Αρχική » Ελλάς και Δύση το 1828

Ελλάς και Δύση το 1828

από Αναδημοσιεύσεις

Πῶς εἶδε τὴν Πάτρα καὶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Μωριᾶ ἕνας 23χρονος Γάλλος βοηθὸς τυπογράφου, ἀκόλουθος τοῦ ἐκστρατευτικοῦ σώματος τοῦ Μαιζῶνος τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1828.

Του Γιάννη Πατίλη*, αναδημοσίευση από την περιοδική έκδοση του Πανεπιστημίου Πατρών @up (3η περίοδος, τεύχος 2, Μάρτιος – Απρίλιος 2021)

Ο νεαρος Γάλλος Ζὰκ Μανζάρ (Jacques Mangeart, 1805-1874) ἀκολούθησε τὸ γαλλικὸ ἐκστρατευτικὸ Σῶμα τοῦ Μαιζῶνος (Αὔγ. 1828 ἕως Μάρτ. 1829) ὡς βοηθὸς τοῦ τυπογράφου φιλλέληνα Μαξὶμ Ραιμπώ (Maxim Reybaud), ποὺ ἐπιμελεῖτο τὴν ἐπίσημη ἐφημερίδα τοῦ Σώματος Ταχυδρόμος τῆς Ἀνατολῆς (Courrier d’Orient). Τὸ 1830, ἕναν χρόνο μετὰ τὴν ἀναχώρησή του κατὰ τὸν Μάρτιο τοῦ 1829 ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ νεαρὸς Ζὰκ ἐξέδωσε στὸ Παρίσι τὶς ‘ἀναμνήσεις’ του ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία μὲ τίτλο Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Μωριά, συλλεγεῖσες κατὰ τὴν παραμονὴ τῶν Γάλλων στὴν Πελοπόννησο (Souvenirs de la Morée, recueillis pendant le séjour des Français dans le Péloponèse). Ἄν, βέβαια, δικαιούμαστε νὰ ἀποδώσουμε μὲ Ἀναμνήσεις τὸ Souvenirs, γιὰ χαρτιὰ τῶν ὁποίων δὲν πρόφτασε κὰν νὰ στεγνώσει τὸ μελάνι, καὶ μὲ ἕναν τίτλο ποὺ ἔθυε, ἔστω καὶ ἀνεπιγνώστως, στὴ φιλολογία τοῦ ἐξωτισμοῦ.

Τὸ βιβλίο, ὄχι ἄγνωστο στοὺς Ἕλληνες ἱστορικούς, εὐτύχησε, ἂν καὶ καθυστερημένα, νὰ δεῖ τὸ φῶς τῶν ἑλληνικῶν τὸ 1957 μεταφρασμένο μὲ τίτλο Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ Μοριά, ἀπὸ τὸν δημοσιογράφο, ἐκδότη καὶ λογοτέχνη Γεώργιο Τσουκαλᾶ (1903-1974). Δεύτερη τύχη σήμερα νὰ κρατᾶμε στὰ χέρια μας μιὰ νέα του ἔκδοση (2019), στὴ μετάφραση πάντα τοῦ Τσουκαλᾶ, μὲ τίτλο τώρα Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰς Πάτρας (1828-1829). Ἡ δημιουργία μιᾶς νέας πόλης (240 σελ.), στὶς ἐκδόσεις Φαρφουλᾶς, φροντισμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐκδότη του, ρέκτη τοῦ παλαιοῦ τύπου καὶ πνεύματος αὐτοτρόπου, Διαμαντῆ Καράβολα.

Ἡ μεγάλη σπουδαιότητα τοῦ κειμένου τοῦ Μανζὰρ γιὰ τὸν σύγχρονο Ἕλληνα ἀναγνώστη, τόσο γιὰ τὸν ἱστορικὸ ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἁπλὸ φιλομαθῆ, ὀφείλεται σὲ δύο κυρίως λόγους: Πρῶτον στὴν ἐγκυρότητα τῶν πληροφοριῶν ποὺ παρέχει, προερχομένων ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ λόγῳ τῆς θέσης του μποροῦσε νὰ ἔχει καλὴ πρόσβαση στὰ ἐπίσημα ἔγγραφα καὶ τὶς πηγὲς τῆς γαλλικῆς Διοίκησης, καί, δεύτερον, στὸν ἀντίποδα αὐτὸ τοῦ προηγουμένου, στὸν ἀπολύτως ἰδιωτικὸ χαρακτήρα τῶν ἐγγραφῶν τοῦ συντάκτη του, ποὺ ἐν εἴδει ἡμερολογίου περίπου, καταγράφουν μὲ ἐξαιρετικὴ παρατηρητικότητα, ἀντισυμβατικὴ ἐλευθεριότητα καὶ πλούσιες λεπτομέρειες, ὅσα τὸ φιλοπερίεργο πνεῦμα ἑνὸς νεαροῦ στρατιώτη, εἰλικρινῶς συγκινημένου ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ὑπόθεση, μποροῦσε νὰ μάθει, νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀκούσει. Σ’ αὐτὰ ἂς προσθέσουμε καὶ τὴν λόγῳ τῆς ἀγάπης του στὶς κλασικὲς σπουδές, στοιχειώδη γνώση τῆς σύγχρονής του ἑλληνικῆς, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ —πράγμα ποὺ συχνὰ τὸ ἐπεδίωκε— μὲ τοὺς συγκαιρινούς του καθημερινοὺς ἀνθρώπους.

Τὸν πόθο αὐτὸ τοῦ φιλοπερίεργου συγχρωτισμοῦ τὸν νιώθουμε ἐμφατικῶς στὰ ἐπίμονα νυχτοπερματήματα τοῦ νεαροῦ Ζάκ, κάποτε ἐρωτικά, ἐν εἴδει παρισινοῦ noctambulism στὸν πρωτοαστικὸ χῶρο τῆς ἀκόμη ἐμπόλεμης νέας Πάτρας, μὲ τὰ «πάνω ἀπὸ πενῆντα καφενεῖα» της, ἐκ τῶν ὁποίων «τὰ δεκαπέντε τουλάχιστον» μὲ μπιλιάρδο, καὶ μάλιστα μεταμφιεσμένου τοῦ νυχτοβάτη σέ… Ἕλληνα (!) – παρόλη τὴν ἐπίσημη ἀπαγόρευση τῆς κυκλοφορίας μετὰ τὶς ὀχτὼ τὸ βράδυ, ἂν δὲν εἶχε κανεὶς μαζί του ἕνα φανάρι ἀναμμένο:

«ὅσοι ἔβγαιναν χωρὶς αὐτό», γράφει ὁ νεαρὸς Ζάκ, «κινδύνευαν νὰ πιαστοῦν ἀπὸ τὴν περίπολο καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀστυνομία. Οἱ στρατιῶτες μας δὲν ἐξαιροῦντο ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαταγή, ἀλλὰ κι οἱ ξένοι κι οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν φοροῦσαν στολὴ ἔπρεπε νὰ συμμορφώνονται μ’ αὐτή. Εἴκοσι φορὲς μὲ πιάσανε παραβάτη. Στὴν ἐρώτηση “τί ἄνθρωπος εἶσαι” [μὲ ἑλληνικὰ στὸ γαλλικὸ πρωτότυπο], ἀπαντοῦσα Ἑλληνικά, τυλιγμένος μὲ μιὰ φαρδιὰ κάπα καὶ μὲ τὸ ἐθνικὸ φέσι στὸ κεφάλι.»

