Στό Καί* τῆς Σμύρνης
(On the Quai at Smyrna)
Από το ιστολόγιο Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι
Τὸ παρὸν κείμενο ἀποτελεῖ προϊὸν τῆς πρώϊμης συγγραφικῆς περιόδου τοῦ Ἔ.Χ., ὅταν αὐτὸς δούλευε ὡς δημοσιογράφος, πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς τῆς καναδέζικης ἐφημερίδας Toronto Star Weekly (1920-1924) στὰ μέρη τῆς ἐγγὺς Ἀνατολῆς, καλύπτοντας γιὰ δύο περίπου μῆνες (τέλη Σεπτεμβρίου ἕως 14.11.1920) ἐπιτοπίως (Κωνσταντινούπολη, Μουδανιὰ καὶ Ἀνατολικὴ Θράκη) τὰ γεγονότα τοῦ Μικρασιατικοῦ Πολέμου. Τὰ περιστατικὰ παρουσιάζονται ἐμμέσως διὰ τῆς ἀφήγησης ἀξιωματούχου τῆς ναυτικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἀντὰντ —πιθανῶς βρεττανικῆς— ποὺ ναυλοχοῦσε στὴν προκυμαία τῆς Σμύρνης (βλ. ἐδῶ). Δημοσιεύεται σήμερα 13 Σεπτεμβρίου 2025, γιὰ τὴν 103η ἐπέτειο (μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) τῆς Καταστροφῆς τῆς Σμύρνης. Τὴν μετάφραση καὶ τὸ διεξοδικὸ ἱστορικὸ σημείωμα ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπιμελήθηκε ἡ Νατάσα Ζαχαροπούλου γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας.
Καί (γαλλ. quai = ἀποβάθρα, προβλήτα): ἡ παραλιακὴ καὶ πιὸ κοσμοπολίτικη συνοικία τῆς Σμύρνης, τραγικὸ θέατρο ἀφανισμοῦ χιλιάδων Ἑλλήνων κατὰ τὴν εἴσοδο τῶν κεμαλικῶν στρατευμάτων στὶς μέρες 13-22 Σεπτεμβρίου (μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο), θύματα «συνωστισμοῦ» κατὰ τὴν —τουρκόδουλης πολιτικῆς ἐμπνεύσεως— ἀναθεωρητικὴ ἱστορικὴ «ἐπιστήμη».
Σ.τ.Ἐκδότη
ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ἦταν, εἶπε, πῶς ἔσκουζαν κάθε βράδυ τά μεσάνυχτα. Δέν ξέρω γιατί ἔσκουζαν κείνη τήν ὥρα. Ἤμασταν στό λιμάνι κι αὐτοί ἦσαν ὅλοι πάνω στήν προκυμαία καί τά μεσάνυχτα ἄρχιζαν νά σκούζουν. Στρέφαμε τόν προβολέα πάνω τους γιά νά τούς κάνουμε νά σωπάσουν. Πάντα ἔπιανε τό κόλπο. Ἀνεβοκατεβάζαμε τόν προβολέα δυό-τρεῖς φορές πάνω τους κι αὐτοί σταμάταγαν.
Μιά φορά ἤμουν ὁ ἐπικεφαλής ἀξιωματικός στήν προκυμαία κι ἕνας Τοῦρκος ἀξιωματικός ἦρθε καταπάνω μου μέ τρομακτική ὀργή ἐπειδή κάποιος ἀπό τούς ναύτες μας τόν εἶχε προσβάλει βάναυσα. Τοῦ εἶπα λοιπόν ὅτι ὁ ναύτης θά γύριζε στό καράβι καί θά τιμωρεῖτο αὐστηρά. Τοῦ ζήτησα νά μοῦ τόν δείξει. Ἔτσι μοῦ ἔδειξε κάποιον πυροβολητή, ἕναν ἐντελῶς ἄκακο τύπο. Εἶπε ὅτι τόν εἶχε προσβάλει κατ’ ἐπανάληψη μέ τόν χειρότερο τρόπο· μοῦ μιλοῦσε μέσω διερμηνέα. Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ ὅτι ὁ πυροβολητής ἤξερε ἀρκετά Τουρκικά γιά νἄναι προσβλητικός. Τόν φώναξα καί τοῦ εἶπα:
«Καί στήν περίπτωση πού μίλησες σέ κάποιον Τοῦρκο ἀξιωματικό.»
