Από το περ. ΡΗΞΗ τ. 30 (1987) για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Η ΡΗΞΗ με το τριακοστό τεύχος της κλείνει οχτώ χρόνια έκδοσης. Ταυτόχρονα έχει κλείσει και μια ολόκληρη ιστορική περίοδος της παρουσίας της τόσο από θετική όσο και από αρνητική πλευρά. Η ΡΗΞΗ κινείται σήμερα σε ένα ιδεολογικό πολιτικό πλαίσιο διαφορετικό από εκείνο του Ιούλη του 1979, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά.
Παράλληλα έχουν πια συσσωρευτεί ένα σύνολο από κριτικές για τη ΡΗΞΗ και την αντίληψή της, και πιστεύουμε η πιο χαρακτηριστική είναι αυτή που δημοσιεύσαμε στο προηγούμενο τεύχος 29 του περιοδικού από τον Χρήστο Τυροβούζη, που έβαζε μερικά εύλογα ερωτήματα. Ερωτήματα λίγο-πολύ ταυτόσημα με αυτά που απευθύνουν οι περισσότεροι άνθρωποι που μας κριτικάρουν και γι’ αυτό θα θέλαμε να τα εξετάσουμε από πιο κοντά. Η αναφορά μας στα 8 χρόνια της ΡΗΞΗΣ δεν έχει λοιπόν το νόημα μιας πανηγυρικής αναφοράς σε μια «επέτειο», αλλά πραγματοποιείται γιατί σήμερα κλείνει μια ολόκληρη περίοδος της πρακτικής και του προβληματισμού μας, και πιστεύουμε πως είναι αναγκαία μια κριτική αποτίμηση της πορείας μας.
Γιατί η ΡΗΞΗ είναι… ρήξη;
Το πρώτο ερώτημα που υπογραμμίζεται από πολλές πλευρές σαν βασικό στοιχείο κριτικής – είναι το γιατί η ΡΗΞΗ προχωράει διαρκώς και συχνά από το ένα τεύχος στο άλλο σε διαδοχικές επανεκτιμήσεις και ανατοποθετήσεις για το «υποκείμενο», την πολιτική κατάσταση, κ.λπ. Αυτό λέει περίπου και ο φίλος Τυροβούζης: μα διαρκώς θα ανακαλύπτετε «νέα υποκείμενα», διαρκώς θα υποβάλλετε σε κριτική την ίδια την παλιά σας πρακτική, τι νόημα έχει, για παράδειγμα, το νέο «υποκείμενο» που ανακαλύψατε με το Τσερνομπίλ, ο «αντιπυρηνικός άνθρωπος» κ.λπ., κ.λπ. Έχει πάψει άραγε η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία να παραμένει βασική αντίθεση της κοινωνίας μας; Πιστεύουμε πως το ερώτημα είναι εύλογο συνοδεύεται μάλιστα και από τη θέση πως θα έπρεπε, αντί να αντιπαραθέτουμε τα υποκείμενα το ένα στο άλλο, ή να προχωράμε σε μια κριτική της πολιτικής συνολικά, να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε μια συνεκτική πολιτική πρόταση, που να στηρίζεται λίγο πολύ στις κατακτήσεις της Αριστεράς.
Η ΡΗΞΗ έβαλε ένα σύνολο από νέες προβληματικές, ανέδειξε μια σειρά από νέα θέματα, απέρριψε ένα σύνολο από παγιωμένες παραδοχές, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα νέο corpus που να επιτρέψει μια ολοκληρωμένη πρόταση στα πλαίσια της αριστεράς. Επαναλαμβάνουμε ότι το ερώτημα είναι εύλογο, αλλά ταυτόχρονα «άδικο». Γιατί ο διακηρυγμένος στόχος της ΡΗΞΗΣ, ήταν ακριβώς η «ρήξη». Η ρήξη με κάθε τι το παραδεδομένο και το ακλόνητο στη θεωρητική και πρακτική παράδοση της αριστεράς, η επανεξέταση προς όλα τα «αζιμούθια». Η έκδοση και η δουλειά της ΡΗΞΗΣ ανταποκρίνονταν σε μια λογική «ρήξης» και όχι σύνθεσης!
Ας επιμείνουμε λίγο σ’ αυτή την περίοδο δημιουργίας της ΡΗΞΗΣ. Στο πρώτο τεύχος της και μάλιστα σε ένα απ’ αυτά τα περιβόητα «άρθρα του εξωφύλλου που γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς» όπως μας λέει ο επικριτής μας, στο πρώτο τεύχος λοιπόν και στην πρώτη σελίδα, διευκρινίσαμε χωρίς ταλάντευση τη θέση μας: «Σε μια φάση που ακόμα δεν υπάρχει ένα πλειοψηφικό επαναστατικό κίνημα, η προσπάθεια να τα «εκφράσει κανείς όλα», η επιλογή του «σωστού μέσου όρου», δεν είναι παρά τσαλαβούτημα σε βαλτονέρια, αδυναμία μιας οποιασδήποτε πρακτικής. Εκεί βρίσκεται η πρώτη και σημαντική διαφορά με τις διάφορες μειοψηφικές ομαδούλες και οργανώσεις που θέλουν να απευθύνονται στο «σύνολο» και έτσι καταντούν να μην απευθύνονται πουθενά. Μ’ αυτή την έννοια, σε μια τέτοια φάση, είναι αναγκαία μια πολιτική ΡΗΞΗΣ». Να λοιπόν που αναγγέλλαμε ξεκάθαρα τις προθέσεις μας. Καμία σύνθεση των πάντων, καμιά διαλεκτική της ενότητας, αλλά η διαλεκτική της ΡΗΞΗΣ.
Οι σύντροφοι, φίλοι ή και αντίπαλοι μας, οι οποίοι επισημαίνουν τη «μερικότητα» των τοποθετήσεων, την έλλειψη σύνθεσης, θα έπρεπε να κριτικάρουν την ίδια την πρόθεσή μας, την ίδια την αντίληψή μας που απέρριπτε τη σύνθεση και όχι κάποιες αντιφάσεις μας. Δεν πρόκειται για αντιφάσεις αλλά για διακηρυγμένη πρόθεση. Επομένως, ανακύπτει το ζήτημα σε τι ανταποκρινόταν αυτή η πρόθεση; Η συζήτηση θα πρέπει να μετατεθεί σ’ αυτή τη θεμελιακή και προγραμματική διάσταση του «εξτρεμισμού» μας, τη διάσταση της «ρήξης».
Κρίση της άκρας αριστεράς
Το 1979 η παλιά άκρα αριστερά, αντιιμπεριαλιστική και μαρξιστο-λενινιστική, αποσυντίθενται με μεγάλη ταχύτητα. Νέα φαινόμενα αναπτύσσονται εκείνη την περίοδο -αναρχικοί, αυτόνομοι, «Β΄ Πανελλαδική». Η ελληνική άκρα αριστερά αναπροσαρμόζεται, ακόμα και πολιτιστικά, από το ρεμπέτικο στο ροκ, από την ταβέρνα στο μπαρ, κ.λπ. Η σταδιακή εδραίωση της μεταπολίτευσης αποσυνθέτει πρωταρχικά τις πιο αδύναμες και ευαίσθητες κατηγορίες –την άκρα αριστερά– και κατά δεύτερο λόγο τη νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της ανασύνθεσης ή της απόπειρας ανασύνθεσης της άκρας αριστεράς πρέπει να εντάξουμε και την απόπειρα της «Ρήξης».
