Αρχική » Ο Σημίτης, ο Χριστόδουλος και οι Ολυμπιακοί Αγώνες

Ο Σημίτης, ο Χριστόδουλος και οι Ολυμπιακοί Αγώνες

από Γιώργος Καραμπελιάς

Του Γιώργου Καραμπελιά* από το capital.gr

Το βασικό πρόβλημα του σημιτικού εκσυγχρονισμού ήταν η αδυναμία του να συλλάβει την ιδιοπροσωπία του ελληνικού λαού – εξ ου και η βασική του προσπάθεια θα κατατείνει πάντοτε στο ξερίζωμά της, ώστε να επιβληθεί ο “εκσυγχρονισμός” έστω και “εκ των άνω”, υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του ιδίου και της ομάδας του. Και ο ίδιος φαίνεται να έχει συνείδηση της μειοψηφικότητας των απόψεών του. Γράφει “Στη δεκαετία του 1990 οι ιδέες αυτές απέκτησαν μεγαλύτερο ακροατήριο χωρίς βέβαια να γίνουν πλειοψηφικές. Δεν έγιναν πλειοψηφικές ούτε μετά το 1996, καθώς οι ιδεολογίες δεν αλλάζουν με το ρυθμό που αλλάζουν οι πολιτικές συγκυρίες. Ενισχύθηκε όμως ο πόλος του εκσυγχρονισμού.” 

Παρόλο λοιπόν που οι αντιλήψεις του δεν έγιναν ποτέ πλειοψηφικές, θα προσπαθήσει να εκριζώσει τον “εθνοκεντρισμό” από την παιδεία και να αποκόψει σταδιακά την Εκκλησία από το κράτος. Ως μη όφειλε:   

“θα οδηγήσει στα άκρα τη σύγκρουση με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, το 2000, δεν δέχτηκε καμία συμβιβαστική λύση, δεν υποχώρησε ούτε μπροστά στις λαοσυνάξεις ούτε απέναντι στα 3 εκατομμύρια υπογραφές που συγκέντρωσε η Εκκλησία ζητώντας δημοψήφισμα: “πιστεύω ότι η υπαναχώρηση σε ένα τέτοιο θέμα θα αναβίβαζε την εκκλησία σε συνδιοικητή της χώρας, θα αποκτούσε ξαφνικά τον σε πολλά θέματα ανάλογο ή ισχυρότερο ρόλο με αυτόν της καθολικής εκκλησίας στην Ιταλία””. 

Δεν διέθετε τις ιδεολογικές προϋποθέσεις για να κατανοήσει πως η στενή σχέση του ελληνισμού με την Ορθοδοξία δεν επιδέχεται καμία σύγκριση με εκείνη του Βατικανού και της Ιταλίας. Εκεί, το ιταλικό εθνικό κράτος θα δώσει μακρόχρονους αγώνες για να απελευθερωθεί ακόμα και από την κοσμική ηγεμονία του Βατικανού. Και εντούτοις, σήμερα, η συμβίωση κράτους και Εκκλησίας στην Ιταλία αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης του διεθνούς status της Ιταλίας και όχι το αντίστροφο. Πόσο μάλλον στην Ελλάδα, όπου η αδιάρρηκτη σχέση της Ορθοδοξίας με τον ελληνισμό αποτέλεσε θεμελιώδη πυλώνα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων – αρκεί να θυμηθούμε, πρόσφατα, τον αγώνα της Κύπρου να διεξάγεται κάτω από την αιγίδα της Εκκλησίας. 

Σε μια εποχή που ο ελληνισμός αγωνίζεται ακόμα και για την επιβίωσή του απέναντι στην ισλαμική, και εσχάτως ισλαμιστική, Τουρκία και αντιμετωπίζει, με τα μικρά μεγέθη του την πολιτισμική πλημμυρίδα της παγκοσμιοποίησης, η Εκκλησία και η Ορθοδοξία αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο για τη διατήρηση της ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων. Και μόνο όποιος αδιαφορεί γι’ αυτή την ιδιοπροσωπία και τη σημασία της μπορεί να αντιμετωπίζει με παγερή περιφρόνηση μια πάνδημη κινητοποίηση, χωρίς καν να επιχειρεί έναν κάποιο συμβιβασμό. Και όμως, το ίδιο το ελληνικό κράτος θα χρησιμοποιεί τη θρησκευτική διπλωματία, τόσο μέσω του Φαναρίου όσο και του Αγίου Όρους και της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, για να ενισχύει τη διεθνή θέση της Ελλάδας. 