«Δέν μίλησα μέ κανέναν ἀπ’ αὐτούς, κύριε.»
«Εἶμαι ἀρκετά βέβαιος γι’ αὐτό,» εἶπα, «ἀλλά καλλίτερα πήγαινε πίσω στό πλοῖο καί μήν ξαναβγεῖς στή στεριά γιά σήμερα.»
Μετά εἶπα στόν Τοῦρκο ὅτι ὁ ἄντρας στάλθηκε στό πλοῖο καί ὅτι θ’ ἀντιμετωπιζόταν αὐστηρά. Ἐνδελεχῶς αὐστηρά. Ἔνιωσε ὑπέροχα μ’ αὐτό. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Τό χειρότερο, εἶπε, ἦσαν οἱ γυναῖκες μέ τά νεκρά μωρά. Δέν μποροῦσες νά τίς πείσεις ν’ ἀφήσουν τά νεκρά μωρά τους. Κρατοῦσαν μωρά νεκρά ἕξι μέρες. Δέν τ’ ἄφηναν. Δέν μποροῦσες νά κάνεις τίποτα. Στό τέλος ἔπρεπε ἐμεῖς νά τούς τά πάρουμε. Ὕστερα ὑπῆρχε μιά γριά, μιά ἐντελῶς ἀσυνήθιστη περίπτωση. Τὄπα σ’ ἕναν γιατρό καί μοῦ εἶπε πώς ἔλεγα ψέματα. Ἐκείνη τήν ὥρα τούς ἀπομακρύναμε ἀπό τήν ἀποβάθρα, ἔπρεπε ν’ ἀπομακρύνουμε τά πτώματα, κι αὐτή ἡ γριά ἦταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ἕνα εἶδος φορείου. Μοῦ εἶπαν, «Θά τῆς ρίξετε μιά ματιά, κύριε;»
Τήν κοίταξα λοιπόν κι ἀκριβῶς ἐκείνη τή στιγμή πέθανε κι ἔγινε ἐντελῶς ἄκαμπτη. Τά πόδια της μαζεύτηκαν κι ἀνασηκώθηκε ἀπό τή μέση καί πάνω κι ἔμεινε ἐντελῶς ἄκαμπτη. Ἀκριβῶς σάν νἄταν πεθαμένη ὅλη νύχτα. Ἦταν τελείως νεκρή κι ἀπολύτως ἄκαμπτη. Τό εἶπα σ’ ἕναν γιατρό καί μοῦ εἶπε πώς ἦταν ἀδύνατον.
Ἦσαν ὅλοι ἐκεῖ ἔξω πάνω στήν ἀποβάθρα καί δέν ἔμοιαζε καθόλου μέ σεισμό ἤ κάτι παρόμοιο ἐπειδή ποτέ δέν ἤξεραν γιά τούς Τούρκους. Ποτέ δέν γνώριζαν τί θἄκανε ὁ γερο-Τοῦρκος. Θυμᾶσαι τότε πού μᾶς διέταξαν νά μήν ξανάρθουμε νά πάρουμε ἄλλους; Εἶχα τρομοκρατηθεῖ ἐκεῖνο τό πρωί πού μπήκαμε. Εἶχε ἕνα σωρό πυροβολαρχίες καί μποροῦσε νά μᾶς βουλιάξει ἄνετα. Ἐπρόκειτο νά μποῦμε, θά περνούσαμε κοντά ἀπό τήν προκυμαία, θά ρίχναμε τίς ἐμπρός καί τίς πίσω ἄγκυρες καί μετά θά βομβαρδίζαμε τήν Τουρκική συνοικία τῆς πόλης. Ἐκεῖνοι θά μᾶς βύθιζαν ἀλλά ἐμεῖς θά κάναμε τήν πόλη κόλαση. Μᾶς ἔριξαν μόνο μερικές βολές ἄσφαιρες ἐνόσῳ μπαίναμε. Ὁ Κεμάλ κατέβηκε καί ἀπέλυσε τόν Τοῦρκο διοικητή. Γιά κατάχρηση ἐξουσίας ἤ κάτι τέτοιο. Εἶχαν πάρει τά μυαλά του ἀέρα. Θά γινόταν κόλαση.
