Αρχική » 15. 1909-1922 Α΄ Καταστροφή ή αντεπανάσταση

15. 1909-1922 Α΄ Καταστροφή ή αντεπανάσταση

από Γιώργος Καραμπελιάς

Χάρτης της Ελλάδας μετά τη Συνθήκη των Σεβρών

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.

Δύο παράλληλες διαδικασίες

Μέχρι την Επανάσταση του 1909, την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου και τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τα στρατιωτικά μεγέθη Ελλάδας και Τουρκίας ήταν μάλλον ανισοβαρή, όπως κατεδείχθη και στα 1897. Όμως, εν συνεχεία, και ιδιαίτερα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα πράγματα μεταβάλλονται άρδην. Η Αυτοκρατορία αποσυντίθεται και απομένει ένας τουρκικός πυρήνας σπαρασσόμενος από εμφύλιες διαμάχες. Αντίστροφα, το ελληνικό κράτος ενισχύεται με την ένταξη νέων ελληνικών πληθυσμών και την πανστρατιά του αλύτρωτου και παροικιακού  ελληνισμού: ο ελληνισμός ως συνολικό δυναμικό ήταν κατά πολύ ισχυρότερος του τουρκισμού.

Η κρίση του τουρκισμού και η ταχύτατη ενίσχυση του ελληνισμού από το 1912 μέχρι το 1922 εξελίσσονται με αστραπιαία ταχύτητα, γι’ αυτό και η ισορροπία ήταν εξαιρετικά ασταθής, κυριολεκτικώς στην κόψη του ξυραφιού, και αρκούσαν μερικές κινήσεις για να γείρει η ζυγαριά προς τη μία ή την άλλη πλευρά.

Άλλωστε, την ίδια περίοδο, οι Αγγλογάλλοι, οι Ρώσοι, μέχρι το 1917, και οι Αμερικανοί θα συναινέσουν για πρώτη φορά στον διαμελισμό της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια της σύγκρουσής τους με τη Γερμανία. Δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους κατακτημένους λαούς και πριν απ’ όλα στους Έλληνες να απελευθερωθούν.

Είτε λοιπόν ο ελληνισμός θα ολοκλήρωνε την ανασυνθετική πορεία που είχε ξεκινήσει το 1821, και ο τουρκισμός θα περιοριζόταν σε μια μικρασιατική δύναμη αντίστοιχη του κράτους των σελτζουκιδών, είτε ο ελληνισμός θα συρρικνωνόταν στην ελληνική χερσόνησο και τα νησιά, έχοντας οριστικά χάσει τον μικρασιατικό του πνεύμονα, τον Βόσπορο και την ιστορική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη.

Το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο δεν μπορούσε να διανοηθεί καν πως το ελληνικό κράτος μπορούσε να μεταβληθεί στον σημαντικότερο παράγοντα της Ανατολής. Γι’ αυτό και η ανανεωτική δυναμική ερχόταν κατ’ εξοχήν από τα «έξω», από τον αλύτρωτο ελληνισμό. Οικονομικά, από τους Έλληνες του εξωτερικού που αιμοδοτούσαν διαρκώς την ελλαδική οικονομία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό. Από τα Επτάνησα, κέντρο του ριζοσπαστισμού της Μεγάλης Ιδέας –εξ ου και ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης –, από τη Μακεδονία, και κυρίως από την Κρήτη η οποία με τις αδιάκοπες επαναστάσεις της δεν επέτρεπε στον ελλαδισμό να κυριαρχήσει στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους.

Καθόλου τυχαία δε, οι Κρητικοί θα πρωτοστατούν και στον Μακεδονικό Αγώνα και στην ανασυγκρότηση του ελληνικού στρατού. Η μεγαλόνησος αποτελούσε την ένοπλη φρουρά του ελληνισμού, όπως άλλοτε οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Άλλωστε, θα αναδείξει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που θα επιχειρήσει να ενώσει οριστικά το ελλαδικό κράτος με τον ευρύτερο ελληνισμό, σε ένα ενιαίο κρατικό μόρφωμα.

