Αρχική » Η επιλογή Κ. Τασούλα, μια πολιτισμική και πολιτική στροφή

Η επιλογή Κ. Τασούλα, μια πολιτισμική και πολιτική στροφή

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γιώργου Καραμπελιά από το liberal.gr

Σχετικά με την επιλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα για την Προεδρία της Δημοκρατίας δεν πρέπει να κρίνουμε τις επιλογές αποκλειστικά από το υποτιθέμενο ή υπαρκτό πολιτικό πρόσημο τους. Δηλαδή εμφανίζεται μία εικόνα ως εάν οι επιλογές να είναι είτε «κεντροδεξιά» δηλαδή ο κύριος Τασούλας, είτε «κέντροαριστερά», δηλαδή ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Τάσος Γιαννίτσης ή Λούκα Κατσέλη.

Και αυτό διότι το μεγάλο πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία και ίσως ολόκληρη η Δύση, είναι η κατεύθυνση την οποία παίρνουν οι κοινωνίες και τα χαρακτηριστικά τα οποία θα έχουν απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όπως το δημογραφικό, το μεταναστευτικό, η ανάπτυξη ενός διαρκώς ενισχυόμενου πόλου που είναι ο πόλος της Ευρασίας και ειδικά για την Ευρώπη ο αυξανόμενος ρόλος της Τουρκίας.

Αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα και -δυστυχώς για μένα που προέρχομαι από την Αριστερά-, όπως έχει δείξει αδιαλείπτως η πρόσφατη ιστορία των 30 ή 40 τελευταίων χρόνων, η Αριστερά και η λεγόμενη Κεντροαριστερά απεδείχθησαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματα. Αντίθετα, είχαν τη λογική λίγο πολύ των «ανοιχτών συνόρων», κανοναρχούσαν σε διάφορους τόνους το παλαιό άσμα του ΚΚΕ «τι τα θέλουμε τα όπλα να τα κάνουμε εργαλεία να δουλεύει ή εργατιά» – έτσι που ουσιαστικά να μην υπάρχει άμυνα και αντίσταση και παράλληλα ευνοούσαν την ιδεολογική αποσύνθεση ολόκληρης της Δύσης μέσα από αυτό που αποκαλούμε woke.

Πρόκειται για μια αντίληψη και μια πρακτική η οποία οδηγούσε και οδηγεί την Ευρώπη και τη Δύση ολόκληρη σε αποσύνθεση. Το αποτέλεσμα ήταν πως η αντίδραση ήλθε από τη Δεξιά πλευρά κάποτε την ακραία – βλέπε εκλογή Τραμπ, άνοδο της Λεπέν στη Γαλλία, πρωθυπουργία Μελόνι στην Ιταλία, ακροδεξιός καγκελάριος στην Αυστρία, Ντε Βιλντέρς στην Ολλανδία. Εάν προσθέσουμε το Brexit, την κρίση στη Γερμανία και τη Γαλλία διαπιστώνουμε μια προϊούσα αποσύνθεση ουσιαστικά του δυτικού στρατοπέδου και κατεξοχήν της Ευρώπης.

Και αυτό διότι η Αμερική έχει άλλους φυσικούς πόρους, βιομηχανία και άλλη δημογραφία – ας θυμίσω ότι η Αμερική είχε 150 εκατομμύρια πληθυσμό το 1950 και τώρα 341 εκατομμύρια, ενώ η Ευρώπη δημογραφικά έχει αρχίσει να συρρικνώνεται. Επιπλέον, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν μεταναστευτικά ρεύματα κατ’ εξοχήν από τους ενσωματώσιμους χριστιανικούς πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής και όχι από το Ισλάμ, όπως η Ευρώπη.

Δηλαδή στην πραγματικότητα βιώνουμε ουσιαστικά τη συρρίκνωση του ευρωπαϊκού κόσμου, απέναντι στην οποία οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις σφυρίζουν αδιάφορα και ασχολούνται κατεξοχήν με το ζήτημα του εσωτερικού εμφύλιου πολιτισμικού πολέμου. Και μάλιστα χωρίς να υπάρχει πλέον ουσιαστική διαφορά από την κεντροδεξιά στην οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αν δούμε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη ή παλαιότερα του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τον Κώστα Σημίτη, η πολιτική της Κεντροαριστεράς είναι συχνά εξίσου, αν όχι περισσότερο, φιλελεύθερη από εκείνη της Κεντροδεξιάς.

