Αρχική » Οἶκος ἱδρυθείς τῷ 1922…

Του Μανώλη Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη

– Διακόσια πενήντα γραμμάρια παστουρμά, ένα σουτζούκι και λεχματζούν, κύριε Γαβριήλ.
– Δε θέλετε καβουρμά σήμερα;
– Έχει μείνει από την προηγούμενη φορά.

Η ταμπέλα στο μαγαζί είχε αλλάξει κάμποσες φορές, ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής, εκατό χρόνια τώρα. Στην αρχή δεν υπήρχε καν, μετά ένα κομμάτι χαρτί, ξύλινη με καλλιγραφικά γράμματα, σιδερένια με πιο τετραγωνισμένα, πλαστική με φώτα νέον και τώρα πάλι ξύλινη: «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922».
Ο Γαβριήλ ήταν μεγάλος μερακλής του παστουρμά στην Πατρίδα. Όχι επαγγελματικά στην αρχή, αλλά η ικανότητά του να πετυχαίνει τη σωστή αναλογία στα υλικά και το μεράκι του σε ό,τι καταπιανόταν, του είχαν δημιουργήσει μια τέτοια φήμη, που πολλοί του ζητούσαν να τους φτιάξει· κι αυτός πάντα ανταποκρινόταν, μ’ ένα χαμόγελο και πολλή διάθεση. Ώσπου, παραγγελία στην παραγγελία, κομμάτι κομμάτι, κατέληξε να τα φτιάχνει σε καθημερινή βάση, με μια πελατεία που δεν κατάλαβε πότε μεγάλωσε, πώς κατέληξε να αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο σ’ αυτά. Ακόμα όμως δεν το θεωρούσε επάγγελμα, έκανε και τις άλλες ασχολίες του δίχως να ξεχωρίζει καμιά σαν κύρια.
Στο γιαγκίνι ούτε κατάλαβε πώς σώθηκε. Το αλαλιασμένο ανθρώπινο πλήθος, σαν κύμα ορμητικό τον παρέσυρε προς την προκυμαία, στην αρχή μαζί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά τους, σφιχτά πιασμένοι από το χέρι να μη χαθούνε, μετά ο καθένας μόνος του, το ανθρώπινο κύμα δεν άφηνε περιθώρια για πρωτοβουλίες και σχεδιασμούς, σε πήγαινε όπου ήθελε αυτό, κι όλο λιγόστευε, καθώς οι Τσέτες έσφαζαν τους κάθε φορά τελευταίους. Ούτε πρόλαβε να δει την αρπαγή της κόρης του, τον θάνατο του μεγάλου του γιού, τη γυναίκα του να πέφτει στη θάλασσα και να πνίγεται. Τα δυο μικρά τα έχασε κι αυτά μέσα από τα χέρια του, μηχανικά φορτώθηκε στο πλοίο που τον πήρε, μαζί με τόσους άλλους ζωντανούς νεκρούς, απέναντι.
Στις παράγκες της Δραπετσώνας έπρεπε να σταθεί όρθιος ξανά. Να ψάξει αυτούς που είχε χάσει, να ζήσει γι’ αυτούς που τον χρειάζονταν, γιατί λόγο άλλο να ζει δεν είχε πια. Τα δυο μικρά τα βρήκε τελικά στο ορφανοτροφείο της Νήαρ Ηστ. Οι ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού για τη γυναίκα και τα δυο μεγάλα ακούγονταν μέχρι τη δεκαετία του ’80 στο ράδιο, σε κείνες τις επαναλαμβανόμενες εκφωνήσεις που πίσω τους κρύβανε πόνο απερίγραπτο, που μόνο εκείνοι που μάταια περίμεναν μπορούσαν να καταλάβουν. Κι ήταν την ώρα αυτή που έκανε το διάλειμμά του στη δουλειά, για ν’ ακούει προσεχτικά μήπως και εμφανιστεί η ανακοίνωση που κάθε μέρα περίμενε ν’ ακούσει, Εκείνων να τον αναζητούν· μα μόνο τη δική του άκουγε, κι αυτό κάθε μέρα μέχρι την ώρα που τους ξαναβρήκε.
Για να ζήσει τα μικρά έπρεπε να κάνει κάτι. Κι αυτό το κάτι ήρθε μόνο του από την παλιά ζωή του, από τη Πατρίδα. Το μερακλίκι του θα γινόταν επάγγελμα, η τέχνη του θα τον ζούσε κι αυτόν και τα παιδιά, άλλος τρόπος δεν υπήρχε στις νέες καταστάσεις.
-Πήγαινε στου Γαβριήλ να πάρεις πενήντα δράμια παστουρμά, στην τελευταία παράγκα είναι το σπίτι του.