Θυμᾶσαι τό λιμάνι. Εἶχε πολλά ὡραῖα πράγματα νά ἐπιπλέουν δῶθε-κεῖθε μέσα ἐκεῖ. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού ἄρχισα νά ὀνειρεύομαι διάφορα. Δέν σέ πείραζαν οἱ γυναῖκες πού γεννοῦσαν ὅπως κι ἐκεῖνες μέ τά νεκρά μωρά. Πάνω τους. Ἐκπληκτικό τό πόσες λίγες ἀπό κεῖνες πέθαναν. Τίς σκέπαζες μέ κάτι καί τίς ἄφηνες νά τό περάσουν. Πάντα διάλεγαν τό πιό σκοτεινό μέρος στό ἀμπάρι νά γεννήσουν. Καμιά τους δέν νοιαζότανε γιά τίποτα μόλις φεῦγαν ἀπό τήν προκυμαία.
Κι οἱ Ἕλληνες καλοί τύποι ἦσαν ἐπίσης. Μετά τήν ἀποχώρηση εἶχαν κι ὅλα τά ὑποζύγια πού δέν μποροῦσαν νά τά πάρουνε μαζί, ὁπότε τούς ἔσπαγαν τά μπροστινά πόδια καί τἄσπρωχναν στ’ ἀβαθῆ. Ὅλα ἐκεῖνα τά μουλάρια μέ τά σπασμένα πόδια σπρωγμένα καί ριγμένα στά ρηχά. Ὅλα ἦταν μιά ὡραία δουλειά. Στό λόγο μου, ναί, ἦταν μιά ὡραία δουλειά.

Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ τό 1923. Φωτογραφία διαβατηρίου.
Σχόλιο τῆς μεταφράστριας Νατάσας Ζαχαροπούλου
γιά τό πεζό τοῦ Ἔ.Χ. «Στό Καί τῆς Σμύρνης»
βασισμένο σέ μεγάλο βαθμό στά ἑξῆς ἄρθρα:
- «Reality of the Magic of the East»: Hemingway on the Greco-Turkish War and the Refugee Procession in Eastern Thrace τοῦ Çiğdem Oğuz, ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ N° 40, 4 | 2019 τῆς ἐπιθεώρησης Diacronie. Studi di Storia Conteporanea.
https://journals.openedition.org/diacronie/12459?lang=en#ftn5
- «Ernest Hemingway’s Experience During the Greek Genocide» πού δημοσιεύθηκε στό Greek Genocide—Resource Center.
- 20 Οκτωβρίου 1922: «Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ γράφει γιά τή φρίκη τῆς ἐκκένωσης τῆς Θράκης», πού δημοσιεύθηκε στό Pontos News
ΤΟ «OΝ ΤΗΕ QUAI AT SMYRNA» δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στήν ἔκδοση Scribner’s τοῦ 1930, στή συλλογή διηγημάτων In Our Time, μέ τίτλο «Εἰσαγωγή ἀπό τόν συγγραφέα». Ὅμως, καθώς θεωρήθηκε κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα σύντομο χρονογράφημα, στήν ἔκδοση τοῦ 1938 The Fifth Column and the First Forty-Nine Stories μετονομάστησε «On the Quai at Smyrna», ἀντικαθιστώντας τό «Indian Camp», τό ὁποῖο ἦταν ὥς τότε τό πρῶτο διήγημα τῆς συλλογῆς.