Επομένως, το δίλημμα είναι ψευδές όταν τίθεται με όρους Κεντροδεξιάς–Κεντροαριστεράς, ενώ πρέπει να τίθεται μάλλον με όρους πολιτισμικών και γεωπολιτικών επιλογών. Και η Αριστερά τέτοια που είναι σήμερα δεν μπορεί να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση. Άλλωστε ο κύριος Μητσοτάκης, μαζί με ένα τμήμα της φιλελεύθερης Δεξιάς, προσπάθησε εν πολλοίς, –όπως φάνηκε και με το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών– να επιτύχει μία συναίνεση με την Κεντροαριστερά. Σε αυτό το μάλλον αποτυχημένο διάβημα, του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών κάηκε μαζί και η κυρία Σακελλαροπούλου, η οποία ταυτίστηκε, ως μη όφειλε, με μία άποψη η οποία είχε διχάσει την ελληνική κοινωνία και τελικά δεν ήταν καθόλου πλειοψηφική, όπως κατεδείχθη και στις Ευρωεκλογές.

Και εν συνεχεία με τη μορφή αλυσιδωτών αντιδράσεων, είδαμε δύο πρώην πρωθυπουργούς τον Κώστα Καραμανλή και τον Αντώνη Σαμαρά να αποστασιοποιούνται έντονα από τη Νέα Δημοκρατία σε αυτό το ζήτημα, καθώς και στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου που έχουν ξεφύγει προς μία κατεύθυνση κατευνασμού.

Επομένως, η επιλογή ενός υποψηφίου Προέδρου με εθνομηδενιστικά πολιτισμικά και πολιτικά αντανακλαστικά, δεν ήταν πλέον εφικτή χωρίς να διαταράξει περαιτέρω τις σχέσεις της κυβέρνησης με την κοινωνική πλειοψηφία. Επί παραδείγματι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο εκλεκτός του συστημικού κατεστημένου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, έχει προσχωρήσει εσχάτως στη θεωρία του κράτους έθνους – δηλαδή της πρόσφατης (sic) δημιουργίας του ελληνικού έθνους από το κράτος!

Επομένως, κάτω από την πίεση των εσωτερικών συσχετισμών ανάμεσα στο εθνομηδενιστικό και το «συντηρητικό» στρατόπεδο και υπό την πίεση της διεθνούς συγκυρίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποχρεώθηκε, ίσως και παρά την αρχική του βούληση, να εγκαταλείψει την επιλογή Σακελλαροπούλου ή Βενιζέλου και να προβεί στην επιλογή Τασούλα.

Άλλωστε ο πρωθυπουργός λειτουργεί σχεδόν πάντοτε έτσι: Ιδεολογικά εμφανίζεται ως οπαδός ενός πολιτισμικού και πολιτικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά επειδή πρέπει να κυβερνήσει μία χώρα η οποία έχει προβλήματα εθνικής επιβίωσης καθώς και τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί υπό την πίεση της πραγματικότητας.

Αυτό έπραξε και τώρα στην επιλογή προέδρου Δημοκρατίας αποδεικνύοντας ότι είναι ένας επιδέξιος πολιτικός παρότι δε διαθέτει όραμα αλλά λειτουργεί αντανακλαστικά. Έτσι λειτούργησε το 2020 στον Έβρο, έτσι λειτούργησε απέναντι στην Τουρκία στο Ανατολικό Αιγαίο το 2020, έτσι θα υποχρεωθεί να ξαναλειτουργήσει απέναντι στην Τουρκία, διότι όπως βλέπετε αλλάζει το κλίμα και παρεμπιπτόντως, δεν ακούμε κάποια ιδιαίτερη συζήτηση για την περιβόητη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν.

Δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης εισέπραξε και μέσα από την κριτική στην οποία τον υπέβαλαν οι Κώστας Καραμανλής και Αντώνης Σαμαράς και η οποία βρίσκει ανταπόκριση και στο εσωτερικό του κόμματός του, την πλειοψηφική αντίθεση τόσο για τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό, όσο και για τον εξευμενισμό μιας διαχρονικά επιθετικής Τουρκίας. Αυτό αποτυπώθηκε στο συμβολικό επίπεδο εν μέρει θετικά, με την επιλογή Τασούλα, όσο και κυρίως αποφατικά με την απόρριψη των επιλογών Βενιζέλου-Σακελλαροπούλου.

*Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, Από τη μεταβυζαντινή ζωγραφική στη γενιά του 30. Μια πολιτική ιστορία, (Εναλλακτικές Εκδόσεις).

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