του Γ. Καραμπελιά από το Άρδην τ.74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Στην Ελλάδα δεν διαπιστώνεται μία κάθετη αντιπαράθεση «Διαφωτισμού» και παραδοσιακής ιδεολογίας και θεσμών, ούτε μία υπεροχή των «διαφωτιστικών» –με τη δυτικοευρωπαϊκή έννοια του όρου– στοιχείων έναντι των ρομαντικών και «αναγεννησιακών», εξαιτίας της ύπαρξης της εθνικής και θρησκευτικής καταπίεσης. Υπό αυτή την έννοια μιλούμε μάλλον για μια νεοελληνική παλιγγενεσία ή Αναγέννηση, όπου τα στοιχεία της επέκτασης της παιδείας συνδυάζονται με την ανάπτυξη των εθνικο-απελευθερωτικών κινήσεων και αγώνων, με τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας, κ.λπ.
Ενας από τους πλέον διαδεδομένους κοινούς τόπους σε ό,τι αφορά στον δυτικό Διαφωτισμό είναι πως αποτέλεσε την άμεση έκφραση του ανταγωνισμού της «ανερχόμενης» αστικής τάξης προς την τάξη των ευγενών και την απολυταρχία. Βέβαια, το γεγονός ότι η Αικατερίνη η Μεγάλη ή ο Φρειδερίκος της Πρωσίας υπήρξαν μεγάλοι προστάτες των διαφωτιστών, και μάλιστα ακραίων, όπως ο Βολταίρος, συσκότιζε εν μέρει αυτή την εικόνα, αλλά δεν έπαυε να παραμένει κυρίαρχη. Σήμερα όμως που έχουν μελετηθεί περισσότερο σε βάθος τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της δυτικής διανόησης και ιδιαίτερα των διαφωτιστών, μια τέτοια αντίληψη έχει καταρριφθεί τουλάχιστον σε ό,τι αφορά κάποια «άμεση αντανάκλαση» της ταξικής φύσης των διαφωτιστών στο έργο τους, ή ακόμα και μιας οποιασδήποτε άμεσης συνάφειας του έργου τους με το κοινό της αστικής τάξης. Στη Γαλλία, στον μεγάλο αιώνα του Διαφωτισμού, τον 18ο, η αστική τάξη συμμετείχε ελάχιστα στην πνευματική κίνηση. Από τους συνεργάτες του μεγαλύτερου έργου του Διαφωτισμού, της Εγκυκλοπαίδειας, μόνο το 4% προερχόταν έστω έμμεσα από τον χώρο του εμπορίου και της βιομηχανίας.1 Από τα 6.000 μέλη της Ακαδημίας στο Παρίσι και την επαρχία, μόνο 160 ήταν επιχειρηματίες και έμποροι2. Από τους συνδρομητές της εφημερίδας Mercure de France, μόνο το 5% είχαν εμπορική ιδιότητα, και το 3% των συνδρομητών του Dictionnaire d’ Expilly. όσο για τις επιστολές που απευθύνονταν στους Ντιντερό, Μοντεσκιέ και Βολταίρο, οι προερχόμενες από την αστική τάξη ήταν κάτω από 5%.3 Οι υποστηρικτές του Διαφωτισμού προέρχοταν κυρίως από την τάξη των ευγενών, συχνά οικονομικά κατεστραμμένων, ή από την κρατική γραφειοκρατία και τα ελευθέρια επαγγέλματα.
Αντίθετα στην Ελλάδα, το φαινόμενο του ελληνικού «φωτισμού» έχει ως βάση και στήριγμα τόσο την Εκκλησία, όσο και τους Φαναριώτες και τους αστούς-εμπόρους, ενώ σε αντίθεση με τα θρυλούμενα από τους εκσυγχρονιστές διανοουμένους της εποχής μας, οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου θα διαδραματίσουν ασήμαντο ρόλο στην άμεση προετοιμασία της επανάστασης. Έτσι, επί παραδείγματι, κανένας λόγιος δεν περιλαμβανόταν στην ηγεσία της Φιλικής, ενώ ελάχιστοι, όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας ή ο Βενιαμίν ο Λέσβιος διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην επαναστατική διαδικασία. Χαρακτηριστικά μάλιστα, ο «ύπατος των λογίων», ο Αδαμάντιος Κοραής, και ο σημαντικότερος οπαδός του ο Κωνσταντίνος Κούμας, δεν υπήρξαν καν μέλη της Φιλικής. Η απόπειρα του Ρήγα Φεραίου να συνδυάσει τον «φωτισμό του γένους» με την επανάσταση θα παραμείνει εμβληματική, αλλά χωρίς συνέχεια.
Λόγιοι και χυδαίοι
Αξιοσημείωτη παραμένει λοιπόν η διαφοροποίηση μεταξύ της ιντελιγκέντσιας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν ρωσικό όρο, και των λαϊκών στρωμάτων του ελληνικού κόσμου, διαφοροποίηση που θα σημαδέψει όλη τη νεώτερη ελληνική ιστορία και της οποίας οι ρίζες μπορούν να ανευρεθούν ίσως τόσο μακριά στο παρελθόν όσο στην ελληνιστική εποχή και πάντως οπωσδήποτε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.
Συχνά έχουμε τονίσει πως η ελληνική διανόηση παραμένει διαχωρισμένη από τα λαϊκά στρώματα και δεν κατόρθωσε σχεδόν ποτέ να μεταβληθεί σε μια «οργανική διανόηση» και ακόμα περισσότερο σε μια «επαναστατική διανόηση», τόσο σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα της γαλλικής επανάστασης, όσο και εκείνα της ρωσικής ή του αποικιακού χώρου (Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, κλπ.). Η ελληνική ιντελιγκέντσια θα παραμένει σχετικά αποκομμένη από τις λαϊκές τάξεις, ενώ η παραδοσιακή διανόηση –ιδιαίτερα ο κατώτερος κλήρος– θα διατηρεί περισσότερες σχέσεις μαζί του. Μία από τις βασικές αιτίες αυτού του φαινομένου, αλλά ταυτόχρονα και σύμπτωμά του, θα αποτελέσει η γλωσσική διμορφία που εγκαινιάζεται ήδη από την ελληνιστική εποχή. Οι διανοούμενοι θα επιχειρούν μια επιστροφή στον αττικισμό, την ίδια στιγμή που ολόκληρη η καθ’ ημάς Ανατολή θα μιλά και θα γράφει στην κοινή ελληνική. Ίσως μάλιστα ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της επέκτασης του χριστιανισμού έναντι των παλιών θρησκειών και των παγανιστών διανοουμένων είναι η χρήση της καθομιλουμένης ελληνικής τόσο στα Ευαγγέλια όσο και από τους Αποστόλους και Επισκόπους. Από τότε και στο εξής δύο διαφορετικές παραδόσεις θα διακρίνουν τις λαϊκές τάξεις και τη διανόηση. Η μία θα εκφράζεται κυρίως με το δημοτικό τραγούδι, τις λαϊκές διηγήσεις, τις λαϊκές φυλλάδες, η άλλη, στην πλειοψηφία της, με κείμενα που άσχετα με την ποιότητα και την αξία τους, θα παραμένουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ερμητικά κλειστά για τις λαϊκές τάξεις. Και μόνο η γλώσσα της Εκκλησίας –η οποία θα προσκολληθεί και αυτή στην καθομιλουμένη των πρώτων χριστιανικών αιώνων– τα ευαγγέλια, η λειτουργία, η Αγία Γραφή, θα φέρνει σε κάποια επαφή τα λαϊκά στρώματα με την ερμητική γλώσσα των λογίων.