Τόν Αὔγουστο καί ἕως τά μεσα Σεπτεμβρίου τοῦ 1922 ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ δέν βρισκόταν στή Σμύρνη ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ἦταν στήν Εὐρώπη (κυρίως στό Παρίσι), ἐργαζόμενος ὡς πολεμικός ἀνταποκριτής γιά τήν Καναδική ἐφημερίδα Toronto Star Weekly.
Ὡστόσο, ἤδη ὁ Διεθνής Τύπος ἀπό τήν 8η/9/1922 δημοσίευε τηλεγραφήματα καί ἄρθρα γιά ὅσα συνέβαιναν στή Μικρά Ἀσία. Τήν 15η καί 16η /9/1922 φτάνουν τηλεγραφήματα στόν Guardian, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα ἀναφέρει «τρόμος μεγάλος κυριεύει τίς ἐλληνικές καί ἀρμενικές συνοικίες. Αναφέρονται περισσότεροι ἀπό 1000 νεκροί καί 60000 πρόσφυγες στούς μώλους, πού πεθαίνουν ἀπό πείνα καί δίψα». Ἀναφορές στά γεγονότα κάνουν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες κι ἄλλες ἐφημερίδες ὅπως οἱ New York Times, οἱ Washington Times κ.λπ.
Ὁ Χέμινγουέϊ μετά τά μέσα Σεπτεμβρίου 1922 βρίσκεται στή Σόφια, καθ’ ὁδόν πρός τήν Πόλη, ἀπ’ ὅπου στέλνει τό πρῶτο τηλεγράφημα στήν Toronto Star μέ τίτλο «Οἱ Βρετανοί μποροῦν νά σώσουν τήν Κωνσταντινούπολη». Στην Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία βρισκόταν ὑπό κατοχή, φτάνει τήν 29η/9/1922. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μεγάλη ἔνταση, καθώς οἱ Τοῦρκοι ἐθνικιστές προήλαυναν γιά ν’ ἀνακτήσουν τήν πρωτεύουσα ἀπό τίς δυνάμεις κατοχῆς, μετά τίς νικηφόρες ἐπιχειρήσεις τους κατά τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ καί κυρίως μετά τήν κατάληψη τῆς Σμύρνης τήν 8η/9/1922. Ὁ Ἔ.Χ. γράφει γιά τήν Πόλη:
«Ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶχα δεῖ ποτέ στόν κινηματογράφο, ἡ Σταμπούλ θἄπρεπε νἄταν λευκή, λαμπερή καί ἀπειλητική. Ἀντί γι’ αὐτό τά σπίτια μοιάζουν μέ σκίτσα τοῦ Χήθ Ρόμπινσον, ξερά σάν προσάναμμα, στό χρῶμα τῶν παλιῶν, ξεθωριασμένων φρακτῶν, γεμᾶτα μικρά παραθυράκια. Σκορπισμένοι στήν πόλη ὑψώνονται μιναρέδες. Μοιάζουν μέ βρώμικα, λευκά κεριά πού πετάγονται χωρίς φανερό λόγο. Τό τραῖνο περνάει μπροστά ἀπό τό παλιό, κοκκινωπό βυζαντινό τεῖχος καί μπαίνει ξανά σέ μιά σήραγγα. Καθώς ξαναβγαίνει διακρίνεις σποραδικά κάτι τζαμιά πού μοιάζουν μέ μανιτάρια, πάντα μέ τούς μιναρέδες στό ἴδιο βρώμικο λευκό. Ὅταν βλέπεις τί χρῶμα παίρνει ἕνα λευκό πουκάμισο μέσα σέ δώδεκα ὧρες, καταλαβαίνεις τί χρῶμα παίρνει ἕνας λευκός μιναρές σέ τετρακόσια χρόνια.»
