του Γ. Παπαμιχαήλ, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Βρισκόμαστε σε μια καμπή του «διαλόγου» περί του «έθνους» και των συλλογικών, εθνικών ταυτοτήτων, που διεξάγεται κάπου μεταξύ της επιστήμης της ιστορίας και των άλλων επιστημών της κοινωνίας και του ανθρώπου. Στο όνομα μιας θετικιστικής ή «μετα-εθνικιστικής» ιδέας της «επιστημονικής αντικειμενικότητας», οι μεν ιστορικοί –κυρίως βέβαια οι μεταμοντέρνοι ή μεταμοντερνίζοντες– επιχειρούν να «κάνουν κοινωνική ψυχολογία» με τις χοντροκοπιές «λαϊκού ψυχολογικού αναγνώσματος», και με κατάλληλες διατυπώσεις «διαπιστώνουν αντικειμενικά» τις «ιδεολογικές κατασκευές» του εθνοκεντρισμού και την «επινόηση του παρελθόντος» από την αντίστοιχη «εθνικιστική» ιστοριογραφία1, οι δε κοινωνικοί ψυχολόγοι διαπιστώνουν ταυτοτικές ανακατατάξεις ή λειτουργία νέων αξιακών προϋποθέσεων και «αναπαραστάσεων», ή ακόμα, εντοπίζουν μηχανισμούς κοινωνικής επιρροής, διαδικασίες εκλογικεύσεων και συλλογικών συναινέσεων, χωρίς όμως να τους αποδίδουν καθόλου σε κάποιο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο αναφοράς που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να τους ερμηνεύσει.2
Ως γνωστόν, η έννοια του εθνικού κράτους, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα, αποτελούσε συνδυασμό δύο διαφορετικής φύσης δεδομένων τα οποία είναι:
Α) η έννοια του «έθνους» και του εθνικού χαρακτήρα μιας συλλογικότητας που, ως ιδεολογικής φύσης μόρφωμα, συμπυκνώνει τις ιδέες της κοινότητας ή της ομαδοποίησης των ατόμων και της φαντασιακής αδιαιρετότητας ή «ακεραίωσης» ενός κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται λοιπόν για μια έννοια που αφορά την «ταυτότητα» ενός ιστορικά, πολιτισμικά, ανθρωπολογικά ή οικονομικοπολιτικά οριζόμενου «εθνικού» σχηματισμού, δηλαδή της εικόνας του «συνανήκειν» και της ανάλογής της παράστασης του «Εμείς» που συγκροτεί κοινωνικά και πολιτικά τη «συνειδησιακή πεμπτουσία» της ανθρώπινης ομάδας.
Β) η έννοια της ισχύος, της κυριαρχίας, δηλαδή της κρατικής δύναμης και βίας (ένοπλης ή ιδεολογικής, έμπρακτης ή συμβολικής), που εξυπηρετεί τα επεκτατικά ή αμυντικά σχέδια ή συμφέροντα της (εθνικής ή άλλης) συλλογικότητας, στις σχέσεις της με τις άλλες εθνικές, φυλετικές ή ταξικές συλλογικότητες.
Όπως είναι γνωστό, αρκετοί μεταμοντέρνοι, ή μεταμοντερνίζοντες, ιστορικοί (που, στην Ελλάδα, οργανώνουν σήμερα τον λόγο τους υπό την μορφή της «κριτικής στα στερεότυπα της νεοελληνικής ιστοριογραφίας»- και ιδίως στον Παπαρηγόπουλο και τον Σβορώνο) αντιμετωπίζουν το «έθνος» απλώς σαν μια έκφραση της «κυρίαρχης ιδεολογίας»– ή, με πιο σύγχρονους όρους, μια «επινόηση» ή μια «κατασκευή» του κράτους και των (εκπαιδευτικών ιδίως) θεσμικών μηχανισμών που αναπαράγουν τις αξίες και τις ιδεολογίες του. Και βέβαια η «μισή» αυτή αλήθεια φαίνεται να συναρπάζει κυριολεκτικά τα πλήθη των «μαρξιζόντων» ημιμαθών ή των υπο-μαρξιζόντων φοιτητικών πληθυσμών που διαμορφώνουν την επιστημονική σκέψη τους υπό