Αρχική » Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ (Ernest Hemingway): Στό Καί τῆς Σμύρ­νης

Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ (Ernest Hemingway): Στό Καί τῆς Σμύρ­νης

από Αναδημοσιεύσεις

Στό Καί* τῆς Σμύρ­νης

(On the Quai at Smyrna)

Από το ιστολόγιο Πλα­νό­διον-Ἱστο­ρί­ες Μπον­ζάι

Τὸ πα­ρὸν κεί­με­νο ἀπο­τε­λεῖ προ­ϊ­ὸν τῆς πρώ­ϊ­μης συγ­γρα­φι­κῆς πε­ριό­δου τοῦ Ἔ.Χ., ὅταν αὐ­τὸς δού­λευε ὡς δη­μο­σιο­γρά­φος, πο­λε­μι­κὸς ἀν­τα­πο­κρι­τὴς τῆς κα­να­δέ­ζι­κης ἐφη­με­ρί­δας Toronto Star Weekly (1920-1924) στὰ μέ­ρη τῆς ἐγ­γὺς Ἀνα­το­λῆς, κα­λύ­πτον­τας γιὰ δύο πε­ρίπου μῆνες (τέλη Σεπτεμβρίου ἕως 14.11.1920) ἐπι­το­πί­ως (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, Μου­δα­νιὰ καὶ Ἀ­να­το­λι­κὴ Θρά­κη) τὰ γε­γο­νό­τα τοῦ Μι­κρα­σια­τι­κοῦ Πο­λέ­μου. Τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἐμ­μέ­σως διὰ τῆς ἀ­φή­γη­σης ἀ­ξι­ω­μα­τού­χου τῆς ναυ­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς τῆς Ἀντὰντ —πι­θα­νῶς βρετ­τα­νι­κῆς— ποὺ ναυ­λο­χοῦ­σε στὴν προ­κυ­μαία τῆς Σμύρ­νης (βλ. ἐδῶ). Δη­μο­σιεύ­ε­ται σή­με­ρα 13 Σε­πτεμ­βρί­ου 2025, γιὰ τὴν 103η ἐπέ­τειο (μὲ τὸ νέο ἡμε­ρο­λό­γιο) τῆς Κα­τα­στρο­φῆς τῆς Σμύρ­νης. Τὴν με­τά­φρα­ση καὶ τὸ διε­ξο­δι­κὸ ἱστο­ρι­κὸ ση­μεί­ω­μα ποὺ ἀκο­λου­θεῖ ἐπι­με­λή­θη­κε ἡ Να­τά­σα Ζα­χα­ρο­πού­λου γιὰ τὸ ἱστο­λό­γιό μας.

Καί (γαλλ. quai = ἀ­ποβάθρα, προβλήτα): ἡ πα­ραλια­κὴ καὶ πιὸ κο­σμο­πο­λί­τικη συ­νοι­κία τῆς Σμύρ­νης, τρα­γι­κὸ θέ­α­τρο ἀ­φα­νι­σμοῦ χι­λιά­δων Ἑλ­­λή­νων κατὰ τὴν εἴ­σο­δο τῶν κε­μα­λι­κῶν στρα­τευ­μά­των στὶς μέρες 13-22 Σε­πτεμ­βρίου (μὲ τὸ νέο ἡ­με­ρολό­γιο), θύ­μα­τα «συ­νω­στι­σμοῦ» κατὰ τὴν —τουρ­κό­δου­λης πο­λι­τι­κῆς ἐμπνεύ­σε­ως— ἀ­να­θεω­ρη­τι­κὴ ἱ­στο­ρι­κὴ «ἐ­πι­στή­μη».

Σ.τ.Ἐκ­δό­τη

ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ἦταν, εἶ­πε, πῶς ἔσκου­ζαν κά­θε βρά­δυ τά με­σά­νυ­χτα. Δέν ξέ­ρω για­τί ἔσκου­ζαν κεί­νη τήν ὥρα. Ἤμα­σταν στό λι­μά­νι κι αὐ­τοί ἦσαν ὅλοι πά­νω στήν προ­κυ­μαία καί τά με­σά­νυ­χτα ἄρ­χι­ζαν νά σκού­ζουν. Στρέ­φα­με τόν προ­βο­λέα πά­νω τους γιά νά τούς κά­νου­με νά σω­πά­σουν. Πάν­τα ἔπια­νε τό κόλ­πο. Ἀνε­βο­κα­τε­βά­ζα­με τόν προ­βο­λέα δυό-τρεῖς φο­ρές πά­νω τους κι αὐ­τοί στα­μά­τα­γαν.

       Μιά φο­ρά ἤμουν ὁ ἐπι­κε­φα­λής ἀξιω­μα­τι­κός στήν προ­κυ­μαία κι ἕνας Τοῦρ­κος ἀξιω­μα­τι­κός ἦρ­θε κα­τα­πά­νω μου μέ τρο­μα­κτι­κή ὀρ­γή ἐπει­δή κά­ποιος ἀπό τούς ναύ­τες μας τόν εἶ­χε προ­σβά­λει βά­ναυ­σα. Τοῦ εἶ­πα λοι­πόν ὅτι ὁ ναύ­της θά γύ­ρι­ζε στό κα­ρά­βι καί θά τι­μω­ρεῖ­το αὐ­στη­ρά. Τοῦ ζή­τη­σα νά μοῦ τόν δεί­ξει. Ἔτσι μοῦ ἔδει­ξε κά­ποιον πυ­ρο­βο­λη­τή, ἕναν ἐν­τε­λῶς ἄκα­κο τύ­πο. Εἶ­πε ὅτι τόν εἶ­χε προ­σβά­λει κα­τ’ ἐπα­νά­λη­ψη μέ τόν χει­ρό­τε­ρο τρό­πο· μοῦ μι­λοῦ­σε μέ­σω διερ­μη­νέα. Δέν μπο­ροῦ­σα νά φαν­τα­στῶ ὅτι ὁ πυ­ρο­βο­λη­τής ἤξε­ρε ἀρ­κε­τά Τουρ­κι­κά γιά νἄ­ναι προ­σβλη­τι­κός. Τόν φώ­να­ξα καί τοῦ εἶ­πα:

       «Καί στήν πε­ρί­πτω­ση πού μί­λη­σες σέ κά­ποιον Τοῦρ­κο ἀξιω­μα­τι­κό.»

       «Δέν μί­λη­σα μέ κα­νέ­ναν ἀπ’ αὐ­τούς, κύ­ριε.»

       «Εἶ­μαι ἀρ­κε­τά βέ­βαιος γι’ αὐ­τό,» εἶ­πα, «ἀλ­λά καλ­λί­τε­ρα πή­γαι­νε πί­σω στό πλοῖο καί μήν ξα­να­βγεῖς στή στε­ριά γιά σή­με­ρα.»

       Με­τά εἶ­πα στόν Τοῦρ­κο ὅτι ὁ ἄν­τρας στάλ­θη­κε στό πλοῖο καί ὅτι θ’ ἀν­τι­με­τω­πι­ζό­ταν αὐ­στη­ρά. Ἐν­δε­λε­χῶς αὐ­στη­ρά. Ἔνιω­σε ὑπέ­ρο­χα μ’ αὐ­τό. Γί­να­με πο­λύ κα­λοί φί­λοι. Τό χει­ρό­τε­ρο, εἶ­πε, ἦσαν οἱ γυ­ναῖ­κες μέ τά νε­κρά μω­ρά. Δέν μπο­ροῦ­σες νά τίς πεί­σεις ν’ ἀφή­σουν τά νε­κρά μω­ρά τους. Κρα­τοῦ­σαν μω­ρά νε­κρά ἕξι μέ­ρες. Δέν τ’ ἄφη­ναν. Δέν μπο­ροῦ­σες νά κά­νεις τί­πο­τα. Στό τέ­λος ἔπρε­πε ἐμεῖς νά τούς τά πά­ρου­με. Ὕστε­ρα ὑπῆρ­χε μιά γριά, μιά ἐν­τε­λῶς ἀσυ­νή­θι­στη πε­ρί­πτω­ση. Τὄ­πα σ’ ἕναν για­τρό καί μοῦ εἶ­πε πώς ἔλε­γα ψέ­μα­τα. Ἐκεί­νη τήν ὥρα τούς ἀπο­μα­κρύ­να­με ἀπό τήν ἀπο­βά­θρα, ἔπρε­πε ν’ ἀπο­μα­κρύ­νου­με τά πτώ­μα­τα, κι αὐ­τή ἡ γριά ἦταν ξα­πλω­μέ­νη πά­νω σ’ ἕνα εἶ­δος φο­ρεί­ου. Μοῦ εἶ­παν, «Θά τῆς ρί­ξε­τε μιά μα­τιά, κύ­ριε;»

       Τήν κοί­τα­ξα λοι­πόν κι ἀκρι­βῶς ἐκεί­νη τή στιγ­μή πέ­θα­νε κι ἔγι­νε ἐν­τε­λῶς ἄκαμ­πτη. Τά πό­δια της μα­ζεύ­τη­καν κι ἀνα­ση­κώ­θη­κε ἀπό τή μέ­ση καί πά­νω κι ἔμει­νε ἐν­τε­λῶς ἄκαμ­πτη. Ἀκρι­βῶς σάν νἄ­ταν πε­θα­μέ­νη ὅλη νύ­χτα. Ἦταν τε­λεί­ως νε­κρή κι ἀπο­λύ­τως ἄκαμ­πτη. Τό εἶ­πα σ’ ἕναν για­τρό καί μοῦ εἶ­πε πώς ἦταν ἀδύ­να­τον.

       Ἦσαν ὅλοι ἐκεῖ ἔξω πά­νω στήν ἀπο­βά­θρα καί δέν ἔμοια­ζε κα­θό­λου μέ σει­σμό ἤ κά­τι πα­ρό­μοιο ἐπει­δή πο­τέ δέν ἤξε­ραν γιά τούς Τούρ­κους. Πο­τέ δέν γνώ­ρι­ζαν τί θἄ­κα­νε ὁ γε­ρο-Τοῦρ­κος. Θυ­μᾶ­σαι τό­τε πού μᾶς διέ­τα­ξαν νά μήν ξα­νάρ­θου­με νά πά­ρου­με ἄλ­λους; Εἶ­χα τρο­μο­κρα­τη­θεῖ ἐκεῖ­νο τό πρωί πού μπή­κα­με. Εἶ­χε ἕνα σω­ρό πυ­ρο­βο­λαρ­χί­ες καί μπο­ροῦ­σε νά μᾶς βου­λιά­ξει ἄνε­τα. Ἐπρό­κει­το νά μποῦ­με, θά περ­νού­σα­με κον­τά ἀπό τήν προ­κυ­μαία, θά ρί­χνα­με τίς ἐμ­πρός καί τίς πί­σω ἄγ­κυ­ρες καί με­τά θά βομ­βαρ­δί­ζα­με τήν Τουρ­κι­κή συ­νοι­κία τῆς πό­λης. Ἐκεῖ­νοι θά μᾶς βύ­θι­ζαν ἀλ­λά ἐμεῖς θά κά­να­με τήν πό­λη κό­λα­ση. Μᾶς ἔρι­ξαν μό­νο με­ρι­κές βο­λές ἄσφαι­ρες ἐνό­σῳ μπαί­να­με. Ὁ Κε­μάλ κα­τέ­βη­κε καί ἀπέ­λυ­σε τόν Τοῦρ­κο διοι­κη­τή. Γιά κα­τά­χρη­ση ἐξου­σί­ας ἤ κά­τι τέ­τοιο. Εἶ­χαν πά­ρει τά μυα­λά του ἀέ­ρα. Θά γι­νό­ταν κό­λα­ση.