Ανασύνθεση που δεν ήταν δυνατό παρά να στηριχθεί σε μια λογική ρήξεων, ιδεολογικών και πρακτικών. Δεν είναι της ώρας να θυμίσουμε από ποιον ιδεολογικό μεσαίωνα έβγαινε η ελληνική άκρα αριστερά εκείνη την περίοδο και από τι τύπου πολιτικές πρακτικές.
To δεύτερο στοιχείο είναι η μεταβολή του υποκειμένου της παρέμβασής μας που γίνεται κύρια νεολαιίστικο (τόσο φοιτητικό για πολλά χρόνια, η εξωφοιτητική νεολαία). Αντίθετα το εργατικό κίνημα και οι μεγάλες μάζες με τις οποίες είχαμε συνδεθεί την προηγούμενη περίοδο, την περίοδο της ΟΠΑ, εντάσσονται πια και προσβλέπουν στο μεγάλο μέτωπο της αριστεράς που, με αιχμή το ΠΑΣΟΚ, βαδίζει προς την εξουσία. Πράγματι την ίδια ακριβώς περίοδο που εμείς κάνουμε την επιλογή της έκδοσης της ΡΗΞΗΣ, άλλα ακροαριστερά κομμάτια βαδίζουν προς το ΠΑΣΟΚ (π.χ. «Προλεταριακός Αγώνας», «ΕΕΑΜ» κομμάτι του ΕΚΚΕ), προς το Εσωτερικό – ΕΚΚΕ – ή προς το ΚΚΕ (π.χ. κομμάτια του εργατικού τομέα του ΚΚΕ-μ.λ.). Επομένως η θέληση «σύνθεσης» όταν το υποκείμενο στο οποίο αναφέρεσαι ήταν ένα υποκείμενο ρήξης – τέτοιο που ήταν το νεολαΐστικο υποκείμενο εκείνη τη στιγμή, οδηγούσε όπως εύστοχα το θέταμε τότε, σε βαλτονέρια, γιατί προφανώς η σύνθεση δεν μπορούσε παρά να γίνει, σαν μέσος όρος των υποκειμένων και της ιδεολογίας τους, δηλαδή πάνω στο ιδεολογικό μηδέν των κομμάτων της αριστεράς – και ακόμα χειρότερα των ακροαριστερών ομάδων. Γιατί τα κόμματα της αριστεράς αντισταθμίζουν τουλάχιστον το θεωρητικό τους τέλμα με τη μαζικότητα και την πορεία προς την εξουσία. Η απόπειρα μιας σύνθεσης και όχι σαν σύνθεση υποκειμένων, μια αυθεντική πολιτική σύνθεση, αλλά με όρους απλής συρραφής επί μέρους απόψεων δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια σούπα.
Οποιαδήποτε λοιπόν ανασύνθεση της άκρας αριστεράς στη χώρα μας δεν μπορούσε παρά να γίνει αφού πρώτα είχε ολοκληρωθεί μια διαδικασία ρήξης με το παρελθόν της, ρήξης με τις παραδεδομένες ιδέες που κουβαλούσε. Επειδή ακριβώς τα δικά μας μεγέθη ήταν τόσο περιορισμένα – είμαστε τότε η μικρότερη ομάδα της άκρας αριστεράς, και οι απόψεις μας αποτελούσαν μια ελάχιστη μειοψηφική τάση – οποιαδήποτε απόπειρα συνθετικής πρότασης που θα ήθελε να απευθύνεται στους πάντες και τα πάντα, δεν θα ήταν παρά μια καρικατούρα κομματίδιου. Επί πλέον ήταν τέτοια η ιδεολογική καθυστέρηση του «χώρου», τόσο της παραδοσιακής άκρας αριστεράς όσο και του αναρχικού χώρου που διευρυνόταν, με αναφορές που έφταναν περίπου στον 19ο αιώνα, ώστε κάθε συνθετική πρόταση θα ήταν γελοία. Το κύριο στοιχείο πάντως παραμένει αυτό που επισημάναμε, ότι στη νέα περίοδο που ανοίγεται μετά το 1979, η κοινωνική και πολιτική αμφισβήτηση συνδέεται με μερικά κομμάτια της νεολαίας, και μόνο μετά το 1985 θα ξανανοίξει η βεντάλια και προς άλλα κοινωνικά στρώματα. Εμείς στοχεύαμε να συνδεθούμε και να εκφράσουμε αυτά τα στρώματα σε αμφισβήτηση και ει δυνατόν να παράγουμε και μια θεωρητική θεμελίωση αυτής της αμφισβήτησης.
Όπως είδαμε, από την αρχή δείξαμε τις προθέσεις μας. Δεν θέλαμε να μιλάμε για όλα και κυρίως δεν θέλαμε να μιλάμε από την σκοπιά μιας μυθολογικής και ανύπαρκτης ολότητας! Η σκοπιά θα ήταν υποχρεωτικά μια σκοπιά επιλεγμένης μερικότητας, της μερικότητας του υποκειμένου!
Πρόκειται για τη δεύτερη μεγάλη τομή, στη μεθοδολογία. Η σκοπιά μας δεν είναι αφηρημένα εκείνη της «αντικειμενικής κατάστασης», αλλά η σκοπιά του υποκειμένου! Κάτι τέτοιο συνέβαινε πάντα, στην ιστορία! Η δήθεν αντικειμενικότητα των πολιτικών απόψεων και τάσεων δεσμεύονταν και ορίζονταν πάντα από την υποκειμενικότητα του φορέα τους. Εμείς αρνούμαστε λοιπόν αυτό το παιγνίδι απάτης-αυταπάτης. Δηλώναμε ανοιχτά και πάλι στην πρώτη σελίδα του δεύτερου τεύχους της ΡΗΞΗΣ (!): «Μόνο που αυτό δεν το κάνουμε πραγματοποιώντας μια «ανάλυση», μια ανάλυση που πιστεύουμε συνήθως δεν λέει τίποτε πέρα από γενικολογίες, αλλά βλέποντας τα αντικειμενικά στοιχεία που αναδύθηκαν από την ίδια τη συσσώρευση της πραγματικότητας του κινήματος. Μα θα πει κανείς αυτά είναι «υποκειμενικά» στοιχεία. Ε, λοιπόν πιστεύουμε ότι αυτά τα «υποκειμενικά στοιχεία» είναι πολύ πιο πραγματικά από ψευτοαναλύσεις, γιατί στο κάτω-κάτω δείχνουν την αυθεντική κίνηση της κοινωνίας όπως αντανακλάται στην πρακτική και τη συνείδηση των ανθρώπων. Και άρα, επειδή εκείνο που μας ενδιαφέρει δεν είναι η γεωλογική σύσταση του γαληνίτη (!), αλλά το τι γίνεται πραγματικά στην κοινωνία, πρόκειται για πολύ πιο «αντικειμενικά» και αδιάψευστα κριτήρια». (Ρήξη No 2, Οκτώβρης 1979). Να λοιπόν που πάλι από την αρχή της έκδοσης της ΡΗΞΗΣ προαναγγέλλαμε την πρόθεσή μας, τη σκοπιά μας. Δυσπιστία προς τη δήθεν αντικειμενικότητα, δυσπιστία προς την παράδοση που συσσωρεύεται σε δομές και θεωρίες·εισάγουμε επομένως το δεύτερο στοιχείο της διαλεκτικής της ρήξης, ανάγκη ρήξης και κριτικής με τις παραδεδομένες θεωρίες του μαρξισμού-λενινισμού και του αναρχισμού.