την δεσποτική ακαδημαϊκή ηγεμονία μιας τέτοιας «κριτικής». Εντούτοις, θα έλεγε κανείς ότι θα έπρεπε να είναι εξίσου προφανές– σε «μαρξιστές» ιδίως ιστορικούς, ότι κάθε μορφή κρατικής εξουσίας, ως ιστορικά συγκεκριμένη πολιτική συμπύκνωση των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων κάποιας εποχής, δεν αναπαράγει προφανώς παρά τις συγκεκριμένες νοηματοδοτήσεις και τους συμβολικούς προσανατολισμούς περί της «εθνικής συλλογικότητας» που την χαρακτηρίζει: έτσι, από την αρχαία «πόλη- κράτος» μέχρι τις σημερινές μορφές της αστικής κρατικής εξουσίας και της δυτικής «μετα-δημοκρατίας» της, οι «κρατικές» πολιτικές συμπυκνώσεις της ταξικής και κοινωνικής επικυριαρχίας και διαστρωματώσεις δεν αποτελούν αποτελέσματα κάποιας ιστορικής ή κοινωνικής «παρθενογένεσης» του «κράτους», αλλά αντανακλούν, άμεσα ή έμμεσα, τις πάντα σύνθετες και αλληλοδιαπλεκόμενες μεταξύ τους «αντικειμενικές συνθήκες» της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης των ταξικών κοινωνιών. Πιο απλά, τα «Κράτη», τα «ασιατικά δεσποτικά», αλλά και τα αστικά, μοντέρνα δυτικά κράτη, δεν μπόρεσαν να παράγουν και να αναπαράγουν το αντίστοιχο «έθνος» τους και τις δικές τους «εθνικιστικές ιδεολογίες» και νοηματοδοτήσεις του «Εμείς οι…», παρά ακριβώς επειδή ήταν και είναι συγκεκριμένα ιστορικά «πολιτικά παράγωγα» μιας αέναης και πάντα ημιτελούς συγκρουσιακής διαδικασίας νοηματοδοτήσεων του «Εμείς..» – δηλαδή «εθνογενέσεων» και «εθνοθανάτων» κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικά και πολιτισμικά ομάδων και συλλογικοτήτων («κοινοτήτων», «φυλών», συνειδήσεων «ομοιότητα» γένους και συμφερόντων κλπ), που ιστορικά πέτυχαν ή απέτυχαν να επιβιώσουν, να μετασχηματιστούν πρακτικά και συμβολικά και να διεκδικήσουν την πολιτική τους αυτονομία (το «κράτος» τους, τη «δημοκρατία» τους, την Ελευθερία τους). Η συμβίωση πολλών «εθνών» και εθνοτήτων στα πλαίσια μιας ενιαίας διοικητικής κρατικής δομής και η «ανεκτικότητα» στις «πολιτικώς επουσιώδεις» πολιτισμικές διαφορές τους χαρακτήριζε πάντα τις αυτοκρατορίες και τα πολιτισμικώς δεσποτικά καθεστώτα τους. Πολιτισμικά οριζόμενα «έθνη», ομαδοποιήσεις και οργανωμένες κοινωνικές συλλογικότητες υπήρξαν λοιπόν στην ιστορία πολλές. πολύ λιγότερες ήταν εκείνες που κατάφεραν να διεκδικήσουν με επιτυχία την πολιτική τους αυτοδυναμία και επικυριαρχία επί κάποιας συγκεκριμένης «επικράτειας». Πολλοί ιστορικοί, όπως ο Σβορώνος, έχουν επισημάνει στο έργο τους αυτό το απολύτως προφανές «ιστορικό γεγονός»– προφανές βέβαια μόνο για εκείνους που δεν έχουν οριστικά διακόψει τις σχέσεις τους με τη διαλεκτική θεώρηση της ιστορίας και δεν έχουν εγκλωβίσει τη σκέψη τους σε φωτογραφικές περιγραφές των «δεδομένων» ή μηχανιστικές κατατμήσεις της ιστορικής ρευστότητας των κοινωνιών ή της «γραμματικής των πολιτισμών» τους στα «οικονομικο-πολιτικώς» οριζόμενα στάδια. Σε όσους λειτουργούν δηλαδή όχι σαν αφελείς ιδεολόγοι αλλά σαν κοινωνικοί και πολιτικοί επιστήμονες.
