Του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 132
Στις 13 Ιουλίου του τρέχοντος έτους, σε μια συνέντευξή του στο αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CNN, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε, σε σχετική με τον υπερτουρισμό ερώτηση: «Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει πρόβλημα υπερτουρισμού. Μπορεί να υπάρχει πρόβλημα σε συγκεκριμένα νησιά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες σχετικά με τις υποδομές κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών. Στη μεγάλη εικόνα, όμως, οι επισκέπτες που έρχονται στην Ελλάδα κατά κανόνα περνούν πάρα πολύ καλά. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζουν να έρχονται»[1].
Ωστόσο, μετά την πανδημία και ιδίως τα δύο τελευταία καλοκαίρια του 2023 και του 2024, ο υπερτουρισμός επανέρχεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση στην επικαιρότητα: πέρυσι, ήταν οι εικόνες από τη Ρόδο, των σερβιτόρων που έπρεπε να διασχίσουν κάποια μέτρα μέσα στη θάλασσα για να φτάσουν τις premium πλωτές ξαπλώστρες και να σερβίρουν τους πελάτες που τις επέλεγαν. ακόμα, το «κίνημα της πετσέτας» στην Πάρο –που εκμαίευσε και ορισμένες δηλώσεις από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κατά τις πρώτες συνεντεύξεις του Σεπτεμβρίου. Η αρνητικότατη δημοσιότητα, επίσης, που έλαβε η Μύκονος –με επιπτώσεις στην επισκεψιμότητά της– για την απίστευτη αισχροκέρδεια που επικρατεί στα εστιατόρια και τα κλαμπ της.
Φέτος, η ένταση των ζητημάτων φαίνεται πως κλιμακώθηκε. Στο επίκεντρο βρέθηκαν, δοθέντος και του ιδιαιτέρως σκληρού από την άποψη των θερμοκρασιών καλοκαιριού και της παρατεταμένης ανομβρίας που αυτό συνεπάγεται, νησιά όπως η Πάρος ή η Νάξος, που βρέθηκαν στο κόκκινο από την άποψη των αποθεμάτων στους υδάτινους πόρους. Στην Πάρο, ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η ανάρτηση της σελίδας «Save Paros» στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, όπου, στο πλαίσιο μιας ενέργειας ευαισθητοποίησης, καταμετρήθηκαν πάνω από 1.200 ενεργές πισίνες σε τουριστικά καταλύματα και κατοικίες, κι αυτό μάλιστα χωρίς σταθεί δυνατόν να καλυφθεί ολόκληρο το νησί.
Στην δε Νάξο, το ζήτημα τέθηκε πιο επιτακτικά εξαιτίας της κρίσης που χτύπησε τον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα. Φέτος, το νησί θα αναγκαστεί να εισαγάγει… πατάτες –ένα από τα διάσημα προϊόντα του– επειδή η παραγωγή κατέρρευσε από την ξηρασία: από τους 6.000 τόνους του 2022, μόνον 1.800 τόνοι συλλέχθηκαν το 2024, ενώ, η σπορά του φθινοπώρου αναβλήθηκε για τους ίδιους λόγους[2].
Στη Χαλκιδική, η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο: δημοσιεύματα σχολίαζαν χαρακτηριστικά πως, σε μια περιοχή των 110.000-115.000 κατοίκων, κάθε καλοκαίρι προστίθεται πληθυσμός που αντιστοιχεί σε μια… Θεσσαλονίκη, δηλαδή, πάνω από 1 εκατομμύριο επισκέπτες. Στις ίδιες αναφορές, αρμόδιοι αντιπεριφερειάρχες και δήμαρχοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την επισώρευση αδιεξόδων στην ύδρευση, τις αποχετεύσεις, τις χωματερές, αλλά και για την οργιώδη ανοικοδόμηση, που έχει αλλάξει, ενδεχομένως και οριστικά, το τοπίο της περιοχής: «Ως αποτέλεσμα καταγράφονται διακοπές υδροδότησης, παράτυπες γεωτρήσεις και παράνομες χωματερές μέσα σε ρέματα και δασικές εκτάσεις και ΧΥΤΑ στα όρια της δυναμικότητάς τους. Επιπλέον, νεόχτιστοι οικισμοί, αλλά κι ολόκληρα χωριά-δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί δεν διαθέτουν, εν έτει 2024, βιολογικό καθαρισμό και εξυπηρετούν τις αποχετευτικές τους ανάγκες με οικιακούς βόθρους (όχι πάντα στεγανούς)»[3].