Αυτή η συμπεριφορά πυροδότησε τα αισθήματα αποξένωσης μεγάλου αριθμού πιστών από το κράτος, με συνέπεια να διατηρείται μέχρι σήμερα μια μόνιμη δυσπιστία των πιστών απέναντι στους κρατικούς θεσμούς, καθώς και μεταξύ του εκκλησιαστικού σώματος και της Πολιτείας, που ενισχύει αντανακλαστικά τις φονταμενταλιστικές τάσεις στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Και πάντως, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά πως οι Έλληνες πολύτεκνοι, που καλύπτουν εν μέρει τη δημογραφική κρίση, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αν όχι στην ολότητά τους, άνθρωποι στενά δεμένοι με την Εκκλησία και την Ορθοδοξία. 

*****

Ένα γεγονός αποκαλυπτικό της έλλειψης ενσυναίσθησης που διέκρινε τον Κώστα Σημίτη ήταν η στάση του απέναντι σε ένα τραγικό γεγονός που συντάραξε την Ελλάδα και στιγμάτισε την πρωθυπουργία του. Τον Σεπτέμβριο του 2000, ένα πλοίο που εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς-Πάρος, βυθίστηκε έξω από την Πάρο και παρέσυρε στον θάνατο 81 άτομα. Ονομαζόταν “Εξπρές Σάμινα”. Το ναυάγιο και ο θάνατος τόσων ανθρώπων υπήρξε συνέπεια της τραγικής αβελτηρίας των υψηλόβαθμων μελών του πληρώματος, αλλά και της μεγάλης καθυστέρησης στην αντίδραση των υπηρεσιών του υπουργείου Ναυτιλίας – γεγονός που θυμίζει ό,τι συνέβη στο Μάτι, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά. Μάλιστα, τη νύχτα του ναυαγίου, ο λιμενάρχης Πάρου έχασε τη ζωή του από καρδιακό επεισόδιο, ενώ, έναν μήνα μετά, ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας στην οποία ανήκε το Σάμινα, ο εφοπλιστής Παντελής Σφηνιάς, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον έκτο όροφο των γραφείων της εταιρείας. 

Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων κατέδειξε τις εγκληματικές ευθύνες των υψηλόβαθμων μελών του πληρώματος αλλά και της εταιρείας. Εντούτοις, η κυβέρνηση Σημίτη όχι μόνο απέρριψε τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την κατάσταση των θαλασσίων συγκοινωνιών αλλά και ο υπουργός ναυτιλίας Χρήστος Παπουτσής, δεν παραιτήθηκε ούτε αποπέμφθηκε. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, με παγερό κυνισμό και περιφρόνηση για τους “υπηκόους” του, θα σχολιάσει από το βήμα της Βουλής: “Αυτή είναι η Ελλάδα, δεν τη γνωρίζουμε;” 

Θυμίζω εν τάχει αυτό το σημαντικό και χαρακτηριστικό επεισόδιο της κυβερνητικής πρακτικής του εκσυγχρονισμού, όχι μόνο για να καταδείξω τα πραγματικά του όρια, αλλά κυρίως για να το αντιπαραθέσω με μια “άλλη Ελλάδα”, που ζήσαμε έστω και για λίγο, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. 

Άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκαν τα ολυμπιακά έργα, τη ρεμούλα των ημετέρων, και τον αθηνοκεντρικό τρόπο οργάνωσής τους, οι Έλληνες, συσπειρωμένοι γύρω από έναν συλλογικό στόχο, επέδειξαν μια καταπληκτική πειθαρχία και ένα υψηλό αίσθημα ευθύνης και εθελοντικής συμμετοχής που εξέπληξε τους πάντες. Απλούστατα, διότι είχε προσφερθεί στον ελληνικό λαό ένας υπερατομικός εθνικός στόχος που τους επέτρεψε να παρουσιάσουν εκείνη την πλευρά του εαυτού τους που έχει αναδειχθεί και στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του – το 1821, τους Βαλκανικούς πολέμους, το 1940, στην Εθνική Αντίσταση– έστω και εάν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν κάτι πολύ χαμηλότερο.