ἤ
«Πρίν ἀνατείλει ὁ ἥλιος τό πρωΐ, μπορεῖς νά περπατήσεις στούς μαύρους, λείους ἀπό τή φθορά δρόμους τῆς Κωνσταντινούπολης καί τά ποντίκια θά σκορπίσουν μπροστά σου, μερικά ἀδέσποτα σκυλιά θά μυρίζουν τά σκουπίδια στά ρεῖθρα κι ἕνα ράγισμα στό παντζούρι θ’ ἀφήνει νά περάσει μιά λωρίδα φωτός κι ὁ ἦχος ἀπό μεθυσμένα γέλια. Αὐτά τά μεθυσμένα γέλια ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τό ὄμορφο, λυπητερό καί κυματιστό κάλεσμα τοῦ ὑψίφωνου μουεζίνη σέ προσευχή, καί οἱ μαῦροι, γλιστεροί, δύσοσμοι δρόμοι τῆς Κωνσταντινούπολης γεμᾶτοι ἀπόβλητα τίς πρῶτες πρωϊνές ὧρες εἶναι ἡ πραγματικότητα πίσω ἀπό τή μαγεία τῆς Ἀνατολῆς.»
Ἄν καί ἄρρωστος τόν περισσότερο καιρό ἀπό τό δίμηνο πού ἔμεινε ἐκεῖ ἀπό ἐλονοσία (ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τήν 17η/10/1922 νοσηλεύθηκε στό Βρετανικό Νοσοκομεῖο τῆς Πόλης), τήν 3η Ὀκτωβρίου μεταβαίνει στά Μουδανιά γιά νά καλύψει δημοσιογραφικά τή Συνθήκη τῆς Ἀνακωχῆς. Κατόπιν πηγαίνει στό Μουρατλί, μιά κοινότητα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, καί πιό μετά στήν Ἀδριανούπολη γιά νά καλύψει τήν ἀποχώρηση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων καί τήν πορεία τῶν προσφύγων (Ἑλλήνων καί Τούρκων), μιά πορεία πού σημάδεψε βαθιά τόν ἴδιον καί τή γραφή του, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ στίς ἐπιπτώσεις τοῦ πολέμου στούς ἀμάχους. Ὅταν ἦταν στήν Ἀδριανούπολη μάλιστα ἀκολούθησε τήν πομπή τῶν ξεριζωμένων περπατώντας μαζί τους γιά περίπου πέντε χιλιόμετρα, καί τήν 20η/10/1922 στέλνει τήν ἀκόλουθη ἀνταπόκριση στήν ἐφημερίδα του:
«Ἀδριανούπολη.—Σέ μιάν ἀτέλειωτη παραπαίουσα πορεία, ὁ Χριστιανικός πληθυσμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης κατακλύζει τούς δρόμους πρός τή Μακεδονία. Ἡ κύρια φάλαγγα πού διασχίζει τόν ποταμό Ἔβρο στήν Ἀδριανούπολη ἔχει μῆκος εἴκοσι μίλια. Εἴκοσι μίλια ἀπό κάρα πού τά σέρνουν ἀγελάδες, βόδια καί νεροβούβαλοι μέ λασπωμένα πλευρά, γεμᾶτα μέ ἐξαντλημένους ἄντρες πού παραπατοῦν, γυναῖκες καί παιδιά, μέ κουβέρτες πάνω στά κεφάλια τους, περπατοῦν στά τυφλά μές στή βροχή, δίπλα στά λιγοστά τους ὑπάρχοντα. Τό κύριο