Δὲν ὑπάρχει τομέας τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὸν Μωριά τῆς Ἐπανάστασης τοῦ Εἰκοσιένα, εἰρηνικῆς ἢ πολεμικῆς, ἐπίσημης ἢ λαϊκῆς, ἀστικῆς ἢ ἀγροτικῆς, ἐρωτικῆς ἢ θρησκευτικῆς, τῆς φυσιογνωμίας ἢ τῆς ἐνδυμασίας, τῶν Ρωμιῶν, τῶν Τούρκων ἢ τῶν Ἀρβανιτῶν, γιὰ τὸν ὁποῖο νὰ μὴν μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁ Μανζὰρ διεισδυτικότατες, λεπτομερέστατες καὶ γλαφυρότατες περιγραφές.

Δὲν εἶναι μόνον οἱ ἐξαντλητικὲς πλὴν ὅμως ἀκριβεῖς καὶ γοητευτικὲς ἀπεικονίσεις μιᾶς συγκεκριμένης ἀχυροκαλύβας, ἑνὸς γάμου, μιᾶς κηδείας, ἑνὸς ἀξιοπρόσεκτου προσώπου, μιᾶς ἀσυνήθιστης κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, τοῦ Ζακυνθινοῦ καφενέ τοῦ Θανάση καὶ τοῦ προσωπικοῦ του, τοῦ καφενείου «Κανακάρης» καὶ τοῦ πῶς γιορτάζουν οἱ Ἕλληνες τὰ Χριστούγεννα χορεύοντας ἐκεῖ, ἢ ἑνὸς ἀναλυτικοῦ καταλόγου εἰδῶν διατροφῆς δύο σελίδων, ὅπου ὡς φθηνότερα προϊόντα φιγουράρουν τὰ κρόμμυα καὶ οἱ ἐλαίαι, 16 καὶ 28 παράδες ἡ ὀκὰ ἀντιστοίχως, ἐνῶ ἀκριβώτερα τὸ βούτυρον καὶ οἱ Σολομοί μὲ παράδες 200.

Ἰδιαίτερο, ἂν καὶ αὐτονόητο γιὰ νεαρὸ στρατιώτη, παρουσιάζεται τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὶς νέες γυναῖκες τοῦ τόπου, ἰδίως τὶς χριστιανὲς Ἑλληνίδες ποὺ στὰ ἀκάλυπτα πρόσωπά τους μὲ τὰ ὄμορφα μάτια δὲν παύει νὰ ἀναγνωρίζει ἀκαταμάχητη γοητεία. Μιὰ ἀπὸ αὐτές, ποὺ τοῦ φαινόταν καὶ νὰ τὸν κοιτάζει ὑποσχετικά, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τοῦρκος κύριός της εἶχε στρώσει τὸ χαλάκι του καὶ προσευχόταν, τοῦ γέννησε ἔρωτα σφοδρό, ἀλλὰ τὸ σημείωμα ποὺ τῆς ἔγραψε στὰ ἑλληνικὰ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο τῆς ζητοῦσε νὰ ἀφήσει τὸν ἀφέντη της καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὑποσχόμενος νὰ τὴν κάνει γυναίκα του, δὲν ἔφτασε ποτὲ στὰ χέρια της, ἔτσι καθὼς τὸ χαλίκι ποὺ χρησιμοποίησε γιὰ νὰ τῆς τὸ πετάξει τυλιγμένο δὲν ἦταν ἀρκετὰ βαρὺ γιὰ νὰ πάει ὣς ἐκεῖ ποὺ καθότανε καὶ χάθηκε ἀνάμεσα σὲ κάτι σακιὰ μὲ καπνόφυλλα!

Αὐτὸ τὸ ἐρωτικό ἐνδιαφέρον, συχνὰ ρομαντικό, γίνεται σχεδὸν λιμπερτίνικο, ἐντυπωσιάζοντας καὶ τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη, ὅταν ὁ συγγραφέας ἀναρωτιέται σοβαρὰ κι ἐξετάζει ἂν οἱ γυναῖκες τοῦ τόπου ξυρίζουν αὐτὸ ποὺ στοὺς Γάλλους θεωρεῖται, ὅπως σημειώνει, «ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους θησαυρούς, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ οὐρανὸς ἐκόσμησε τὴ γυναίκα», γιὰ νὰ καταλήξει ἀπογοητευμένος πὼς «μ’ ἕνα κοφτερὸ ξυράφι, καὶ πιὸ συχνὰ μὲ μιὰ ἀποψιλωτικὴ σκόνη» ἡ «παράξενη αὐτὴ συνήθεια» πέρασε ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ σὲ κάποιες Ἑλληνίδες. Μόνη ἐλπίδα του ἐπανάκαμψής της ἡ Τριπολιτσιώτισσα πόρνη Τουρκο-Μαρία ποὺ λόγῳ τῶν προτιμήσεων τῆς πολυπληθοῦς γαλλικῆς πελατείας της σίγουρα θὰ τὴν εἶχε τώρα ἐγκαταλείψει! Ἡ συγγραφικὴ περιγραφικὴ εὐδαιμονία τοῦ νεαροῦ Ζάκ, προσβλέποντας ἴσως καὶ σὲ αὐριανοὺς συμπατριῶτες του ἀναγνῶστες ἢ ἀκροατές, κορυφώνεται —προφανῶς ἐξ ἰδίας πείρας— μὲ τὴν μιᾶς σελίδας ἀναλυτικὴ ἔκφραση τῆς περίπλοκης κατασκευῆς τοῦ στηθόδεσμου τῆς Τουρκο-Μαρίας ποὺ προορισμό του εἶχε νὰ ἀναδεικνύει τὸ κυριώτερο θέλγητρό της: τὰ στήθη της.