Το αποτέλεσμα αυτής της διχοτομίας υπήρξε καταλυτικό. Τα λαϊκά στρώματα θα μένουν εν πολλοίς αποξενωμένα από τον προβληματισμό της διανόησης και η τελευταία θα παραμένει ξεκομμένη από τον λαό, με συνέπεια την ίδια την καχεξία της πνευματικής παραγωγής. Τα παραδείγματα του Έπους του Διγενή και του Ερωτόκριτου θα αποδεικνύουν a contrario τις κρυμμένες δυνατότητες μιας διαφορετικής εξέλιξης. Αυτά τα λόγια έργα, γραμμένα στη «δημοτική», θα βρίσκονται στο στόμα του λαού και θα απαγγέλλονται από στήθους. η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου θα γνωρίσει δεκάδες εκδόσεις, ο Ερωτόκριτος θα χρησιμεύσει ως υπόβαθρο για αναρίθμητες κρητικές μαντινάδες και θα διοχετεύσει πολλά λόγια στοιχεία στη δημοτική παράδοση. Το Έπος του Ακρίτη θα αναγεννήσει ολόκληρη την ακριτική ποίηση, που θα διατηρηθεί στην προφορική παράδοση της Καππαδοκίας, της Κύπρου, του Πόντου, μέχρι τον 20ό αιώνα.
Ο Ακρίτης, συνταγμένος σε γλώσσα που τον έκανε προσιτό στον απλό μεσαιωνικό άνθρωπο, επηρέασε σημαντικά το δημοτικό τραγούδι, και καθώς ήταν ο ίδιος στενά συνδεδεμένος με μια προηγούμενη προφορική ποιητική παράδοση, έγινε με τη σειρά του πηγή κριτικών ασμάτων». Ξέρομε σήμερα,… ότι με ανάλογο τρόπο προήλθαν από το ισπανικό έργο του Cid τα λεγόμενα romances viejos, τα «παλιά ισπανικά τραγούδια»4.
Ενώ βέβαια η Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής5, τα Φιλοθέου Πάρεργα, το «πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα» του Νικολάου Μαυροκορδάτου6 και τα έργα του Ευγένιου Βούλγαρη, θα παραμένουν προσπελάσιμα μόνο από έναν στενό κύκλο μυημένων και «ειδημόνων», γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές θα κυκλοφορούν για πολλά χρόνια υπό τη μορφή χειρογράφου.
Στη καθολική Δύση, η σύγκρουση μεταξύ της αναδυόμενης εθνικής κουλτούρας και γλώσσας με τη λατινόφωνη Εκκλησία θα οδηγήσει σε δύο κατευθύνσεις. Είτε στη Μεταρρύθμιση και την ανάδυση μιας εγχώριας εκκλησιαστικής και θρησκευτικής παράδοσης είτε, στις χώρες που παρέμειναν καθολικές, στη βίαιη σύγκρουση μεταξύ της θύραθεν διανόησης και του λατινόφωνου κλήρου. Στην πρώτη περίπτωση, οι λαϊκές τάξεις θα συνδεθούν με τα μεταρρυθμιστικά κινήματα (βλέπε τον πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία, τον Κρόμγουελ και τους Αναβαπτιστές στην Αγγλία, τους Αναβαπτιστές ή τους Καρθουσιανούς στην Ολλανδία, το Βέλγιο ή τη Βόρεια Γαλλία, τους Μοραβούς Αδερφούς και τους Χουσίτες στην Τσεχία, κ.λπ. κ.λπ). Στις χώρες της προτεσταντικής παράδοσης δεν θα παρατηρηθεί βίαιη σύγκρουση διανόησης και μεταρρύθμισης, αντίθετα. Είναι ίσως και ένας από τους σημαντικότερους λόγους, αν όχι ο κυριότερος, για την απουσία διχοτομίας μεταξύ διανόησης και λαϊκών τάξεων, και ταυτόχρονα για την έλλειψη μιας ισχυρής επαναστατικής και ανατρεπτικής παράδοσης στη διανόηση αυτών των χωρών. Οι τελευταίες επαναστάσεις του προτεσταντικού χώρου θα συνδεθούν με θρησκευτικές διεκδικήσεις. Στις χώρες που παρέμειναν καθολικές, η κοινωνία και οι διανοούμενες τάξεις ευρύτερα θα γνωρίσουν ένα βαθύ διχασμό μεταξύ λατινόφωνων κληρικών και διαφωτιστών διανοουμένων.
Η εθνική κουλτούρα θα εκφραστεί κατ’ εξοχήν μέσω της αντίθεσης των λαϊκών τάξεων και των διανοουμένων με τον καθολικισμό. Στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Λατινική Αμερική, η «επαναστατική διανόηση» θα εκφράσει την αστική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πόλης, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς». Εδώ ακριβώς η σύγκρουση με τον κληρικαλισμό και την Εκκλησία θα πάρει τις οξύτερες μορφές της (επισημοποίηση της λατρείας του Υπερτάτου Όντος στη Γαλλία, διώξεις εναντίον των κληρικών και βίαιη αντιπαράθεση των Ισπανών και Ιταλών επαναστατών με την Εκκλησία, από τον Φίλιππο Μπουανορότι, στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιταλία, έως τον Μπουοναβεντούρα Ντουρούττι του εμφύλιου πολέμου στην Ισπανία).