Κρίση του Μαρξισμού
Η μεθοδολογική χρήση του υποκειμενικού κριτηρίου σαν βάση για την ανάλυση εμπεριείχε ταυτόχρονα και μια δυσπιστία –και άρα μια αναπόφευκτη κριτική– απέναντι στον παλιό μαρξισμό-λενινισμό και αναρχισμό, τέλος, σταδιακά, απέναντι και στον ίδιο τον κωδικοποιημένο μαρξισμό. Προφανώς σε μια πολιτική φάση όπου κυρίαρχη αναφορά δεν ήταν η εργατική τάξη στην παλιά της μορφή αλλά νέα προλεταριακά στρώματα, ο κοινωνικός προλετάριος, η κριτική των παλιών ιδεολογιών του εργατικού κινήματος αποτελούσε προνομιακή και ταυτόχρονα φυσική επιλογή όντας υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε την πρακτική αυτού του υποκειμένου και τους μαιάνδρους της, βρισκόμαστε σε μια θέση που μας ΥΠΟΧΡΕΩΣΕ να παράγουμε μια νέα αντίληψη, να προχωρήσουμε σε θεωρητικοποιήσεις που υπερέβαιναν τα παλιά σχήματα. Μια τέτοια ρήξη με το παρελθόν ήταν αναγκαία αν θέλαμε να υπερβούμε τόσο την αδυναμία κατανόησης των παραδοσιακών μαρξιστικών ομάδων απέναντι σ’ αυτά τα νέα κοινωνικά φαινόμενα που σάρωναν την Ευρώπη από το 1968 και μετά, όσο και την αναρχική και «αναρχοαυτόνομη» λογική του γκέτο, που την αναφορά σε ένα υποκείμενο την έβλεπε σαν ΕΓΚΛΕΙΣΜΟ σε ένα υποκείμενο! Η σκοπιά μας που ξεκινούσε από το ιδιαίτερο, το μερικό, δεν αρνιόταν την ολότητα, όπως έκανε το γκέτο, γι’ αυτό και την παίρναμε υπόψη μας στις πρακτικές και θεωρητικές επιλογές μας.
θεωρούσαμε πως με δεδομένη την έλλειψη ενός θεωρητικού corpus μόνο μια πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη της πρακτικής και των πολιτικών επιλογών μας θα μας έφερνε αντιμέτωπους με το πρόβλημα της ολότητας. Αντίθετα το γκέτο δεν έχει αυτοσυνείδηση του εαυτού του σαν μερικότητα, θεωρεί τη σκοπιά του, σκοπιά της καθολικότητας και επομένως πέφτει στο αντίθετο και τόσο παράδοξα συμμετρικό σφάλμα. Αναφέρεται πάλι σε μια ολότητα, μια ολότητα μυθολογική, όπως και οι μαρξιστικές-λενινιστικές ομάδες, μόνο που αυτή η ολότητα είναι ο… εαυτός της, η μερικότητα αναγόμενη σε καθολικότητα. Έτσι αν η λογική της καθολικότητας των μαρξιστών οδηγούσε στην απραξία, την έλλειψη κάθε καινοτομίας, την απόρριψη κάθε τολμήματος στον τομέα της θεωρίας και της πρακτικής, η συμμετρικά αντίστροφη «αναρχοαυτόνομη» λογική του γκέτο οδηγούσε πάντα σε αυτοκτόνες πρακτικές και εγχειρήματα, γιατί πράγματι αν κάνεις κέντρο του κόσμου τον εαυτό σου, δεν μπορείς παρά να παράγεις τερατουργήματα θεωρητικά και πρακτικά. Διευκρινίζουμε ακόμα περισσότερο την άποψή μας, τη μέθοδο μας: Ανάπτυξη των πρακτικών και της θεωρίας του υποκειμένου στο οποίο αναφερόμαστε, ώστε αυτό να συναντήσει την υπόλοιπη κοινωνία, και να την μπολιάσει με τις ιδέες και την πρακτική του. Γι’ αυτό και η πορεία μας ήταν η πορεία ενός διαρκούς «διμέτωπου αγώνα», τόσο προς την κατεύθυνση των μαρξιστικών ομάδων και των κατασκευασμένων οχημάτων τους όσο και προς τις αναρχικές ομάδες. Για να επανέλθουμε όμως στην κρίση του μαρξισμού, εμείς ξεκινούσαμε, το 1979 που εκδόθηκε η ΡΗΞΗ, σαν μια ομάδα που διεκδικεί τον μαρξισμό έστω στη δική μας «υποκειμενίστικη εκδοχή», που συνδεόταν με τον Μάη του ’68, την «εργατική αυτονομία» κ.λπ. και καταλήξαμε μερικά χρόνια μετά στην απόρριψη του κωδικοποιημένου μαρξισμού, του όποιου μαρξισμού. Καταλήξαμε πως ο μαρξισμός δεν είναι πια σήμερα αρκετός σαν φιλοσοφικό-θεωρητικό σχήμα για να αποδώσει την καθολικότητα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας, καταλήξαμε ότι το σχήμα της πάλης αστικής και εργατικής τάξης δεν αρκεί για να αποδώσει την πολλαπλότητα συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που χαρακτηρίζουν τον σημερινό κόσμο. Καταλήξαμε πως αντιθέσεις, όπως η αντίθεση άνδρα-γυναίκας, εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων, νέων-ώριμων, η αντίθεση ανθρώπου-φύσης συντίθενται σε μια πρωτότυπη και κάθε φορά ιδιαίτερη σύνθεση με την αντίθεση εργατών και αστών, που βέβαια εξακολουθεί να παραμένει μια κεντρική αντίθεση.