       Θυ­μᾶ­σαι τό λι­μά­νι. Εἶ­χε πολ­λά ὡραῖα πράγ­μα­τα νά ἐπι­πλέ­ουν δῶ­θε-κεῖ­θε μέ­σα ἐκεῖ. Αὐ­τή ἦταν ἡ πρώ­τη φο­ρά στή ζωή μου πού ἄρ­χι­σα νά ὀνει­ρεύ­ο­μαι διά­φο­ρα. Δέν σέ πεί­ρα­ζαν οἱ γυ­ναῖ­κες πού γεν­νοῦ­σαν ὅπως κι ἐκεῖ­νες μέ τά νε­κρά μω­ρά. Πά­νω τους. Ἐκ­πλη­κτι­κό τό πό­σες λί­γες ἀπό κεῖ­νες πέ­θα­ναν. Τίς σκέ­πα­ζες μέ κά­τι καί τίς ἄφη­νες νά τό πε­ρά­σουν. Πάν­τα διά­λε­γαν τό πιό σκο­τει­νό μέ­ρος στό ἀμ­πά­ρι νά γεν­νή­σουν. Κα­μιά τους δέν νοια­ζό­τα­νε γιά τί­πο­τα μό­λις φεῦ­γαν ἀπό τήν προ­κυ­μαία.

       Κι οἱ Ἕλ­λη­νες κα­λοί τύ­ποι ἦσαν ἐπί­σης. Με­τά τήν ἀπο­χώ­ρη­ση εἶ­χαν κι ὅλα τά ὑπο­ζύ­για πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά πά­ρου­νε μα­ζί, ὁπό­τε τούς ἔσπα­γαν τά μπρο­στι­νά πό­δια καί τἄ­σπρω­χναν στ’ ἀβα­θῆ. Ὅλα ἐκεῖ­να τά μου­λά­ρια μέ τά σπα­σμέ­να πό­δια σπρωγ­μέ­να καί ριγ­μέ­να στά ρη­χά. Ὅλα ἦταν μιά ὡραία δου­λειά. Στό λό­γο μου, ναί, ἦταν μιά ὡραία δου­λειά.

Πη­γή

Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ τό 1923. Φωτογραφία διαβατηρίου.

Ἀμερικανικά Ἐθνικά Ἀρχεῖα.

Σχό­λιο τῆς με­τα­φρά­στριας Νατάσας Ζαχαροπούλου

γιά τό πε­ζό τοῦ Ἔ.Χ. «Στό Καί τῆς Σμύρ­νης»

βα­σι­σμέ­νο σέ με­γά­λο βαθ­μό στά ἑξῆς ἄρ­θρα:

  1. «Reality of the Magic of the East»: Hemingway on the Greco-Turkish War and the Refugee Procession in Eastern Thrace τοῦ Çiğdem Oğuz, ποὺ δη­μο­σιεύ­τη­κε στὸ N° 40, 4 | 2019 τῆς ἐπι­θε­ώ­ρη­σης Diacronie. Studi di Storia Conteporanea.

https://journals.openedition.org/diacronie/12459?lang=en#ftn5

  • «Ernest Hemingway’s Experience During the Greek Genocide» πού δη­μο­σιεύ­θη­κε στό Greek Genocide—Resource Center.

https://www.greek-genocide.net/index.php/overview/other/ernest-hemingways-experience-during-the-greek-genocide?utm_source

  • 20 Οκτω­βρί­ου 1922: « Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ γρά­φει γιά τή φρί­κη τῆς ἐκ­κέ­νω­σης τῆς Θρά­κης», πού δη­μο­σιεύ­θη­κε στό Pontos News

https://www.pontosnews.gr/426212/san-simera-ston-ponto-kai-allou/20-oktovriou-1922-o-ernest-chemingouei-grafe

ΤΟ «OΝ ΤΗΕ QUAI AT SMYRNA» δη­μο­σιεύ­θη­κε πρώ­τη φο­ρά στήν ἔκ­δο­ση Scribner’s τοῦ 1930, στή συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των In Our Time, μέ τί­τλο «Εἰ­σα­γω­γή ἀπό τόν συγ­γρα­φέα». Ὅμως, κα­θώς θε­ω­ρή­θη­κε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό ἕνα σύν­το­μο χρο­νο­γρά­φη­μα, στήν ἔκ­δο­ση τοῦ 1938 The Fifth Column and the First Forty-Nine Stories με­το­νο­μά­στη­σε «On the Quai at Smyrna», ἀν­τι­κα­θι­στών­τας τό «Indian Camp», τό ὁποῖο ἦταν ὥς τό­τε τό πρῶ­το δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς.