Τέλος, στη Ρωσία, μετά την εξάντληση της περιόδου της φωτισμένης δεσποτείας (από τον Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη έως τον θάνατο του Αλεξάνδρου Α΄ το 1825), και της εισόδου των ιδεών του δυτικού διαφωτισμού, ενάντια στην οποία θα στραφεί η αντίδραση του σλαβόφιλου και ορθόδοξου ρομαντισμού, αρχίζει μια περίοδος «αντίδρασης», κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος της Εκκλησίας θα ταυτιστεί με τον τσαρικό δεσποτισμό, το έως τότε εξισωτικό και δημοκρατικό σλαβόφιλο ρεύμα θα παραχωρήσει τη θέση του στον πανσλαβισμό και η ρομαντική και επαναστατική σύνθεση θα εκφραστεί από την επαναστατική διανόηση των ναρόντνικων, των αναρχικών και των μαρξιστών στη συνέχεια. Οι «στάρτσκι» θα περάσουν σε δεύτερο πλάνο και η επαναστατική διανόηση θα έρθει σε άμεση σύγκρουση με τον τσαρισμό και τον κλήρο. Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και η επανάσταση του 1905 εγκαινιάστηκε με μια λαϊκή διαδήλωση, με εικόνες της Παναγίας και του Τσάρου, την οποία καθοδηγούσε ένας παπάς, ο παπα-Γκαπόν, που θα αποδειχθεί στη συνέχεια πράκτορας της μυστικής αστυνομίας του Τσάρου, της Οχράνας.
Στον ελληνικό χώρο αντίθετα, ιδιαίτερα μέχρι την Επανάσταση του ’21, η εθνικοαπελευθερωτική φύση της επανάστασης, ο ρόλος της Εκκλησίας για τη διατήρηση του γένους και η μεταπρατική –κυρίως– υφή της εμπορικής και καπιταλιστικής ανάπτυξης του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση των μετασχηματισμών που είχαν αναφανεί στον βόρειο ελλαδικό, τον νησιωτικό, και τον κεντροανατολικοευρωπαϊκό παροικιακό χώρο και οι οποίοι σηματοδοτούνται ιδεολογικά με τον δημοτικισμό ενός Καταρτζή και το επαναστατικό σχέδιο ενός Ρήγα. Η ελληνική διανόηση «δεν θα προλάβει» να μετασχηματιστεί –αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό– σε επαναστατική διανόηση, να αποχωριστεί από την Εκκλησία και να ηγηθεί ενός κινήματος του συνολικού ελληνικού ή βαλκανικού χώρου, κάτι που μόνον η επτανησιακή διανόηση θα αποπειραθεί. Η Φιλική Εταιρεία θα δώσει το έναυσμα και στη συνέχεια θα χαθεί από το ιστορικό προσκήνιο, στον βαθμό που η Επανάσταση θα περιοριστεί στη Νότια Ελλάδα. Οι διανοούμενοι θα γίνουν είτε γραμματικοί των καπεταναίων είτε πολιτικοί. Τα λαϊκά στρώματα θα αναδείξουν στην ηγεσία του αγώνα τους παλιούς Κλέφτες και αρματωλούς, ενώ οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί θα αναδειχθούν σε ιμάντες μεταβίβασης της επιρροής των ξένων μεγάλων δυνάμεων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η επανάσταση θα διεξαχθεί με μια δικέφαλη ή τρικέφαλη ηγεσία, δεδομένου ότι λαϊκοί ηγέτες και διανοούμενοι δεν ταυτίζονταν. Στην Ελλάδα δεν θα υπάρξει Ροβεσπιέρος και Μπολιβάρ, Γαριβάλδης και Λένιν. Το αδιέξοδο θα καταδειχθεί ακόμα πιο έντονα μετά την Επανάσταση, όταν θα κυριαρχήσει το πνεύμα του αρχαϊσμού και θα εγκαταλειφθεί εντελώς ο δημοτικισμός, που είχε δώσει ήδη δείγματα γραφής με τον Ψαλλίδα, τον Καταρτζή, τους Δημητριείς, τον Χριστόπουλο, την Ελληνική Νομαρχία, έστω και καθ’ υπερβολήν7, θα επιβιώνει μόνο στα Επτάνησα (Σολωμός, Βαλαωρίτης, Ιακωβάτος, κ.λπ). Μόλις στα 1880, με την ψυχαρική έκρηξη, τον Παλαμά και τη γενιά του ’80, το κλίμα θα αρχίσει να μεταβάλλεται, γεγονός συνδεδεμένο και με την ύστατη έκλαμψη του ελληνισμού, έως το 1920.
κοινωνικές αντιθέσεις και εθνικό ζήτημα
Εξαιτίας του εθνικού ζητήματος και του συνακόλουθου αλυτρωτισμού οι ταξικοί ανταγωνισμοί –υπαρκτοί και ενεργοί– δεν θα αποτελέσουν στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το 1922, επίκεντρο των αντιπαραθέσεων κατά τον τρόπο που συνέβη π.χ. στη Γαλλική ή την Ρωσική Επανάσταση. Σε όλη την μακρά περίοδο, που αρχίζει από τα τέλη του 13ου και φθάνει έως τις αρχές του 20ού αιώνα, με όλες τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις, παρ’ όλους τους εμφυλίους πολέμους, έκφραση αυτών των ανταγωνισμών, κυρίαρχος θα παραμένει ο θεμελιώδης ανταγωνισμός με τον ξενικό ζυγό.
Ο Νίκος Σβορώνος θα εκφράσει με ενάργεια αυτή την πραγματικότητα:
Η αντιστασιακή αυτή διαδικασία, με την πιο πλατιά σημασία του όρου, που περιέχει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης της ιδιαίτερης προσωπικότητας ενός λαού, παίρνει διάφορες μορφές: από την απλή προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες, με προοπτική τη διείσδυση στους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς της κατάκτησης και τη μετατροπή τους σε όργανα εθνικής συντήρησης (Εκκλησία – Φαναριώτες – κοινότητες – αρματολοί, στην Τουρκοκρατία) και την ολοένα και περισσότερο ενεργό συμμετοχή στους οικονομικούς μηχανισμούς των κατακτητών και ιδιαίτερα των δυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή, που έδωσε ως το τέλος του ιθ΄ αι. τις πραγματικές διαστάσεις του Ελληνισμού, ως τη συνεχή παθητική ή ένοπλη αντίσταση (κλεφτουριά – αλλεπάλληλα, έστω και ξενοκίνητα, κινήματα), που κατέληξαν στην εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του ’218.
Και προφανώς, το ίδιο, σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση, θα συμβαίνει σε όλη την περίοδο που προηγείται της Επανάστασης του ’21. Η εκ των υστέρων αναγωγή της αντίθεσης διαφωτισμού-σκοταδισμού σε κυρίαρχη, έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται το σύνολο της περιόδου ως περίοδος του «διαφωτισμού», είναι μια όψιμη, και διά της πλαγίας οδού, επιστροφή στο παλιό «μαρξιστικό σχήμα» της ελληνικής Επανάστασης του ’21 ως κοινωνικής-αστικοδημοκρατικής επανάστασης, το οποίο εισήγαγε ο Γεώργιος Σκληρός, υποστήριξε ο Γιάννης Κορδάτος σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά απορρίφθηκε στη συνέχεια και από το ίδιο το ΚΚΕ9.