Είναι όμως πράγματι πάντα «αφελείς» όλοι αυτοί οι «ιδεολόγοι» που διαχέουν τη «μεταμοντέρνα» («αντι-εθνικιστική» κλπ) «κριτική» τους στα «ερείπια του παρελθόντος» και στα νέα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας; Ή μήπως, αντίθετα, συνειδητά ή ασυνείδητα («με το αζημίωτο» ή απλώς σαν «πόντιες πόρνες»), αποτελούν την αιχμή του ιδεολογικο-πολιτισμικού δόρατος μιας νέας «μετα-εθνικής εθνογένεσης»– εκείνης που αγωνίζεται (υπό το πρόσημο της «μειονοτικής επιρροής» ή μιας «ορθολογικής κριτικής στα κυρίαρχα εθνικιστικά στερεότυπα» κλπ) για την ανάδειξη της ιστορικής αναγκαιότητας μιας ακόμα τυπικά ανύπαρκτης μορφής πολιτικής κυριαρχίας, ενός νέου παγκόσμιου (υπερ)κράτους;
Μπορούμε άραγε να αναλύσουμε και να μελετήσουμε διεξοδικά τον «κριτικό λόγο» των οργανικών διανοούμενων της «αυτοκρατορίας» (εγχώριων και μη) ως μια ιστορικά συγκεκριμένη διαδικασία «εθνογένεσης»– εκείνης της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών» και του «μετα-δημοκρατικού» καθεστώτος της;
Σε αυτή την προοπτική διεπιστημονικής μελέτης των αξιακών συστημάτων που οργανώνουν συμβολικά τις προ-αυτοκρατορικές κοινωνιοπολιτικές συνειδήσεις και τις «αντιφάσεις» του δυτικού κόσμου, απαιτούνται ορισμένες ιδεολογικές αποσαφηνίσεις: για να βγούμε πράγματι από τις ατέλειωτες συζητήσεις μεταξύ «κουφών»– και από τις μεταφυσικές ανησυχίες του μεταμοντέρνου ή, «αντίθετα», θετικιστικού συρμού, όταν αναζητάμε «σωστό ορισμό» της εννοιολογικής κατηγορίας «εθνική συνείδηση» (όπως αυτή εκφράζει μια κάποια κοινωνική ομάδα που υποτίθεται ότι την διαθέτει), ίσως θα ήταν καλύτερα αν αποφεύγαμε τους «άτεγκτους ορισμούς», για να εξετάσουμε τις ιστορικές συγκυρίες στις οποίες εμφανίζονται κοινωνικές ομάδες των οποίων τα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά εσωκλείουν κάποια μορφή εθνοτικού προσδιορισμού3. Αυτές οι ομάδες, στην παρούσα κοινωνική εμπειρία, έχουν όνομα, οργάνωση, εκπροσώπους, αξίες, συστήματα παραστάσεων του κόσμου και του εαυτού και παραδόσεις («ερειπωμένες» ή αντίθετα, «νεόδμητες»). Αντί λοιπόν να προσπαθούμε να προσδιορίσουμε κάποια «αντικειμενικά κριτήρια» με βάση τα οποία η συγκεκριμένη μορφή ομαδοποίησης των κοινωνικών υποκειμένων «πρέπει να ορίζεται» για να γίνει ένα «καλά οριοθετημένο» και «ορατό» αντικείμενο μελέτης (δηλαδή, για να εντάξουμε την ομάδα στην «αντικειμενική, ιστορική» τάξη που «βαδίζει νομοτελειακά προς τα μπροστά»– ή, αντίθετα, για να την αντιμετωπίσουμε ως «τυχαίο συμβάν» που επικαθορίζεται και συγκροτείται από τις πολιτισμικές, πολιτικές ή ιδεολογικές συγκυρίες– συνεπώς, για να την «αναγνωρίσουμε ως πραγματική» συλλογικότητα, ή, αντίθετα, να την θεωρήσουμε «ιδεολογική επινόηση» και να της αρνηθούμε το δικαίωμα στην ιστορική ή κοινωνιολογική ύπαρξη), θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε τις μορφές που παίρνει το «έθνος» ως παράγοντας της ομαδοποίησης όταν εμφανίζεται με περιοδική συχνότητα στην πολιτική και κοινωνική σκηνή. Θα έπρεπε τότε να εξετάσουμε τις διαδικασίες ταυτοποίησης, υιοθέτησης αξιών, προτύπων λειτουργίας, κοσμοειδώλων και παραδόσεων–εν τέλει, τις συμβολικές μορφές της ενσωμάτωσης ή του αποκλεισμού από τις πραγματικές ή εικονικές μορφές εξουσίας της οποίας η ομάδα είναι ταυτόχρονα ο φορέας και το προϊόν. Θα πρέπει επίσης να αναλύσουμε τις πολλές συνιστώσες της κοινωνικής εργασίας σε συμβολικό επίπεδο και της πολιτικής οροθεσίας που συνδέει τη συγκρότηση της ομάδας και που τελικά αντικειμενικοποιεί την αυτονόμησή της. Μια τέτοια προσέγγιση της «εθνογένεσης» υπερβαίνει το στενό παράδειγμα του σημερινού ορισμού της «εθνικής ταυτότητας». Μας επιτρέπει πράγματι να προσεγγίσουμε πολιτικά και «ανθρωπολογικά» τους τρόπους συγκρότησης ενός εν δυνάμει υπερεθνικού «συλλογικού υποκειμένου» χωρίς μια εδαφική προσδιορισμένη και εστιασμένη συλλογική πραγματικότητα. Να μελετήσουμε τη δόμηση και τη δυναμική ενός «μετα-εθνικού πατριωτισμού» από γενετικής άποψης, στο επίπεδο ιδίως της παραγωγής και αναπαραγωγής του σύγχρονου δήθεν «κριτικού» λόγου, και αυτό όχι μόνο στο πεδίο της Ιστορίας, αλλά και σε εκείνο της Οικονομίας, της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας ή των Πολιτικών Επιστημών.
