Α΄
Τότες ἐταραχτήκανε τὰ σωθικά μου καὶ ἔλεγα πὼς ἦρθε ὥρα νὰ ξεψυχήσω· κι εὑρέθηκα σὲ σκοτεινὸ τόπο καὶ βροντερό, ποὺ ἐσκιρτοῦσε σὰν κλωνὶ στάρι στὸ μύλο ποὺ ἀλέθει ὀγλήγορα, ὡσὰν τὸ χόχλο στὸ νερὸ ποὺ ἀναβράζει· ἐτότες ἐκατάλαβα πὼς ἐκεῖνο ἤτανε τὸ Μεσολόγγι· ἀλλὰ δὲν ἔβλεπα μήτε τὸ κάστρο, μήτε τὸ στρατόπεδο, μήτε τὴ λίμνη, μήτε τὴ θάλασσα, μήτε τη γῆ ποὺ ἐπάτουνα, μήτε τὸν οὐρανό· ἐκατασκέπαζε ὅλα τὰ πάντα μαυρίλα καὶ πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντὴ καὶ ἀστροπελέκι· καὶ ὕψωσα τὰ χέρια μου καὶ τὰ μάτια μου νὰ κάμω δέηση, καὶ ἰδοὺ μὲς στὴν καπνίλα μία μεγάλη γυναῖκα μὲ φόρεμα μαῦρο σὰν τοῦ λαγοῦ τὸ αἷμα, ὅπου ἡ σπίθα ἔγγιζε κι ἐσβενότουνε· καὶ μὲ φωνὴ ποὺ μοῦ ἐφαίνονταν πὼς νικάει τὴν ταραχὴ τοῦ πολέμου ἄρχισε:
«Τὸ χάραμα ἐπῆρα / τοῦ Ἥλιου το δρόμο,
κρεμῶντας τὴ λύρα / τὴ δίκαιη στὸν ὦμο,—
κι ἀπ’ ὅπου χαράζει / ὼς ὅπου βυθά,
τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι.» *
Β΄
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι ἡ μάνα τὸ ζηλεύει…
στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ ἔχω γὼ στὸ χέρι;
Ὁπού, σὺ μοῦ ‘γινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι όσ’ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ’ ἅρματα σὲ κλειοῦνε.
Μάγεμα ἡ φύσις κι ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
μὲ χίλιες βρῦσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει·
ὅποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ’ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχὰ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
Γ΄
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ’ ἄστρα σὰ πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιὰς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ’ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾷ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἁλιά! σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν·
ἀθάνατή ‘σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Δὲν τοὺς βαραίν’ ὁ πόλεμος, ἀλλ’ ἔγινε πνοή τους,
. . . . . κι ἐμπόδισμα δὲν εἶναι
στὲς κορασιὲς νὰ τραγουδοῦν καὶ στὰ παιδιὰ νὰ παίζουν.
…..
ὁ στῦλος φανερώνεται, μὲ κάτου μαζωμένα
τὰ παλικάρια τὰ καλά, μ’ ἀπάνου τὴ σημαία,
ποὺ μουρμουρίζει καὶ μιλεῖ καί το Σταυρὸν ἁπλώνει
παντόγυρα στὸν ὄμορφον ἀέρα τῆς ἀντρείας, [ ]
«Ὄμορφη, πλούσια, κι ἄπαρτη, καὶ σεβαστή, κι ἁγία!» [ ]
Εἴν’ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημμύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν,
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μέ το χάρο.
Αποσπάσματα από τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους»
του Διονύσιου Σολωμού (Α΄, Β΄ και Γ΄ Σχεδίασμα)