Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Ένα ιδιόμορφο κράμα ενδυνάμωσης προς τα έξω και αποδυνάμωσης στο εσωτερικό είναι η χώρα που παραλαμβάνει προς διακυβέρνηση ο Εμπραχίμ Ραϊσί, ο οποίος σήμερα (σ.Ά. 5/8/21) ορκίζεται πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν ενώπιον της Ματζλίς, δηλ. του κοινοβουλίου.
Διόλου τυχαία, άλλωστε, στις εσωτερικές προκλήσεις αναφερόταν κατεξοχήν το μήνυμα του νέου προέδρου κατά την προχθεσινή εμφάνισή του ενώπιον του ανώτατου πνευματικού ηγέτη, αγιατολλάχ Αλί Χαμενεΐ, για την επικύρωση της εκλογής του.
Η κακή κατάσταση της οικονομίας (στο φόντο βέβαια και της σκλήρυνσης των αμερικανικών κυρώσεων επί Τραμπ), το βαρύ τίμημα της πανδημίας, αλλά και η εξάπλωση της διαφθοράς έχουν εν μέρει απονομιμοποιήσει το καθεστώς στα μάτια του ιρανικού πληθυσμού, ο οποίος εγείρει απαιτήσεις για μια “νέα αρχή”. Μόνο που η αυτή η “νέα αρχή” προβλέπεται να έχει τα χαρακτηριστικά μιας “επιστροφής στις ρίζες” της Ισλαμικής Επανάστασης.
Το στρατόπεδο των μεταρρυθμιστών, το οποίο ήδη από τη δεκαετία του ’90 εξέφραζε τις προσδοκίες μιας αναβάθμισης του επιπέδου διαβίωσης μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση, έχει υποστεί δεινή ήττα, αφότου η έξοδος των ΗΠΑ από την διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (και η αδυναμία των Ευρωπαίων συνυπογραψάντων να την υπερασπισθούν) ακύρωσε την ίδια των προϋπόθεση των όποιων “ανοιγμάτων”, ότι δηλ. αυτά θα βρουν αποδέκτη. Εξ ού και το βασικό μήνυμα του Χαμενεΐ αυτές τις μέρες, επικριτικό για την απελθούσα κυβέρνηση και προειδοποιητικό προς τον νέο πρόεδρο, είναι ότι αποτελεί λάθος να εμπιστεύεται κανείς τη Δύση.
Αντιθέτως, με την προηγούμενη θητεία του ως επικεφαλής της Δικαιοσύνης ο Ραϊσί έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως τιμωρός της διαφθοράς.
Στο περίπλοκο σύστημα που καθιερώθηκε στο Ιράν μετά το 1979, τα θεοκρατικά και τα αντιπροσωπευτικά στοιχεία αναμιγνύονται κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να δημιουργούνται ιδιόμορφα checks and balances, ο λαϊκός παράγοντας να μην αισθάνεται παραγκωνισμένος και το καθεστώς να διατηρεί τη συνοχή του, την ίδια ώρα που μαίνεται η αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικών τάσεων (εντός του ορίζοντα της Ισλαμικής Δημοκρατίας πάντα). Χαρακτηριστικό των αντιφάσεων είναι το ότι το ανώτατο συμβούλιο κληρικών, το οποίο κατά τα κρατούντα “φιλτράρισε” τις προεδρικές υποψηφιότητες (απαλλάσσοντας τον Ραϊσί από τυχόν απειλητικούς αντιπάλους) είναι το ίδιο αιρετό.
Και ενώ ο πόλεμος τάσεων αποτελεί μια σταθερά των τελευταίων δεκαετιών στο Ιράν, η εκλογή του Ραϊσί φέρνει για πρώτη φορά στα χρονικά σε ευθυγράμμιση την προεδρία, το κοινοβούλιο, τη δικαιοσύνη και τον “Οδηγητή”, όπως είναι ο τίτλος του Χαμενεΐ. Ο μέχρι χθες πρόεδρος Χασάν Ρουχανί δεν είχε την ίδια τύχη, καθώς αντιμετώπιζε μια Ματζλίς ελεγχόμενη από τους σκληροπυρηνικούς.