ρεῦμα διογκώνεται διαρκῶς ἀπό τήν ἐνδοχώρα. Δέν ξέρουν ποῦ πηγαίνουν. Ἄφησαν τ’ ἀγροκτήματα, τά χωριά καί τά ὥριμα καφετιά χωράφια τους κι ἑνώθηκαν μέ τό κύριο ρεῦμα τῶν προσφύγων ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Τοῦρκος. Τώρα τό μόνο πού μποροῦν νά κάνουν εἶναι νά διατηροῦν τή θέση τους σ’ αὐτήν τήν τρομακτική πομπή ἐνῷ λασπωμένοι Ἕλληνες ἱππεῖς τούς σπρώχνουν σάν καουμπόϋδες πού ὁδηγοῦν κοπάδια. Εἶναι μιά σιωπηλή πορεία. Κανένας τους οὔτε πού γογγύζει. Τό μόνο πού μποροῦν εἶναι νά συνεχίζουν νά κινοῦνται. Οἱ λαμπερές ἀγροτικές φορεσιές τους εἶναι μούσκεμα καί σέρνονται στό χῶμα. Κότες κρέμονται στά πόδια τους ἀπό τά κάρα. Μοσχαράκια τρίβουν τίς μουσούδες τους στά ὑποζύγια κάθε φορά πού ἕνα μπλοκάρισμα σταματᾶ τή ροή. Ἕνας γέρος προχωρᾶ σκυφτός κουβαλώντας ἕνα γουρουνάκι, ἕνα δρεπάνι κι ἕνα ὅπλο, μ’ ἕνα κοτόπουλο δεμένο στό δρεπάνι. Ἕνας σύζυγος ἁπλώνει μιά κουβέρτα πάνω ἀπό μιά γυναίκα πού γεννάει σ’ ἕνα ἀπό τά κάρα γιά νά τήν προστατέψει ἀπό τήν καταρρακτώδη βροχή. Εἶναι τό μόνο πλάσμα πού βγάζει ἦχο. Ἡ μικρή της κόρη τήν κοιτάζει τρομαγμένη κι ἀρχίζει νά κλαίει. Κι ἡ πομπή συνεχίζει νά κινεῖται. Στήν Ἀδριανούπολη, ἀπ’ ὅπου περνᾶ τό κύριο ρεῦμα, δέν ὑπάρχει καμία βοήθεια ἀπό τήν Ἐγγύς Ἀνατολή. Κάνουν πολύ καλή δουλειά στή Ραιδεστό, στά παράλια, ἀλλά μποροῦν ν’ ἀγγίξουν μόνο τήν ἄκρη. Ὑπάρχουν 250.000 Χριστιανοί πρόσφυγες μονάχα στήν Ἀνατολική Θράκη πού πρέπει νά τήν ἐγκαταλείψουν. Τά Βουλγαρικά σύνορα εἶναι κλειστά γι’ αὐτούς. Ὑπάρχει μόνον ἡ Μακεδονία καί ἡ Δυτική Θράκη γιά νά ὑποδεχτοῦν τόν καρπό τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Τούρκου στήν Εὐρώπη. Στή Μακεδονία βρίσκονται τώρα σχεδόν μισό ἑκατομμύριο πρόσφυγες. Πῶς θά τραφοῦν, κανείς δέν ξέρει, ἀλλά τόν ἑπόμενο μήνα ὅλος ὁ χριστιανικός κόσμος θ’ ἀκούσει τήν κραυγή: «Ἐλᾶτε στή Μακεδονία καί βοηθῆστε μας.»
Καθώς ὁ Ἔρνεστ Χέμινγεουέϊ δέν ἦταν παρών στή Σμύρνη ἄντλησε τίς ἀπαιτούμενες πληροφορίες γιά τό διήγημά του «Στό Καί τῆς Σμύρνης», ἀπό δευτερογενεῖς μαρτυρίες, εἴτε, δηλαδή, μέσῳ συνομιλιῶν μέ ναύτες τῆς Ἀντάντ καί αὐτόπτες μάρτυρες εἴτε ἀπό ἄλλες πηγές.