Καταλήξαμε πως ενώ η παραδοσιακή εργατική τάξη συρρικνώνεται, αντίθετα διευρύνεται ο κοινωνικός εργάτης. Τέλος το Τσερνομπίλ ήρθε να μας θυμίσει πως μπροστά στην πυρηνική απειλή τα όρια του προλεταριάτου τείνουν να προσεγγίσουν ανθρωπολογικές διαστάσεις (και εδώ ο φίλος μας Τυροβούζης θα πρέπει να προσέξει την λέξη τείνουν και όχι να μας χρεώνει πράγματα που δεν είπαμε). Πράγματι γράφαμε στη ΡΗΞΗ, No 25 τον Ιούλιο του 1986. «Έτσι παράλληλα με τις έμμεσες ανθρωπολογικές διαστάσεις του παλιού προλεταριακού κινήματος, το κίνημα του πυρηνικού κράτους αποκτάει άμεση οντολογική διάσταση. Πράγμα που βέβαια δεν σημαίνει πως οι παλιές διαιρέσεις ανάμεσα σε τάξεις και στρώματα εξαφανίζονται ολοσχερώς, αλλά παύουν να έχουν την παλιά διαφάνεια, μια και νέου τύπου αντιθέσεις -γυναικείο, νεολαιίστικο, οικολογικό κ.λπ. έρχονται να υπερκεράσουν παλιές διαστρωματώσεις και τοξικότητες και να τις αναπαράγουν κάτω από τον υπερκαθορισμό τους… Ή μάλλον για να είμαστε ακριβέστεροι το πυρηνικό κράτος είναι ένα τεράστιο βήμα για την προλεταριοποίηση του είδους άνθρωπος, πέρα από τις επί μέρους διαιρέσεις και αντιθέσεις… Απλούστατα το κίνημα του ταξικού ανταγωνισμού επενδύεται άμεσα με ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά και έτσι ΤΕΙΝΕΙ στην καθολικότητα» (ΡΗΞΗ 25 σελ. 49) «Ένα τεράστιο βήμα», και «τείνει» βάζουν τα όρια προς αυτή την πορεία για την καθολικότητα.
Μέσα από μια πορεία εφτά χρόνων είχαμε πια ολοκληρώσει τη ρήξη μας με τις αναγωγικές θεωρίες. Ξεκινήσαμε αυτή την πορεία το 1979 αποδεχόμενοι μεν την πολλαπλότητα του υποκειμένου, αλλά προσπαθούσαμε παρ’ όλα αυτά να εντάξουμε τους πάντες στην εργατική τάξη, έστω διευρυμένη, έστω με μια άλλη σκοπιά. Η γυναικεία και νεολαιίστικη αντίθεση είναι πραγματικές και αυτόνομες, αλλά τελικά ανάγονται, στην αντίθεση κεφάλαιο-εργασία. Σήμερα πήγαμε πιο πέρα. Γράφαμε στο ίδιο τεύχος της Ρήξης, στην ίδια σελίδα «Αυτά τα κινήματα δεν είναι αναγώγιμα σε μια και μοναδική αντίθεση- αναφέρονται σε πολλαπλές αντιθέσεις, αστών-προλετάριων, άνδρα-γυναίκας, πολιτιστικής εποχής κ.λπ. και μόνο υπερκαθορίζονται από το κεφάλαιο». Η εγκατάλειψη της «αναγωγικής θεωρίας» πιστεύουμε ότι αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο δε πως ο προβληματισμός υποχρεώνεται να ωριμάσει προς την κατεύθυνση της καθολικότητας από το αντιπυρηνικό κίνημα και το φαινόμενο του Τσερνομπίλ, που βάζουν τα ζητήματα της επιβίωσης του ανθρωπίνου είδους.
Έχοντας λοιπόν ολοκληρώσει την πορεία μας των αλλεπάλληλων θεωρητικών και πρακτικών ρήξεων – γιατί βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ΡΗΞΗ δεν είναι απλά ένα περιοδικό, αλλά μια μαχόμενη πολιτική ομάδα, έτσι για παράδειγμα, η σύγκρουσή μας με ένα κομμάτι του αναρχικού χώρου μετά το Πολυτεχνείο του ’85, που έφτασε για πρώτη φορά σε επίπεδο φυσικής αντιπαράθεσης, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στις θεωρητικές επεξεργασίες που ακολούθησαν. Φτάνουμε πια στην ανάγκη μιας νέας καθολικότητας.
Η ομάδα κομάντο και ο καταμερισμός της εργασίας
Μια κριτική που απευθυνόταν στην «Ομάδα για μια Προλεταριακή Αριστερά» (ΟΠΑ) ήταν πως αποτελούσε μια ομάδα κομάντο που παρέμβαινε στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων προσπαθώντας να αναδείξει το αντικαπιταλιστικό και εξεργεσιακό περιεχόμενο τους, να βοηθήσει τους κοινωνικούς χώρους να αυτοοργανωθούν και στη συνέχεια να φύγει. Αυτή την πρακτική την προωθήσαμε κύρια με κατεύθυνση το εργατικό κίνημα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Είναι γνωστό πως εγκαινιάσαμε τότε στους βιομηχανικούς χώρους την φάση της οργάνωσης των εργατών σε βιομηχανικά, εργοστασιακά σωματεία και συμμετείχαμε σχεδόν σε όλους τους μεγάλους αγώνες της περιόδου, τόσο εργατικούς όσο και αγροτικούς, νεολαιίστικους κ.λπ. Η συμμετοχή μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, που στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δεν ξεπέρασαν ποτέ τους εξήντα-εβδομήντα, σε ένα τέτοιο αριθμό συγκρούσεων είναι κυριολεκτικά αδιανόητη για τα σημερινά μέτρα. Επομένως καθόριζε και ένα στυλ δουλειάς, απόλυτης εξωστρέφειας, όπου η «οργανωτική δουλειά» έπαιζε εντελώς δευτερεύοντα ρόλο.
Γι’ αυτό σε εκείνη την περίοδο δεν εκδίδουμε κανένα έντυπο εκτός από δεκάδες προκηρύξεις το μήνα, συχνά περισσότερες από μια την ημέρα, και προσπαθούμε να βρισκόμαστε σε μια αδιάκοπη εγρήγορση σε σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες. Ο υπόλοιπος χώρος τότε μας βάφτισε «κομάντο» και «ομάδα πρώτων βοηθειών του κινήματος» γιατί παρεμβαίνουμε και βοηθάμε στη συγκρότηση των κοινωνικών κινημάτων, χωρίς να αποκομίζουμε οργανωτικά οφέλη. Εκείνο που δεν μπόρεσαν να δουν τότε οι «φίλοι» που μας κριτίκαραν είναι πως, πρόκειται ήδη για λίγο-πολύ συνειδητή επιλογή (άραγε τι έγιναν εκείνα τα χιλιάδες μέλη που οι ίδιοι «οργάνωσαν»;). Εμείς είχαμε συνείδηση ότι οι απόψεις μας της τότε εποχής, που στο βασικό τους πυρήνα, εξελίσσονται ομαλά μέχρι σήμερα –και βέβαια μιλάμε για τους «παλιούς» της ΡΗΞΗΣ– ήταν απόψεις σε έντονη αντίθεση με την πλειοψηφία των απόψεων του χώρου, είχαμε συνείδηση πως οι απόψεις μας δεν μπορούν να μεταβληθούν στα πλαίσια της μεταπολίτευσης σε κεντρικές, είχαμε συνείδηση πως ο ρόλος μας συνίστατο κύρια στην προώθηση των κοινωνικών κινημάτων, και μέσα από εκεί σταδιακά θα κερδίζαμε και κάποιο αριθμό ανθρώπων σ’ αυτές τις θέσεις. Γι’ αυτό πάντα διεκδικούσαμε, με υπερηφάνεια μπορούμε να πούμε, πως δεν υπήρξαμε πότε γκρουπούσκουλο, που έβαζε τις ανάγκες της ομάδας του μπροστά από οτιδήποτε. Αυτή την ομάδα τη ρισκάραμε διαρκώς. Σήμερα, και ακόμα περισσότερο χθες, με τη ΡΗΞΗ, παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο σε άλλη κλίμακα. Μας κριτικάρουν ότι αποτελούσαμε «κομάντο» στον ιδεολογικό χώρο – έτσι λίγο πολύ μας χαρακτηρίζει ο φίλος Τυροβούζης.
