Αρχική » Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Ε. Η Βυζαντινή Χιλιετία

Από τον Μ. Αλέξανδρο στο Βυζάντιο – Ε. Η Βυζαντινή Χιλιετία

από Κώστας Παπαϊωάννου

Μια σειρά κειμένων του Κώστα Παπαϊωάννου για την ιστορική περίοδο από την ελληνιστική εποχή που εγκαινιάστηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο έως το Βυζάντιο και την πορεία του ελληνισμού σε αυτούς τους αιώνες. Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του:

Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις

Η βυζαντινή χιλιετία αρχίζει σαν συνέχεια της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χτισμένη, όπως η Ρώμη, επάνω σε επτά λόφους, μοιρασμένη, όπως εκείνη, σε δεκατέσσερις περιοχές, διαθέτοντας, όπως εκείνη, τη Σύγκλητο και το Καπιτώλιό της, η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η «νέα Ρώμη» της Αυτοκρατορίας, της οποίας ήταν η πρωτεύουσα, και, μέχρι το τέλος, θεωρούσε τον εαυτό της Αυτοκρατορία των Ρωμαίων.

Η ενθύμηση της Ρώμης, η ρωμαϊκή παράδοση της αυτοκρατορικής τάξης κυριάρχησε μέχρι το τέλος στη σκέψη και την πολιτική των Βυζαντινών βασιλέων*. Νόμιμοι διάδοχοι των Καισάρων, είχαν πάντα τη  φιλοδοξία να βασιλεύουν στα εδάφη που άλλοτε ανήκαν στον ρωμαϊκό κόσμο (orbis) και τώρα αποτελούσαν μέρη της χριστιανικής Οικουμένης*, πάνω στην οποία ξεσπούσαν τα διαδοχικά κύματα των βαρβάρων από τον Βορρά και εκείνα του ιερού πολέμου από την Ανατολή. Η δυτική Ρωμανία* είχε υποταχθεί κάτω από τα χτυπήματα των Γερμανών. Το Βυζάντιο θα υποχρεωθεί να απωθήσει τους ίδιους Οστρογότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, τους οποίους θα διαδεχθούν οι Ούννοι, οι Λομβαρδοί, οι Άβαροι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Ρώσοι. Από τους πρώτους διαδόχους του Αλεξάνδρου και στο εξής, τα αρμενικά όρη, οι πόλεις του Άνω Ευφράτη: Άμιδα (Ντιγιαρμπακίρ), Έδεσσα (Ούρφα) και η περιοχή της Σελεύκειας επί του Τίγρη (κοντά στη Βαγδάτη), υπήρξαν το θέατρο ενός ακατάπαυστου πολέμου εναντίον των Πάρθων (από το 250 π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ. αι.). Αλλά τους ημι-εξελληνισμένους Πάρθους θα υποκαταστήσουν σύντομα ένοπλοι ιεραπόστολοι, φανατισμένοι από την ιδέα ενός ιερού πολέμου, που θα καταλήξει τελικά σε πόλεμο εξόντωσης: Σασσανίδες Πέρσες (337-640), Άραβες (659-1056), Σελτζούκοι Τούρκοι (1071-1300), Οσμανλήδες Τούρκοι (1300-1453).

Επιβεβαιωμένη από τα όπλα και τη διπλωματία, καθώς και από ένα τεράστιο έργο διάδοσης του Ευαγγελίου, αλλά όλο και περισσότερο διαψευδόμενη από τα γεγονότα, αυτή η εμμονή στην εδραίωση μιας παγκόσμιας Αυτοκρατορίας επανεμφανίζεται σε όλες τις σημαντικές περιόδους της βυζαντινής ιστορίας. Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης συνέτριψε τους Γερμανούς στη μάχη του Στρασβούργου (357) θα βρει τον θάνατο μερικά  χρόνια αργότερα, πολεμώντας τους Πέρσες στον Ευφράτη (363). Μετά από είκοσι χρόνια πολέμου στη Δύση, από την Ισπανία έως τον Δούναβη, έξι χρόνια πολέμου εναντίον των Περσών, από τον Καύκασο έως τον Τίγρη, ο Ιουστινιανός (527-565) ανακατέλαβε σχεδόν όλα τα εδάφη της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: από τους Οστρογότθους την Ιταλία, από τους Βησιγότθους τις ακτές της Ισπανίας, από τους Βανδάλους τη Βόρεια Αφρική. Επί της λεγόμενης Μακεδονικής Δυναστείας (867-1056), των θέατρο των επιχειρήσεων περιλαμβάνει και πάλι το σύνολο σχεδόν του ρωμαϊκού orbis*. Επί του Βασίλειου Α΄ (867-886), η παραλιακή Δαλματία εκκαθαρίζεται από τους Άραβες πειρατές (απελευθέρωση της Ραγούζας: 868),  η νότια Ιταλία ανακτάται από τους μουσουλμάνους (876-884), ο αραβικός στόλος συντρίβεται στη ναυμαχία των νήσων Λίπαρι. Από την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού (920-944) και κυρίως επί του Νικηφόρου Φωκά (963-969) και του Ιωάννη Τσιμισκή (969-976), η «βυζαντινή σταυροφορία» καταλαμβάνει διαδοχικά την Κρήτη, την Κύπρο, την Κιλικία, την Αντιόχεια, τη Δαμασκό και τη βόρεια Παλαιστίνη. Το 972, οι Ρώσοι εκδιώκονται από τα Βαλκάνια μετά από ένα τριακονταετή πόλεμο (986-1018), ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος προσαρτά οριστικά τη Βουλγαρία στην Αυτοκρατορία: ποτέ άλλοτε το ρωμαϊκό όνειρο του Ιουστινιανού δεν πλησίασε τόσο κοντά στο να πραγματοποιηθεί όσο στη διάρκεια αυτής της περιόδου που σημαδεύει το απόγειο της βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

*****

Μια μακριά αλυσίδα παρεξηγήσεων και προκαταλήψεων βαραίνει το Βυζάντιο και την τέχνη του.