Συνάντηση τοῦ Στρατηγοῦ Μαιζῶνος μὲ τὸν Ἰμπραὴμ Πασᾶ στὸ Ναυαρίνο τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1828. Πίνακας τοῦ Ζὰν-Σὰρλ Λανγκλουά (Jean-Charles Langlois, 1789-1870).

Φυσικὰ τὰ στρατεύματα ἄνοιξαν γιὰ ὅλους τὴν ἀγορά, κι ἔτσι ὁ καθόλα φιλέλληνας Φραντσέζος δίπλα στὸ διάσημο ὄνομα τῆς κοινῆς Τριπολιτσιώτισσας, μὲ σχολαστικότητα συμβολαιογράφου, διέσωσε γιὰ τὴν ἱστορία μας, καὶ τοῦ τὸ ὀφείλουμε ὁμολογουμένως, καὶ τὰ ὀνόματα τῆς «Διαμάντως», τῆς «Ἀγγελικῆς», τῆς «Γιωργίτσας» καὶ τῆς «Γιαννούλας», ποὺ ἡ προσφορά τους ἔριξε τὶς τιμὲς στὸ εἶδος ἀπὸ τὸ ἕνα ναπολεόνι στὰ εἴκοσι σόλντια, ἀνταγωνιστικὲς πλέον ἐκείνων τοῦ βακαλάου καὶ τῆς παλαμίδας.

Μὲ τὴν ἴδια ἀπροκατάληπτη ἄνεση μὲ τὴν ὁποία ὁ Μανζὰρ θὰ περιγράψει τὴν διακόσμηση ἑνὸς ἐκκλησιδίου ἢ τὰ ἐρείπια τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, θὰ διευρύνει τοὺς ἐρωτικοῦ ἐνδιαφέροντος σχολιασμούς του στὶς διεμφυλικές του παρατηρήσεις.

Κοιτάζοντας προσεκτικὰ τὰ ἔνοπλα παλικάρια γύρω του, μὲ τὶς «ἀρβανίτικες» φορεσιές τους, καὶ ἀφοῦ παραδεχτεῖ τὰ αὐτονόητα, ὅτι «ὑπάρχουν ἀνάμεσά τους», ὅπως καὶ στοὺς Γάλλους, «μερικοὶ νεαροὶ πού, καυχώμενοι γιὰ τὴ νεότητά τους, τὴν κομψότητά τους, ἢ τὴν ὀμορφιά τους, προσπαθοῦν νὰ ἐπισύρουν τὴν προσοχή», καὶ οἱ ὁποῖοι «ἀντί γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ γυναικοθήρα, ἔχουν τοῦ Γανυμήδη», θὰ ἑστιάσει σὲ ἕναν κυρίως ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοῦ «ἔκανε μεγαλύτερη ἐντύπωση», ὄχι μόνον διότι μιλοῦσε «ἀρκετὰ καλὰ τὰ γαλλικὰ» καὶ ἦταν γιὸς «παλιοῦ κατοίκου τῶν Πατρῶν, ἰδιοκτήτη τεραστίων ἐκτάσεων», ἀλλὰ διότι κάθε ἐμφανισή του συνιστοῦσε καὶ ἕνα μικρὸ κοινωνικὸ γεγονός:

«Τὸν εἴδαμε πολλὲς φορὲς νὰ τριγυρνάει στοὺς δρόμους τῶν Πατρῶν ὁπλισμένος μ’ ἕνα μεγάλο τούρκικο σπαθί, μ’ ἕνα τουρμπάνι τυλιγμένο στὸ κεφάλι καὶ ντυμένος ἕνα ἐλαφρὺ σακάκι γαλάζιο ἀνοιχτὸ μεταξωτό, ποὺ ἄφηνε νὰ φαίνεται ἡ κομψὴ κορμοστασιά του. Ἤτανε τόσο σφιχτὸ ὅσο τῶν γυναικῶν μας, κι αὐτὸ τοῦ ἔδινε ἐντελῶς τὴν ἐμφάνιση γυναίκας· πολὺ περισσότερο ποὺ ἡ φουστανέλα του, μὲ τὶς ἑκατὸν πενῆντα περίπου πλατιὲς δίπλες, ἄφηναν νὰ φαίνονται οἱ γάμπες του μὲ τὶς κομψὲς κάλτσες. Τὸν ἀκολουθοῦσαν καμιὰ πενηνταριὰ νεαροὶ Ἕλληνες, πλούσια ντυμένοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἔτρεχε ἀπὸ καπηλειὸ σὲ καπηλειό.»

Εἰκόνες ἀπρόσμενου καὶ ἀπροκάλυπτου δανδισμοῦ ἀπὸ ἀνεπίληπτο μάρτυρα, ποὺ θίγουν εὐθέως τὴν προκατασκευασμένη ὅσο καὶ ἀνέξοδη ἐθνική μας φιλοτιμία, γι’ αὐτὸ καὶ μεταφέρονται σὲ κάποια ἔκταση ἐδῶ.

Διακόσια χρόνια δυτικότροπης ὀργανωμένης κοινωνικῆς ζωῆς συνοδευόμενης ἀπὸ τὴ συστηματικὴ καλλιέργεια μιᾶς ὑπεραναπληρωματικῆς ἐθνικῆς συνείδησης σφραγισμένης ἀπὸ τὴν ἐθνοκαπηλευτικὴ ρητορεία καὶ τὶς ὡραιολογικὲς ἁπλουστεύσεις, μᾶς ἔχουν κάνει πολὺ λίγο διαθέσιμους νὰ ἀναγνωρίσουμε παρόμοιες εἰκόνες σὲ μιὰ περιοχή, ποὺ μετὰ τὴν ἥττα τῶν Τουρκο-Αἰγυπτιακῶν δυνάμεων στὸ Ναυαρίνο καὶ τὴν ἀρχόμενη ἐκκένωση τῆς χερσονήσου ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Ἰμπραήμ, γνώριζε τὴν βαθύτερη ἀνατροπὴ τοῦ κοινωνικοῦ της βίου ἀπὸ αἰώνων. Παραξενευόμαστε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν συγγραφέα, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ βροῦμε εὔκολη ἀπάντηση, γιατί τόσες σκλάβες Ἑλληνίδες προτιμοῦσαν νὰ ἀκολουθήσουν τοὺς Ὀθωμανοὺς κυρίους τους στὴν Αἴγυπτο, ἐνῶ οἱ σχετικὲς ἐπιτροπὲς τῶν νικητῶν χριστιανῶν συμμάχων τοὺς ἔδιναν τὸ ἐλεύθερο νὰ παραμείνουν μὲ τὰ ἕως δεκατεσσάρων χρονῶν παιδιά τους στὸν Μωριά.