Στήν περιοχή ἔμεινε συνολικά δύο μῆνες κι ἔστειλε πρός τήν Toronto Star δέκα τέσσερις ἀναφορές. Ἡ τελευταία τῆς 14ης/11/1922 εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Βρίσκομαι σ’ ἕνα ἄνετο τραῖνο, ἀλλά μέ τή φρίκη τῆς ἐκκένωσης τῆς Θράκης ὅλα μοῦ φαίνονται ἀπίστευτα. Ἔστειλα τηλεγράφημα στήν Στάρ ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Δέν χρειάζεται νά τό ἐπαναλάβω. Ἡ ἐκκένωση συνεχίζεται… Ψιχάλιζε. Στήν ἄκρη τοῦ λασπόδρομου ἔβλεπα τήν ἀτέλειωτη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας νά κινεῖται ἀργά στήν Ἀδριανούπολη καί μετά νά χωρίζεται σ’ αὐτούς πού πήγαιναν στή Δυτική Θράκη καί τή Μακεδονία. Δέν μποροῦσα νά βγάλω ἀπό τό νοῦ μου τούς ἄμοιρους ἀνθρώπους πού βρίσκονταν στήν πομπή γιατί εἶχα δεῖ τρομερά πράγματα σέ μία μόνο μέρα. Ἡ ξενοδόχος προσπάθησε νά μέ παρηγορήσει μέ μιά τρομερή τούρκικη παροιμία: «Δέν φταίει μόνο τό τσεκούρι, φταίει καί τό δέντρο…»
Μέ τό τραῖνο ἐπέστρεψε ἀπό τή Σόφια στό Παρίσι, ὅπου ἔμεινε ἕνα μήνα. Μετά τό Παρίσι ταξίδεψε στή Λωζάννη γιά νά καλύψει τή Διάσκεψη Εἰρήνης τῆς Λωζάννης, τό 1923, γεγονός πού ἀποτέλεσε τήν τελευταία του ἄμεση ἐπαφή μέ τήν Τουρκία, ἤ ὅπως συνήθιζε ν’ ἀποκαλεῖ τήν περιοχή, τήν Ἐγγύς Ἀνατολή. Τριάντα χρόνια ἀργότερα ἐνθυμούμενος ἐκείνην τήν περίοδο ἔλεγε: «Θυμᾶμαι νά ἐπιστρέφω ἀπό τήν Ἐγγύς Ἀνατολή… ἀπολύτως συντετριμμένος ἀπ’ ὅσα συνέβαιναν, καί νά προσπαθῶ στό Παρίσι ν’ ἀποφασίσω ἄν θ’ ἀφιέρωνα ὅλη μου τή ζωή στό νά προσπαθήσω νά κάνω κάτι γι’ αὐτό ἤ νά γίνω συγγραφέας.»
* * *
Οἱ συγκλονιστικές ἐμπειρίες τοῦ Χέμινγουέϊ κυρίως ἀπό τίς στρατιωτικές ὑποχωρήσεις καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου, ἰδιαίτερα μετά τήν Καταστροφή τῆς Σμύρνης ἀντικατροπτρίζονται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο παρουσιάζει τήν τραγωδία τοῦ πολέμου στό μυθιστόρημά του Ἀποχαιρετισμός στά Ὅπλα, καθώς καί στό Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει ξανά, ὅπου, ἐνῷ ἑστιάζει κυρίως στόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τά τραύματα καί ἡ ἀπογοήτευση τῆς Χαμένης Γενιᾶς συνδέονται μέ τήν τραγική πραγματικότητα πού ἀντίκρισε καί βίωσε ὁ συγγραφέας τό φθινόπωρο τοῦ 1922. Ἐπιρροή ἐπίσης ἀπό τίς μαρτυρίες στήν Πόλη καί τήν Ἀνατολική Θράκη βρίσκουμε σέ ἀποσπάσματα τοῦ μυθιστορήματός του «Τά χιόνια στό Κιλιμάντζαρο», στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ «Θάνατος τό Ἀπόγευμα» καί στό διήγημα «Ὁ Γέρος στή Γέφυρα».
Τό 1923 ὁ Χέμινγουέϊ συνέλαβε τή «θεωρία τοῦ Παγόβουνου», ὡς πρός τόν τρόπο γραφῆς καί ἡ ὁποία ἔτσι κι ἀλλιῶς σχετιζόταν μέ τό συγγραφικό του ὕφος πού ἦταν ἐπηρεασμένο ἀπό τό ἐπάγγελμά του ὡς δημοσιογράφος. Στό διήγημά του «On The Quai at Smyrna» δέν τήν ἐγκαινιάζει ἀπόλυτα, ὡστόσο τό κείμενο ἀποτελεῖ πρώιμο δεῖγμα τεχνικῆς τῆς θεωρίας του, τήν ὁποία τελειοποίησε ἀργότερα σέ ἔργα ὅπως τό «Killers» καί τό «Hills like white Elephants».