Θα πρέπει τότε, μέσα από ένα ευρύτατο πρόγραμμα διεπιστημονικών ερευνών, να αναπτύξουμε στα Πανεπιστήμια κατ’ αρχάς, σειρές μελετών που θα προσανατολίζονται από την πρόθεση να κατανοήσουμε τη γένεση της κατηγορίας «αυτοκρατορική συνείδηση», δηλαδή των αξιών, των κοσμοειδώλων και των κοινωνικών τους παραστάσεων. Να αναλύσουμε διεξοδικά, υπό τη μορφή της «κριτικής της (μεταμοντέρνας) κριτικής», τις πολιτικές προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς συνάρθρωσης των «οργανικών της διανοούμενων» του «μετα-εθνικού σύμπαντος», γύρω από κάποιους αρχικούς αξιακούς πυρήνες, επί των οποίων σχηματίζονται τα σύγχρονα ιδεολογικά πεδία έλξης. Θα πρέπει να μελετήσουμε τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επέτρεψαν τον σχηματισμό των μεταμοντέρνων κοσμοαντιλήψεων της κοινωνίας ως «ρευστότητα» και να διερευνήσουμε τις προοδευτικές ή/και «διεθνιστικές» ιδεολογικές συνιστώσες των «αυτοκρατορικών ομάδων κρούσης» ως μόνιμων πηγών «μειονοτικής επιρροής» στα Πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ. Να διευκρινήσουμε τους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς που έχουν σαν αντικείμενο τη σημερινή μετεξέλιξη των παραδοσιακών νοηματοδοτήσεων του «έθνους». Να δείξουμε λόγου χάρη πως το εν δυνάμει «αυτοκρατορικό κράτος» επινόησε και επιχειρεί να επιβάλει ως πολιτικώς και επιστημονικώς «ορθή» την ιδέα της (εθνικής) ιστοριογραφίας ως «επινόησης» για να κατασκευάσει, στη βάση αυτής της «κριτικής του παρελθόντος» (και των «ρομαντισμών» του), τη δική του «μετα-εθνική συνείδηση»– δηλαδή τις συνεκτικές ιδεολογίες μιας «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών»– μιας «κοινωνίας» χαλαρής και χωρίς άλλες ηθικές ή συναισθηματικές «δεσμεύσεις» για τα άτομα, πέραν εκείνων που ορίζονται νομικώς ή συνταγματικώς ως «δημοκρατικώς ορθές». Να συζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η συμβολική κατασκευή της «παγκόσμιας» και «ανοικτής» κοινωνίας της «πληροφορίας και της γνώσης» εμφανίζεται «κάπου προς το τέλος της Ιστορίας», με την αξίωση να αποτελέσει το πρώτο, ίσως, «ορθολογικό έθνος» της ανθρώπινης ιστορίας. Με άλλα λόγια, να απομυθοποιήσουμε την «απομυθοποίηση» και να απομαγεύσουμε τις δήθεν «απομαγευμένες» προϋποθέσεις της. Να δείξουμε πως η σύσταση μιας ομάδας είναι σχεδόν πάντα αποτέλεσμα μιας κοινωνικοπολιτικής εργασίας συμβολικής ενοποίησης. και αυτό, ακριβώς επειδή ο «αυτοκρατορικός» εθνοτισμός και «εθνικισμός», όπως και κάθε άλλη κοινωνική κατηγοριοποίηση (π.χ. «εργατική τάξη» ή «νεότητα» κλπ), συμπυκνώνει κάτι το, κατ’ αρχάς τουλάχιστον, εμπειρικά ετερογενές και πρακτικά εξατομικευμένο. Διότι, η ομοιογένεια (π.χ. του τρόπου ένταξης στις σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης) δεν είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη συνοχής. και διότι, χωρίς την (μυθική ή όχι) πολιτική συνείδηση της πολιτισμικής (σύγχρονης) συνοχής τους, χωρίς κάποια οπωσδήποτε αφηρημένη ιδέα ενότητας, κοινότητας ή «αδελφότητας», στο συμβολικό πεδίο, οι λαοί υποδουλώνονται, οι «κοινωνίες των πολιτών» διασπώνται και εξατομικεύονται στα «εξ ων συνετέθησαν», τα θύματα της εκμετάλλευσης λειτουργούν ως ανασφαλείς δούλοι– οι δούλοι που «νομίζουν ότι χειραφετήθηκαν», παραμένουν δούλοι, όσο δεν εγείρουν πολιτικές αξιώσεις έναντι των κυρίων τους (S. Croix, 1986). Σε πολύ γενικές γραμμές, αυτούς ακριβώς τους μεθοδολογικούς άξονες προσπαθήσαμε να αναδείξουμε στους προβληματισμούς που διατυπώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν (Παπαμιχαήλ, 2001 και 2005).