Φτάνει, ἄραγε, ἐκεῖνο τὸ «Ἄντε, σκύλε Φράγκε» [μεταφερμένο στὰ ἑλληνικὰ ἄδε (!), σκύλε Φράγκε στὸ γαλλικὸ πρωτότυπο], ποὺ τοῦ πέταξε κατάμουτρα «ἀπὸ τὴν τρύπα ποὺ χρησίμευε γιὰ παράθυρο» στὸ σπίτι τοῦ αὐστριακοῦ προξένου στὴν Πάτρα, μιὰ Ἑλληνίδα, ποὺ λίγο πρὶν γλυκοκοίταζε ὁ Ζάκ, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴν ἀπέχθεια πολλῶν ντόπιων ποὺ φαντάζονταν τοὺς Γάλλους ποὺ πλημμύρισαν τὴν Πελοπόννησο, σὰν εἶδος χειρότερων κατακτητῶν ἀπὸ τοὺς γνώριμούς τους Τούρκους;…

Ἀλλὰ τὰ αἰσθήματα κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ‘ἐλευθερωτῶν’ φαίνεται πὼς σὲ γενικὲς γραμμὲς δὲν ἦταν τὰ καλύτερα. Ὁ Μωριᾶς, ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ οἱ Γάλλοι ἦταν μιὰ ὁλοσχερῶς κατεστραμμένη χώρα. Τὰ χωριὰ καμμένα, οἱ οἰκογένειες διαλυμένες καὶ οἱ ἄνθρωποι φευγάτοι στὰ βουνά, λιμοκτονοῦσαν κρυμμένοι στὶς σπηλιὲς ἢ τοὺς ἀποδεκάτιζαν σοβαρὲς λοιμώξεις μὲ σοβαρότερη τὴν πανώλη. Ἄτακτα σώματα ἐνόπλων συμμετεῖχαν σὲ πολιορκίες φρουρίων μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὸ πλιάτσικο, ἐνῶ κάποιοι αἰσχροκερδοῦσαν ὅσο καὶ ὅποτε μποροῦσαν εἰς βάρος τῶν Γάλλων στρατιωτῶν.

Τὰ αἰσθήματα, ὡστόσο, τοῦ Μανζάρ, ἦταν μονίμως συγχωρητικὰ γιὰ τὴν κατάσταση τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς. Μεγάλο μέρος τῆς εἰκοσαήμερης καραντίνας του στὴν Τουλώνα κατὰ τὸ ταξίδι του τῆς ἐπιστροφῆς, τὸ διέθεσε στὴν προσπάθειά του νὰ πείσει τὴν πλειονότητα τῶν συστρατιωτῶν του Γάλλων ἀξιωματικῶν ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν ἦσαν ἐκεῖνο τὸ ἀποκτηνωμένο ἔθνος ἀγνωμόνων ποὺ ὅλα πάνω τους «ἐπιβεβαιώνουν τὴ νομιμότητα τῆς Ἡμισελήνου καὶ τὴν κυριαρχία τῶν Ὀθωμανῶν», τὴν ὁποία, ὅπως ἔλεγαν, προτίμησαν ὄχι λίγες φορὲς στὸ παρελθόν. Τὰ ἐπιχειρήματά του ἦταν θεμελιωμένα σὲ μιὰ σαφῶς καλύτερη γνώση τῆς πραγματικότητας: Ποῦ γνώρισαν οἱ συνομιλητὲς συμπατριῶτες του τὸ πραγματικὸ ἑλληνικὸ ἔθνος;

«Ποῦ τὸ μελέτησαν; Μήπως στὰ παραθαλάσσια κάστρα, ποὺ παραδόθηκαν στοὺς Γάλλους ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Αἰγυπτίους; Μὰ τί βρήκανε σ’ αὐτὰ τὰ κάστρα ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴχνη τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς ἀπανθρωπιᾶς τους; Δίνουν ἴσως τὸ ὄνομα Ἕλληνες σ’ ἐκείνη τὴν ὀρδὴ τῶν ξένων ἀπ’ ὅλες τὶς χῶρες ποὺ ἦρθαν νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ ἀμέσως μόλις μᾶς παραδόθηκαν; Ἀλλ’αὐτοὶ δὲν ἦσαν τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀλῆτες ποὺ εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὰ Ἰόνια νησιά, ἀπο τὴ Σικελία, ἀπὸ τὴν Ἰταλία, κι ἀκόμα κι ἀπὸ τὶς ἀκτὲς τῆς Γαλλίας, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦνε κάτι ν’ ἁρπάξουν στὴν Πελοπόννησο.»

Παράδοση τοῦ Κάστρου τῆς Πάτρας στὸν Στρατηγὸ Μαιζῶνα τὸν Ὀκτώβριο του 1828. Πίνακας τοῦ Ζὰν-Σὰρλ Λανγκλουά (Jean-Charles Langlois, 1789-1870).

Πῶς μποροῦσε νὰ ἐπιχειρηματολογεῖ ἔτσι ὁ νεαρὸς Ζάκ, ἀπέναντι σὲ συμπατριῶτες του μὲ τοὺς ὁποίους ὀκτὼ μῆνες πρὶν μοιραζόταν τὸν ἴδιο ἐνθουσιώδη φιλελληνισμό; Ποιός ἦταν ἐντέλει ὁ πνευματικὸς κόσμος καὶ ἡ ἰδεολογία του καὶ τί ἦταν αὐτὸ τὸ βιβλίο του τῶν σουβενὶρ ποὺ ἔφερνε στὴν πατρίδα του ἕνα χρόνο μετά, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν ἔκδοση θὰ σχεδίαζε σίγουρα ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ πάτησε τὸ πόδι του στὸ Μωριὰ καὶ κατόπιν βιάστηκε τόσο πολὺ νὰ παρουσιάσει στὸ γαλλικὸ κοινό; Ἄραγε ἦταν καὶ τοῦτο μιὰ τυπικὴ ἐκδήλωση τοῦ δυτικοῦ ὀριενταλισμοῦ, ὅπως τόσες ἄλλες ποὺ γέννησαν οἱ ναπολεόντειες ἐκστρατεῖες στὴν περιοχή;…