Και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της επανάστασης είχαν συνείδηση αυτής της διαταξικότητας.
Ο Κολοκοτρώνης, μιλώντας στη σπουδάζουσα νεολαία, στην Πνύκα, τόνιζε: «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την επανάσταση, δεν συλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πώς δεν έχουμε άρματα… αλλ’ ως μια βροχή έπεσεν εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και οι Κληρικοί και οι Προεστοί, και οι Καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν τον σκοπόν και εκάμαμε την επανάσταση…».
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, προς τους Στερεοελλαδίτες: «…Όλοι μαζί εδράξαμεν τα όπλα εξ αρχής της Επαναστάσεως και συμφώνως τα εμεταχειρισθήκαμεν κατά του κοινού εχθρού της Πατρίδος και της θρησκείας μας…».
Και ο Φωτάκος έχει γράψει στα Απομνημονεύματά του: «Ο αξιοσέβαστος Κλήρος των Ελλήνων Χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε βαρύτητα και την βεβαιότητα εις τον της επαναστάσεως και ένεκα τούτου εις τους Έλληνας, εφαίνετο, ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι εις χείρας του Θεού διά των λειτουργών της θρησκείας του»10.
Η επανάσταση υπήρξε λοιπόν εθνικοαπελευθερωτική, χωρίς αυτό να αναιρεί την παρουσία των τάξεων στο εσωτερικό της και τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιξε η θρησκεία και η Εκκλησία στη διατήρηση της εθνικής συνοχής, η διανόηση και η αστική τάξη στην προετοιμασία της, υλική και πνευματική, και οι λαϊκές τάξεις στη διεξαγωγή της. Αυτή η πραγματικότητα καταδεικνύεται εναργέστατα από την εξαιρετική ρευστότητα των συμμαχιών και των τοποθετήσεων σε όλη την περίοδο που ονομάζουμε συμβατικά «νεοελληνικός διαφωτισμός».
Αναφερθήκαμε ήδη στον Ρήγα Φεραίο και την προσπάθειά του για πολλαπλές «συμμαχίες» και αναφορές. Η Φιλική Εταιρεία παραμένει χαρακτηριστική. Αρχικά επρόκειτο για μια εταιρεία που συγκροτήθηκε από ριζοσπάστες, καρμπονάρους ή και μασόνους (όπως ο Εμμανουήλ Ξάνθος), προερχόμενους από τα κατώτερα στρώματα της εμπορικής αστικής τάξης. Ο Καποδίστριας, εντελώς χαρακτηριστικά, θα τους περιγράψει ως «ελεεινούς εμποροϋπάλληλους κατεστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής»11. Όταν, ωστόσο, θα αρχίσει να διευρύνεται (υποστηρίζεται πως πριν την επανάσταση είχε φτάσει τα 80.000 μέλη12), θα μεταβληθεί και η σύνθεση της ηγεσίας και οι προσανατολισμοί της. Ήδη, το 1818, μέλος της «Ανωτάτης Αρχής» και χρηματοδότης της Φιλικής γίνεται ο μεγαλέμπορος της Κωνσταντινούπολης Παναγιώτης Σέκερης, στενός φίλος του Γρηγόριου Ε΄13. Εν συνεχεία, θα γίνουν μέλη της Φαναριώτες (Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Νέγρης), ανώτατοι κληρικοί (Διονύσιος Εφέσου, Παλαιών Πατρών Γερμανός), κοτζαμπάσηδες (Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Δηλιγιάννης), όλοι οι πρόξενοι της Ρωσίας στις ελληνικές πόλεις, μεγαλέμποροι, τέλος, δε, ο υπασπιστής του Τσάρου, Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα χριστεί αρχηγός της. Παράλληλα, «ποιμένες και χοιροβοσκοί και κάπηλοι και αχθοφόροι ακόμη εμυήθησαν»14˙ η Εταιρεία αποκτά μια ευρύτατη διαταξικότητα και μια δομή ανάλογη με εκείνη της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της. Οι προσπάθειες κάποιων να διατηρηθεί ο κοινωνικά και πολιτικά ριζοσπαστικός χαρακτήρας, που αρχικώς διέθετε, θα αποβούν άκαρπες. Επί παραδείγματι, όταν πραγματοποιείται η «δεξιά στροφή» του 1818, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, από τα επιφανή μέλη της στην Κωνσταντινούπολη, θα αποσχισθεί και θα ιδρύσει μια νέα, πιο ριζοσπαστική εταιρεία, με στόχους κοινωνικούς, παράλληλα προς τους εθνικοαπελευθερωτικούς. Όμως, μετά την έντονη αντίδραση του Τσακάλωφ, η νέα εταιρεία διαλύθηκε και τα μέλη της επανέκαμψαν στη Φιλική15.
Αναφέραμε ήδη στην εισαγωγή πως η διπολική αντιπαράθεση Διαφωτισμού-Εκκλησίας υποκρύπτει ένα κατ’ ουσίαν τριπολικό σχήμα όπου ο τρίτος πόλος, τον οποίο αποκαλέσαμε κατά συνθήκη βαλκανικό, ή λαϊκό-δημοκρατικό, εκφράστηκε κατ’ εξοχήν με τον Καταρτζή, τον Ρήγα Φεραίο, τη Φιλική Εταιρεία, τον Διονύσιο Σολωμό, και είναι ο δρόμος της σύνθεσης μεταξύ της εγχώριας παράδοσης και της μοντερνικότητας, της δημιουργίας ενός ελληνικού υποδείγματος στον σύγχρονο κόσμο. Αυτός ο πόλος, ο οποίος ενισχύεται στη νεώτερη ιστορική διαδρομή μας, από τον 18ο έως το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, θα καραβοτσακιστεί στα παράλια της Σμύρνης, το 1922.
Οι τρεις πόλοι, των οποίων επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά, θα παραμένουν στις ελληνικές συνθήκες εξαιρετικά ρευστοί και χωρίς στεγανούς διαχωρισμούς.