Αν όμως μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση, σύμφωνα με την οποία η δημοσίως εκφερόμενη ως «ορθολογική κριτική» της νεότερης, αστικής ιστοριογραφίας περί του «έθνους» αποτελεί οργανικό τμήμα της συγκρότησης της «μεταμοντέρνας» φαντασιακής αντίληψης του «μεταεθνικού σύμπαντος», και της μυθοπλασίας που απαιτεί η συμβολική επινόηση της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών» για την ηθικοπολιτική της έστω νομιμοποίηση, οφείλουμε να ερμηνεύσουμε λίγο καλύτερα τα πλαίσια μέσα στα οποία δημιουργείται και αναπτύσσεται η αυτοκρατορική συνείδηση του κόσμου ως νέα μορφή «κοινότητας», δηλαδή ως τρόπος διατύπωσης ενός νέου, οικουμενικού «Εμείς».
Από «εθνογενετικής άποψης», μπορούμε πράγματι να αναρωτηθούμε: πέραν της ολοένα και πιο δύσκολης, ως προς την πολιτική της συγκρότηση, υποθετικής «κοινότητας» των ταξικών, ιστορικών συμφερόντων των θυμάτων της εκμετάλλευσης, ποιες άλλες «κοινότητες», φαντασιακές ή πραγματικές, διέπουν την οικοδόμηση των «εθνικών αναπαραστάσεων»(ή έστω «ιδεολογιών») αυτού του «Εμείς»; Συνήθως οι ιστορικοί μιλούν για πολλαπλούς και διαπλεκόμενους μεταξύ τους παράγοντες, όπως η «κοινότητα γλώσσας», η «κοινότητα πολιτισμού», η «κοινότητα εδάφους». Αυτή η τελευταία «μπορεί να σημαίνει και κοινότητα πολιτική, πολιτικών σχέσεων, δηλαδή όρια ενός κράτους. Σε αυτή όμως την περίπτωση απαιτείται η οικονομική ενότητα, όπως είναι στην εποχή μας η καπιταλιστική αγορά» (Ψυρούκης, 2003, σελ. 85). Έτσι, αντιμετωπίζοντας την κοινότητα εδάφους «ως ένα σύνολο δυναμικών σχέσεων και όχι ανεξάρτητα από τους άλλους παράγοντες της εθνογένεσης» (στο ίδιο, σελ. 84), μπορούμε ταυτόχρονα: α) Να συγκροτήσουμε ένα ικανοποιητικό θεωρητικό πλαίσιο ερμηνείας της παρατηρούμενης «κρίσης των εθνικών ταυτοτήτων», που συγκροτήθηκαν ιστορικά γύρω από τα μοντέρνα αστικά κράτη και τις κοινωνίες τους, συνδέοντας την κρίση αυτή με τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής αγοράς, με τον ιμπεριαλισμό και τις αποικιοκρατικές παραδόσεις των μεγάλων Δυνάμεων του δυτικού κόσμου – όπως και με τις «απελευθερώσεις» και «απο-εθνικοποιήσεις» της αγοράς εργασίας που καθιστούν τους «ελεύθερους εργαζόμενους» του καπιταλιστικού μέλλοντος δυναμικό εν δυνάμει απασχολήσιμων ανθρώπων, δηλαδή «ούτε καν δούλους». β) Να αντιληφθούμε την κρίση αυτή όχι ως κάποιο «συνειδησιακό κενό», αλλά ως συμβολική επικαιροποίηση των εθνικών ταυτοτήτων ή ως αντικατάσταση της προηγούμενης «εθνικής συνείδησης» από μια ιδέα πολιτικής ενότητας που οργανώνεται σε επίπεδο «Ευρωπαϊκής Ένωσης», «δυτικού κόσμου» ή, ακόμα πιο οικουμενικά, του «πλανήτη γη»: μια εν δυνάμει πολιτική ενότητα «αυτοκρατορικού τύπου», η οποία τείνει να ομογενοποιήσει πολιτισμικά ( με την «Αμερική» ως τοτεμική αρχή της «κοινότητας του πολιτισμού»), τους περισσότερους λαούς του δυτικού κόσμου.
Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε στην ιστορική του συνέχεια το φαινόμενο της «αδρανοποίησης των εθνικών συνειδήσεων» (στην Ελλάδα, κάπου μεταξύ «μετα-καπιταλιστικής» αποσύνθεσης, περιφερειακής υποανάπτυξης, νέων «παγκοσμιοποιητικών» εμπορευματικών και παραγωγικών σχέσεων, «εξευρωπαϊσμού», «συγκλίσεων», «αντι-εθνικισμών», νεοελληνικών λαϊκών αντιστάσεων ή «εθνικισμών», αμερικανοτραφούς «οικουμενικότητας» και «ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας», συγκρούσεων μεταξύ «ανατολίτικων» βαλκανικών και ευρωπαϊκών καταβολών, αναφορών, παραδόσεων κλπ.: κάτι παρόμοιο συνέβη άλλωστε και στις βυζαντινογενείς «ελληνικές» και φεουδαρχικές κοινωνίες κατά το διάστημα της επέλασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τη Δύση). Μας επιτρέπει όμως να κατανοήσουμε ιστορικά και πολιτικά τον «κριτικό λόγο» της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας ως προς τον «εθνοκεντρισμό» της νεοελληνικής ιστορίας, δηλαδή να τον αναλύσουμε σαν ένα σημαντικό πολιτισμικό στοιχείο της νέας, αυτοκρατορικής «εθνογένεσης».
Ένα άλλο συμπληρωματικό ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι αυτοί, που όπως λέγεται «έχουν αναλάβει» την παιδαγωγική εγχάραξη των αξιών της νέας συμβολικής τάξης στις κοινωνικές συνειδήσεις, αποτελούν τους εκφραστές μιας νέας εθνογενετικής διαδικασίας, μιας «προοδευτικής» μετα-εθνικής πολιτικής συνείδησης. με άλλα λόγια, του «προδρόμου» ενός νέου έθνους (έστω «της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών») που προσπαθεί να οικοδομήσει το αντίστοιχο υπερ-εθνικό («αυτοκρατορικό») κράτος του, δηλαδή να συμπυκνώσει πολιτικά τις σχέσεις εξουσίας της σημερινής «μεταμοντέρνας» εποχής. «Πρόδρομοι», λοιπόν, ή μήπως, αντίθετα, «οργανικοί διανοούμενοι» μιας αυτοκρατορικής κοινωνικο-πολιτικής τάξης που έχει ήδη επικρατήσει (κυριολεκτικά) στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο;
Κατά την άποψή μας, ισχύει μάλλον το δεύτερο: βέβαια, η «μεταεθνική» (πολυπολιτισμική κλπ.) εθνική συνείδηση που οργανώθηκε γύρω από την τοτεμική αρχή της «Αμερικής» (του «Νέου Κόσμου» κλπ.)έχει, από γενετικής άποψης, ένα σημαντικό παρελθόν στην ιστορία των ιδεών και των πολιτικών πολιτισμών του νεότερου δυτικού κόσμου. Ωστόσο σήμερα, πρακτικά, όντως το «σύγχρονο κράτος» (το αυτοκρατορικό δηλαδή) «παράγει το έθνος του» (τις ιδεολογίες, τις κοσμοαντιλήψεις, τα αξιακά του συστήματα κλπ). Διότι, πέραν των οικονομικών επιτελείων (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), του Διεθνούς Δικαστηρίου και των Νατοϊκών δυνάμεων κρούσης, άλλη, περισσότερο ενιαία, θεσμική και διοικητική μορφή της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας ή της «αυτοκρατορικής» πολιτικο-πολιτισμικής ηγεμονίας, δεν μπορεί ούτε χρειάζεται να υπάρξει. Είναι τα ίδια τα πρώην εθνικά κράτη, μαζί με το σύνολο του θεσμικού τους συστήματος, που μετατρέπονται σταδιακά σε τοπικούς και περιφερειακούς μηχανισμούς