Ἂν μὲ τὸν ὅρο ὀριενταλισμὸς, ὅπως περίπου τὸν περιέγραψε ὁ Ἀμερικανο-Παλαιστίνιος στοχαστὴς καὶ εἰσηγητὴς τῶν μετα-αποικιακῶν πολιτισμικῶν σπουδῶν Ἔντουαρντ Σαΐντ, νοήσουμε μιὰ τάση τῶν διανοουμένων τοῦ Δυτικοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ μετὰ νὰ παρουσιάζουν τοὺς λαοὺς τῆς Ἐγγὺς καὶ Μέσης Ἀνατολῆς ὡς πολιτισμικὰ καθυστερημένους, ὥστε δι’ αὐτοῦ, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ‘ἀνωτερότητα’ τῆς Δύσης, νὰ νομιμοποιοῦν τὴν ἀποικιακὴ χειραγώγησή τους καὶ ἡγεμονία, τότε τὸ βιβλίο τοῦ Μανζάρ, κατὰ τὴν δική μας ἀνάγνωση, καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὴν κατανόηση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ὡς ἑνὸς ἀπὸ τοὺς λαοὺς τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἔχει χαρακτηριστικὰ τόσο ὀριενταλιστικὰ ὅσο καὶ ὁρισμένα ἀντίθετά τους.

Εἶναι ἑδραία καὶ ἀμετακίνητη σὲ ὅλο τὸ εὖρος τῶν Souvenirs τοῦ Μανζὰρ ἡ ἄποψη —τὴν ὁποία μοιράζεται καὶ μὲ τοὺς ἄλλους συμπατριῶτες του— ὅτι ἡ Γαλλία βρίσκεται στὴν Πελοπόννησο ὄχι μόνον γιὰ νὰ στερεώσει τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἐκπολιτίσει, ὁδηγώντας τον στὸν (δυτικὸ) πολιτισμὸ ἀπὸ τὴν βάρβαρη κατάσταση στὴν ὁποία τὸν ἔφερε μακραίωνη ἐξίσου βάρβαρη σκλαβιά. «Ἀφοῦ ἐλευθερώσαμε τὴν Πελοπόννησο, δὲν ἔπρεπε καὶ νὰ τὴν ἐκπολιτίσουμε;», ἀναρωτιέται μὲ ἀφοπλιστικὴ ἀφέλεια ὁ συγγραφέας. Γιὰ τὴν ἐπίσημη γαλλικὴ πολιτικὴ τῆς ἐποχῆς αὐτὸς ὁ ‘ἐκπολιτισμὸς’ ποὺ ἀναλάμβανε τὸ Σῶμα τοῦ Μαιζῶνος στὸν Μωριᾶ καὶ ἡ Γαλλικὴ Ἐπιστημονικὴ Ἀποστολὴ ποὺ τὸ ἀκολουθοῦσε γινόταν μὲ σαφῆ προοπτικὴ ἀποικιοκρατικῶν ἀνταλλαγμάτων ἀπὸ τὸ νεοσύστατο κράτος. Ὁ νεαρὸς Ζὰκ, ὡστόσο, μποροῦσε νὰ ἔχει τὴ δικιά του ματιά.

Μέσῳ τῶν κλασσικῶν διαβασμάτων του καὶ κυρίως τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ποὺ τοῦ δίνει ὁ τόπος, ὁ Μανζάρ ἀναγνωρίζει στοὺς σύγχρονους Ἕλληνες μιὰ μακρινὴ συγγένεια πρὸς τοὺς ἀρχαίους ἔνδοξους προγόνους τους. Πάσχει εἰλικρινῶς γιὰ τὴν βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς τους, καὶ εὐκαιρίας δοθείσης δὲν παραλείπει νὰ ἐξάρει τὴν συμβολὴ τῆς τυπογραφίας σ’ αὐτήν. Ὅσο καὶ ἂν δὲν τὸ γνωρίζει ὁ ἴδιος, τὴν πλήρη δικαίωση τῆς παρουσίας τῶν συμπατριωτῶν του ἔχουν προοιμιάσει στὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ 28 ἔτη πρὶν οἱ στίχοι τοῦ σύγχρονού του Ἕλληνα διαφωτιστῆ Κοραῆ:

Ὅταν ἔχωμεν τοὺς Γάλλους,

Tίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους;

Γάλλοι καὶ Γραικοὶ δεμένοι,

Mὲ φιλίαν ἑνωμένοι,

Δὲν εἶναι Γραικοὶ ἢ Γάλλοι,

Ἀλλ’ ἕν ἔθνος Γραικογάλλοι.

Δὲν παραλείπει, ἐπίσης, νὰ σημειώσει σὲ κάθε εὐκαιρία τὶς ἐκδηλώσεις εὐγνωμοσύνης τῶν Ἑλλήνων ποὺ συναντᾶ γιὰ τὸ ἔργο τῆς γαλλικῆς ἀποστολῆς. Ἀξίζει νὰ σταθοῦμε στὴν πιὸ ἐντυπωσιακὴ ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ δοῦμε τί γίνεται στὰ τέσσερα σχολεῖα που ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἀνοῖξαν στὴν Πάτρα:  

«Μετὰ τὴν διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν, οἱ διδάσκαλοί τους προσπαθοῦσαν νὰ ἐμφυσήσουν μέσα σ’ αὐτὲς τὶς εὔπλαστες ψυχὲς μιὰν ἀπεριόριστη εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς Γάλλους. Παρευρέθηκα καμιὰ εἰκοσαριὰ φορὲς σὲ τέτοιου εἴδους παραδόσεις, ποὺ δὲν τελείωναν ποτὲ χωρὶς ἕνας μαθητής, ὁ πιὸ μεγάλος καὶ ὁ πιὸ προοδευμένος, ν’ ἀπαγγείλει ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς τάξης μιὰ προσευχή, στὴν ὁποία παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν μακροημέρευση τοῦ Καρόλου Ι’, Βασιλέα τῶν Γάλλων κι ἐλευθερωτὴ τῆς Ἑλλάδος. Τὴν ἴδια προσευχὴ τὴν ἔψελναν στὴν ἐκκλησία ὁ παπὰς κι οἱ πιστοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ λειτουργία· κάθε Κυριακὴ τὴν ἐπαναλάμβαναν στὶς τρεῖς ἐκκλησίες ποὺ εἶχαν ἤδη ἀνοίξει στὰ Πάτρας.»