Και ακριβώς εκεί βρίσκεται η αποτυχία του “εκσυγχρονισμού για τον εκσυγχρονισμό”. Διότι δεν μπορείς να αναδείξεις τις θετικές πλευρές των Ελλήνων και να υποστείλεις τις αρνητικές εάν δεν υπάρχει κάποιος υπερατομικός στόχος και κάποιο συλλογικό όραμα. Γεγονός που καταδεικνύει πόσο ξένοι ήταν προς τον ψυχισμό των Ελλήνων. 

Οι Έλληνες δεν υπήρξαν ποτέ κρατοκεντρικοί, όπως π.χ. οι Γερμανοί, που ακολουθούν μάλλον πιστά τις επιταγές του κράτους τους, ακριβώς γιατί το έθνος των Ελλήνων έχει συγκροτηθεί πολύ πριν από το κράτος τους. Μόνο υψηλοί συλλογικοί στόχοι μπορούν να τους κινητοποιήσουν και να σιγάσουν τις αρνητικές επιβιώσεις της συλλογικής τους ψυχής. Ακόμα και για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ισχύει κάτι ανάλογο – όταν τα αιτήματα της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας δονούσαν τους Έλληνες. 

Αλλά στην περίοδο του εκσυγχρονισμού, επειδή προτάσσεται το ατομικό κίνητρο της ευημερίας και του πλουτισμού, η διαφθορά, που ήδη σφράγιζε τα τελευταία χρόνια του παπανδρεϊσμού, παραμένει αλώβητη, αν δεν επεκτείνεται. Ο Σάκης Μουμτζής, σε ένα πρόσφατο κείμενο του (“Το Χρηματιστήριο, η διαφθορά και ο Σημίτης”), τονίζει: 

“…  η συγκρότηση ενός πανίσχυρου μπλοκ οικονομικής εξουσίας από 3-4 επιχειρηματίες με τις ευλογίες όλης της κυβέρνησης Σημίτη –οι λεγόμενοι “εθνικοί πρωταθλητές”– αποτέλεσε την ταφόπλακα του ανταγωνισμού στις ζώνες επιχειρηματικής δράσης τους. Επί του προκειμένου, οι προσωπικές ευθύνες του Κώστα Σημίτη είναι σαφώς μεγαλύτερες, διότι αυτό το φαινόμενο συμπύκνωνε τη διαφθορά και τη διαπλοκή και έλαβε μόνιμα χαρακτηριστικά, μέχρι την έλευση της οικονομικής κρίσης”.

Ίσως ποτέ άλλοτε, στο πρόσφατο παρελθόν, η κοινωνία και οι θεσμοί δεν υπήρξαν τόσο διεφθαρμένοι. Ποτέ ο πλούτος δεν προβαλλόταν με τόσο χυδαίο τρόπο και είναι οι έντιμοι που πρέπει να κρύβονται, διότι καταγράφονται ως δακτυλοδεικτούμενοι ηλίθιοι. Αστυνομικοί ελέγχουν τα μεγαλύτερα δίκτυα σωματεμπορίου, οι υπουργοί και οι πολιτικοί χρηματίζονται ανοικτά, από τον Τσουκάτο έως τον Τσοχατζόπουλο, ενώ και ο εκλεκτός του, Γιάννος Παπαντωνίου, δικάζεται μέχρι σήμερα για διαφθορά. 

Άλλωστε η διακυβέρνηση Σημίτη κατέχει περίοπτη θέση όχι μόνο ως προς τη διαφθορά επωνύμων στελεχών, αλλά και σε ό,τι αφορά την κοινωνικοποιημένη διαφθορά της διασπάθισης των αγροτικών επιδοτήσεων. Τα πρόστιμα που κατέβαλε η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο κατά την περίοδο 1996-2023, έφθασαν το ύψος των 2,7 δις € και σχεδόν το ένα τρίτο από αυτά (862 εκ. ευρώ) αφορούσαν την περίοδο 1998-2004 (Προεδρείο της Βουλής).  

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, o Κώστας Σημίτης και η εποχή του, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