εδραίωσης και αναπαραγωγής της ηγεμονίας αυτής. Αν τα παραπάνω ισχύουν, η «μετάβαση» τείνει θα λέγαμε, να ολοκληρωθεί στο πολιτικό τουλάχιστον πεδίο. Στο πολιτισμικό, οι κοινωνικές, λαϊκές αντιστάσεις φαίνονται εντούτοις ακόμα αρκετά ισχυρές. Όμως, οι αξιολογικές, συγκριτικές εκτιμήσεις σε αυτό το πεδίο (μεταξύ των εθνικών και μεταεθνικών μορφών κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης των ατόμων) δεν θα πρέπει να απασχολούν υποχρεωτικά τους ερευνητές των σύνθετων διαδικασιών αυτής της «μετάβασης». Και αυτό, παρά το γεγονός ότι, στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή ψυχολογίας, πολλοί είναι πλέον εκείνοι, που αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν όρια στη θρησκευτική προσήλωση του «πρακτικού» και «απομαγευμένου» κοινού νου στα «δεδομένα». Δεν υπάρχει όριο στην αποξένωση, ούτε στην εθελοδουλεία, ούτε στην ηλιθιότητα, ούτε στη φρίκη.
Μια ομάδα που έχει εξασφαλίσει τη συνοχή της, που έχει επιβάλει στα μέλη της την ύπαρξή της και που έχει αντικειμενοποιηθεί μέσα από θεσμούς (π.χ. εκείνους του κράτους), αποκτά τις ιδιότητες ενός «αυτόνομου πράγματος». Είναι η περίπτωση των «εθνικών λαών» [που ενδεχομένως απέκτησαν κάποτε κρατική υπόσταση–χωρίς την οποία η εθνοτικώς οριζόμενη ομάδα-«λαός» θα παρέμενε σε ένα «μεταβατικό στάδιο» μέχρι την πολιτική της αυτονόμηση («Ελευθερία») ή αντίθετα, τον «θάνατό της», την απορρόφηση της από άλλες, πολιτικά κυρίαρχες συλλογικότητες και εθνικούς σχηματισμούς].Η διεκδίκηση της επιβίωσης της εθνικώς οριζόμενης συλλογικότητας, με τα αιτήματα κοινωνικής ασφάλειας, προστασίας, αλληλεγγύης και πολιτικής κυριαρχίας επί κάποιας επικράτειας, όπως εκφέρεται από τον καθημερινό λόγο πολλών πολιτών των «εθνικών λαών», δεν αποτελεί απλώς ένα δείγμα «συντηρητικών αντανακλαστικών», αλλά ένδειξη ότι, στις σημερινές μεταβατικές πολιτικές συνθήκες, η «αμυντική» λειτουργία του αστικού εθνικού κράτους λειτουργεί σε επίπεδο «πολιτικής ψυχολογίας» όχι απλώς ως «αναχρονιστικό ιδεολογικό επιβίωμα» αλλά ως πιθανό (φανταστικό έστω) ανάχωμα στην επέλαση του αγοραίου νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτή την μεθοδολογική προοπτική, όπως την ανέδειξε έξοχα ο Πολάνιι (2001), οι «αντι-κρατικές» ιδεολογίες κάποιας «αναρχο-σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς» θα πρέπει να αναλυθούν διεξοδικά ως προς τις πραγματικές, «αυτοκρατορικές» πολιτικές λειτουργίες τους. Από την άλλη, η «μετα-εθνική» συνείδηση του αυτοκρατορικού «παγκόσμιου πλήθους» (της «κοινωνίας των πολιτών» κλπ.) αποτελεί μια τέτοια μεταβατική πραγματικότητα, της οποίας οι εσωτερικές αντινομίες και η ετερογένεια (κοινωνική και οικονομική) δεν αναιρούν καθόλου μια τάση προς την πολιτισμική και πολιτική ενοποίηση, έστω και αν σήμερα δεν υπάρχει ακόμα επισήμως ένα αυτοκρατορικό κράτος. Όμως, η εντύπωση του προφανούς, της προοδευτικής συνάφειας με τα «ιδεώδη του Διαφωτισμού», της πολυπολιτισμικής συνοχής