Εξηγήσαμε πριν το γιατί, η δουλειά της ΡΗΞΗΣ ανταποκρινόταν κύρια στη διαλεκτική στιγμή της κριτικής, της «ρήξης», γι’ αυτό και «κομάντο». Επί πλέον εδώ πρέπει να πάρουμε υπόψη μας και ένα δεύτερο παράγοντα. Μια άποψη που διερευνά και επεξεργάζεται νέες κατευθύνσεις και προβληματικές στο χώρο (της θεωρίας και της πρακτικής, σε ένα χώρο σαν την Ελλάδα που κυριαρχούνταν και κυριαρχείται ακόμα από μια μικρομεσαία και παραδοσιακή λογική, δεν ήταν δυνατό παρά να είναι μοναχική. Η γραμμή μας, η πρακτική μας συνίστατο πάντα στη συμμετοχή στα μαζικά κινήματα, και τη σύνδεσή μας με πρωτοπόρο στοιχεία αυτών των κινημάτων, χωρίς όμως ταυτόχρονα να υποτασσόμαστε στην αυθόρμητη ιδεολογία των κινημάτων. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι για χρόνια και δεκαετίες, για τους πιο παλιούς, να συμμετέχουμε σε κινήσεις και πρακτικές μαζί με ανθρώπους, αριστερούς, αναρχικούς, αριστεριστές –γιατί θέλαμε πάντα να είμαστε δεμένοι με τις πρακτικές του κινήματος και να μην αποτελούμε μια ακαδημαϊκή ομάδα– χωρίς ταυτόχρονα να ταυτιζόμαστε μαζί τους πολιτικά και ιδεολογικά. Το αποτέλεσμα αυτής της «σχιζοφρένειας» αντανακλάται σε όλη την πρακτική μας και την πορεία της ομάδας μας. Σε όλες τις αντιφάσεις της, και όπως θα δούμε ήταν πολλές και σοβαρές. Μια απ’ αυτές –ίσως η πιο εμφανής είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στη θεωρητική και πρακτική παρουσία μερικών, πολύ λίγων ανθρώπων– και κυρίως του Γιώργου Καραμπελιά και των υπόλοιπων μελών της ΡΗΞΗΣ. Και εύλογα αναφύεται το ερώτημα, για πια εναλλακτικότητα μιλάτε όταν υπάρχει ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στα κείμενα που επιχειρούν την σύνθεση, τις τομές, την ανάλυση της περιόδου κ.λπ. που γράφονται από τον Γ.Κ. και τα υπόλοιπα κείμενα, πάνω στα επί μέρους θέματα που γράφονται από τους υπολοίπους! Νομίζουμε πως η απάντηση στο ερώτημα έχει ήδη δοθεί απ’ αυτά που αναφέραμε. Μια άποψη, που εμείς θεωρούμε προδρομική έκφραση ενός ιστορικού κινήματος που μόλις αναδύεται, δεν μπορεί να είναι πλειοψηφική. Και παραπέρα, νομίζετε αγαπητοί φίλοι ότι αν η άποψη που εκφράζει η ΡΗΞΗ ήταν κτήμα πολλών ανθρώπων (και δεν μιλάμε για συμφωνία μόνο με μια άποψη αλλά για τη δυνατότητα και θέληση της ολοκληρωμένης παραγωγής της) σε όλες τις πολλαπλές διαστάσεις –που αρχίζουν από την αντίληψη για το σοσιαλ-καπιταλισμό και φτάνουν μέχρι το «εθνικό»– θα εξακολουθούσαμε να παραμένουμε μια ολιγάριθμη ομάδα, και δεν θα αποτελούσαμε ήδη κάτι το πολύ σημαντικότερο;
Η ΡΗΞΗ, αγαπητοί σύντροφοι, δεν υπήρξε δυστυχώς ποτέ το όργανο μιας ομοιογενούς ομάδας με κοινές θεωρητικές και ιδεολογικές καταβολές, ούτε το δημιούργημα μιας ομάδας διανοουμένων, αποτέλεσε αντίθετα την έκφραση της συνεύρεσης λίγων ανθρώπων –ελάχιστων πλέον σήμερα– που αρχίζουν από τη δεκαετία του 1960 μια κοινή πορεία τόσο στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όσο και συντρόφων που αναδείχτηκαν και αναδεικνύονται μέσα από τους μαζικούς χώρους και την κρίση της αριστεράς, του αριστερισμού και του αναρχισμού. Δυστυχώς, η ΡΗΞΗ δεν αποτελούσε ένα «επαναστατικό επιτελείο» ικανό να παίξει έναν ευρύτερο ρόλο. Από κει και ο «καταμερισμός εργασίας». Το πρόβλημα τίθεται από κει και πέρα, αν αυτή η κατάσταση πραγμάτων ανάγεται σε «λάθος» και αρχηγική πρακτική; Οι δομές και η λειτουργία της ΡΗΞΗΣ είναι τέτοιες που να ευνοούν και να αναπαράγουν μια τέτοια λογική και καταμερισμό ή όχι;
Πιστεύουμε πως όχι, κι αυτό φαίνεται απ’ όλο το στυλ δουλειάς μας.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Συνήθως μας γίνεται μια κριτική από δυο αντικρουόμενες και αντιφατικές σκοπιές: Η μια είναι πως μεταφέρουμε στην Ελλάδα προβληματικές και θεωρίες από την Ευρώπη, όπως κοινωνικός προλετάριος, εναλλακτικό κίνημα ή παλιότερα εργάτης της αλυσίδας, και η εντελώς αντιστροφή κριτική ότι ταυτόχρονα έχουμε μια παράδοξη και αντιφατική στάση πάνω στο θέμα της Κύπρου, τα εθνικά κ.λπ. Και το ερώτημα μπαίνει, πως είναι δυνατό ταυτόχρονα να κινείσθε σε τοποθετήσεις τόσο αντιφατικές μεταξύ τους που απαγορεύουν οποιαδήποτε απόπειρα σύνθεσης!
