του Pervin Erbil, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Δεν σας στρίμωξα και δεν σας πέταξα
στις απόμερες γωνιές της καρδιάς μου.
Παρέμειναν στις σπηλιές τα κόκαλά σας
Όταν σας έσερναν
Από τη Σαμσούντα
Από την Αμισό
Από το Μαρσουβάν
Στο ταξίδι του εκτοπισμού.
Έκλεψαν στους δρόμους
Τα όμορφα κορίτσια σας.
Μόνο όσοι κατάφεραν να επιζήσουν
Έφτασαν σώοι μέσω
Της Μαύρης Θάλασσας
στην Ελλάδα.
Χορταίνουμε την κοιλιά μας
Με το στάρι
Που φυτρώνει στους αγρούς σας.
Τα σταφύλια των αμπελώνων σας
Γίνονται κρασί και πετιμέζι
Στα πιθάρια μας.
Τα άλογά σας δεν στριφογυρίζουν
Στα αλώνια.
Δεν βουτάνε τα πέταλα, τα χάμουρα,
το τρίχωμά
Τους στη σκόνη, στο χώμα, στα άχυρα.
Τα ζωηρά πουλάρια
Εξοργισμένα από αυτά που υπομένουν
από το αφεντικό τους
Δεν μπορούν να σπάσουν τα δεσμά,
Να εκτοξεύσουν, να αντηχήσουν τα βέλη τους
Και ενωμένα, κεφάλι με κεφάλι
Να καλπάσουν στα βουνά,
Να τρέξουν στην ελευθερία τους.
Ανάθεσαν τη σφαγή σας στον Τοπάλ Οσμάν.
Ο Τοπάλ Οσμάν εξυψώθηκε
Πίνοντας το αίμα σας.
Το καραβάνι των προσφύγων ξεκίνησε
Από τη Σαμσούντα με τριάντα χιλιάδες άτομα
Κι έφτασε στην Άγκυρα με οκτώ χιλιάδες.
Τα όμορφα κορίτσια σας, οι νύφες σας
Παρέμειναν στα χέρια του άρπαγα.
Οι σπηλιές έγιναν ομαδικοί τάφοι σας.
Έφτιαξαν καινούργια σπίτια
Από τις πέτρες
Των σπιτιών και των εκκλησιών σας.
Κάκιωσε ακόμα κι ο αέρας με όσα συνέβησαν και σιώπησε
Δεν φυσάει πια από τα μέρη που περάσατε.
Έκλαψε το φως του φεγγαριού
Κι έσταξε τα μελαψά δάκρυά του
Πάνω στο κόκκινο γαρύφαλλο.
Ο ήλιος ντράπηκε
Γιατί υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων.
Κάθε χρόνο που περνάει
Σκοτεινιάζει το φως του.
Τα πουλιά σταμάτησαν το κελάηδισμά τους.
Δεν μπορούν να συνηθίσουν την απουσία σου.
Κλαινε αυτά τα χώματα, Νιόβη
Για την αναχώρησή σου.
Δεν βρίσκεσαι πια Νιόβη
Στα μύχια σημεία των ονείρων
Που επιμηκύνονται μέχρι την αυγή.
Σε εξόρισαν ακόμα και
Από τα όνειρά μου.
Θλίβομαι.
Η Μικρά Ασία συνηθίζει
Την απουσία σου.
Πώς μπορεί, Νιόβη, να ζήσει ένας άνθρωπος ξεριζωμένος
Πώς θα ζήσει Νιόβη
Πώς θα ζήσει
Πώς μπορεί να ζήσει Νιόβη
Ισμαήλ Χαρντάλ