Η σημαντικότερη προϋπόθεση γι’ αυτό το εγχείρημα –εφικτό πλέον λόγω των τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών– ήταν η συμπαράταξη του ελληνικού πολιτικού συστήματος –ψυχή τε και σώματι– σε αυτό. Οι δυνάμεις του αλύτρωτου ελληνισμού θα έπρεπε να πείσουν/πιέσουν όχι μόνο τον πληθυσμό της ελεύθερης Ελλάδας αλλά και το πολιτικό της σύστημα. Και αν η ελληνική κοινωνία και ο στρατός, όπως φάνηκε με την επανάσταση του 1909 και τις θριαμβευτικές νίκες των Φιλελευθέρων σε όλες τις εκλογές μέχρι το 1915, έδειχναν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, δεν συνέβαινε το ίδιο με τη ελλαδική ολιγαρχία και το Παλάτι, που προέτασσαν αντίθετα τον στενό μικροελλαδισμό απέναντι στην αναπόφευκτη πλέονσύμπτωση ελληνισμού και ελληνικού κράτους. Σύμπτωση που θα πραγματοποιούνταν είτε με τη διεύρυνση του κράτους, ώστε να συμπεριλάβει το έθνος, είτε, όπως και συνέβη με τον ξεριζωμό του και τη βίαιη μεταφορά του στο υπαρκτό κράτος, ως προσφύγων πλέον.

Εντούτοις, όπως θα γράψει ο Ουίνστων Τσώρτσιλ: « … Η Ελλάδα, αν και ήταν ένα μικρό κράτος, πολιορκημένο από δυσκολίες και εχθρούς, είχε επιλέξει την επικίνδυνη πολυτέλεια μιας διττής ταυτότητας. Υπήρχε η φιλοσυμμαχική Ελλάδα του Βενιζέλου και η φιλογερμανική Ελλάδα του Κωνσταντίνου»[1].

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πρωταγωνιστές της μοναρχικής παράταξης –ο Κωνσταντίνος, η Σοφία και ο Διάδοχος Γεώργιος, ο Δημήτριος Γούναρης, ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Στρέιτ, ο Βίκτωρ Δούσμανης, σημαντικός αριθμός διανοουμένων και ο αντιβενιζελικός Τύπος– ήταν στενότατα συνδεδεμένοι με τους γερμανικούς μηχανισμούς, σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να εμφανίζονται ως απλοί εκτελεστές των γερμανικών επιταγών. Η αντεπανάσταση την οποία εκπροσωπούσαν, στις συνθήκες του «Μεγάλου Πολέμου», ταυτίστηκε με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Απέναντί τους, το βενιζελικό στρατόπεδο, από την Αριστερά του Δημήτρη Γληνού και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου έως τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Εμμανουήλ Μπενάκη, συσπείρωνε τις δυνάμεις του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής και τις αντιολιγαρχικές επαναστατικές δυνάμεις του ελληνικού Βασιλείου, όπως εκφράστηκαν με την Επανάσταση του 1909.

Το συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου 1909 στο Πεδίον του Αρεως (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Και η σύγκρουση μεταξύ τους, ο «Διχασμός», συνιστά εν τέλει τη σύγκρουση των επαναστατικών δυνάμεων, που εξέφραζαν το αίτημα του εσωτερικού εκσυγχρονισμού αλλά και ταυτόχρονα της εθνικής ολοκλήρωσης, με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης – την ολιγαρχία με επίκεντρο το Παλάτι.

Δυνάμεις που αντέδρασαν λυσσαλέα διότι τόσο ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός –η ανάδειξη των παραγωγικών στρωμάτων της αστικής τάξης, των ακτημόνων αγροτών και των εργατών– όσο και η εθνική ολοκλήρωση θα επισφράγιζαν το οριστικό τέλος τους.

Όποιος λοιπόν προσεγγίσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή αμεροληψία, τις πηγές και τα γεγονότα της εποχής δεν μπορεί παρά να πειστεί πως την καταστροφή του οικουμενικού ελληνισμού δεν την προκάλεσε ένας «εξισορροπητικός» «Διχασμός», ούτε υπήρξε μια μοιραία κατάληξη· αποτέλεσε μάλλον τη συνέπεια των λυσσαλέων προσπαθειών της ολιγαρχίας να αποτρέψει την ήττα της.