       Τόν Αὔ­γου­στο καί ἕ­ως τά με­σα Σε­πτεμ­βρίου τοῦ 1922 ὁ Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ δέν βρι­σκό­ταν στή Σμύρ­νη ἤ ὁπου­δή­πο­τε ἀλ­λοῦ στήν Ὀθω­μα­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρία. Ἦταν στήν Εὐ­ρώ­πη (κυ­ρί­ως στό Πα­ρί­σι), ἐρ­γα­ζό­με­νος ὡς πο­λε­μι­κός ἀν­τα­πο­κρι­τής γιά τήν Κα­να­δι­κή ἐφη­με­ρί­δα Toronto Star Weekly.

       Ὡστό­σο, ἤδη ὁ Διε­θνής Τύ­πος ἀπό τήν 8η/9/1922 δη­μο­σί­ευε τη­λε­γρα­φή­μα­τα καί ἄρ­θρα γιά ὅσα συ­νέ­βαι­ναν στή Μι­κρά Ἀσία. Τήν 15η καί 16η /9/1922 φτά­νουν τη­λε­γρα­φή­μα­τα στόν Guardian, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα ἀνα­φέ­ρει «τρό­μος με­γά­λος κυ­ριεύ­ει τίς ἐλ­λη­νι­κές καί ἀρ­με­νι­κές συ­νοι­κί­ες. Ανα­φέ­ρον­ται πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό 1000 νε­κροί καί 60000 πρό­σφυ­γες στούς μώ­λους, πού πε­θαί­νουν ἀπό πεί­να καί δί­ψα». Ἀνα­φο­ρές στά γε­γο­νό­τα κά­νουν ἐκεῖ­νες τίς ἡμέ­ρες κι ἄλ­λες ἐφη­με­ρί­δες ὅπως οἱ New York Times, οἱ Washing­ton Times κ.λπ.

   Ὁ Χέ­μιν­γουέϊ με­τά τά μέ­σα Σε­πτεμ­βρί­ου 1922 βρί­σκε­ται στή Σό­φια, κα­θ’ ὁδόν πρός τήν Πό­λη, ἀπ’ ὅπου στέλ­νει τό πρῶ­το τη­λε­γρά­φη­μα στήν Toronto Star μέ τί­τλο «Οἱ Βρε­τα­νοί μπο­ροῦν νά σώ­σουν τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη». Στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἡ ὁποία βρι­σκό­ταν ὑπό κα­το­χή, φτά­νει τήν 29η/9/1922. Ἐκεῖ ὑπῆρ­χε με­γά­λη ἔν­τα­ση, κα­θώς οἱ Τοῦρ­κοι ἐθνι­κι­στές προ­ή­λαυ­ναν γιά ν’ ἀνα­κτή­σουν τήν πρω­τεύ­ου­σα ἀπό τίς δυ­νά­μεις κα­το­χῆς, με­τά τίς νι­κη­φό­ρες ἐπι­χει­ρή­σεις τους κα­τά τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στρα­τοῦ καί κυ­ρί­ως με­τά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Σμύρ­νης τήν 8η/9/1922. Ὁ Ἔ.Χ. γρά­φει γιά τήν Πό­λη:

«Ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶ­χα δεῖ πο­τέ στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ἡ Σταμ­πούλ θἄ­πρε­πε νἄ­ταν λευ­κή, λαμ­πε­ρή καί ἀπει­λη­τι­κή. Ἀν­τί γι’ αὐ­τό τά σπί­τια μοιά­ζουν μέ σκί­τσα τοῦ Χήθ Ρόμ­πιν­σον, ξε­ρά σάν προ­σά­ναμ­μα, στό χρῶ­μα τῶν πα­λιῶν, ξε­θω­ρια­σμέ­νων φρα­κτῶν, γε­μᾶ­τα μι­κρά πα­ρα­θυ­ρά­κια. Σκορ­πι­σμέ­νοι στήν πό­λη ὑψώ­νον­ται μι­να­ρέ­δες. Μοιά­ζουν μέ βρώ­μι­κα, λευ­κά κε­ριά πού πε­τά­γον­ται χω­ρίς φα­νε­ρό λό­γο. Τό τραῖ­νο περ­νά­ει μπρο­στά ἀπό τό πα­λιό, κοκ­κι­νω­πό βυ­ζαν­τι­νό τεῖ­χος καί μπαί­νει ξα­νά σέ μιά σή­ραγ­γα. Κα­θώς ξα­να­βγαί­νει δια­κρί­νεις σπο­ρα­δι­κά κά­τι τζα­μιά πού μοιά­ζουν μέ μα­νι­τά­ρια, πάν­τα μέ τούς μι­να­ρέ­δες στό ἴδιο βρώ­μι­κο λευ­κό. Ὅταν βλέ­πεις τί χρῶ­μα παίρ­νει ἕνα λευ­κό που­κά­μι­σο μέ­σα σέ δώ­δε­κα ὧρες, κα­τα­λα­βαί­νεις τί χρῶ­μα παίρ­νει ἕνας λευ­κός μι­να­ρές σέ τε­τρα­κό­σια χρό­νια.»