Η παράγκα έγινε κάποια στιγμή ξεχωριστό μαγαζί και το μαγαζί απέκτησε την πρώτη του ταμπέλα, χάρτινη με μελάνι, «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ». Δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο. Κι η προσφυγογειτονιά μεγάλωνε, από το τίποτα δημιουργούσαν τα πάντα, δραστήριοι, μερακλήδες, με την καρδιά σφιγμένη και τις σκέψεις Εκεί, αλλά και με δίψα για ζωή. Για τα παιδιά, όχι γι’ αυτούς. Ο Γαβριήλ είχε ήδη πεθάνει όταν εγκατέλειψε την Πατρίδα, ίσως και λίγο νωρίτερα, όταν έβλεπε τις ελπίδες του, τις ελπίδες όλων, να καίγονται στο γιαγκίνι. Συνέχισε να αναπνέει μόνο γιατί υπολόγιζε πως τον χρειάζονταν τα παιδιά κι η γυναίκα του. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ», λοιπόν. Η γειτονιά ψώνιζε από εκεί, κι αυτός συνέχιζε να ψάχνει· κι όταν βρήκε τους μικρούς, συνέχισε για τους υπόλοιπους. Αρνιόταν να ακούσει τα υπονοούμενα κάποιων γνωστών από την Πατρίδα που ήξεραν τι έγινε και δεν ήθελαν να του το πουν ευθέως. Τα παιδιά από την αρχή βοηθούσαν, πήγαιναν τις παραγγελίες, μάθανε και τα κόλπα στην παραγωγή του παστουρμά και των υπόλοιπων αλλαντικών, κυρίως όμως του δώσανε ένα λόγο να συνεχίσει. Πριν ακόμα ενηλικιωθούνε, είχαν μάθει τη δουλειά απ’ έξω. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», λοιπόν, πρόσθεσε δυο λέξεις στην ταμπέλα, και κοίταξε ξανά μπροστά στο μέλλον, κάτι γινόταν… Ποιος ξέρει, μπορεί και να βρίσκονταν κι οι υπόλοιποι, κάθε μεσημέρι άκουγε τις ανακοινώσεις στο ράδιο…
Πριν τον πόλεμο άνοιξαν μαγαζί κανονικό. Στη γειτονιά, στα όρια του προσφυγικού συνοικισμού με την υπόλοιπη πόλη. Αυτήν που τους κοιτούσε με μισό μάτι, που όμως, μέσα από τον αναγκαστικό, και μόνο στον βαθμό που ήταν απαραίτητος, συγχρωτισμό, ανακάλυπτε τις γεύσεις του λαού μας στην Ανατολή. Πάντα υπεροπτική, δεύτερης κατηγορίας θεωρούσε τους πρόσφυγες, τους είχε για εργάτες, υπηρετικό προσωπικό, άντε και σε κάποια μαγαζιά σαν κι αυτό, αλλά μέχρι εκεί, όχι πολλά θάρρητα. Κι όταν οξύνονταν τα πολιτικά, πιάνανε δουλειά οι επίστρατοι. Αλλά στο μαγαζί άρχισε να ψωνίζει, εχτός από τη γειτονιά, και η άλλη πόλη. Αλλαντοποιείον, κι η χάρτινη ταμπέλα του σπιτιού έγινε στο μαγαζί ξύλινη, με περίτεχνα γράμματα στην πρόσοψη. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ», στην πάνω σειρά με μεγάλα γράμματα κι από κάτω, ιδέα αυτού που την έγραψε, με μικρότερα γράμματα «ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Να δείχνεις πως είσαι πάνω από δεκαπέντε χρόνια επιχείρηση κυρ Γαβριήλ, μετράνε αυτά στους πελάτες. Πελάτες εδώ ήταν οι καινούργιοι, αυτοί που πήγαινε να πιάσει από την άλλη πόλη, δεν χρειαζότανε συστάσεις στους δικούς μας.
Στην Κατοχή αλλάξαν οι προτεραιότητες. Πατέρας και γιοι κι όλη η γειτονιά στην Αντίσταση, το μαγαζί υπολειτουργούσε, αλλά την τέχνη τους τη συνεχίζανε. Στο Μπλόκο δεν τους πιάσανε κι ας τους είχανε στον κατάλογο οι ρουφιάνοι, ο πυρήνας τους είχε αποστολή και ήταν αλλού. Ο ένας γιος, ο Πρόδρομος, τραυματίστηκε στη Μάχη της Ηλεκτρικής κι αυτό του άφησε κουσούρι στο περπάτημα. Όταν περάσαν όλα, η δουλειά συνεχίστηκε από κει που την άφησαν και το μαγαζί έγινε βιοτεχνία. Ταμπέλα σιδερένια στην είσοδο, γράμματα με γωνίες και χάρακα. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Και με την ελπίδα πάντα να βρεθούν οι δικοί τους, τριάντα χρόνια πια μετά την Καταστροφή.