Αγγίζουμε ίσως τη σημαντικότερη διάσταση της ιδιαιτερότητας της θέσης μας που θέλουμε να πιστεύουμε πως αποτελεί έκφραση της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η θέση μας, δεν είναι ούτε ευρωποκεντρική, ούτε ελληνοκεντρική, απλά παίρνει υπόψη της την ελληνική πραγματικότητα που κινείται αυτή η ίδια ανάμεσα σε δύο πόλους. Έναν πόλο «αναπτυγμένο», ευρωπαϊκό, έκφραση του επιπέδου ανάπτυξής της, τέτοιο που την εντάσσει στον αναπτυγμένο κόσμο, έστω και στις οπισθοφυλακές του, και ένα δεύτερο μεσανατολικό, μεσογειακό, που την φέρνει σε συνάφεια με προβλήματα ανύπαρκτα πλέον στη Δυτική Ευρώπη.
Επομένως, μια πολιτική θεωρία για την Ελλάδα, που είναι στραμμένη κυριολεκτικά προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, πρέπει να παίρνει υπόψη τόσο τη γεωγραφική διαίρεση Ανατολής-Δύσης, όσο και την επιρροή μιας άλλης «Ανατολής» της Σοβιετικής Ένωσης και του μπλοκ της. Γι’ αυτό σε ένα κείμενο μας χαρακτηρίζαμε την Ελλάδα πολιτικό παρατηρητήριο. Αν δεν μπορεί κάποιος να συγκροτήσει μια ιδιαίτερη και πολύ επεξεργασμένη άποψη που να παίρνει υπόψη της αυτές τις ιδιαιτερότητες, αν δεν μπορεί να κατανοήσει την μικρομεσαία φύση της ελληνικής κοινωνίας, τότε μιλάει με αφηρημένες κατηγορίες και μεταφορά ξένων σχημάτων. Η υποτιθέμενη λοιπόν αντιφατικότητα της ΡΗΞΗΣ είναι έκφραση της αντιφατικότητας της ελληνικής πραγματικότητας και όχι κάποιας δικής μας ιδιαιτερότητας. Η Ελλάδα είναι και κομμάτι του αναπτυγμένου κόσμου και επομένως αρχίζει να μπαίνει στην εποχή των κομμουνιστικών αιτημάτων και διεκδικήσεων, και εξακολουθεί να έχει προβλήματα ανάπτυξης, με την παραδοσιακή έννοια του όρου, έχει εθνικά ζητήματα, στην Κύπρο και το Αιγαίο, και για μια περίοδο, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της ΠΑΣΟΚικής διακυβέρνησης υπήρξε η χώρα με τη μεγαλύτερη διείσδυση των σοβιετικών σε όλη τη Δύση. Μήπως άραγε αυτό είναι ψέμα; Αρκεί να δούμε το ρόλο της Ελλάδας μέσα στο NATO, την ιδιαίτερη σχέση με τη Σοβιετική Ένωση και τη Βουλγαρία για να πεισθούμε. Τι άλλο σήμαινε η επιστολή Γκορμπατσόφ στον Ανδρέα; Στο κάτω-κάτω είχαμε και προσωπικές εμπειρίες από αυτή τη διείσδυση με τη σκευωρία του Καγκεμπίτη, ΚΥΠίτη και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα, Κρυστάλλη, εναντίον μας!
Προφανώς δεν είναι της ώρας να συζητήσουμε αυτές μας τις θέσεις εδώ. Τις έχουμε αναλύσει σε εκατοντάδες άρθρα, κείμενα, προκηρύξεις και βιβλία.
Ο φίλος Τυροβούζης μας προσάπτει, εκφράζοντας την άποψη και πολλών άλλων ακόμα, πως δεν είναι δυνατό να είμαστε εναλλακτικοί και ταυτόχρονα να δεχόμαστε την ύπαρξη έθνους και εθνικών προβλημάτων ή να θεωρούμε «αυτονόητο» τον τούρκικο επεκτατισμό. Ο ίδιος θεωρεί προφανώς πως χρειάζεται πολλή και λεπτή ανάλυση μετά την κατάκτηση της Κύπρου, ή την κατοχή του εδάφους 9 εκατομμυρίων Κούρδων, και τις απειλές για εισβολή στο Ιράκ! Ή μήπως άραγε ούτε στο Αιγαίο εμφανίζεται αυτή η επεκτατικότητα. Ας ξαναρθούμε στην εναλλακτικότητα όμως. Πολλοί θεωρούν πως το να είσαι εναλλακτικός σημαίνει και αποδοχή, κάθε μαρξιστικής, αναρχικής ή αν θέλετε και πράσινης κοινοτυπίας. Εμείς αντίθετα είμαστε Έλληνες εναλλακτικοί, δεν μασάμε πράσινο χορταράκι στην Καλιφόρνια ή την Ολλανδία, αλλά ζούμε σε μια περιοχή όπου εξακολουθούν να υπάρχουν εδαφικοί επεκτατισμοί, εθνικοί πόλεμοι κ.λπ. ζούμε δίπλα στην καταχτημένη Παλαιστίνη, το Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν, το κουρδικό αντάρτικο, την καταχτημένη Κύπρο, την πυριτιδαποθήκη του Κοσσυφοπέδιου. Στοιχείο λοιπόν της εναλλακτικότητας είναι και η απόρριψη γελοιοτήτων του τύπου «δεν γνωρίζουμε πατρίδες και σύνορα». Εμείς δεν ενδιαφερόμαστε για τις «πατρίδες», αλλά ενδιαφερόμαστε πάρα πολύ για τον τόπο που ζούμε, για την ιστορία του, την κουλτούρα του θέλουμε να τον υπερασπιστούμε, όπως ακριβώς έκαναν όλοι, προλετάριοι και μη, σε όλη την ιστορία, όπως έκαναν οι Γάλλοι κουμουνάροι, οι Έλληνες κομμουνιστές το 1940, όπως κάνουν οι «ευρωπαίοι» Βορειοϊρλανδοί σήμερα.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό λοιπόν ότι οι Έλληνες «μαρξιστές» θεωρούν αξεπέραστη αντίφαση αυτό που για μας είναι το μεγαλύτερο καύχημά μας. Εμείς πράγματι καυχιόμαστε ότι μπορούμε να συνδυάζουμε μια λογική σταδιακής εξάλειψης των πατρίδων, γι’ αυτό και υπερασπίζουμε και την ευρωπαϊκή ενοποίηση –ανατολικής και δυτικής Ευρώπης– και τη συγκρότηση υπερεθνικών ενοτήτων, χωρίς όμως να πέφτουμε στον ευρωποκεντρισμό και να αγνοούμε τις ιδιαιτερότητες του τόπου που ζούμε. Υπερασπίζουμε τη θέση πως τα πιο πρωτοπόρο κομμάτια του ελληνικού προλεταριάτου έχουν ήδη φτάσει στην ανάγκη των κομμουνιστικών, μετασοσιαλιστικών αιτημάτων, χωρίς όμως να αγνοούμε τις πραγματικότητές μιας κοινωνίας που ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει μια τέτοια πορεία.