Ὡστόσο, ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ‘αὐθόρμητες’ ἐκδηλώσεις κατοίκων. Ὅσο καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι οἱ πανέξυπνοι Πατρινοὶ πολιτικοὶ εἶχαν βρεῖ στὶς δοξολογήσεις ἕναν τρόπο νὰ διαχειρίζονται τὸ τεράστιο ἐκστρατευτικὸ σῶμα 15.000 ἀνδρῶν τοῦ Μαιζῶνος, ποὺ μετὰ τὴν ἑνὸς μηνός, ἅμα τῇ ἀφίξει του, ἐκπολιόρκηση τοῦ Κάστρου τῆς Πάτρας, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1828, εἶχε στὴν οὐσία καταστεῖ ἀπόλεμο, μὲ μοναδικὸ ἐχθρὸ τοὺς πυρετοὺς καὶ τὴν δυσεντερία ποὺ κατὰ κυριολεξίαν τὸ ἀποδεκάτιζε, ἡ συνδρομὴ μηχανικῶν καὶ τοπογράφων ποὺ τὸ ἀκολουθοῦσε, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἑλληνο-Γάλλου πολεοδόμου Σταμάτη Βούλγαρη, βοηθοῦσε σημαντικὰ στὴν ἀνασυγκρότηση τῆς κατεστραμμένης πόλης. Κατὰ τὸν ἱστορικὸ τῆς Πάτρας Βασίλη Λάζαρη, τὰ παραπάνω σχολεῖα δὲν ἦσαν παρὰ «ἰδιωτικὰ ἐκπαιδευτήρια, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὰ ἐλέγξει ἡ κυβέρνηση καὶ ποὺ μέσα σ’ αὐτὰ οἱ δάσκαλοι προπαγανδίζανε ὁλοφάνερα τὴν πλήρη ὑποταγὴ τῆς χώρας στὴν Γαλλία.» (Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς Πάτρας, τ. Α’, Ἀθήνα, 1986, 22).

Ἀλλὰ ἡ περίπτωση τοῦ Μανζὰρ δὲν ἦταν ἡ συνηθισμένη τοῦ Γάλλου ‘ἐλευθερωτή’/ ‘ἐκπολιτιστή’. Γνωρίζοντας τὴν γλώσσα τῶν κατοίκων καὶ ἔχοντας, λόγῳ τῶν κλασσικῶν του προκαταλήψεων, μεγάλη περιέργεια νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντά τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦρθε νὰ ἀπελευθερώσει, προϋποθέσεις ποὺ μετρημένοι στὰ δάχτυλα συστρατιῶτες του μποροῦσαν νὰ ἔχουν, ἔκανε τὸ κρίσιμο βῆμα: ζήτησε νὰ συγχρωτιστεῖ μὲ τοὺς Ρωμιοὺς τοῦ Μωριᾶ, νὰ μπεῖ στὰ σπίτια καὶ τὶς οἰκογένειες τους, νὰ γνωρίσει τὰ ἤθη καὶ τὰ ἐθιμά τους, κι ἀκόμη νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ὄμορφες γυναῖκες καὶ κόρες τους, ποὺ τὰ ξέσκεπα πρόσωπά τους τόσο ἀκαταμάχητη ἕλξη τοῦ ἀσκοῦσαν διαρκῶς… Τὸ λέει ξεκάθαρα, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὡς συμπέρασμα προκειμένου νὰ ἀντικρούσει τὴν κακὴ εἰκόνα ποὺ εἶχαν εἰσπράξει ἀπὸ τοὺς ντόπιους οἱ συμπατριῶτες του: «Ἂν εἶχαν μπορέσει, ὅπως ἐμεῖς, νὰ εἰσχωρήσουν μέσα σὲ οἰκογένειες πραγματικὰ ἑλληνικές, θὰ ἀντιλαμβάνονταν ὅτι δὲν εἴχαμε βοηθήσει ἀχάριστους.»

Εἶναι αὐτὸς ἀκριβῶς ὁ εἰλικρινὴς συγχρωτισμὸς μὲ τὸν ἄλλο, ποὺ ὄχι μόνον τροποποιεῖ διὰ τῆς οἰκειότητας τὶς στερεοτυπικές του εἰκόνες, πάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται κατεξοχὴν ἡ ὀριενταλιστικὴ ἀποικιοκρατικὴ πολιτική, ἀλλὰ φτάνει καὶ νὰ ἐπηρεάσει τὴν σχέση τοῦ δυτικοῦ μὲ τὸ ἴδιο τὸ δικό του ἡγεμονικὸ μοντέλο, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Μανζάρ! Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε σὲ δύο τουλάχιστον, καθὸ καταγραμμένες, περιπτώσεις:

Στὴν πρώτη, παρακολουθώντας ὁ νεαρὸς Ζὰκ ἀπὸ ἀπόσταση μιὰ στιγμὴ ἐξομολόγησης νεαρᾶς ἀπὸ ἕναν ἱερέα σ’ ἕναν ὀρθόδοξο ναό, κάνει τὴν παρακάτω ὀξυδερκῆ παρατήρηση γιὰ τὸν δικό του πολιτισμό:

«Δὲν μιλάει <ὁ ἱερέας> σ’ αὐτὴ τὴν παρθένα κλεισμένος σ’ ἕνα σκοτεινὸ ἐξομολογητήριο· εἶναι καθισμένος κοντά της, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν ἀγγίξει. Κι ὡστόσο αὐτὴ ἡ γειτνίαση, αὐτὴ ἡ μυστηριώδης συνδιάλεξη ἔχουν κάτι τὸ οὐράνιο. Πῶς συμβαίνει ὥστε στὶς ἐκκλησίες μας ἕνα τέτοιο θέαμα θὰ ἦταν ἱκανὸ νὰ μᾶς σκανδαλίσει, κι ὄχι νὰ μᾶς φέρει σὲ ἔξαρση; Ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ διαφορά; Οἱ περισσότεροι Ἕλληνες ἱερεῖς εἶναι παντρεμένοι· ὅλοι μποροῦν νὰ εἶναι.»

Ἐξίσου δραστικὴ εἶναι καὶ ἡ δεύτερη παρατήρησή του, ποὺ ἴσως γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ στοιχειώδη συναίσθηση τῶν πραγμοποιητικῶν πρακτικῶν τοῦ οἰκείου του καπιταλιστικοῦ κόσμου μέσῳ τῆς λειτουργίας τοῦ θεάματος:

«Οἱ ἐκκλησίες τῶν Πατρῶν θυμίζουν τὴν ἔνδεια καὶ τὴν γυμνότητα τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Ἔχουν τόσην ἁπλότητα, ὅση πολυτέλεια κι ἐπιδεικτικότητα οἱ δικές μας. Σὲ μᾶς εἶναι, μποροῦμε νὰ ποῦμε, θέατρα, ὅπου ὅλα μιλᾶνε στὰ μάτια· ἐδῶ, τουναντίον, ὅλα μιλᾶνε στὴν καρδιά [ὑπογρ. δική μας]. Θὰ πίστευε κανεὶς πὼς εἶναι γραμμένο στὴν εἴσοδο κάθε ἐκκλησίας “Παπά, θυμήσου τὴ φτώχεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη τῶν πρώτων Ἀποστόλων· ἐδῶ εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἶκος προσευχῆς”.»