Ο πελάτης έβλεπε στην ταμπέλα απλά μιαν ιστορία δεκαετιών. Αλλά δεν έβλεπε τον πόνο που κρυβόταν από πίσω, τον καημό της Πατρίδας, το μόνιμο πένθος. Δεν καταλάβαινε ότι αν ο οίκος ήταν ιδρυθείς «ΤΩ 1922», αυτό οφειλόταν στην Καταστροφή, στη Γενοκτονία, στη βίαιη διακοπή μιας παρουσίας χιλιάδων χρόνων Εκεί. Και δεν καταλάβαινε, γιατί το Εκεί δεν το ήξερε, ούτε τον απασχολούσε να το μάθει. Για τους παλαιοελλαδίτες, οι πληθυσμοί αυτοί της Ανατολής ήταν μια ενόχληση από την πρώτη στιγμή. Αρχικά μαζί με όσους δεν κατάγονταν από τα απελευθερωμένα εδάφη, κι ας είχαν πολεμήσει κι εκείνοι γι’ αυτά. Κάθε φορά, σε κάθε προσπάθεια. Η οπτική τους ήταν δίχως όραμα, κοντόθωρη και ομφαλοσκοπική, με άγνοια για τα περασμένα, για τους γύρω τους, για τον λαό τους τον ίδιο. Κι όταν κάποιο κομμάτι απελευθερωνόταν, αυτό έπρεπε να παραμείνει στο περιθώριο, το κουμάντο το έκαναν πάντα οι ίδιοι. Μια φορά το χάσανε και η Ελλάδα ξεκίνησε μια ξέφρενη φυγή προς τα μπρος, για χρόνια ολόκληρα μέχρι το ’22.
Για να είναι ο οίκος «ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922», έπρεπε να καταρρεύσει μια Ιδέα, να πνιγεί στο αίμα ένας πληθυσμός με αδιάλειπτη παρουσία στη Πατρίδα, να έρθει με το ζόρι στην παλιά Ελλάδα, παράνομα κιόλας, αφού λίγο πριν, επειδή βλέπανε οι υπεύθυνοι τι θα επακολουθούσε με ευθύνη τους, μέχρι και νόμο ψηφίσανε που απαγόρευε στους Μικρασιάτες να έρθουν. Έπρεπε να σταματήσουν να μιλούν για την Πατρίδα. Όλοι. Κι αν οι παλαιοελλαδίτες σ’ αυτό δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου, στους πρόσφυγες αυτό επιβλήθηκε, με την περιφρόνηση και τον αποκλεισμό. Αλλά και στα παιδιά που γεννιόνταν εδώ πια, δυσκολεύονταν να τους μιλήσουν για την Πατρίδα. Πώς να μεταφέρεις σ’ ένα παιδί τόσο πόνο, πώς να του δώσεις να καταλάβει σε μια τρυφερή ηλικία γιατί γεννήθηκε στον Πειραιά κι όχι στο Ικόνιο, στη Σμύρνη, στην Ορντού… Κι ακόμα, πώς θα ενταχθεί σε μια κοινωνία που τους πρόσφυγες τους κοιτάζει με μισό μάτι; Σιωπή λοιπόν για όσα γίνανε, σιωπή στις απορίες των μικρών, λήθη…
Η βιοτεχνία συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Γαβριήλ. Ένα μεσημέρι, στο καθιερωμένο του διάλειμμα την ώρα των ανακοινώσεων του Ερυθρού Σταυρού, κατάφερε τελικά να τους βρει. Στο νεκροταφείο της Ανάστασης, ο Βασίλης κι ο Πρόδρομος νιώθανε την ανακούφισή του. Τα εγγόνια του όχι, είχαν φροντίσει να τα κρατήσουν μακριά από αυτούς τους καημούς, κι αυτό έκανε τον πόνο της απώλειας του παππού μεγαλύτερο, αλλά πρόσθετε κι απορίες: Γιατί ήταν οι γονείς τους τόσο ήρεμοι; Ποιους πήγαινε να βρει ο παππούς; Πώς τους χάσανε; Μέχρι τότε ξέρανε πως η γιαγιά δεν τους είχε προλάβει, αλλά το γιατί και το πώς δεν ερχότανε στην κουβέντα. Δεν είχανε ακόμα απορία, πώς και η δουλειά της οικογένειας είναι ο παστουρμάς, πώς κι είναι όλοι στην οικογένεια ΑΕΚ ενώ μένουνε στον Πειραιά, δεν τα συνδυάζανε μέχρι τότε με τα υπόλοιπα. Σφίξανε τα δόντια τα εγγόνια και αρχίσανε ν’ αναρωτιόνται μεταξύ τους, να συνθέτουν σκόρπια ακούσματα που μπορεί να είχαν πιάσει στον αέρα, να προσπαθούν να καταλάβουν, να βάλουν σκόρπια κομμάτια μαζί, να ανακαλύψουν άλλα για να φτιάξουνε τελικά το ψηφιδωτό τού ποιοι είναι, πού ανήκουν…
Η ταμπέλα δεν άλλαξε. Τη βιοτεχνία την τρέχανε οι ΥΙΟΙ, αλλά ο οίκος έμενε ο ίδιος, φόρος τιμής στον Πατέρα, αλλά και ένδειξη πως οι μέθοδοι κι οι τεχνικές παρέμεναν αυθεντικές, δίχως τις αλλοιώσεις της εποχής. Μόνο τη σιδερένια ταμπέλα άλλαξαν με μιαν από πλαστικό και φώτα ΝΕΟΝ, αυτή ήταν η μόνη παραχώρηση σε ένα κλίμα που πήγαινε συνεχώς προς την ευκολία και συνάμα την προχειρότητα. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Άλλωστε, έρχονταν από πίσω δύο ακόμα Γαβριήλ, οι γιοι των ΥΙΩΝ, η ταμπέλα δεν απηχούσε μόνο το παρελθόν, αλλά και το μέλλον.