«Πρίν ἀνα­τεί­λει ὁ ἥλιος τό πρωΐ, μπο­ρεῖς νά περ­πα­τή­σεις στούς μαύ­ρους, λεί­ους ἀπό τή φθο­ρά δρό­μους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης καί τά πον­τί­κια θά σκορ­πί­σουν μπρο­στά σου, με­ρι­κά ἀδέ­σπο­τα σκυ­λιά θά μυ­ρί­ζουν τά σκου­πί­δια στά ρεῖ­θρα κι ἕνα ρά­γι­σμα στό παν­τζού­ρι θ’ ἀφή­νει νά πε­ρά­σει μιά λω­ρί­δα φω­τός κι ὁ ἦχος ἀπό με­θυ­σμέ­να γέ­λια. Αὐ­τά τά με­θυ­σμέ­να γέ­λια ἔρ­χον­ται σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό ὄμορ­φο, λυ­πη­τε­ρό καί κυ­μα­τι­στό κά­λε­σμα τοῦ ὑψί­φω­νου μουε­ζί­νη σέ προ­σευ­χή, καί οἱ μαῦ­ροι, γλι­στε­ροί, δύ­σο­σμοι δρό­μοι τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης γε­μᾶ­τοι ἀπό­βλη­τα τίς πρῶ­τες πρωϊ­νές ὧρες εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πί­σω ἀπό τή μα­γεία τῆς Ἀνα­το­λῆς.»

Ἄν καί ἄρ­ρω­στος τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό ἀπό τό δί­μη­νο πού ἔμει­νε ἐκεῖ ἀπό ἐλο­νο­σία (ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ὁποί­ας τήν 17η/10/1922 νο­ση­λεύ­θη­κε στό Βρε­τα­νι­κό Νο­σο­κο­μεῖο τῆς Πό­λης), τήν 3η Ὀκτω­βρί­ου με­τα­βαί­νει στά Μου­δα­νιά γιά νά κα­λύ­ψει δη­μο­σιο­γρα­φι­κά τή Συν­θή­κη τῆς Ἀνα­κω­χῆς. Κα­τό­πιν πη­γαί­νει στό Μου­ρα­τλί, μιά κοι­νό­τη­τα τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς Θρά­κης, καί πιό με­τά στήν Ἀδρια­νού­πο­λη γιά νά κα­λύ­ψει τήν ἀπο­χώ­ρη­ση τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν στρα­τευ­μά­των καί τήν πο­ρεία τῶν προ­σφύ­γων (Ἑλ­λή­νων καί Τούρ­κων), μιά πο­ρεία πού ση­μά­δε­ψε βα­θιά τόν ἴδιον καί τή γρα­φή του, ἰδί­ως ὅσον ἀφο­ρᾶ στίς ἐπι­πτώ­σεις τοῦ πο­λέ­μου στούς ἀμά­χους. Ὅταν ἦταν στήν Ἀδρια­νού­πο­λη μά­λι­στα ἀκο­λού­θη­σε τήν πομ­πή τῶν ξε­ρι­ζω­μέ­νων περ­πα­τών­τας μα­ζί τους γιά πε­ρί­που πέν­τε χι­λιό­με­τρα, καί τήν 20η/10/1922 στέλ­νει τήν ἀκό­λου­θη ἀν­τα­πό­κρι­ση στήν ἐφη­με­ρί­δα του:

«Ἀδρια­νού­πο­λη.—Σέ μιάν ἀτέ­λειω­τη πα­ρα­παί­ου­σα πο­ρεία, ὁ Χρι­στια­νι­κός πλη­θυ­σμός τῆς Ἀνα­το­λι­κῆς Θρά­κης κα­τα­κλύ­ζει τούς δρό­μους πρός τή Μα­κε­δο­νία. Ἡ κύ­ρια φά­λαγ­γα πού δια­σχί­ζει τόν πο­τα­μό Ἔβρο στήν Ἀδρια­νού­πο­λη ἔχει μῆ­κος εἴ­κο­σι μί­λια. Εἴ­κο­σι μί­λια ἀπό κά­ρα πού τά σέρ­νουν ἀγε­λά­δες, βό­δια καί νε­ρο­βού­βα­λοι μέ λα­σπω­μέ­να πλευ­ρά, γε­μᾶ­τα μέ ἐξαν­τλη­μέ­νους ἄν­τρες πού πα­ρα­πα­τοῦν, γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, μέ κου­βέρ­τες πά­νω στά κε­φά­λια τους, περ­πα­τοῦν στά τυ­φλά μές στή βρο­χή, δί­πλα στά λι­γο­στά τους ὑπάρ­χον­τα. Τό κύ­ριο ρεῦ­μα διογ­κώ­νε­ται διαρ­κῶς ἀπό τήν ἐν­δο­χώ­ρα. Δέν ξέ­ρουν ποῦ πη­γαί­νουν. Ἄφη­σαν τ’ ἀγρο­κτή­μα­τα, τά χω­ριά καί τά ὥρι­μα κα­φε­τιά χω­ρά­φια τους κι ἑνώ­θη­καν μέ τό κύ­ριο ρεῦ­μα τῶν προ­σφύ­γων ὅταν ἄκου­σαν ὅτι ἔρ­χε­ται ὁ Τοῦρ­κος. Τώ­ρα τό μό­νο πού μπο­ροῦν νά κά­νουν εἶ­ναι νά δια­τη­ροῦν τή θέ­ση τους σ’ αὐ­τήν τήν τρο­μα­κτι­κή πομ­πή ἐνῷ λα­σπω­μέ­νοι Ἕλ­λη­νες ἱπ­πεῖς τούς σπρώ­χνουν σάν κα­ου­μπό­ϋ­δες πού ὁδη­γοῦν κο­πά­δια. Εἶ­ναι μιά σιω­πη­λή πο­ρεία. Κα­νέ­νας τους οὔ­τε πού γογ­γύ­ζει. Τό μό­νο πού μπο­ροῦν εἶ­ναι νά συ­νε­χί­ζουν νά κι­νοῦν­ται. Οἱ λαμ­πε­ρές ἀγρο­τι­κές φο­ρε­σιές τους εἶ­ναι μού­σκε­μα καί σέρ­νον­ται στό χῶ­μα. Κό­τες κρέ­μον­ται στά πό­δια τους ἀπό τά κά­ρα. Μο­σχα­ρά­κια τρί­βουν τίς μου­σού­δες τους στά ὑπο­ζύ­για κά­θε φο­ρά πού ἕνα μπλο­κά­ρι­σμα στα­μα­τᾶ τή ροή. Ἕνας γέ­ρος προ­χω­ρᾶ σκυ­φτός κου­βα­λών­τας ἕνα γου­ρου­νά­κι, ἕνα δρε­πά­νι κι ἕνα ὅπλο, μ’ ἕνα κο­τό­που­λο δε­μέ­νο στό δρε­πά­νι. Ἕνας σύ­ζυ­γος ἁπλώ­νει μιά κου­βέρ­τα πά­νω ἀπό μιά γυ­ναί­κα πού γεν­νά­ει σ’ ἕνα ἀπό τά κά­ρα γιά νά τήν προ­στα­τέ­ψει ἀπό τήν κα­ταρ­ρα­κτώ­δη βρο­χή. Εἶ­ναι τό μό­νο πλά­σμα πού βγά­ζει ἦχο. Ἡ μι­κρή της κό­ρη τήν κοι­τά­ζει τρο­μαγ­μέ­νη κι ἀρ­χί­ζει νά κλαί­ει. Κι ἡ πομ­πή συ­νε­χί­ζει νά κι­νεῖ­ται. Στήν Ἀδρια­νού­πο­λη, ἀπ’ ὅπου περ­νᾶ τό κύ­ριο ρεῦ­μα, δέν ὑπάρ­χει κα­μία βο­ή­θεια ἀπό τήν Ἐγ­γύς Ἀνα­το­λή. Κά­νουν πο­λύ κα­λή δου­λειά στή Ραι­δε­στό, στά πα­ρά­λια, ἀλ­λά μπο­ροῦν ν’ ἀγ­γί­ξουν μό­νο τήν ἄκρη. Ὑπάρ­χουν 250.000 Χρι­στια­νοί πρό­σφυ­γες μο­νά­χα στήν Ἀνα­το­λι­κή Θρά­κη πού πρέ­πει νά τήν ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν. Τά Βουλ­γα­ρι­κά σύ­νο­ρα εἶ­ναι κλει­στά γι’ αὐ­τούς. Ὑπάρ­χει μό­νον ἡ Μα­κε­δο­νία καί ἡ Δυ­τι­κή Θρά­κη γιά νά ὑπο­δε­χτοῦν τόν καρ­πό τῆς ἐπι­στρο­φῆς τοῦ Τούρ­κου στήν Εὐ­ρώ­πη. Στή Μα­κε­δο­νία βρί­σκον­ται τώ­ρα σχε­δόν μι­σό ἑκα­τομ­μύ­ριο πρό­σφυ­γες. Πῶς θά τρα­φοῦν, κα­νείς δέν ξέ­ρει, ἀλ­λά τόν ἑπό­με­νο μή­να ὅλος ὁ χρι­στια­νι­κός κό­σμος θ’ ἀκού­σει τήν κραυ­γή: «Ἐλᾶ­τε στή Μα­κε­δο­νία καί βο­η­θῆ­στε μας.»

Κα­θώς ὁ Ἔρνεστ Χέ­μιν­γε­ουέϊ δέν ἦταν πα­ρών στή Σμύρ­νη ἄν­τλη­σε τίς ἀπαι­τού­με­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιά τό δι­ή­γη­μά του «Στό Καί τῆς Σμύρ­νης», ἀπό δευ­τε­ρο­γε­νεῖς μαρ­τυ­ρί­ες, εἴ­τε, δη­λα­δή, μέ­σῳ συ­νο­μι­λιῶν μέ ναύ­τες τῆς Ἀν­τάντ καί αὐ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες εἴ­τε ἀπό ἄλ­λες πη­γές.

     Στήν πε­ριο­χή ἔμει­νε συ­νο­λι­κά δύο μῆ­νες κι ἔστει­λε πρός τήν Toronto Star δέ­κα τέσ­σε­ρις ἀνα­φο­ρές. Ἡ τε­λευ­ταία τῆς 14ης/11/1922 εἶ­ναι ἡ ἑξῆς:

«Βρί­σκο­μαι σ’ ἕνα ἄνε­το τραῖ­νο, ἀλ­λά μέ τή φρί­κη τῆς ἐκ­κέ­νω­σης τῆς Θρά­κης ὅλα μοῦ φαί­νον­ται ἀπί­στευ­τα. Ἔστει­λα τη­λε­γρά­φη­μα στήν Στάρ ἀπό τήν Ἀδρια­νού­πο­λη. Δέν χρειά­ζε­ται νά τό ἐπα­να­λά­βω. Ἡ ἐκ­κέ­νω­ση συ­νε­χί­ζε­ται… Ψι­χά­λι­ζε. Στήν ἄκρη τοῦ λα­σπό­δρο­μου ἔβλε­πα τήν ἀτέ­λειω­τη πο­ρεία τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας νά κι­νεῖ­ται ἀρ­γά στήν Ἀδρια­νού­πο­λη καί με­τά νά χω­ρί­ζε­ται σ’ αὐ­τούς πού πή­γαι­ναν στή Δυ­τι­κή Θρά­κη καί τή Μα­κε­δο­νία. Δέν μπο­ροῦ­σα νά βγά­λω ἀπό τό νοῦ μου τούς ἄμοι­ρους ἀν­θρώ­πους πού βρί­σκον­ταν στήν πομ­πή για­τί εἶ­χα δεῖ τρο­με­ρά πράγ­μα­τα σέ μία μό­νο μέ­ρα. Ἡ ξε­νο­δό­χος προ­σπά­θη­σε νά μέ πα­ρη­γο­ρή­σει μέ μιά τρο­με­ρή τούρ­κι­κη πα­ροι­μία: «Δέν φταί­ει μό­νο τό τσε­κού­ρι, φταί­ει καί τό δέν­τρο…»

Μέ τό τραῖ­νο ἐπέ­στρε­ψε ἀπό τή Σό­φια στό Πα­ρί­σι, ὅπου ἔμει­νε ἕνα μή­να. Με­τά τό Πα­ρί­σι τα­ξί­δε­ψε στή Λω­ζάν­νη γιά νά κα­λύ­ψει τή Διά­σκε­ψη Εἰ­ρή­νης τῆς Λω­ζάν­νης, τό 1923, γε­γο­νός πού ἀπο­τέ­λε­σε τήν τε­λευ­ταία του ἄμε­ση ἐπα­φή μέ τήν Τουρ­κία, ἤ ὅπως συ­νή­θι­ζε ν’ ἀπο­κα­λεῖ τήν πε­ριο­χή, τήν Ἐγ­γύς Ἀνα­το­λή. Τριάν­τα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ἐν­θυ­μού­με­νος ἐκεί­νην τήν πε­ρί­ο­δο ἔλε­γε: «Θυ­μᾶ­μαι νά ἐπι­στρέ­φω ἀπό τήν Ἐγ­γύς Ἀνα­το­λή… ἀπο­λύ­τως συν­τε­τριμ­μέ­νος ἀπ’ ὅσα συ­νέ­βαι­ναν, καί νά προ­σπα­θῶ στό Πα­ρί­σι ν’ ἀπο­φα­σί­σω ἄν θ’ ἀφιέ­ρω­να ὅλη μου τή ζωή στό νά προ­σπα­θή­σω νά κά­νω κά­τι γι’ αὐ­τό ἤ νά γί­νω συγ­γρα­φέ­ας.»

* * *

Οἱ συγ­κλο­νι­στι­κές ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ Χέ­μιν­γουέϊ κυ­ρί­ως ἀπό τίς στρα­τιω­τι­κές ὑπο­χω­ρή­σεις καί τή ζωή τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τά τή διάρ­κεια τοῦ πο­λέ­μου, ἰδιαί­τε­ρα με­τά τήν Κα­τα­στρο­φή τῆς Σμύρ­νης ἀν­τι­κα­τρο­πτρί­ζον­ται στόν τρό­πο μέ τόν ὁποῖο πα­ρου­σιά­ζει τήν τρα­γω­δία τοῦ πο­λέ­μου στό μυ­θι­στό­ρη­μά του Ἀπο­χαι­ρε­τι­σμός στά Ὅπλα, κα­θώς καί στό Ὁ ἥλιος ἀνα­τέλ­λει ξα­νά, ὅπου, ἐνῷ ἑστιά­ζει κυ­ρί­ως στόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, τά τραύ­μα­τα καί ἡ ἀπο­γο­ή­τευ­ση τῆς Χα­μέ­νης Γε­νιᾶς συν­δέ­ον­ται μέ τήν τρα­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού ἀν­τί­κρι­σε καί βί­ω­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας τό φθι­νό­πω­ρο τοῦ 1922. Ἐπιρ­ροή ἐπί­σης ἀπό τίς μαρ­τυ­ρί­ες στήν Πό­λη καί τήν Ἀνα­το­λι­κή Θρά­κη βρί­σκου­με σέ ἀπο­σπά­σμα­τα τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του «Τά χιό­νια στό Κι­λι­μάν­τζα­ρο», στό πρῶ­το κε­φά­λαιο τοῦ «Θά­να­τος τό Ἀπό­γευ­μα» καί στό δι­ή­γη­μα «Ὁ Γέ­ρος στή Γέ­φυ­ρα».

       Τό 1923 ὁ Χέ­μιν­γουέϊ συ­νέ­λα­βε τή «θε­ω­ρία τοῦ Πα­γό­βου­νου», ὡς πρός τόν τρό­πο γρα­φῆς καί ἡ ὁποία ἔτσι κι ἀλ­λιῶς σχε­τι­ζό­ταν μέ τό συγ­γρα­φι­κό του ὕφος πού ἦταν ἐπη­ρε­α­σμέ­νο ἀπό τό ἐπάγ­γελ­μά του ὡς δη­μο­σιο­γρά­φος. Στό δι­ή­γη­μά του «On The Quai at Smyrna» δέν τήν ἐγ­και­νιά­ζει ἀπό­λυ­τα, ὡστό­σο τό κεί­με­νο ἀπο­τε­λεῖ πρώ­ι­μο δεῖγ­μα τε­χνι­κῆς τῆς θε­ω­ρί­ας του, τήν ὁποία τε­λειο­ποί­η­σε ἀρ­γό­τε­ρα σέ ἔρ­γα ὅπως τό «Killers» καί τό «Hills like white Elephants».