Στη δε Σαντορίνη, το νησί που έχει επιβαρυνθεί όσο κανένα άλλο από τον μαζικό τουρισμό, στις 23 Ιουλίου 2024, ο πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Θήρας απηύθυνε έκκληση στους κατοίκους να «ελαττώσουν τις μετακινήσεις τους» καθώς αναμενόταν η άφιξη 17.000 επισκεπτών, εκείνη την ημέρα, από τα κρουαζιερόπλοια (αριθμός ο οποίος έφτασε εν τέλει τις 11.000 καθώς, ματαιώθηκε η άφιξη ενός από τα πλοία)[4]. Για να έχουμε μια εικόνα της τάξης μεγέθους που προκάλεσε η συγκεκριμένη επιβάρυνση, που ήταν επιπλέον των επισκεπτών που επέλεξαν το νησί για διαμονή, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2021), το νησί έχει 15.480 κατοίκους.
Ο υπερτουρισμός, επομένως, είναι πραγματικότητα στην Ελλάδα και αξίζει να σχολιάσουμε λίγο τη στάση του πρωθυπουργού στο CNN. Προφανώς, το γνωρίζει, αλλά η παραδοχή του σε ένα δίκτυο με τόσο μεγάλο αντίκτυπο, ενδεχομένως να κρίθηκε ότι θα έβλαπτε την τουριστική εικόνα της χώρας. Αυτό από μόνο του συνιστά πρόβλημα, διότι καταλαβαίνουμε ότι το success story της «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας δημιουργεί τις ανάλογες εξαρτήσεις – οικονομικές και πολιτικές.
Ένα τελευταίο σχόλιο, ανεκδοτολογικό, που δείχνει όχι μόνον τις νοοτροπίες οι οποίες κυριαρχούν στους κύκλους των ιθυνόντων αλλά και την κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα στην πραγματικότητα των επιβαρυμένων περιοχών και τις «αναγκαιότητες» που διέπουν τις επιλογές της Πολιτείας: Στα μέσα του Σεπτέμβρη, ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε μια αποκάλυψη της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας powergame.gr για την υπουργό Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, η οποία φέρεται, σύμφωνα με αναρτήσεις στη «Διαύγεια» να προχώρησε στην αγορά περσικών χαλιών για το γραφείο της.
Ο προϋπολογισμός του υπουργείου επιβαρύνθηκε με ένα ποσό κοντά στα 18.000€ και η εντύπωση που δόθηκε ήταν η χειρότερη, τόσο μάλιστα που η ηγεσία του αναγκάστηκε να προβεί σε μια διευκρινιστική ανακοίνωση: «Το υπουργείο Τουρισμού, ως κατεξοχήν Υπουργείο εξωστρέφειας, έχει ως βασική αποστολή την προώθηση της εικόνας της χώρας μας. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμο μέρος των εργασιών του είναι η υποδοχή προσώπων από όλο τον κόσμο που εκπροσωπούν, μεταξύ άλλων, κράτη και φορείς του νευραλγικού αυτού τομέα για την Ελλάδα. [ ] Η βελτίωση των χώρων υποδοχής κρίνεται αναγκαία για τη διασφάλιση της άριστης φιλοξενίας και εξυπηρέτησης των επισκεπτών, στο πλαίσιο δράσεων [ ] για την ανάδειξη της θετικής εικόνας της χώρας μας σε διεθνές επίπεδο»[5].
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2023) και σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), 1 στα 3 € που κερδίζει η ελληνική οικονομία παράγονται από τον τουρισμό[6]. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση εκείνου που οι οικονομολόγοι κατονομάζουν ως «ολλανδική ασθένεια», δηλαδή, τη μονομερή εξάρτηση του συνόλου της βιωσιμότητας και της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από έναν κλάδο. Απλούστερα, στην Ελλάδα πάσχουμε από τη «μονοκαλλιέργεια του τουρισμού».