Η βιοτεχνία προόδευε, η ποιότητα εξακολουθούσε να είναι υψηλή, τα εγγόνια ήταν κι αυτά μέσα πια στη δουλειά που μεγάλωνε. Αλλά το 1922 θα είναι εκεί, όσα χρόνια και ας έχουν περάσει, να θυμίζει ποιοι ήταν και πώς έφτασαν εδώ, να θυμίζει τον πόνο των ανθρώπων και τις ευθύνες αυτών που κάνουν κουμάντο, κι ας μην το καταλαβαίνουν οι πελάτες κι οι εμπορικοί συνεργάτες, κι ας είναι γι’ αυτούς απλά μια εμπορική τακτική ανάδειξης της συνέχειας κι εμπειρίας της επιχείρησης. Λίγοι θα καταλάβουν πως αυτή η επιμονή στον χρόνο ίδρυσης συμπυκνώνει για τους ιδρυτές, τους πρώτους πελάτες και τους απογόνους τους ένα τεράστιο φορτίο μνήμης, όρκων, πείσματος να επιστρέψουν Εκεί αρχικά και να στεριώσουν Εδώ τελικά. Σηματοδοτεί έναν πληθυσμό που κράτησε την ταυτότητά του σε συνθήκες αφόρητης τυραννίας, που, ακόμα κι αν εξαναγκάστηκε να αλλάξει, κράτησε κρυφά την πίστη του όσο μπορούσε και που ακόμα και τώρα η ανάμνησή του και η παρουσία του στη Μικρασία δε μπορούν να εξαφανιστούν.
Κι αν οι μη σχετικοί αυτά δεν μπορούν να τα καταλάβουν, τουλάχιστον τα εγγόνια και οι επόμενες γενιές θα πρέπει να μπορούν. Από αυτούς θα ξεκινήσει η αντιστροφή της λήθης και η μετάλλαξή της σε συνειδητοποίηση και δύναμη. Απ’ αυτούς που θα διεκδικήσουν τη μνήμη τη δική τους και δε θα την αφήσουν να χαθεί μέσα σ’ ένα περιβάλλον που δεν αγαπάει τις ταυτότητες, και μετά θα τη μοιραστούν με τους υπόλοιπους.
Η ταμπέλα θα αλλάξει υλικό. Μια σκέψη έγινε μόνο, το Τῼ 1922 να γίνει ΤΟ 1922, η παλιά δοτική δεν αναγνωρίζεται σήμερα. Αλλά και πάλι προτίμησαν να μείνει όπως τότε. Η ταμπέλα σήμερα είναι πάλι ξύλινη. Η αγορά αναζητά το αυθεντικό και το ξύλο το αναδίδει. Με προβολείς να τη φωτίζουν τα βράδια, στέκει να προβάλλει μια προσπάθεια ζυμωμένη με αίμα, δάκρυα κι αναστεναγμούς, που δεν σταμάτησε ποτέ και που από τους ίδιους εξαρτάται να μη σταματήσει, να συνεχίζεται όπως παλιά στην άλλη όχθη του Αιγαίου, προσαρμοζόμενη στους καιρούς, αλλά παραμένοντας αναλλοίωτη. «ΓΑΒΡΙΗΛ ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ, ΟΙΚΟΣ ΙΔΡΥΘΕΙΣ ΤΩ 1922». Έσετ’ ήμαρ νόστιμον…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