Πώς είναι όμως δυνατή η “επιστροφή στις ρίζες”, με την ενίσχυση των κοινωνικών και προφανώς και των ιδεολογικών στοιχείων της κληρονομιάς της Επανάστασης του 1979, όταν η οικονομία αναζητά έξωθεν στηρίγματα και ο (ζωηρός και διεκδικητικός) ιρανικός πληθυσμός αποζητά πρωτίστως την “κανονικότητα” που του στέρησαν τέσσερις δεκαετίες επαναστατικού αναβρασμού, πολέμου και κυρώσεων;
Ο Χαμενεΐ και ο Ραϊσί κάνουν πλέον λόγο για μιαν “οικονομία της αντίστασης”, η οποία θα αποβλέπει στην αυτάρκεια και την απεξάρτηση από τις πετρελαϊκές εξαγωγές. Το ότι η χώρα υπήρξε σε θέση να αναπτύξει μόνη της πυρηνικό πρόγραμμα, δείχνει ότι οι δυνατότητες σε υποδομές, τεχνογνωσία και ανθρώπινο δυναμικό δεν λείπουν. Αρκούν όμως για τη μετάβαση στην επόμενη μέρα;
Η όλη σύλληψη της “αντίστασης” (που αρδεύεται από μιαν εθνική αυτοπεποίθηση, κοινή σε θιασώτες και αντιπάλους του καθεστώτος, δικαιολογημένη από το ιστορικό βάθος του ιρανικού πολιτισμού) είχε πάντως εμφανείς επιτυχίες εκτός συνόρων τα προηγούμενα χρόνια, καθώς το κενό που άφησε η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεϊν από τους Αμερικανούς υπερκαλύφθηκε με την εξάπλωση της ιρανικής επιρροής μέσω μη κρατικών συμμάχων όπως οι σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ, οι αντάρτες Χούθι της Υεμένης και βέβαια η Χεζμπολλάχ του Λιβάνου. Επιπλέον, ένα διαφορετικό τοπίο έχουν δημιουργήσει η αντοχή της κυβέρνησης της Δαμασκού, χάρη και στην στήριξη της Τεχεράνης, η ανάπτυξη του ιρανικού βαλλιστικού προγράμματος (το οποίο η Ουάσιγκτον πασχίζει να προσθέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων) και ασύμμετρων τακτικών που έχουν δημιουργήσει μιαν ιδιόμορφη ισορροπία τρόμου με τις αραβικές μοναρχίες και το Ισραήλ, η αποφασιστικότητα απέναντι σε αμερικανικά πλήγματα, όπως η δολοφονία του στρατηγού Σολεϊμανί, που απαντήθηκαν ισότιμα. Χάρη στις παλινωδίες της η αμερικανική πλευρά έχει βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να μην μπορεί να υλοποιήσει επιτυχώς είτε την επιθετική στρατιωτική επιλογή (για την οποία διαρκώς συνηγορεί το Ισραήλ) είτε την διπλωματική.
Άλλωστε, το Ιράν δεν έχει απέναντί του σύσσωμους τους “μεγάλους” της διεθνούς κοινότητας όπως το 2015. Η δυναμική της ευρασιατικής ολοκλήρωσης έχει περιλάβει στην τροχιά της και την Ισλαμική Δημοκρατία, όπως δείχνει και η 25ετής επενδυτική συμφωνία Κίνας-Ιράν. Και πάντως, Πεκίνο και Μόσχα δεν θα έχουν την προθυμία να προσχωρήσουν σε ένα μέτωπο πιέσεων κατά της Τεχεράνης, με εργαλεία όπως οι κυρώσεις και ο χρηματοπιστωτικός αποκλεισμός που αποτελούν πλέον και για τον ρωσοκινεζικό “άξονα” υπ’ αριθμόν ένα αντικείμενο ανησυχίας.