Την τελευταία δεκαετία, ο αντίκτυπος αυτού του γεγονότος γίνεται αισθητός και στις πόλεις –ιδίως την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη– με λιγότερο έντονο τρόπο στα Χανιά ή τον Βόλο. Για να μην πολυλογούμε, θα περιγράψουμε εν τάχει την πιο χαρακτηριστική περίπτωση τουριστικά επιβαρυμένης γειτονιάς της πόλης, το Κουκάκι της Αθήνας. Η συνοικία θα αναδειχθεί το 2016 σε μια από τις 5 δημοφιλέστερες περιοχές του Airbnb παγκοσμίως, με αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων που διατίθενται στην πλατφόρμα κατά 800%[7]. τα επόμενα χρόνια, η περιοχή θα γνωρίσει την αποθέωση από διάσημα διεθνή ΜΜΕ[8]. Την ίδια περίοδο (2016-2018), καταγράφεται 200% αύξηση στη μέση τιμή πώλησης των ακινήτων της περιοχής, ενώ, για το 2019, οι τιμές αυξάνονται κατά 136% ακόμα. Στα μέσα του 2019, τα διαθέσιμα καταλύματα στο Airbnb έφταναν τα 660, ενώ, μόνον 76 προσφέρονταν για μακροχρόνια μίσθωση[9].
Η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται σε πλείστες όσες γειτονιές του αθηναϊκού και του θεσσαλονικιώτικου κέντρου. Η αντίδραση των δημοτικών αρχών; Επί χρόνια, ακόμα και σήμερα, η τουριστική πολιτική, ήταν το μόνο σκέλος οικονομικής πολιτικής που εφάρμοζαν και εφαρμόζουν. Οι δήμαρχοι, ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη βιομηχανική πολιτική, τις βιοτεχνίες, την προώθηση δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού αντανακλάται και στις προτεραιότητές τους.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται πιέζει και έχει εξωθήσει την κυβέρνηση να λάβει ορισμένα μέτρα. Εκεί παρέπεμπαν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού για τη φροντίδα των υποδομών, και επιπροσθέτως, τα μέτρα εξαγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης: θέσπιση ειδικού τέλους κρουαζιέρας, που θα αγγίζει τα 20€ στη Μύκονο και τη Σαντορίνη τους καλοκαιρινούς μήνες, αύξηση του «τέλους περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας» για τα καταλύματα και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, πάγωμα περαιτέρω αδειοδότησης για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις στο 1ο, 2ο και 3ο διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων, που αντιπροσωπεύουν μια περιοχή από τα Πετράλωνα και το Παγκράτι μέχρι το Μεταξουργείο, το Γκάζι και τον Βοτανικό.
Τα έσοδα από τα μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα θα κατευθυνθούν ως ανταποδοτικά τέλη στους δήμους διαμονής, στον προϋπολογισμό του υπουργείου Ναυτιλίας για τη βελτίωση των υποδομών της ναυσιπλοΐας, καθώς και σε εκείνα των αρμόδιων υπουργείων για τις υποδομές. Επιπροσθέτως, για το στεγαστικό ζήτημα, στο οποίο έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο οι βραχυχρόνιες μισθώσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ανακοινώθηκε επικαιροποίηση του προγράμματος «Σπίτι μου 2», με χαλάρωση των προϋποθέσεων, ώστε να μπορούν περισσότεροι από τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα να υπαχθούν σε αυτό[10].
Θα έχουν αντίκρισμα τα μέτρα; Το ζήτημα είναι ότι οι επιπτώσεις από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού έχουν αγγίξει το μακροεπίπεδο πλέον, κάτι που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα στην κυβέρνηση. Σε κάθε τους ρυθμιστική ή εισπρακτική παρέμβαση, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εκφράζουν παραλλήλως την αισιοδοξία για την κορύφωση της τουριστικής ζήτησης. Και όμως, τα αποτελέσματα της πολιτικής προσέλκυσης επιπλέον τουριστών και της πολιτικής που αποσκοπεί στη ρύθμιση της τουριστικής δραστηριότητας αλληλοαναιρούνται – και γνωρίζουμε καλά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ισχύει η προσέγγιση της «ομοιοπαθητικής».
Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού συνεπάγεται δομικές εξαρτήσεις. Για παράδειγμα, η «οικονομία της κλεψύδρας»[11]. Η υπέρμετρη βαρύτητα του τουρισμού στο γενικό μείγμα της οικονομίας έχει την τάση να πολώνει την αγορά εργασίας και την κλίμακα των εισοδημάτων στα δύο άκρα. Όντας εντάσεως εργασίας και μάλιστα χαμηλά αμειβόμενης και ειδικευόμενης, ο τουρισμός προσφέρει κυρίως θέσεις εργασίας στις χαμηλές κλίμακες των εισοδημάτων –και αυτή είναι μια από τις αιτίες που διαπιστώνονται αρκετά κενά στη ζήτηση του εργατικού δυναμικού από την πλευρά των τουριστικών επιχειρήσεων. Έτσι όμως πολώνονται οι ανισότητες και συμπιέζονται τα μεσαία στρώματα.