Οι συμβιβασμοί του επαναστατικού στρατοπέδου και του Βενιζέλου

Ο Κρητικός ηγέτης, θέλοντας να διασφαλίσει την ενότητα του έθνους, προσπάθησε επανειλημμένα να εξευμενίσει την Αυλή και την παλαιοκομματική ολιγαρχία. Διότι θεωρούσε αναγκαία τη συμπόρευση του αλύτρωτου ελληνισμού, που ο ίδιος εκπροσωπούσε, με τον ελλαδικό ελληνισμό, τον οποίο προσκύρωνε εσφαλμένα στο Παλάτι. Όμως, τις ζωντανές δυνάμεις του ελληνικού κράτους τις εκπροσωπούσε η Επανάσταση του 1909 και η ισχύς του Βενιζέλου δεν εδραζόταν μόνο στον αλύτρωτο ελληνισμό αλλά και στο εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις, όπως κατέδειξαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις.

Στα πλαίσια αυτής της λογικής,

Α. Αρνήθηκε να προχωρήσει σε Συντακτική Εθνοσυνέλευση το 1910, που θα κατοχύρωνε συνταγματικά την αρχή της «δεδηλωμένης» – έτσι ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εκπαραθυρώσει δύο φορές τον Βενιζέλο, τον Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1915.

Β. Ενώ η Επανάσταση του 1909 είχε εκδιώξει τον Διάδοχο από τη Γενική Διοίκηση του Στρατού, ως ανίκανο και υπεύθυνο για την ήττα του 1897, ο Βενιζέλος τον επανάφερε το 1911 ως Αρχιστράτηγο, παρά τις εντονότατες αντιδράσεις του Στρατιωτικού Συνδέσμου αλλά και των Φιλελευθέρων. Ο Λάκων βουλευτής, Ευστράτιος Κουλουμβάκης, υπήρξε κυριολεκτικά προφητικός: « Ἀνελογίσθητε, κύριε πρωθυπουργέ, ποίας συνεπείας δύναται νὰ ἔχῃ διὰ τὸ πολίτευμα καὶ τὴν δημοσίαν ζωὴν τῆς χώρας ἡ επιστροφὴ τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου ἐκ τῶν πεδίων τοῦ πολέμου ἐπὶ κεφαλῆς νικηφόρου στρατοῦ;»[2]. Παρά ταύτα, ο Βενιζέλος προχώρησε εγκαθίδρυοντας de facto έναν διχασμό κορυφής μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και του Παλατιού, που άνοιξε τον δρόμο στον Διχασμό.

Γ. Το αποφασιστικότερο ζήτημα αφορά τον πόλεμο της Καλλίπολης, τον χειμώνα του 1915, καθώς οι Αγγλογάλλοι κάλεσαν τους Έλληνες να συμμετάσχουν σε αυτόν – με αντάλλαγμα «ἐδαφικὰς παραχωρήσεις πολὺ σπουδαίας ἐπὶ τῆς παραλίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας», καθώς και την παραχώρηση της Κύπρου από την Αγγλία,[3].

Και ενώ ο πρωθυπουργός είχε πείσει τον Βασιλιά, στις 17 Φεβρουαρίου 1915, ο Ιωάννης Μεταξάς, ως αρχηγός του Επιτελείου, διαφώνησε ανοικτά, ο δε Βενιζέλος δεν τον απέλυσε αμέσως αλλά ζήτησε τη σύγκληση Συμβουλίου του Στέμματος. Τελικώς και παρότι όλοι οι πρώην πρωθυπουργοί συντάχθηκαν με τον Βενιζέλο, ο Κωνσταντίνος θα μεταστραφεί οριστικά ύστερα από παρέμβαση του Κάιζερ, και το σχέδιο της ελληνικής συμμετοχής θα ναυαγήσει[4].

Ο παρευρισκόμενος στη συζήτηση, πρέσβης στο Παρίσι και παιδικός φίλος του Κωνσταντίνου, Άθως Ρωμάνος, σημειώνει: «Ὁ Βενιζέλος εἶχε τὴν ἔγκρισιν τοῦ Βασιλέως. Ἔπρεπε νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ καὶ νὰ βαδίσῃ ἐμπρός, ἀντικαθιστῶν ἁπλῶς τὸν Μεταξᾶν»[5].

Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, το 1919, «άργησε» πέντε ολόκληρα χρόνια, εξαιτίας της άρνησης του Κωνσταντίνου να συμμετάσχει η Ελλάδα στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όχι μόνο θα είχε αποφευχθεί ο Διχασμός αλλά ο ελληνικός στρατός θα είχε καταλάβει τα Στενά και την Ανατολική Θράκη, αλλάζοντας την ίδια την πορεία του Μεγάλου Πολέμου, ενώ θα είχε αποβιβαστεί, ήδη από το 1915, και στη Μικρά Ασία. Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς σε συνεργασία με την Αντάντ, καθώς η Τουρκία αντιμετώπιζε τους Αγγλογάλλους στα δυτικά της, τους Άραβες στον νότο και τους Ρώσους που είχαν φθάσει μέχρι τον ελληνικό Πόντο[6]. Αντίθετα, το 1919, και ιδιαίτερα μετά το 1920, η σύγκρουση εξελίχθηκε σε ελληνοτουρκική μονομαχία.

Δ. Τέλος, το 1920, και ενώ συνεχιζόταν ο νικηφόρος πόλεμος στη Μ. Ασία, ο πρωθυπουργός, εντελώς άκαιρα, θα κηρύξει τη διενέργεια εκλογών στις οποίες δεν είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν οι πληθυσμοί της Ιωνίας, ενώ αντίθετα συμμετείχαν οι εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνοι και οι «βουλγαρίζοντες» της Μακεδονίας, οι οποίοι και εν πολλοίς έκριναν το αποτέλεσμα.

Και όμως, ενώ η αναβολή των εκλογών είχε καταστεί αναγκαία, καθώς στις 12/27 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Αλέξανδρος θα πεθάνει από δάγκωμα πιθήκου, οι εκλογές θα διεξαχθούν με κυρίαρχο σύνθημα το «ψωμί-ελιά και Κώτσο βασιλιά» απέναντι στην «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Έτσι, ο Κωνσταντίνος θα επιστρέψει στον θρόνο, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία θα αρνηθούν να τον αναγνωρίσουν και θα ανοίξει ο δρόμος για την Καταστροφή..

Τελικώς, για να αποφύγει τον Διχασμό, ο Βενιζέλος του επέτρεψε να θεριέψει. Και είναι νόμος της ιστορίας πως οι ημιτελείς ή διστακτικές επαναστάσεις ανοίγουν τον δρόμο στην επιστροφή της αντεπανάστασης.

Ήταν εφικτή η νίκη ή ήταν αναπόφευκτη η Καταστροφή;

Ωστόσο, ακόμα και εάν περιοριστούμε αποκλειστικά στην περίοδο 1919-1922, και πάλι η ήττα δεν ήταν προδιαγεγραμμένη και το δυναμικό του ελληνισμού παρέμενε ισχυρότερο του τουρκισμού. Άλλωστε, η εντολή κατάληψης της Σμύρνης το 1919 δεν ήταν μονομερής ελληνική απόφαση αλλά συμμαχική. Επειδή όμως δεν υπήρχε άνεση χρόνου, όπως το 1915, διότι ο ευρωπαϊκός πόλεμος είχε τελειώσει, η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος προϋπέθετε πολύ ταχύτερες κινήσεις.

Και όμως, οι μοιραίες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 μετέφεραν τον διχασμό στο πεδίο της μάχης, αναίρεσαν τη συμμαχική στήριξη και επεξέτειναν για δύο ακόμα χρόνια την εκστρατεία. Με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει συμμάχους και ο Κεμάλ, αντίθετα, να κερδίσει: τους Σοβιετικούς, τους Ιταλούς, ακόμα και τους Γάλλους.