Το ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσουμε, και το οποίο συμπυκνώνει ολόκληρο τον «καημό της ρωμιοσύνης», είναι γιατί απέτυχε αυτός ο «τρίτος πόλος» και δεν κατόρθωσε να αναχωνεύσει οργανικά τους δύο άλλους. Τωόντι, η απάντηση υπερέβαινε πλέον τις δυνάμεις του τότε ελληνισμού: θα έπρεπε να διαμορφώσουμε μια πρόταση παγκόσμιας εμβέλειας, που να απαντά στην κυριαρχία του δυτικού ορθολογισμού, πριν ακόμα μετανεωτερικές απαντήσεις (οι οποίες παραμένουν έως και σήμερα ζητούμενο) αναδειχθούν σε παγκόσμια κλίμακα. Εγκλωβιστήκαμε, κατά συνέπεια, σε μια αδιέξοδη διαμάχη˙ μια διαμάχη που τόσο χαρακτηριστικά θα αποτυπώσουν οι θέσεις του Αδαμάντιου Κοραή, από τη μία, και του Αθανάσιου Πάριου, από την άλλη. Οι δυτικοκεντρικοί διαφωτιστές μας θα θεωρούν πως αρκεί να φωτιστούν οι Έλληνες με τα δυτικά φώτα της επιστήμης και της παιδείας για να ανατείλει ένας νέος κόσμος ισότητας και αδελφοσύνης, τέτοιος που τον προανήγγειλε η γαλλική Επανάσταση, ενώ οι παραδοσιοκεντρικοί Κολυβάδες θα υποστηρίζουν πως, μέσα στον Διαφωτισμό, υπάρχει ήδη το σκουλήκι του δυτικού ατομισμού, της νοησιαρχίας και της βουλημικότητας ενός αχαλίνωτου Εγώ και, επομένως, η μόνη σωτηρία βρίσκεται στη επιστροφή στο παρελθόν.
ανατολή και δύση
Ο Μάρκος Ρενιέρης, μερικά χρόνια αργότερα, το 1842, στο πολύκροτο δοκίμιό του «Τι είναι η Ελλάς; Ανατολή ή Δύσις;» γράφει:
Αλλ’ η Ελλάς ημέραν παρ’ ημέραν εξαλείφει από το ωραίον σώμα της τα τελευταία ταύτα διεφθαρμένων χρόνων ίχνη, και προς τους ολίγους των βυζαντινών ιδεών οπαδούς απευθύνει τους λόγους τούτους˙ «αν θέλετε, ω μικρόνοες, ν’ αντισταθήτε εις το μέγα της Δύσεως κύμα, πρέπει ν’ ανεγείρετε περί την Ελλάδα της Κίνας το περιτείχισμα˙ πρέπει να καταργήσετε όλους τους νόμους όσοι έγιναν από της ημέρας της αναγεννήσεώς μου, καθότι εις όλους εμφωλεύει της Δύσεως ο σκώληξ˙ πρέπει εις τα σχολεία ν’ αντικαταστήσετε τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη διά της Βυζαντίδος˙ (…) Και όμως της Δύσεως το κύμα (…) το κύμα τούτο θέλει να σας περιβάλει και να σας πνίξει˙ η Ελλάς αν και εις εαυτήν μόνην εγκαταλελειμένη, θέλει εύρει αφ’ εαυτής ως η μαγνητική βελώνη, την διεύθυνσίν της16.
Ο Ρενιέρης θα θέσει ανοικτά το ζήτημα της μετακένωσης της Δύσης στην Ευρώπη και μάλιστα θα θεωρήσει ακόμα και τους αρχαίους Έλληνες ως «δυτικούς» συγγραφείς, διό και κάθε αντιδυτική πολιτική θα είναι υποχρεωμένη να αντικαταστήσει «τον Πλάτωνα και τον Δημοσθένη δια της Βυζαντίδος»! Η διδασκαλία των αρχαίων όχι απλώς αντιπαρατίθεται στο Βυζάντιο και την ανατολική παράδοση –ενισχύοντας την καχυποψία των «Κολυβάδων» για τον ρόλο και τη λειτουργία της αρχαιολατρείας ως οχήματος στρεφομένου κατά της ορθοδοξίας– αλλά προσγράφεται στην παράδοση της Δύσης! Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη Δύση, υποτασσόμενη εις «της δύσεως το κύμα, εκείνο το οποίον επλημμύρισε τας υψηλοτάτας της ινδικής Ιμαλαΐας κορυφάς και άρχεται εισχωρούν εις αυτήν την μέχρι τούδε εις την Δύσιν κατάκλειστον Κίναν»17. Ανάλογο… λυρισμό θα συναντήσουμε μόνο στο… Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Στη θέση της παλιάς απομόνωσης και της τοπικής και εθνικής αυτάρκειας, αναπτύσσεται ένα γενικευμένο εμπόριο, μια γενική αλληλεξάρτηση των εθνών.(…) Η φθηνή τιμή των προϊόντων παραμένει το βαρύ πυροβολικό που διαπερνά όλα τα σινικά τείχη και υποχρεώνει σε συνθηκολόγηση ακόμα και τους βαρβάρους, τους πιο εχθρικά διατεθειμένους απέναντι στους ξένους»18.
Η Πατρική Διδασκαλία, από την απέναντι όχθη, στην αντίθεσή της με τη Δύση και τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, θα δικαιολογήσει την οθωμανική κυριαρχία ως θεϊκή τιμωρία για τη διαφθορά της ορθόδοξης πίστης. Ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στην επίθεση κατά των επαναστατικών κινημάτων, αλλά περιλαμβάνει και μια γενικότερη ιδεολογική και φιλοσοφική κριτική του φιλελευθερισμού, η οποία μοιάζει ταυτόσημη με τις επικρίσεις των συντηρητικών ρομαντικών της Αγγλίας (όπως του Burke), και της Γερμανίας, γεγονός που εκπλήσσει, αλλά και ενισχύει την υπόθεση της συγγραφής της από τη λογία κάλαμο του Αθανασίου Πάριου.
Όταν λέγομεν «διοίκησιν» πρέπει να εννοήσωμεν ένα πλήθος ανθρώπων φύσει διαφόρου καταστάσεως, οπού κατοικούν εις μίαν και την αυτήν πολιτείαν ήγουν δυνατούς και αδυνάτους, ευρώστους και ασθενείς, γνωστικούς και αγνώστους. Η «ελευθερία» εις αυτούς ημπορεί να συστηθή; Εις αυτήν ουν την Δημοκρατίαν αυτούς τους διαφόρου καταστάσεως ανθρώπους ως αυτεξουσίους, όταν τους θεωρήσωμεν και ανυποτάκτους πώς μπορεί να συστηθή αυτή η διοίκησις; Ο δυνατός επικρατήσει του αδυνάτου, ο εύρωστος του ασθενούς… Ποία λοιπόν ευταξία θέλει μείνει εις αυτήν την διοίκησιν, και ποία χρηστοήθεια όταν βασιλεύουν τα πάθη, ποία δε ασφάλεια πολιτών όταν η αρπαγή υπερισχύει; Η μόνη επαινετή ελευθερία είναι η κατά τρίτου σημαινομένου. Αυτή εις το σύστημα των νέων φιλελευθέρων τόπον δεν έχει… Επειδή πώς ημπορούν να ζήσουν χωρίς έλεγχον της συνειδήσεως, αυτοί οπού απατηθέντες και εις αθλίαν ελθόντες κατάστασιν, πάσχουν ήδη να απατήσουν και να αφανίσουν τους άλλους… το καινόν τούτο σύστημα δεν είναι άλλο παρά μία σύγχυσις και ανατροπή των καλών διοικήσεων… (σελ. 29-34)19.