Με λίγα λόγια, η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι τόσο ενάρετη όσο θέλουν να την παρουσιάζουν στις δηλώσεις τους οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης. Το κυριότερο: δεν ευνοεί την επιβίωση των μεσαίων τάξεων και, επίσης, δεν διευκολύνει τη μετατόπιση του αναπτυξιακού μείγματος της ελληνικής οικονομίας προς την παραγωγή, την οικονομία της γνώσης και τις υψηλές τεχνολογίες, την αναγκαιότητα των οποίων διαπιστώνουν όλοι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ακόμα και, η έκθεση Πισσαρίδη, που παρήγγειλε η ίδια η ελληνική κυβέρνηση το 2020. Αξίζει να θυμηθούμε τι αποφάνθηκε ο οίκος Moody’s όταν αρνήθηκε να δώσει την περίφημη επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα: «Σε ό,τι αφορά το κριτήριο της οικονομικής ισχύος [ ] επισημαίνει πως, σε αυτό το μέτωπο, η Ελλάδα σκοράρει μέτρια, καθώς η οικονομία της είναι λιγότερο διαφοροποιημένη σε σχέση με άλλες της Ε.Ε»[12].
Ας δούμε τι συνεπάγεται το «έλλειμμα της διαφοροποίησης» με δύο παραδείγματα: τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχουν υποστεί ως γνωστόν σημαντική οικονομική καθίζηση κατά το ξέσπασμα και την εξέλιξη της μεταναστευτικής κρίσης στην προηγούμενη δεκαετία, που τα βρήκε στην πρώτη γραμμή. Η χορήγηση του καθεστώτος προσωρινής βίζας ως συνέπεια του «μνημονίου των Αθηνών», για τη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, λειτουργεί ως σημαντική ανάσα για την τοπική αγορά: 55.000 επισκέπτες έκαναν χρήση των σχετικών διευκολύνσεων φέτος, ενώ το θετικό κλίμα συμπαρέσυρε προς τα πάνω και τις υπόλοιπες αφίξεις από την Τουρκία, που συνολικά έφτασαν τις 255.000 περίπου[13]. Δεδομένης της υποχώρησης των υπόλοιπων δραστηριοτήτων, και κυρίως των αγροτοκτηνοτροφικών, δημιουργείται ή όχι ένα πλαίσιο εξάρτησης των τοπικών οικονομιών από την απέναντι πλευρά; Και τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τη γεωπολιτική αυτοδυναμία της χώρας, και τις προσπάθειές της να αποτρέψει τον τουρκικό επεκτατισμό;
Υπάρχει και ένα ζήτημα, όμως, που θέτει η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Τρεις παράγοντες διεθνούς εμβέλειας, ανελαστικοί ως προς το ότι ήρθαν για να μείνουν, απειλούν τη σταθερότητα ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια: η γεωπολιτική αστάθεια, η κλιματική κρίση, και ο πληθωρισμός, που προκύπτει ως επακόλουθο των δύο προηγούμενων. Όπως και να το κάνουμε, ο τουρισμός προϋποθέτει την αμεριμνησία. Τα μοντέλα πρόβλεψης του κλίματος, ωστόσο, μιλούν για ιδιαίτερη επιδείνωση των κυμάτων καύσωνα για τη Μεσόγειο τα επόμενα χρόνια. Ήδη, στην τουριστική αγορά καταγράφεται μια τάση των καταναλωτών να επιλέγουν βορειότερες χώρες για τις θερινές τους διακοπές –από το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη Σουηδία– ενώ οι ιδιαίτερα έντονες κλιματικές συνθήκες του Ιουλίου τείνουν να σπάσουν στα δύο την τουριστική σεζόν, με ανυπολόγιστες συνέπειες ως προς τα έσοδα της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας: ήδη ο φετινός Ιούλιος κατέγραψε υποχώρηση της τάξεως του 4,2% στα τουριστικά έσοδα σε σχέση με τα ήδη μειωμένα περυσινά[14]. Όσο για τον πληθωρισμό, μια φετινή έρευνα, η εντεινόμενη ακρίβεια ωθεί ολοένα και περισσότερους τουρίστες των μεσαίων εισοδημάτων να επιλέγουν τις διακοπές με αυτοκίνητο και όχι με αεροπλάνο, προκειμένου να χωρέσουν τον προϋπολογισμό των διακοπών στο μειωμένο εισόδημά τους[15].
