ψηλώνει. Κι από λέξη σε λέξη κι από στίχο σε στίχο κάτι περισσότερο πιάνουµε από τα σήµατα που µας άφησε για να ξαναπιάσουµε το δρόµο ή για να µην πνιγούµε.
Ο δρόµος του Καρούζου, ως σύγχρονου ναυπλιέως Έλληνα, αρχίζει µε το έπος της Αλβανίας, απ’ εκεί δηλαδή που σήµερα χάσαµε την άκρη. Κι είναι κρίµα που από την έρευνα της ταινίας απουσιάζει ένα επεισόδιο γενεσιουργό της βιογραφίας του: Όταν οι Ιταλοί έφθαναν µε το τραίνο στο Ναύπλιο, ο γυµνασιόπαις τότε Νίκος στάθηκε στο σταθµό κι άρχισε να τους φωνάζει, κινδυνεύοντας να χάσει τη ζωή του. Ήταν ο ηρωικός και ποιητικός βατήρας της ζωής και του έργου του. Σήµερα, το έργο κι ο βίος του µας δίνουν ακόµα µια ευκαιρία. Είναι ευτύχηµα που ο Γιάννης Καρπούζης επιχείρησε µια έντιµη µατιά πάνω τους κι είναι επίσης παρήγορο που οι θεατές ανταποκρίνονται στο εγχείρηµά του. Άµποτε και σ’ άλλα.
Ο πατέρας
Το έργο του Φλοριάν Ζελέρ είναι θεατρικό. Πρωτοανέβηκε στο Παρίσι το 2012. Εδώ ο ίδιος ο συγγραφέας το διασκευάζει σε κινηματογραφικό σενάριο και το σκηνοθετεί, στην πρώτη του απόπειρα στο σινεμά. Ο Άντονι Χόπκινς, πάλι, είναι ο Άντονι, ένας ογδοντάχρονος γέρος, που ζει με την κόρη του στο Λονδίνο και πάσχει από άνοια. Όσοι έχουν γηροκομήσει ξέρουν ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ήττα για τον γέρο από την άνοια. Η σωματική αδυναμία, ή και η αναγκαστική κατάκλιση ακόμα, είναι κάτι που παλεύεται ευκολότερα, σε σχέση με την άνοια, αυτή την πνευματική διάλυση του ανθρώπου, μέσα από την αποσύνθεση του νου. Ποιός είναι ποιός; Τί είναι πού; Τί προηγείται και τί έπεται στα γεγονότα της ζωής; Τί ώρα είναι; Στον πολυδαίδαλο ιστό απροσδιοριστίας μπλέκει ο ίδιος, αλλά τυλίγονται σ’ αυτόν και οι οικείοι του, που βλέπουν τον άνθρωπό τους να χάνεται σ’ έναν κόσμο αναμνήσεων και σκέψεων που δεν συστοιχίζονται με την πραγματικότητα. Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε μια κάποια εμπειρία του προβλήματος.
Ο Ζελέρ κάνει κάτι που είναι αντικειμενικά δύσκολο. Παίρνει ένα θεατρικό –το ότι είναι δικό του κάνει το πράγμα ακόμα δυσκολότερο–, που παίζεται σε μια σταθερή σκηνή, με άμεση επαφή του κοινού με τον ηθοποιό και το λόγο, και το μεταφέρει στο σινεμά, που από τη φύση του είναι ρευστό και τον λόγο αντικαθιστά ο λογισμός. Εδώ όμως είναι που ο κινηματογράφος τον βοήθησε. Ο συνειρμικός λογισμός του, μέσα από τις κατακερματισμένες εικόνες του, εκφράζει περισσότερο καίρια τα συντρίμμια του λόγου και της μνήμης που φέρνει η γεροντική άνοια. Ο κινηματογράφος είναι κι αυτός, κατά μία του εκδοχή, ένα συντετριμμένο θέατρο, καθώς έχει μια σκηνή-ψηφιδωτό, σπασμένη σε κομματάκια, που επανασυνδέονται σε ειρμούς απρόσμενους. Γι’ αυτό και η μονταζική του σύνθεση ακολουθεί όρους μουσικούς παρά σκηνικούς. Δεν είναι τυχαίο που μαζί με τον Άντονι Χόπκινς, που κέρδισε το Όσκαρ, υποψήφιος ήταν και ο μοντέρ της ταινίας Γιώργος Λαμπρινός – το Όσκαρ κέρδισε επίσης ο Ζελέρ, για το σενάριό του, μαζί με τον Κρίστοφερ Χάμπτον.