Καυχιόμαστε πως μπορούμε να συνδυάζουμε τη θέση για την υπέρβαση των πατρίδων με εκείνη που αυτή την υπέρβαση την βλέπει με όρους ισότιμης συμμετοχής όλων των λαών επομένως αρνούμαστε κάθε πολιτική και λογική εξάρτησης, ή και εθνικών απειλών. Καλούμε σε υπεράσπιση του τόπου που ζούμε ενάντια σε κάθε επιβουλή, χωρίς να πέφτουμε στον εθνικισμό γι’ αυτό και υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των φαντάρων, αγωνιζόμαστε για την καταστροφή της υπάρχουσας δομής του στρατού, επιμένουμε να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Ελλάδα, και βέβαια των Τούρκων, παλεύουμε για τα δικαιώματα των ξένων εργατών ενάντια σε κάθε σωβινισμό και εθνικισμό. Αν αυτές οι τοποθετήσεις αποτελούν για τους ακραιφνείς «μαρξιστές» και αναρχικούς φοβερές και αξεπέραστες αντιφάσεις, ε, τους βεβαιώνουμε πως για μας δεν συνιστούν λογική αντίφαση, ζούμε πολύ ευτυχισμένοι μ’ αυτές τις αντιφάσεις της ίδιας της πραγματικότητας γιατί δεν φοράμε κανενός είδους ιδεολογικά γυαλιά και παραμορφωτικούς φακούς.
Η θέση μας λοιπόν δεν είναι εισαγόμενη, είναι εγχώρια. Και εδώ θα προβούμε σε μια «ομολογία» στους φίλους μας μια ομολογία που δεν έχουμε «αποκαλύψει» μέχρι σήμερα. Αν η γνώση, η εμπειρία, η μελέτη των αγώνων ξένων λαών και τόπων παίζουν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της άποψής μας, γιατί ζούμε ήδη στο «παγκόσμιο χωριό» του Μακ Λιούαν, και δεν είναι δυνατό να διαμορφώνεται μια «εθνική» αντίληψη, χωρίς να είναι ταυτόχρονα και διεθνής, όταν μάλιστα αφορά το ίδιο το μοντέλο και το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας, από την άλλη πλευρά διεκδικούμε το γεγονός πως η άποψή μας είναι γηγενής. Δεν είναι εισαγόμενη! Σε μια χώρα όπου τα προϊόντα εισαγωγής κάνουν θραύση, το ξεπέρασμα του ιδεολογικού και θεωρητικού επαρχιωτισμού μπορεί να γίνει μόνον όταν η «επαρχία» συμβάλει στη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας θεωρίας, μιας νέας παγκοσμιότητας, οργανικά, και όχι απλά ενσωματώνοντας ό,τι ξένο έρχεται στη χώρα. Πάει να πει όταν αναπτύσσει την ιδιαιτερότητα της και από κει ανάγεται στην καθολικότητα. Ο ρόλος της Ελλάδας σαν παρατηρητήριου και «πολιτικού εργαστηρίου» (δυστυχώς όχι και κοινωνικού, από κει και η μιζέρια που μας δέρνει στο επίπεδο της καθημερινότητας) επιτρέπει και ταυτόχρονα υποχρεώνει σε μια αναγωγή στο παγκόσμιο επίπεδο, για να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει το τι συμβαίνει μέσα στην ίδια την Ελλάδα. Διεκδικούμε λοιπόν το γεγονός ότι σαν ΡΗΞΗ, πρωτόλεια, αλλά αληθινά, συμβάλλουμε στη διαμόρφωση μιας θεωρητικής και πρακτικής πρότασης, αυθεντικά ελληνικής, που μπορεί να αναμετρηθεί και να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός νέου παγκόσμιου κινήματος, ίσως λιγότερο από τα κινήματα άλλων χωρών, αλλά οπωσδήποτε όχι σαν «βουβός συγγενής». Τη συμμετοχή μας στην Ευρώπη δεν τη βλέπουμε να υλοποιείται μέσα από την ενσωμάτωση και την εξαφάνιση μας μέσα σε άλλες κουλτούρες, γλώσσες και λογικές, αλλά μέσα από την ισότιμη συμβολή μας σε μια Ευρώπη, πολυπολιτισμική, πολυεθνική κ.λπ. για να μη μιλήσουμε για το παγκόσμιο επίπεδο.
Πιστεύουμε λοιπόν ότι σ’ αυτή την Ευρώπη έχουμε να προσφέρουμε όχι μόνο –και μάλιστα καθόλου– αρχαία Ελλάδα, όπως κάνει ο Τρίτσης, γιατί η αρχαία Ελλάδα αποτελεί ήδη στοιχείο της ευρωπαϊκής παράδοσης, αλλά σύγχρονη Ελλάδα, δηλαδή το τι παράγουμε, δίνουμε και προσφέρουμε εμείς σαν άτομα και συλλογικότητες. Γι’ αυτό και αποδεχτήκαμε ένα ρόλο δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα παραγωγικό, ένα ρόλο θεληματικότητας και μοναξιάς, που μέσα από μια μακριά πορεία χρόνων ενάντια στην αθλιότητα και τους μικρομεσαίους μπακάληδες που μας περιβάλλουν, ενάντια στη μετριότητα και το μέσο όρο, υποτάσσοντας το συναισθηματισμό μας, συχνά βαθύτατες ανθρώπινες ανάγκες μας έχοντας συκοφαντηθεί όσο καμιά άλλη ελληνική πολιτική ομάδα και άτομα στην μεταπολιτευτική περίοδο, οικοδομεί μια άποψη ταυτόχρονα γηγενή και ευρύτερη. Παρ’ όλο που «σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί» εμείς συνεχίζουμε, έστω και αν εκείνος που είχε γράψει αυτούς τους στίχους και μας συντρόφευε με τα τραγούδια του μας εγκατέλειψε. Επί τέλους στη χώρα της ελάχιστης προσπάθειας και του άρπα κόλλα θα μπορούμε να καυχιόμαστε πως η ζωή μας είχε «αρετή και τόλμη».
Συνεχίζουμε! Προς τα που όμως;
Προηγουμένως υπαινιχθήκαμε πως η περίοδος της «ρήξης» έχει τελειώσει τώρα πια δεν βρισκόμαστε σε μια περίοδο «ρήξης» με την παλιά άκρα αριστερά, δεν βρισκόμαστε σε μια περίοδο ρήξης με τον μαρξισμό-λενινισμό, τέλος έχουμε πάψει να αποτελούμε μια «ομάδα κομάντο», έστω και αν έχουμε ακόμα κρατήσει κάτι από τον βολονταρισμό της πρώτης περιόδου. Τώρα πια έχουμε ολοκληρώσει τον μεταπολιτευτικό κύκλο σε δύο φάσεις, την πρώτη της ΟΠΑ και την δεύτερη της «ΡΗΞΗΣ», ένα κύκλο που είχε σαν κέντρο του δύο διαφορετικά υποκείμενα, δυο διαφορετικές εξεγέρσεις, την πρώτη περίοδο την εξέγερση του εργοστασιακού εργάτη, την δεύτερη εκείνη της νεολαίας και του κοινωνικού προλετάριου. Τώρα πια και οι δύο αυτές αμφισβητήσεις έχουν πρόσκαιρα εξαντληθεί. Βρισκόμαστε σε ένα μεσοβασίλειο, με κύριο στοιχείο τη σήψη, την ιδιωτικοποίηση, την αποστράτευση.