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς δὲν μᾶς λέει, σὲ κοντινὴ χρονία καὶ ὁ δικός μας Παπαδιαμάντης;… Στὴν ἀναπόφευκτη σύγκριση πολιτισμῶν, στὴν ὁποία προβαίνει ὁ πάντως ἀρκετὰ νεωτεριστὴς καὶ ἐλευθερόφρων Μανζάρ, μπροστὰ στὶς ἐπικείμενες γιὰ τὴ χώρα «γοργὲς προόδους τοῦ πολιτισμοῦ», ἀναδύεται, μὲ τὴ γλώσσα τοῦ καιροῦ του, καὶ ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἴδιας τῆς πρόοδου. Γράφει γιὰ τοὺς Ἕλληνες: «Εἴθε νὰ μὴν πάρουν παρὰ μόνο ὅ,τι εἶναι χρήσιμο ἀπὸ τοὺς προοδευμένους λαοὺς τῆς Εὐρώπης καὶ νὰ φυλάγονται πάντοτε ἀπὸ τὰ δολερὰ θέλγητρα τῆς πολυτέλειας καὶ τῆς διαφθορᾶς!»

Μὲ τέτοιες παρατηρήσεις καὶ σκέψεις, ἀρχίζει νὰ σηκώνεται σιγὰ-σιγὰ ἡ ἄκρη τοῦ πέπλου ποὺ θαμπώνει τὴν κατανόηση, κι ἔτσι ἀρχίζει νὰ ραγίζει ὁ εὐρωπαϊκὸς ὀριενταλιστικὸς μύθος, ὁ καλὰ ἀφομοιωμένος ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῶν διανοουμένων μας, ὅτι τάχα οἱ νεώτεροι Ἕλληνες εἶναι ἁπλῶς μιὰ παρακμασμένη γλωσσικὴ ἐπιβίωση ἐκείνων τῶν ἐνδόξων ἀρχαίων καὶ τίποτ’ ἄλλο. Κι ἔτσι ἀρχίζει ν’ἀχνοφαίνεται στὰ μάτια τοῦ διαφορετικοῦ Εὐρωπαίου ὅτι ὁ λαὸς ποὺ συνάντησε σὲ ἡμιάγρια κατάσταση νὰ περιφέρεται γυμνήτης καὶ πεινασμένος δίπλα στὶς σπασμένες ἀρχαῖες κολῶνες τοῦ Μωριᾶ, ἔχει μιὰ ὑπερχιλιετὴ ἱστορία τρέχουσας ζώσας συμμετοχῆς —κοινοτικῆς, πνευματικῆς, ἐκκλησιαστικῆς— σὲ σπουδαιότατο πολιτισμὸ τῆς ἀνθρωπότητας διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο!

Πρόκειται γι’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πρώτη κίνηση, τὴν ἄκρη τοῦ νήματος, ποὺ ἔπιασε ἕνας ἀνοιχτὸς στὸ διαφορετικὸ 23χρονος Γάλλος βοηθὸς τυπογράφου στὸν Μωριᾶ τοῦ 1828, τὴν ὁποία στάθηκε ἀνίκανη καὶ νὰ διανοηθεῖ μιὰ ἱστορικὰ ἀνερμάτιστη ἑλλαδικὴ πολιτιστικὴ ἐλίτ 200 χρόνια μετά, ὅταν στὸ ἐπίσημο εἰκονόγραμμά της μὲ τὸ ὁποῖο φαντασιώνεται ὅτι ‘τιμᾶ’ τὸν λαὸ τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα, διέγραψε μὲ μιὰ μονοκοντυλιὰ 18 αἰῶνες ζωντανοῦ πολιτισμοῦ του, ξεκινώντας τὸ παραζαλισμένο μετα-νεωτερικό της ἀφήγημα ἀπὸ τὸν μαϊντανὸ τῶν ἀρχαιολατρῶν Περικλῆ γιὰ νὰ καταλήξει, παίγνιο εἰς χεῖρας ἠλιθίων, σὲ μιὰ καλὴ ψυχή: τὸν Γιάννη Ἀντετοκοῦνμπο!

* * *

Δεν ειναι λιγες οἱ ἐνδείξεις στὸ βιβλίο τοῦ Μανζὰρ ὅτι ἔχουμε μπροστά μας, μ’ ὅλο τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας του, ἕνα ζωντανὸ κι ἀνήσυχο πνεῦμα τοῦ καιροῦ, ἕναν συγγραφέα μὲ ἐκπληκτικὴ παρατηρητικότητα καὶ ἀξιοσημείωτο λογοτεχνικὸ τάλαντο, ἕναν ἀντιπροσωπευτικὸ τύπο τοῦ νεωτερικοῦ ἀνθρώπου – ὁ ἴδιος ἐξελίχθηκε ἀργότερα σὲ βιβλιοθηκάριο στὴν πόλη Βαλανσιὲν τῆς βόρειας Γαλλίας καὶ ἐπιμελητὴ καὶ ἐκδότη κλασικῶν κειμένων. Τὴν κατανόηση ἐκ μέρους του τῆς μεγάλης πολιτικῆς εἰκόνας τοῦ καιροῦ του, ποὺ λόγῳ τῆς σημασίας της θέσαμε καὶ ὡς ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο στὴν ἀρχὴ τοῦ παρόντος, θὰ τὴν βροῦμε στὴν παρακάτω ἀποστροφή: «Αὐτὸ ἤτανε τὸ τέλος τῆς ἐκστρατείας τοῦ Μοριᾶ. Δὲν θὰ ξαναδοῦμε ποτὲ πιὰ πάνω σὲ κανένα κάστρο τῆς χερσονήσου νὰ κυματίζει ἡ σημαία τῆς ἡμισελήνου. Οἱ σημαῖες τῶν τριῶν συμμάχων Δυνάμεων, ἑνωμένες πάνω σ’ ὅλα τὰ φρούρια, θὰ δείξουν στὸν κόσμο ὅτι γιὰ νὰ κερδίσεις τὴν ἐπιτυχία πρέπει νὰ βαδίζεις κάτω ἀπὸ τὴν ἁψίδα τῆς εὐρωπαϊκῆς συνείδησης.»