Ο Βενιζέλος, γνωρίζοντας την αδυναμία του ελληνισμού από την άποψη της συνοχής, πίστευε πως οι Έλληνες θα έπρεπε να διαθέτουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό συμμάχων και μόνο μαζί τους θα ήταν δυνατό να επιχειρηθεί –και πάντα με μεγάλες δυσκολίες– η απελευθέρωση της Μικράς Ασίας[7], ώστε να μπορέσουν εν συνεχεία τα στοιχεία της υπεροχής του να αναδειχθούν αυτοτελώς. Και η μεγάλη δεκαετία (1912-1922) ήταν η τελευταία ευκαιρία για τους Έλληνες, καθώς ανάλογα προβλήματα είχε αντιμετωπίσει και η Επανάσταση του 1821. Και τότε, η μεγάλη αδυναμία της ήταν ο διάσπαρτος χαρακτήρας του ελληνισμού, εξ ου και οι αποσυνθετικοί και εξαντλητικοί εμφύλιοι.

*****

Και το τελευταίο ερώτημα: Μήπως η απόβαση στη Σμύρνη και η Μικρασιατική Εκστρατεία θα μπορούσαν να αποφευχθούν, οι δε Έλληνες να περιοριστούν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης και ίσως και της Κωνσταντινούπολης[8];

Ωστόσο, η απόβαση του ελληνικού στρατού είχε καταστεί αναπόφευκτη, εξαιτίας των διωγμών των ελληνικών πληθυσμών και της άμεσης απειλής της κατάληψής της Σμύρνης από την Ιταλία. Και ποια ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να αφήσει τους Ιταλούς να καταλάβουν τη Σμύρνη;!

Άλλωστε, η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη αποτελούσε για τους Συμμάχους προϋπόθεση για την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης η οποία πραγματοποιήθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1920, δεκατέσσερις μήνες μετά τη Σμύρνη.

Η άποψη δε πως οι Έλληνες θα ήταν δυνατό να βρουν ένα modus vivendi με τον Κεμάλ, κρατώντας την Ανατολική Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, είναι πολιτικά και στρατιωτικά αστήρικτη[9]. Εάν οι Τούρκοι συνέχιζαν να κατέχουν την ασιατική ακτή, θα στρέφονταν αναπόφευκτα προς την κατάληψη της ευρωπαϊκής όχθης των Δαρδανελίων. Και αντιστρόφως, εάν οι Έλληνες ήθελαν να διατηρήσουν την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, θα έπρεπε να κατέχουν ένα σημαντικό τμήμα της Δυτικής Μικράς Ασίας, ώστε να διαθέτουν το απαραίτητο εδαφικό βάθος. Άλλωστε, το τουρκικό κράτος δεν θα κατείχε την υπόλοιπη Μικρά Ασία, αλλά θα είχαν δημιουργηθεί αρμενικό και κουρδικό κράτος, όπως προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών – καθώς και ποντιακό, όπως θα το προτείνει το φθινόπωρο του 1920 ο Βενιζέλος στον Λόιντ Τζώρτζ, με απόβαση ελληνικών, ίσως και βρετανικών, στρατευμάτων.

Όπως ορθά είχε τονίσει ο Βενιζέλος στον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Φεβρουάριο του 1915: «Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, μεγαλειότατε, θὰ πᾶμε ἀπὸ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν…». Οι Σύμμαχοι δεν επρόκειτο να παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη στους Έλληνες, παρά μόνο εάν είχε ηττηθεί η Τουρκία. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το γέρας της νίκης.

Μήπως όμως, όπως είχε υποθέσει ο πρόωρα εκλιπών φίλος Άρης Ζεπάτος[10] (1944-2007), ακόμα και εάν οι Έλληνες κέρδιζαν τότε, στη διάρκεια του Β΄ΠΠ, ένα αναθεωρητικό τουρκικό κράτος, μαζί με τις δυνάμεις του Άξονα, θα ανακαταλάμβανε τις ελληνικές περιοχές; Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, μετά το τέλος του πολέμου, όχι μόνο θα επέστρεφε στην Ελλάδα τις ανακατακτηθείσες περιοχές, αλλά θα υποχρεωνόταν και σε νέες δρακόντειες εδαφικές διευθετήσεις σε βάρος του, από τον Στάλιν και τους Δυτικούς συμμάχους.