Ποιο είναι το συμπέρασμα όλων αυτών; Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, η Ελλάδα υποδέχθηκε το 2023 32,7 εκ. τουρίστες. Υπολείπεται σε σύγκριση με το Παρίσι που, την ίδια χρονιά, υποδέχθηκε μόνο του 36,9 εκ. επισκέπτες, και υπ’ αυτήν την έννοια «δεν έχει πρόβλημα υπερτουρισμού» (sic!). Πάσχει όμως από τουριστική μονοκαλλιέργεια και, δυστυχώς, οι εξαρτήσεις που εκείνη παράγει, προς το παρόν αποτρέπουν την πολιτική τάξη από το να αναγνωρίσει το πρόβλημα.
[1] «Συνέντευξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN και στη δημοσιογράφο Julia Chatterley», primeminister.gr, 13/07/2024.
[2] Ανθή Γεωργίου, «Γιατί εξαφανίζεται η πατάτα Νάξου», Το Βήμα, 21/08/2024.
[3] «Στον κλοιό του υπερτουρισμού η Χαλκιδική: Οικισμοί λίγων εκατοντάδων κατοίκων φιλοξενούν χιλιάδες ανθρώπους», skai.gr, 22/07/2024.
[4] «Σαντορίνη: ‘‘Μένουμε σπίτι’’, έρχονται τουρίστες – ‘‘Επέλαση’’ τουριστών από κρουαζιερόπλοια», naxostimes.gr, 25/07/2024.
[5] «Υπ. Τουρισμού: Με απόλυτη διαφάνεια η ανανέωση εξοπλισμού και η αναβάθμιση των χώρων υποδοχής επισκεπτών», ertnews.gr, 18/09/2024.
[6] Ηλίας Μπέλλος, “Ενα στα τρία ευρώ του ΑΕΠ από τον τουρισμό”, Η Καθημερινή, 12/04/2024. www.kathimerini.gr
[7] Γιάννης Πανταζόπουλος, «Καλωσορίσατε στο Κουκάκι, την 5η πιο περιζήτητη γειτονιά του airbnb στον κόσμο», lifo.gr, 5/10/2027.
[8] «Ο Guardian αποθεώνει το Κουκάκι –Βrunch, γκουρμέ, wine bars, όλα όσα έκαναν το Κουκάκι στέκι», iefimerida.gr, 14/09/2018.
[9] Φώτης Κόλλιας, «Κουκάκι: 660 διαμερίσματα στο Airbnb, 76 για ενοίκιο!», euro2day.gr, 28/05/2019.
[10] «Η εξειδίκευση για τα μέτρα στον τουρισμό: Από 1 έως 20 € το τέλος Κρουαζιέρας | Από 2 έως 8 € το τέλος στη βραχυχρόνια | Στα 15€ στα 5στερα!», money–tourism.gr, 16/09/2024.
[11] Andreas Walmsley, «Overtourism and underemployment: a modern labour market dilemma», Paper presented at Responsible Tourism in Destinations 13 – Tackling Overtourism – Local Responses, 29-30 September 2017, Reykjavik, Iceland. Ηλ. Διεύθυνση: https://pure.coventry.ac.uk/ws/files/28760229/Walmsley_A_2017_Overtourism_and_underemployment_RTD13.pdf.
[12] Ελευθερία Κούρταλη, «Ποιες αδυναμίες ‘‘βλέπει’’ η Moody’s στην Ελλάδα», Η Καθημερινή, 19/09/2024, www.kathimerini.gr.
[13] «Βόρειο Αιγαίο: Πάνω από 250.000 οι Τούρκοι τουρίστες, σχεδόν 55.000 μέσω fast track βίζας», Το Ποντίκι, 05/09/2024, www.topontiki.gr.
[14] «Τουρισμός: Εσοδα 11 δισ. στο 7μηνο – Αλλά ο Ιούλιος ήταν χειρότερος από πέρυσι», Η Καθημερινή, 20/09/2024, www.kathimerini.gr.
[15] «Impact of inflation on travel and tourism worldwide – statistics & facts», Statista.com, 8/2/2024.
1 ΣΧΟΛΙΟ
[…] Πηγή: περιοδικό Άρδην τ. 132 […]