Τά δη­μο­σιο­γρα­φι­κά ἔρ­γα τοῦ Χέ­μιν­γουέϊ (ἄρ­θρα, ση­μειώ­μα­τα, ἀν­τα­πο­κρί­σεις γραμ­μέ­να ἀπό τό 1920 ἕως τό 1956) πού πε­ρι­λαμ­βά­νουν ἀνα­φο­ρές καί ἄρ­θρα του ἀπό τήν Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή, τόν Ἑλ­λη­νο­τουρ­κι­κό πό­λε­μο καί τίς ἐν γέ­νει ἐν­τυ­πώ­σεις του ἀπό τήν Ἐγ­γύς Ἀνα­το­λή, ἐμ­πε­ρι­έ­χο­νται στόν τό­μο By-Li­ne (Er­nest Hemin­gway: Se­le­cted Arti­cles and Dis­pa­tches of Four De­ca­des), πού ἐπι­με­λή­θη­κε ὁ Wil­liam Whi­te κα­θη­γη­τής Ἀγ­γλι­κῆς Λο­γο­τε­χνί­ας καί δη­μο­σιο­γρα­φί­ας στο Way­ne Sta­te U­ni­ver­city, ὁ ὁποῖ­ος ὑπῆρ­ξε πα­ράλ­λη­λα καί τα­κτι­κός συ­νερ­γά­της στό The He­ming­way Re­view. Ὡς ἐπι­με­λη­τής τῆς ἔκ­δο­σης τήν 16η Φε­βρουα­ρί­ου 1967 ἔγρα­ψε: «Ἡ μα­θη­τεία τοῦ Χέ­μιν­γουέϊ στά γράμ­μα­τα ἔγι­νε μές ἀπό τή δη­μο­σιο­γρα­φία· καί ἡ με­τέ­πει­τα πο­ρεία του στόν χῶ­ρο αὐ­τόν, ἐκτός ἀπό τό ὅτι τοῦ ἐξα­σφά­λι­σε τά πρός τό ζῆν, τόν ὁδή­γη­σε καί σέ τό­πους ὅπου ἐπι­θυ­μοῦ­σε νά βρε­θεῖ. Ὡστό­σο ὁ ἐν­θου­σι­α­σμός, ἡ συμ­πό­νοια καί ἡ φαν­τα­σία του ἔκα­ναν αὐ­τά τά κεί­με­να νά ξε­περ­νοῦν κα­τά πο­λύ τήν τρέ­χου­σα ἐπι­και­ρό­τη­τα. Ὁρι­σμέ­νοι ἀνα­γνῶ­στες θά τά δοῦν ἀναμ­φί­βο­λα ὡς ἕνα συμ­πλή­ρω­μα στό ἔρ­γο τοῦ Χέ­μιν­γουέϊ· ἄλ­λοι, ἄς ἐλ­πί­σου­με, θά τά ἐκλά­βουν ἁπλῶς ὡς με­ρι­κά ἀπό τά καλ­λί­τε­ρα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά κεί­με­να ἐφη­με­ρί­δων καί πε­ριο­δι­κῶν πού γρά­φη­καν πο­τέ σέ τα­ραγ­μέ­νους και­ρούς ὅπως οἱ δι­κοί μας.»

Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ ὑπῆρ­ξε ἕνας ἀπό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μέ τό βρα­βεῖο Νό­μπελ (1954). Τό ἔρ­γο του ἐπη­ρέ­α­σε καί συ­νε­χί­ζει νά ἐπη­ρε­ά­ζει ἀνα­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στή γε­νέ­τει­ρά του, τίς ΗΠΑ, ὅσο καί στόν ὑπό­λοι­πο κό­σμο. Ὁρι­σμέ­να ἀπό τά γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καί ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀπο­χαι­ρε­τι­σμός στά ὅπλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποιόν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥλιος ἀνα­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔχει με­τα­φρα­στεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά. Δεῖτε καί τό ἀ­φιέ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας στόν συγ­γρα­φέα πού ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ Να­τά­σα Κε­σμέ­τη.

Με­τά­φρα­ση ἀπό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Ζα­χα­ρο­πού­λου (1961): Σπού­δα­σε Δη­μο­σιο­γρα­φία. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τή συλ­λο­γή ποι­η­μά­των Νά σ’ ἔχω (1995) καί τή συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Κι ἄς μέ τα­ξι­δεύ­εις ὅπου (1995). Τε­λευ­ταῖα της βι­βλία: Πρό­σω­πα στό Νε­ρό (Μυ­θι­στό­ρη­μα, 2013) & Πε­τών­τας μ’ ἕνα drone (Δι­η­γή­μα­τα, 2019). Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καί με­τα­φρά­σεις της δη­μο­σιεύ­ον­ται σέ ἔν­τυ­πα καί ἠλε­κτρο­νι­κά πε­ριο­δι­κά.

Ση­μαν­τι­κὴ ἐ­νη­με­ρω­ση γιὰ τὴν πο­ρεί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου: Δεῖ­τε ἐ­δῶ: Γιάν­νης Πα­τί­λης: Πλα­νό­δι­ον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι. Στρο­φή 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