Κατ’ αρχάς, το επίθετο «βυζαντινός» είναι, όπως ξέρουμε, όψιμη έκφραση, άγνωστη από τους ίδιους εκείνους που εμείς αποκαλούμε «Βυζαντινούς». Για την ακρίβεια, αυτός ο όρος υποδηλώνει μόνο τους κατοίκους του Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων, στην τοποθεσία της οποίας ο Κωνσταντίνος ίδρυσε, το 330, την πόλη που, για τουλάχιστον χίλια χρόνια, θα παρέμενε η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της πολιτισμένης Ευρώπης. Όσο για τους ίδιους τους Βυζαντινούς, ονόμαζαν πάντα τους εαυτούς τους «Ρωμαίους». (…..)Με αυτό το όνομα, «Roum», θα ονομάζονται από τους εχθρούς τους, Πέρσες, Άραβες και Τούρκους. Έτσι, επίσης, ονομάζονται αδιακρίτως και οι σύγχρονοι Έλληνες απόγονοί τους, Έλληνες και Ρωμιοί*.

Φαινομενικά, η βυζαντινή ιστορία ξεκινά σαν μια συνέχεια της Ανατολικής ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και καταλήγει σαν μια Αγία ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του ελληνικού έθνους. Αλλά, ουσιαστικά, πρόκειται για την ιστορία ενός πολιτισμού –όχι εκείνου μιας «φυλής» ή ενός «έθνους».  Εξαπλωμένη ταυτόχρονα στην Ευρώπη και την Ασία, η Αυτοκρατορία υπήρξε τόσο οικουμενική όσο και η πίστη που την ενέπνε, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει νοητή. Η ιδέα της εθνικότητας, η ιδέα της φυλής της είναι απολύτως ξένες. Πολλές φορές, η Αυτοκρατορία βρέθηκε στα χέρια Ιλλυριών, Ισαύρων και Αρμενίων. Όταν ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (919-944) κυβερνούσε το κράτος ενώ ο γιος του Θεοφύλακτος είχε γίνει πατριάρχης και ο Ιωάννης Κουρκούας (Γκούργκεν, στα αρμενικά) αρχιστράτηγος, η Αυτοκρατορία βρισκόταν κάτω από αρμενική ηγεσία: ωστόσο, δεν ήταν λιγότερο «βυζαντινή» από πριν. Ομοίως, ο αντισημιτισμός τής ήταν άγνωστος: «οι σταυροφόροι ήταν εκείνοι που εισήγαγαν τον αντισημιτισμό στο Βυζάντιο, όπου άλλωστε ήταν μάλλον ήπιος και όπου δεν υπήρξε ποτέ ζήτημα μαζικών απελάσεων και ακόμα λιγότερο πογκρόμ»[1]. Όταν η Αυτοκρατορία απολατινοποιήθηκε, δεν θεμελιώθηκε στην εθνικότητα αλλά στην ορθοδοξία, μετά τον 5ο αιώνα, και στην ελληνική γλώσσα, κατά τον 7ο.

Το ζήτημα εάν ο βυζαντινός πολιτισμός σηματοδότησε «μια δεύτερη ελληνική ηγεμονία παγκόσμιας σημασίας»[2] παραμένει ανοιχτό. Το ερώτημα ποια είναι η σχέση του χιλιόχρονου Βυζαντίου με την αρχαιότητα, εάν αντιπροσωπεύει κάτι το ριζικά διαφορετικό ή μια δεύτερη άνθηση του ελληνισμού, δεν μπορεί να συζητηθεί εδώ. Σε κάθε περίπτωση, το νέο μόσχευμα υπήρξε ο χριστιανισμός που είχε μια επίδραση αναζωογονητική, ανανεωτική, καθοριστική. [  ]

Η Αυτοκρατορία, που εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330, διήρκεσε 1123 χρόνια και δεκαοκτώ ημέρες. Ωστόσο, ο 4ος αιώνας δεν αποτελεί παρά το προοίμιο της βυζαντινής ιστορίας. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν ακόμα το διοικητικό κέντρο – και ακόμα λιγότερο το κέντρο της έντονης καλλιτεχνικής δραστηριότητας, η οποία άρχιζε να σκεπάζει τον χριστιανικό κόσμο με έναν θόλο απαστράπτοντα από φως. Πολιτικά, η Αυτοκρατορία ζούσε με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση: τη Ρώμη και τη Ραβέννα. Πνευματικά, τα μεγάλα ζητήματα ετίθεντο στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια, στην Καππαδοκία. Αναρίθμητα ερείπια (Μπιν-μπιρ Κιλισέ, στην Τουρκία, οι «νεκρές πόλεις», στη Συρία) μαρτυρούν για την εξαιρετική γονιμότητα της ανατολικής χριστιανικής τέχνης. Σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, οι μεγάλες ελληνιστικές πόλεις της Συρίας και της Αιγύπτου κατηύθυναν την καλλιτεχνική κίνηση, εξ ίσου ή και περισσότερο από την Κωνσταντινούπολη.


[1] Louis Bréhier, Le monde byzantin : La civilisation byzantine, Éditions Albin Michel, Παρίσι 1950 και 1970, σ. 304.

[2] Franz Altheim, Niedergang der alten Welt. Eine Untersuchung der Ursachen, τ. 2, Imperium Romanum,  Klostermann, Φρανκφούρτη 1952, σ. 405.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