Ο Κοραής ορθώς θα επισημάνει στην Αδελφική Διδασκαλία ότι «όσα κακά συκοφαντών προσάπτει εις τα νεωστί ελευθερωθέντα της Ευρώπης έθνη, ευρίσκονται πραγματικώς εις την τουρκική επικράτειαν. Εις αυτήν (…) βασιλεύουσι τα πάθη, εις αυτήν υπερισχύει η αρπαγή»20. Ωστόσο, η κριτική του Πάριου, παρά την αντιδραστική της απόληξη, θα έχει επισημάνει εύστοχα το αδιέξοδο του δυτικού φιλελευθερισμού και της τυπικής δημοκρατίας, που καλύπτει, πίσω από τον μανδύα της νομικής ισότητας των υποκειμένων, αβυσσαλέες κοινωνικές διαφορές.
Η συνέπεια του αδιεξόδου αυτής της αντιπαράθεσης είναι πως ο ελληνικός κόσμος δεν κατόρθωσε να δώσει μια νέα μεγάλη σύνθεση και όλες οι πολιτικές απόπειρες προς αυτή την κατεύθυνση θα μείνουν στρεβλές ή ημιτελείς (ο Πλήθωνας, ο Ρήγας Φεραίος, ο Διονύσιος Σολωμός21, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Ίων Δραγούμης, ο Άρης Βελουχιώτης, για να μη μιλήσουμε για μορφές όπως ο Ανδρέας Ρηγόπουλος, ο Παναγιώτης Πανάς, ο Καραβίδας). Μόνο η μεγάλη μας ποίηση θα κατορθώσει να ανταποκριθεί εν μέρει σε αυτή την απαίτηση. Έτσι, οι λαϊκές τάξεις θα προσφεύγουν συνήθως στην παράδοση, εκεί θα αναζητούν μια ιδεολογική διέξοδο και, ταυτοχρόνως, θα χειραγωγούνται στην πολιτική και την καθημερινότητά τους από την ηγεμονία της Δύσης. Διότι η παράδοση δεν μπορεί αφ’ εαυτής να προσφέρει ένα ενεργό σήμερα πρότυπο ζωής, ο εργαλειακός ορθολογισμός της Δύσης δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπινου προσώπου. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το σχίσιμο και αυτό το ταξίδι που ξαναρχίζει διαρκώς, όσο θα επιβιώνει το συλλογικό υποκείμενο του ελληνισμού. Οι παραδοσιακοί μας διανοούμενοι22, κυρίως οι κληρικοί, αλλά και οι αρχαιολάτρες-αρχαϊστές, θα στρέφονται προς την παράδοση. και αυτή είναι τόσο ισχυρή, τόσο πελώρια, ώστε «θα τους εξαντλεί τα χέρια». Αντιστρόφως, οι «εκσυγχρονιστές» θα αποκόπτονται από αυτή για να ξεφύγουν από το βάρος της και θα χάνουν κάθε ρίζωμα, κάθε επαφή με την ταυτότητα του λαού τους. Τους μεν θα τους θαμπώνει ο Πλάτωνας, ο Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, τόσο που να μην μπορούν να οικοδομήσουν έναν νέο ιδεολογικό κόσμο, στο εδώ και το τώρα˙ τους δε, θα παραλύει ο υλικός κόσμος των χρηματιστηρίων και των στελθ, ώστε να εγκλωβίζονται στον αυτοματισμό μιας εφιαλτικής και αποεδαφικοποιημένης «προόδου».
Το τρέχον σχήμα που μας κληροδότησε η μαρξιστική και διαφωτιστική παράδοση για τον χαρακτήρα των κοινωνικών αντιθέσεων ήταν αυτό των ταξικών αντιθέσεων του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και της «Διαρκούς Επανάστασης»23. Σύμφωνα με αυτό, η εξέλιξη των ταξικών αντιθέσεων, από τον 18ο αιώνα και στο εξής, οδηγεί στη διαμόρφωση τριών ταξικών στρατοπέδων, το πρώτο, εκείνο του φεουδαλισμού και της «συντήρησης», των ευγενών και του κλήρου, το δεύτερο του διαφωτισμού και της αστικής προόδου, των αστών και των διαφωτιστών ή/και επαναστατών διανοουμένων της Γαλλικής Επανάστασης, και το τρίτο εκείνο των λαϊκών και εν συνεχεία προλεταριακών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της «αστικοδημοκρατικής επανάστασης», αστικές και λαϊκές δυνάμεις συμμαχούν και χρησιμοποιούν από κοινού τον διαφωτισμό εναντίον της «φεουδαλο-κληρικαλιστικής αντίδρασης». Στη συνέχεια, υποστηρίζει το μαρξιστικό σχήμα, οι λαϊκές δυνάμεις, στα πλαίσια μιας διαρκούς επαναστατικής διαδικασίας, θα στραφούν εναντίον των αστών, οι οποίοι «εγκαταλείπουν» τον διαφωτισμό στα χέρια των «ανερχόμενων» κοινωνικών δυνάμεων. Αυτό το σχήμα φάνηκε να λειτουργεί, grosso modo, και στην περίπτωση της Γαλλικής, αλλά και της Ρωσικής Επανάστασης, και βέβαια περιγράφει υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις και στρατόπεδα γενικότερα. Στη Γαλλία, οι μετριοπαθείς αστοί Γιρονδίνοι θα υπερκεραστούν από τους ριζοσπάστες Ορεινούς, της Λέσχης των Ιακωβίνων και των Κορδελιέρων, σε συνεργασία με τα πληβειακά στρώματα των Εμπερτιστών, του πατέρα-Ντυσέν και των Μπαμπεφιστών24. Μπροστά στον κίνδυνο της ανατροπής του αστικού καθεστώτος, η Θερμιδώρ θα βάλει ένα τέλος στη γαλλική Διαρκή Επανάσταση και θα σταθεροποιήσει το αστικό καθεστώς. Στο εξής, στη Γαλλία, με αποκορύφωμα την Κομμούνα του Παρισιού, αστικές και πληβειακές δυνάμεις θα συγκρούονται. Στη Ρωσία, αντίθετα, μετά τη Φεβρουαριανή «αστικο-δημοκρατική» επανάσταση θα επικρατήσει η πλέον πληβειακή πτέρυγα, των μπολσεβίκων, τον Οκτώβρη του 1917.