Κατὰ ἕναν περιέργο τρόπο ἡ ἀπίθανη σιγουριὰ τῆς διατύπωσης τοῦ Μανζὰρ ἔμοιαζε νὰ προδιαγράφει ἕνα μέλλον-μονόδρομο γιὰ τὴ χώρα, τελείως ἐξωπραγματικὸ καὶ ἀσύλληπτο γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ καιροῦ του, ἕνα μέλλον ποὺ δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ὑπάρξει πιὰ ὡς τόπος ἰδεοπροσωπικὸς μιᾶς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ ὡς ἕνας δικός τους καὶ δικός μας τόπος. Ἕνας τόπος ὅπου προνεωτερικὲς οἰκουμενικὲς ἀξίες καὶ νοήματα, καθὼς καὶ παραδόσεις βιοτῆς αἰώνων θὰ δοκίμαζαν νὰ συνυπάρξουν ἢ νὰ ἀλληλοπεριχωρηθοῦν, μὲ τὸν δικό τους δοκιμασμένο ἀπὸ χιλιετίες συνθετικὸ τρόπο, μὲ δυτικότροπες νεωτερικές, καὶ τὸ πατροπαράδοτο Γένος νὰ δοκιμαστεῖ τώρα καὶ ὡς Ἔθνος νεωτερικό.

Ἡ νέα Ἑλλάδα ποὺ γέννησε τὸ Εἰκοσιένα, μὲ πλώρη τὸν Μωριὰ μόλις ἄρχιζε ἕνα ταξίδι πρὸς τὴ Δύση, στὴν ὁποία κατὰ τὴν φαντασίωση τῶν νεωτερικῶν ἀνῆκε ἐξ ὑπαρχῆς, ποὺ τὴν ἔφερε τελικῶς στοὺς πολιτικούς της κόλπους τὸ 1981 καὶ στὸν σκληρό της πυρήνα, ἐκεῖνον τοῦ Εὐρώ, τὴν 1 Ἰανουαρίου τοῦ 2001.

Τὸ γραικογαλλικὸν ἔθνος τοῦ Κοραῆ εἶχε τύποις τουλάχιστον συντελεστεῖ!

Οἱ ἰδέες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ποὺ οἱ ναπολεόντειες ἐκστρατεῖες διέσπειραν σὲ κάθε ἄκρη τῆς Ἠπείρου, εἶχαν δημιουργήσει μιὰ δημοκρατικὴ ἰδεολογικὴ μαγιά, ποὺ μ’ ὅλες τὶς αὐτοκρατορικὲς ὑπεξαιρέσεις ποὺ ὑπέστη, μὲ τελευταία τους τὴ ναζιστικὴ τερατωδία, κράτησε πάντα ἕναν πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ πυρήνα ζωντανό, ὥστε αὐτὸ ποὺ περιγράφεται στὸ ἀπόσπασμα τοῦ Μανζὰρ ὡς «εὐρωπαϊκὴ συνείδηση», grosso modo νὰ ἀποτελεῖ κοινὸ συνεκτικὸ ἰδεολογικο-πολιτικὸ νόμισμα τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης ἕως μόλις χθές.

Φυσικά γράφω, ἕως μόλις χθές. Ἐπειδὴ σήμερα εἴτε διαβάζεις Τὴν κοινότητα ποὺ ἔρχεται τοῦ Ἀγκάμπεν εἴτε τὴν Ὑποταγή (στὸ Ἰσλάμ) τοῦ Οὐελμπέκ, εἴτε σερφάρεις στὰ πλατωνικὰ σύννεφα μιᾶς φιλοσοφικῆς διαμάχης ἀνάμεσα στὸ ἀνήκειν καὶ μὴ-ἀνήκειν στὸν Μπαντιού, θὰ προσγειωθεῖς ἀναγκαστικῶς πάνω στὸν ρεαλισμὸ τοῦ ἀερόβιου χρηματιστηριακοῦ παροξυσμοῦ ποὺ κατευθύνει τὶς τύχες τῆς Εὐρώπης (καὶ τοῦ πλανήτη), κάνοντας πολυτιμότερο ἀγαθὸ τοῦ σύγχρονου Εὐρωπαίου τὸ ὑπόλοιπο τῆς μπαταρίας τοῦ κινητοῦ του! Τότε, ὀδυνηρὰ συνειδητοποιεῖς ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ ‘ἀθῶος’ νεαρὸς Μανζὰρ ἐννοοῦσε ὡς «εὐρωπαϊκὴ συνείδηση», δὲν εἶναι πιὰ τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἕνας τραγελαφικὸς ἱστορικὸς ἀναχρονισμός, μιὰ ξεπερασμένη πολιτικὴ παρόλα γιὰ τὸ μάντρωμα τῶν ἀπολιτὶκ ψηφοφόρων τῆς ΕΕ, ἕνα αὐνανιστικὸ ἰδεολόγημα παρακμασμένων πολιτικῶν ἐλὶτ σὰν τὶς σημερινὲς ‘ἑλληνικές’ ποὺ στὴν ἄλειωτη καραμέλα τους Τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος εἶναι καὶ σύνορα τῆς Εὐρώπης προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα νὰ διασώσουν τὸν πολιτικό τους παρασιτισμό. Εἰδικὰ γιὰ τὶς τελευταῖες καὶ τὴν πομφόλυγά τους γιὰ τὰ σύνορα ποὺ μᾶς ἀφοροῦν, κλείνοντας τὸ παρὸν μνημόσυνο τοῦ Μανζάρ ἐπικαιρικῶς, θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ποῦμε:

Ἀφοῦ ἡ χθεσινὴ «ἐθνικὴ συνείδηση» τοὺς πέφτει πιὰ ἐπαρχιώτικη, ἀντι-διανοουμενίστικη καὶ ντεμοντέ, ἂς καλέσουν αὔριο «τὴν εὐρωπαϊκὴ συνείδηση» τοῦ παρόντος νὰ τὰ ὑπερασπιστεῖ!

Νέα Σμύρνη, 31 Ἰανουαρίου 2021

*Φιλόλογος, επί χρόνια στην πρώτη γραμμή της Μέσης Εκπαίδευσης, συγγραφέας και εκδότης του εμβληματικού περιοδικού Πλανόδιον και –μαζί με τη σύντροφό του Ηρώ Νικοπούλου– του ηλεκτρονικού περιοδικού Ιστορίες Μπονζάι, ο Γιάννης Πατίλης έχει παραχωρήσει στο Πανεπιστήμιο Πατρών την εξαιρετικά πλούσια προσωπική βιβλιοθήκη του, το αρχείο του περιοδικού Πλανόδιον και το προσωπικό του αρχείο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