Τά δημοσιογραφικά ἔργα τοῦ Χέμινγουέϊ (ἄρθρα, σημειώματα, ἀνταποκρίσεις γραμμένα ἀπό τό 1920 ἕως τό 1956) πού περιλαμβάνουν ἀναφορές καί ἄρθρα του ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή, τόν Ἑλληνοτουρκικό πόλεμο καί τίς ἐν γένει ἐντυπώσεις του ἀπό τήν Ἐγγύς Ἀνατολή, ἐμπεριέχονται στόν τόμο By-Line (Ernest Hemingway: Selected Articles and Dispatches of Four Decades), πού ἐπιμελήθηκε ὁ William White καθηγητής Ἀγγλικῆς Λογοτεχνίας καί δημοσιογραφίας στο Wayne State Univercity, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε παράλληλα καί τακτικός συνεργάτης στό The Hemingway Review. Ὡς ἐπιμελητής τῆς ἔκδοσης τήν 16η Φεβρουαρίου 1967 ἔγραψε: «Ἡ μαθητεία τοῦ Χέμινγουέϊ στά γράμματα ἔγινε μές ἀπό τή δημοσιογραφία· καί ἡ μετέπειτα πορεία του στόν χῶρο αὐτόν, ἐκτός ἀπό τό ὅτι τοῦ ἐξασφάλισε τά πρός τό ζῆν, τόν ὁδήγησε καί σέ τόπους ὅπου ἐπιθυμοῦσε νά βρεθεῖ. Ὡστόσο ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ συμπόνοια καί ἡ φαντασία του ἔκαναν αὐτά τά κείμενα νά ξεπερνοῦν κατά πολύ τήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Ὁρισμένοι ἀναγνῶστες θά τά δοῦν ἀναμφίβολα ὡς ἕνα συμπλήρωμα στό ἔργο τοῦ Χέμινγουέϊ· ἄλλοι, ἄς ἐλπίσουμε, θά τά ἐκλάβουν ἁπλῶς ὡς μερικά ἀπό τά καλλίτερα δημοσιογραφικά κείμενα ἐφημερίδων καί περιοδικῶν πού γράφηκαν ποτέ σέ ταραγμένους καιρούς ὅπως οἱ δικοί μας.»
Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 20οῦ αἰώνα, βραβευμένος μέ τό βραβεῖο Νόμπελ (1954). Τό ἔργο του ἐπηρέασε καί συνεχίζει νά ἐπηρεάζει ἀναρίθμητους συγγραφεῖς τόσο στή γενέτειρά του, τίς ΗΠΑ, ὅσο καί στόν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁρισμένα ἀπό τά γνωστότερα μυθιστορήματά του εἶναι Ὁ Γέρος καί ἡ θάλασσα (The old man and the sea, 1951), Ἀποχαιρετισμός στά ὅπλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει ξανά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά. Δεῖτε καί τό ἀφιέρωμα τοῦ ἱστολογίου μας στόν συγγραφέα πού ἐπιμελήθηκε ἡ Νατάσα Κεσμέτη.
Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά:
Νατάσα Ζαχαροπούλου (1961): Σπούδασε Δημοσιογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε μέ τή συλλογή ποιημάτων Νά σ’ ἔχω (1995) καί τή συλλογή διηγημάτων Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου (1995). Τελευταῖα της βιβλία: Πρόσωπα στό Νερό (Μυθιστόρημα, 2013) & Πετώντας μ’ ἕνα drone (Διηγήματα, 2019). Ποιήματα, διηγήματα καί μεταφράσεις της δημοσιεύονται σέ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά.
Σημαντικὴ ἐνημερωση γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἱστολογίου: Δεῖτε ἐδῶ: Γιάννης Πατίλης: Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι. Στροφή