Ωστόσο, αυτό το σχήμα, στην περίπτωση του αποικιακού χώρου, φάνηκε να συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια. Δεδομένου ότι ο «διαφωτισμός» υπήρξε εν πολλοίς εισαγόμενος και οι λαοί του αποικιακού χώρου είχαν συχνά να αντιμετωπίσουν τους «διαφωτιστές» ως αποικιοκράτες, θα στραφούν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, είτε εκείνη της παράδοσής τους (π.χ. αναβίωση του ισλαμισμού25), είτε σε μια ακραία μαρξιστική απόρριψη των αξιών της Δύσης, είτε σε ένα συνδυασμό και των δύο (ο μαρξισμός του Μάο τσε-Τουνγκ θα αποτελέσει μια σινοποίηση του μαρξισμού). Παρόμοια φαινόμενα θα διαπιστώσουμε ακόμα και σε ιδιότυπες ιμπεριαλιστικές χώρες, όπως υπήρξε η τσαρική Ρωσία, όπου ο λενινισμός συνδύασε τη ριζική απόρριψη της Δύσης των σλαβόφιλων και των ναρόντνικων με τον ριζοσπαστικό μαρξισμό. Κατά συνέπεια, εδώ, τα ταξικά και ιδεολογικά στρατόπεδα παρουσιάζονται λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένα σε σχέση με αυτό το «κλασικό» δυτικό σχήμα.
Στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο περίπλοκα. Ο ελληνικός χώρος των «Μέσων Χρόνων», το Βυζάντιο, γνώρισε μια σταδιακή συρρίκνωση υπό την πίεσηδυνάμεων προερχόμενων τόσο από την Ανατολή όσο και από τη Δύση. Ο δυτικός «παράγων», στις σταυροφορίες και την οικονομική απομύζηση του Βυζαντίου, θα προσθέσει και τη θρησκευτική απειλή, μετά το σχίσμα των Εκκλησιών. Ο ανατολικός είναι εκείνος που τελικά θα μας αφαιρέσει την ανεξαρτησία και θα επιβάλει έναν ιμπεριαλισμό ανατολικού-δεσποτικού τύπου. Ο νεώτερος ελληνισμός θα βρεθεί έτσι μεταξύ σφύρας και άκμωνος, η Δύση θα διεκδικεί το πνεύμα και την ψυχή του, ενώ η Ανατολή, ο Τούρκος, θα εξουσιάζει το σαρκίο του. Κάθε φυγή προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα είναι εξίσου ή περισσότερο οδυνηρή.
Κατά συνέπεια, το τρίσημο σχήμα των ταξικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων θα αλλοιώνεται και θα υπερκαθορίζεται από την παρουσία του κατακτητή. Η άρχουσα τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι και παραμένει εν πολλοίς ο μουσουλμάνος-Οθωμανός. Μπορεί να υπάρχουν ραγιάδες πλουσιότεροι και με μεγαλύτερη φήμη από τους Οθωμανούς, παραμένουν ωστόσο ραγιάδες και οποιαδήποτε στιγμή μπορούν να χάσουν τα πάντα. Παράλληλα, οι λόγιοι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον κληρικοί, ακόμα και όταν πρόκειται για τους πλέον ένθερμους οπαδούς του διαφωτισμού, δεν παύουν να βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με μια αλλότρια και εν πολλοίς εχθρική παράδοση. Υπό αυτές τις συνθήκες, παραμένει διαρκής η πίεση για μια νέα σύνθεση που θα ξεπεράσει αυτή την αντιφατικότητα και θα καθιδρύσει ένα νέο πολιτισμικό και πολιτικό υποκείμενο, τον αναγεννημένο ελληνισμό.
«Ο καημός της ρωμιοσύνης»
Μ ία επιπλέον απόδειξη για την απόκλιση της ελληνικής πραγματικότητας από το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο σχετίζεται με τη φύση της ελληνικής αστική τάξης και την ανάπτυξή της, από τον 17ο αιώνα κι έπειτα: ότι, δηλαδή, πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν εμπορική αστική τάξη, την οποία οι εσωτερικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες απομακρύνουν διαρκώς έξω από τον καθ’ αυτό ελλαδικό χώρο και τους βιομηχανικούς και παραγωγικούς τομείς. Η ελληνική αστική τάξη θα διαμορφωθεί ως μια παροικιακή εμπορική και χρηματοτραπεζιτική τάξη, δεν θα κατορθώσει να ριζώσει στην παραγωγή. Οι αιτίες για μια τέτοια εξέλιξη ήταν πολλαπλές, αλλά μπορούμε να επιμείνουμε στις δύο βασικότερες, την έλλειψη ενός πλαισίου που να ευνοεί την οικονομική επέκταση στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου, αντίθετα, η «ληστρική» απόσπαση του υπερπροϊόντος παρέμενε σχεδόν μέχρι το τέλος μια ουσιώδης συνιστώσα του κράτους, και δεύτερον, στον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής παραγωγής της Δύσης, απέναντι στον οποίο οι Έλληνες δεν διέθεταν καμιά δύναμη προστασίας.
Η εκτόπιση της ελληνικής αστικής τάξης από τη μεταποιητική παραγωγή θα σφραγίσει την ιστορία μας, την ίδια την εξέλιξη και την ιστορία των ιδεών. Οι ιδέες του διαφωτισμού, με την τυπική έννοια του όρου, δεν συνδέονται στην Ελλάδα με το πείραμα, την τεχνολογία, την παραγωγή, δεν συνδέονται με μια παραγωγική και επιστημονική αντίληψη, που την ίδια περίοδο διαπερνά τη Δύση – είναι η εποχή της αρχόμενης βιομηχανικής επανάστασης. Γι’ αυτό, στη Δύση, κυριαρχούν οι αντίστοιχες μηχανιστικές απόψεις, η παντοδυναμία της νοήσεως, ο La Mettrie και η θεωρία του Ανθρώπου-μηχανής, η αισθησιοκρατία, και ο… Λεβιάθαν του Χομπς, ή οι οικονομοκεντρικές αντιλήψεις του Άνταμ Σμιθ για την Πολιτική Οικονομία. Ούτε βέβαια, στο κοινωνικό πεδίο, με τη σύγκρουση του Τiers État με τους ευγενείς και τον κλήρο.