των «διαφορών που πρέπει να συμβιώνουν μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας ανεκτικότητας»– όλη αυτή η εκπραγματισμένη μυθική κατασκευή που καταφέρνει να δώσει ο «αυτοκρατορικός ειρηνισμός» στη δική του σημασιοδότηση της «παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών»– είναι το αντικειμενικοποιημένο προϊόν των ανταγωνισμών για τον ορισμό και τις (ανα)παραστάσεις της ομάδας στο πεδίο της οργάνωσης του κοινού πολιτικού δυτικού νου. Το «νομαδικό πλήθος» (εκείνο που δεν συνιστά πια έναν «λαό» ή έναν εγκατεστημένο κάπου πληθυσμό) διαθέτει ήδη, στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο, κοινές αξίες, κοινές πολιτισμικές αναφορές, κοινές «σχετικιστικές» πεποιθήσεις, κοινούς εμπειριστικο-θετικιστικούς τρόπους σκέψης και μεθόδους κατανόησης του κόσμου. Λειτουργεί όχι μυθιστορηματικά ως « εθνικός λαός», αλλά ως «μετα-ιστόρημα» ενός διάσπαρτου «έθνους» εντός μιας πολιτικής ηγεμονίας χωρίς (ακόμα) σαφές «όνομα» και εδαφικά προσδιορισμένη επικράτεια. Σε αυτές τις αναπαραστάσεις (επιπέδου «τέλους της Ιστορίας», «ανακάλυψης του Νέου Κόσμου»), η «Αμερική» λειτουργεί σαν η κύρια «τοτεμική αρχή». Σε αυτή την αρχή αναγνωρίζονται συχνά τα κοινωνικά υποκείμενα και οι λαϊκές ομάδες ή οι εικόνες των συλλογικών υποκειμένων της προηγούμενης «μισοερειπωμένης» ιστορικής παράδοσης των ευρωπαϊκών ιδίως κρατών, αλλά και αντιστέκονται οι περισσότερες κοινωνίες του μουσουλμανικού κόσμου. Άλλοτε, μέσα από αυτές τις παραστάσεις, οι διάφορες ομάδες συγκλίνουν μεταξύ τους παρά τις «διαπολιτισμικές διαφορές» ή τις επιμέρους «κουλτούρες» τους. Συνεπώς, οι παραστάσεις αυτές (της «ορθολογικότητας», της «προόδου» κλπ.) διαθέτουν μια ισχυρή ενοποιητική, πολιτισμικής φύσης, πολιτική δυναμική η οποία λειτουργεί αποτελεσματικά ακόμα–και ιδίως– όταν τα άτομα που συγκροτούν αυτές τις «διαφορετικές συλλογικότητες» και «κουλτούρες» θεωρούν ότι επιμένουν στις ιδιαίτερες «ταυτότητές» τους, δεν «αφομοιώνονται». Έτσι, οι παραδοσιακές (αστικές) εθνικές κοινωνίες «αποδομούνται εσωτερικά» χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα άτομα «γνωρίζουν» τις πραγματικές διαδικασίες της συγκρότησης της νέας «υπερεθνικής» εθνικής τους συνείδησης. Άλλοτε πάλι, οι κοινωνίες και τα άτομα «που τις αποτελούν», επειδή ακριβώς τα ανθρώπινα άτομα «αποτελούνται πάντα από κοινωνίες», όπως έλεγε ο Moscovici, αγνοούν τους λόγους για τους οποίους βρίσκονται σε διάσταση ως προς τις «απόψεις» ή τις «πολιτικές τους ευαισθησίες».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
• Παπαμιχαήλ, Γ., Εξατομίκευση και Παγκοσμιοποίηση, τ. 1 και τ. 2, εκδ. University Studio Press, 2001.
• Παπαμιχαήλ, Γ., Αυτοκρατορία και Συνειδήσεις, εκδ. Gutenberg, 2005.
• Πολάνυ, Κ., Ο μεγάλος μετασχηματισμός, εκδ. Νεφέλη, 2001.
• Ψυρούκης, Ν., Το Εθνικό Ζήτημα, εκδ. Αιγαίον-Κουκίδα, 2003.
• De Sainte-Croix, G. E. M., Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, εκδ. Ράππας, 1986.