Εν κατακλείδι, στη σύγκρουση τουρκισμού-ελληνισμού δεν χωρούσε οποιαδήποτε ενδιάμεση λύση. Είτε οι Έλληνες θα οδηγούσαν τους Τούρκους στην «Κόκκινη Μηλιά», δηλαδή σε ένα τουρκικό κράτος εθνοτικά συμπαγές στην κεντρική Ανατολία –με την απελευθέρωση και των υπόλοιπων μικρασιατικών λαών–, είτε αντίστροφα οι Τούρκοι θα ξερίζωναν τον μικρασιατικό ελληνισμό.

Ο Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την Άνοιξη του 1922, είχε προβλέψει κυριολεκτικά προφητικά πως η εγκατάλειψη της Σμύρνης θα άνοιγε τον δρόμο για μια επιστροφή του τουρκικού ισλάμ στην Ευρώπη:

«Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή»[11].

Και πράγματι, σήμερα, ο Ερντογάν επιδιώκει την «ανακατάληψη», ή τουλάχιστον τον έλεγχο, της Κύπρου και των νησιών του Αιγαίου, τη φινλανδοποίηση της Ελλάδας καθώς και την ενεργό παρέμβαση στα ευρωπαϊκά πράγματα ως ο ηγέτης του «ευρωπαϊκού» ισλάμ. Γιατί οι Τούρκοι θεωρούν πως το 1922 έχει μείνει ανολοκλήρωτο και η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί απλώς μια «ανακωχή». Όσο για εμάς, κυρίως, αλλά ακόμα και για τους Ευρωπαίους –τους Γάλλους που τότε συντάχθηκαν με τον Κεμάλ–, όπως λέει η λαϊκή ρήση, «όπως στρώσει κανείς θα κοιμηθεί».

Εντούτοις, η κατασυκοφάντηση της Μεγάλης Ιδέας, τόσο από τη Δεξιά του Οίκαδε, που οδήγησε στην Καταστροφή, όσο και από την Αριστερά, που συμπορεύτηκε μαζί της, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε ελάχιστοι Έλληνες ιστορικοί τολμούν σήμερα να διανοηθούν πως η πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας ήταν εφικτή και πως, αντίθετα, η Καταστροφή ήταν συνέπεια των εγκληματικών ενεργειών της αντεπανάστασης και των δισταγμών της Επανάστασης.


[1] Winston Churchill, The World Crisis: The Aftermath, Thornton Butterworth Limited, Λονδίνο 1929, σσ. 387-388 (μτφρ. Γ.Κ.)

[2] Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920., τ. Α΄, σ. 87.

[3] Βεντήρης τ. Α΄, σσ. 268-269· George B. Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917, IMXA, 1974, σσ. 71-72σσ.106-107.

[4] Σκριπ και Πατρίς 19.2/4.3.1915· Χρίστος Α. Θεοδούλου Η Ελλάδα και η Αντάντ, ΕΙΕΜ ΕΒ, Πατάκης, Αθήνα 2011, σσ. 172-173.

[5] Βεντήρης ό.π., τ. Α΄, σ. 282.

[6] Βλ. Π. Τσατσανίδης – Κ. Φωτιάδης,Η Ρωσοκρατία στον Πόντο (1916-1918), Ο Πόντος και ο Καύκασος στη γεωπολιτική αντιπαράθεση των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Σταμούλης Αντ., Θεσσαλονίκη 2021.

[7] Λευκοπαρίδης, Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή Αναμνήσεις – Έγγραφα – Αλληλογραφία, Το Αρχείον Του, σσ. 408· Σπύρος Πλουμίδης, , Τα μυστήρια της Αιγηΐδος, το Μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922), Εστία, Αθήνα 2017, σ. 302.

[8] Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, «Η ανταλλαγή προσφύγων που δεν έγινε εγκαίρως», Η Καθημερινή, 1.1.2022.

[9] Βλ. Γεώργιος Σπέντζος, «Ἡ στρατιά του Έβρου, οι ελληνικές εναλλακτικές και η Συνθήκη της Λωζάννης», Βαλκανικά Σύμμεικτα 16, 2014, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, σσ. 171-191.

[10] Βλ. και Άρης Ζεπάτος, «Για την Τουρκία», Άρδην,τχ. 66, Αύγουστος-Οκτώβριος 2007.

[11] M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Iωνίας, ΜΙΕΤ, σ. 472.

Διαβάστε επίσης:

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