Γι’ αυτό και οι αντίστοιχες ιδέες θα μοιάζουν, και θα είναι, συχνά εισαγόμενες, χωρίς αντιστοιχία με πραγματικά κοινωνικά υποκείμενα, στην Ελλάδα. Η μεταφορά τους, αυτούσιων, στο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο της Ελλάδας αποτελούσε –ή θα αποτελούσε– έναν βιασμό της πραγματικότητας. Γι’ αυτό ακριβώς και από ελάχιστους επιχειρείται, και μάλιστα την εποχή του επαναστατικού ενθουσιασμού της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο κατ’ εξοχήν «διαφωτισμός» θα σημάνει στην Ελλάδα μάλλον την αναγέννηση της παιδείας, με στοιχεία τόσο της κλασικής αρχαιότητας όσο και της δυτικής μοντερνικότητας. Εξαιτίας της μη άμεσης σύνδεσης με κάποιες εκτεταμένες παραγωγικές διαδικασίες, στον γλωσσικό τομέα, θα κυριαρχεί η αρχαιολατρία ή, στην καλύτερη περίπτωση, η κοραϊκή καθαρεύουσα. Και, βέβαια, αρχαιολάτρες διαφωτιστές όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις ή ο Νεόφυτος Δούκας δεν ήταν «αντιδραστικοί». Θεωρούσαν πως η επιστροφή στην «καθαρότητα» της γλώσσας θα σηματοδοτούσε την αναγέννηση της Ελλάδας. Ενώ, αντίστροφα, πολλοί Φαναριώτες, πολιτικά συντηρητικοί, ιδιαίτερα στις ηγεμονίες, θα υπερασπίζονται τη Δημοτική. Η Εκκλησία, που στη Δύση ήταν ταυτισμένη με τον Πάπα και εμπόδισε την εθνική ανάπτυξη των επιμέρους χωρών μέσω της κυριαρχίας των Λατινικών στην Εκπαίδευση, στην Ελλάδα, θα ταυτιστεί με το «γένος», τη γλώσσα του και την ίδια την επιβίωσή του.
Κατά συνέπεια, τα στρατόπεδα συγκροτούνται με πολύ πιο περίπλοκο τρόπο. Στην παραγωγική διαδικασία, βρίσκονται πιο κοντά οι λαϊκές τάξεις, αγρότες, χειροτέχνες, μαστόροι, ναυτικοί, τεχνίτες, πραματευτάδες και μικρέμποροι, ενώ οι μεγαλοαστοί αποκόπτονται συστηματικά από αυτή και γίνονται έμποροι και τοκογλύφοι-τραπεζίτες. Οι πρώτοι έρχονται σε αντίθεση όχι μόνον με τους Τούρκους, που τους καταπιέζουν οικονομικά και πολιτικά, αλλά και με τη Δύση και τους εμπόρους της, που καταστρέφουν τις βιοτεχνίες τους και τα εργαστήριά τους, με την εισαγωγή φθηνότερων προϊόντων, και με τους Έλληνες μεγαλεμπόρους, οι οποίοι λειτουργούν ως μεσάζοντες της Δύσης.
Δεν συγκροτείται λοιπόν καμία κοινωνική συμμαχία του «διαφωτιστικού στρατοπέδου» –αστών και λαϊκών στρωμάτων– αντίθετα οι μεγαλοαστοί-μεγαλέμποροι θα γίνονται ενοικιαστές φόρων, Φαναριώτες, γαιοκτήμονες, πιο κοντά στον ανώτερο κλήρο και τους κοτζαμπάσηδες. Και γι’ αυτό θα έρθουν πολλές φορές σε σύγκρουση με τα λαϊκά στρώματα, ακόμα και στη διάρκεια της επανάστασης. Ο αγρότης Μελέτης Βασιλείου από τα Μεσόγεια θα ξεκινήσει την εξέγερση στην Αθήνα και θα δολοφονηθεί από τους Έλληνες κοτζαμπάσηδες, ο παλιός παπουτσής Παναγιώτης Καρατζάς θα είναι ο ήρωας της Επανάστασης στην Πάτρα, και θα πέσει από ελληνικό βόλι. Στα νησιά, την Ύδρα και τις Σπέτσες, την επανάσταση θα ξεκινήσουν δύο παρακατιανοί καπεταναίοι, ο Αντώνης Οικονόμου και ο Παναγιώτης Πάνου, παρά τη θέληση των μεγαλοεφοπλιστών, και στη Σάμο ο Λυκούργος Λογοθέτης. Στην Ύδρα, μάλιστα, ο Οικονόμου θα εγκαθιδρύσει για ενάμιση μήνα μια μορφή «λαϊκής εξουσίας», από τις 31 Μαρτίου του 1821 έως τις 12 Μαΐου. Στη συνέχεια οι μεγαλοκαπεταναίοι τον ανέτρεψαν και, σε συνεργασία με τους Μοραΐτες κοτζαμπάσηδες (τον Ανδρέα Λόντο), τον εδολοφόνησαν26.
Η μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, τουλάχιστον μέχρι το 1860-1870, θα στρέφεται κατά του «διαφωτισμού» των μεγαλεμπόρων, ο οποίος σταδιακά θα ταυτιστεί με το αγγλόφιλο κόμμα. (Αλ. Μαυροκορδάτος, Σπυρίδων Τρικούπης, κλπ.). Ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και η πλειοψηφία των καπεταναίων θα ταυτίζονται με το ρωσόφιλο κόμμα και την εκκλησία, ο Μακρυγιάννης θα καταφέρεται έντονα κατά των «σπουδαγμένων», των Φαναριωτών και της Δύσης, ενώ τόσο στα Απομνημονεύματα, όσο και κυρίως στα Οράματα και Θάματα27, θα μεταβάλει σε σύστημα τον αντιδυτικισμό του και ως μόνη καταφυγή του θα έχει την Ορθοδοξία και την Παναγία. Και βέβαια δεν χρειάζεται να υπογραμμίσουμε πως οι λόγιοι, οι φωτισμένοι και δυτικιστές δεν θα κατορθώσουν να παίξουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη διεξαγωγή της επανάστασης, που θα στηριχτεί στους απαίδευτους επί το πλείστον αγωνιστές. Ακόμα και στο επίπεδο της καταγραφής των επαναστατικών γεγονότων, το κατ’ εξοχήν μνημείο της επανάστασης θα είναι τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Οι λόγιοι, οι Φαναριώτες και «διαφωτιστές» θα αναλάβουν την πολιτική διαχείριση της Επανάστασης και μόνο, και όχι τη διεξαγωγή της. Αυτή η διχοτόμηση φωτισμού και λαού σημαδεύει όχι μόνον την Επανάσταση του ‘21, αλλά αλλοιώνει και μετατρέπει τη φύση των ταξικών και ιδεολογικών συμμαχιών. Ο λαός βρίσκεται συχνά πιο κοντά στους «παραδοσιακούς διανοούμενους» κληρικούς, στη βαθιά ριζωμένη αντίθεσή του με τους «Φράγκους», και όχι στους φραγκοσπουδασμένους λογίους.
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά: Η Αναγέννηση του ελληνισμού (1700-1922), Μέρος Α΄ Τα Φώτα και η Επανάσταση (1700-1821), που θα κυκλοφορήσει σύντομα.