Ο Άντονι, λοιπόν, είναι ένας γέρος ευκατάστατος, που ζει στο διαμέρισμα της κόρης του (πράγματι;) στο Λονδίνο, αφού αδυνατούσε να μείνει μόνος, μετά τον τσακωμό του με τη νοσοκόμα που τον φρόντιζε. Μέσα στην άνοιά του, νομίζει πως είναι το δικό του σπίτι, όπου έζησε τριάντα χρόνια και ζει μόνος, μετά τη χηρεία του. Είναι, όμως αυτό αλήθεια; Ζει δηλαδή στης κόρης του ή στο γηροκομείο που τον βλέπουμε στο τέλος; Η ευφυής ομοιότητα του σκηνικού της κλινικής και του σπιτιού του, όπως και η σύγχυση των προσώπων και των ρόλων που απεργάζεται το σενάριο και η σκηνοθεσία, συστοιχούν στη σύγχυση του Άντονι. Το ίδιο συγκέχυται και ο χρόνος. Είναι πρωί, είναι βράδυ; Είναι μια ώρα μετά ή μέρες αργότερα; Ή μήπως νωρίτερα; Σ’ όλο το έργο ο Άντονι αναζητά το ρολόι του, που το φοράει αλλά και τόχει χάσει. Μαζί και την αίσθηση του χρόνου. Όλα αυτά αποτελούν τη δραματική βάση πάνω στην οποία ο Χόπκινς χτίζει μια περίφημη πράγματι ερμηνεία. Χωρίς δραματισμούς, σε εντάσεις χαμηλές, με αδιόρατες διαφορές ημιτονίων στην έκφρασή του δίνει την άνοια του ήρωα, τον εκνευρισμό, την απογοήτευσή του, τη συντριβή του στο τέλος από τον πανδαμάτορα κύκλο του χρόνου, εκείνου που μας προσθέτει ηλικία, κάθε που κάνουμε, μαζί με τη γη όπου πατούμε, έναν κύκλο γύρω στον ήλιο, και μας φέρνει εγγύτερα στο θάνατο. Στο τέλος, ο Άντονι είναι κοντύτερα στους νεκρούς, στη χαμένη του κόρη, στη μάνα του, παρά στους ζωντανούς, στην κόρη του που τον φροντίζει ή τη νοσοκόμα του οίκου ευγηρίας.
Ο Ζέλερ αποδεικνύεται μάστορας της κινηματογραφικής έκφρασης, καθοδηγώντας και κανοναρχώντας τους ταλαντούχους συνεργάτες του. Εκτός από τον χαλκέντερο Άντονι Χόπκινς, που όλοι θα θαυμάσουν, στην επιτυχία του αυτή συντείνουν ο συνσεναριογράφος του Χάμπτον και ο φωτογράφος Μπεν Σμίθχαρντ, με ιδιαίτερο απογευματινό φως σε όλη την ταινία. Επίσης ο συνθέτης της μουσικής Λουντοβίκο Εϊνάουντι και, φυσικά, ο μοντέρ Λαμπρινός. Η Ολίβια Κόλμαν, τέλος, καταφέρνει να ισορροπήσει δίπλα στον Χόπκινς ως κόρη, προσθέτοντας στη μελοδραματική ένταση του έργου, που ο Χόπκινς συνεχώς, εκτός από το φινάλε, κρατά πολύ χαμηλά, δίνοντάς της κάποτε τόνους φλεγματικής ειρωνείας. Τα γηρατειά είναι βαρειά και ανίατη αρρώστεια, πάντοτε προς θάνατον. Και όταν φτάνεις εκεί σχεδόν ποτέ δεν μπορείς να υπολογίσεις τί θα σ’ εύρει. Το σίγουρο είναι, για να ξανάρθουμε στο σινεμά ότι, ακόμα και σ’ αυτή την εποχή των κυνικών, το μελόδραμα αντέχει. Κι ας έρχεται η ταινία από το ψυχρό Λονδίνο αντί για τη θερμή Μεσόγειο ή τον καυτό αμερικανικό Ισημερινό. Αντέχει και κρατάει θεατές, κινηματογραφική μυθολογία και βραβεία.
Δημοσιεύθηκε στην Ρήξη Ιουλίου (#170)
[1] Δες: Νίκος Καρούζος, Τα ποιήµατα Β΄ (1979-1991), Ίκαρος, σσ. 445-459.