Αν θέλετε να περάσουμε σε μια ευρύτερη θεώρηση, τελειώνει ένας ιστορικός κύκλος αγώνων που εγκαινιάστηκε από την δεκαετία του ’60, πράγμα που έχει αναλυθεί και στο βιβλίο «Ιούλης ’65» του Δημήτρη Λιβιεράτου και του Γιώργου Καραμπελιά. Η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε ένα νέο μεγάλο κύκλο, όπου νέοι θα είναι οι πρωταγωνιστές, νέα τα αιτήματα, νέες οι πολιτικές και θεωρητικές αναζητήσεις.
Το στοίχημα που αντικειμενικά θέτουμε γι’ αυτή την νέα μεγάλη πολιτική και κοινωνική περίοδο δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο παρά τη συγκρότηση σε εθνικό επίπεδο μιας νέας πολιτικής δύναμης που θα υπερκεράσει την παλιά αριστερά, η συγκρότηση μιας εναλλακτικής πολιτικής άποψης, εθνική συγκρότηση που θα εντάσσεται μέσα σε μια ευρύτερη, τουλάχιστον ευρωπαϊκή, συνδιαμόρφωση. Είναι προφανές ότι η αίσια έκβαση αυτής της απόπειρας δεν είναι καθόλου βέβαια, όμως αυτός είναι ο διακηρυγμένος στόχος μας.
Τα στοιχήματα πάντα παίζονται γιατί κανείς δεν μπορεί να προβλέψει επακριβώς το μέλλον –εδώ ο Μαρξ φανταζόταν ότι θα ζούσε την «παγκόσμια επανάσταση» στις μέρες του και ότι ο καπιταλισμός ήταν ήδη «ώριμος» για ανατροπή. Το κίνημα στο οποίο θέλουμε να εντασσόμεθα, το εναλλακτικό μετα-σοσιαλιστικό κίνημα, το κομμουνιστικό κίνημα, είναι το κίνημα που πιστεύουμε εκφράζει τη νέα μεγάλη ιστορική αντίθεση της εποχής μας, γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι. Από το 1968 και μετά αποτελεί την κινητήρια δύναμη των αντιθέσεων και των μετασχηματισμών του ανεπτυγμένου κόσμου. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει εξέλιξη ή εξελίξεις που να οδηγήσουν σε μια προσωρινή του υποχώρηση –π.χ. πόλεμος– τόσο σε διεθνές, όσο και ελληνικό πλαίσιο. Εξάλλου έχουμε ήδη μια αρνητική εμπειρία. Η πρώτη ανάδυση αυτού του κινήματος σε μαζική κλίμακα ανακόπηκε από τη δικτατορία που έθεσε στην ελληνική κοινωνία άλλα προβλήματα για λύση. Γι’ αυτό ακριβώς και η απόπειρά μας είχε τόσο μοναχικό και μακρόχρονο χαρακτήρα. Επομένως δεν μπορούμε να προβλέψουμε ότι οπωσδήποτε, στο άμεσο μέλλον, θα δημιουργηθεί ένα αυτόνομο εναλλακτικό κίνημα σαν νέος ιστορικός πόλος των ταξικών και κοινωνικών αντιθέσεων στην εποχή μας, αυτή η ιστορική ανάδυση είναι δυνατόν να καθυστερήσει αρκετά χρόνια. Όμως πλέον αυτός είναι ο διακηρυγμένος στόχος και επιδίωξή μας. Είναι προφανές μ’ αυτά που είπαμε, ότι η εποχή της ρήξης τελείωσε, βέβαια το περιοδικό ΡΗΞΗ συνεχίζει, αλλά εδώ ίσως και ένα δύο χρόνια δεν είναι πια η παλιά ΡΗΞΗ.
Ο ρόλος της, ο ρόλος της τομής έχει ολοκληρωθεί. Οι παλιοί σύντροφοι που τη δημιούργησαν δεν είναι πια μαζί μας. Γιατί ό,τι και να λέει ο φίλος Τυροβούζης, η ΡΗΞΗ δεν ήταν ποτέ ο καταμερισμός εργασίας μόνο, η κύρια, ήταν πάντα και πάνω απ’ όλα μια συντροφική ομάδα, χωρίς καταμερισμό εργασίας, όπου όλοι μαζί κολλούσαμε αφίσες, συγκρουόμαστε με το κράτος ή το ΚΚΕ, όλοι μαζί συμμετείχαμε και διαμορφώναμε το πνεύμα που την διαπερνούσε. Η παλιά ΡΗΞΗ δεν θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπήρχαν οι σύντροφοι που τώρα δεν είναι πια μαζί μας, η Καίτη και ο Θεόδουλος, ο Θανάσης και η Μαρία, ο Δημήτρης και η Βαρβάρα, ο Γιώργος και η Εύη, ο Μάκης, ο Παρασκευάς, ο Σπύρος, ο Ορέστης, η Νανά, ο Μάρκος, ο Δημήτρης και ο Φώτης, ο Χρήστος από τη Θεσσαλονίκη, η Ευγενία και πολλοί άλλοι ακόμα. Αν δεν υπήρχαν οι σύντροφοι που συνεχίζουμε μαζί.
Στη σημερινή περίοδο, η ΡΗΞΗ έχει πάψει να αναφέρεται σε κάποιο μερικό υποκείμενο, όπως έκανε πριν, ακριβώς γιατί σήμερα βρισκόμαστε σε κάποιο μεσοβασίλειο, όπου κανένα τμήμα του επαναστατικού υποκειμένου δεν παίζει κεντρικό ρόλο, κανένα δεν έχει αναδειχτεί σε φορέα νέων αξιών και διεκδικήσεων. Από το 1985 αρχίζει μια πορεία στη διάρκεια της οποίας η προλεταριοποιημένη νεολαία περνάει στο περιθώριο της ποινικοποίησης και της απελπισίας, ενώ αρχίζει μια πορεία ριζοσπαστικοποίησης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της παραδοσιακής αριστεράς και του συνδικαλιστικού χώρου, κίνηση που βέβαια δεν έχει οδηγήσει σε κάποια ταύτιση, αλλά πολύ περισσότερο σε απαρχές προσεγγίσεων. Σ’ αυτή τη νέα περίοδο λοιπόν, μεσοβασίλειο ανάμεσα σε ένα μακρύ κύκλο αγώνων που τελείωσε και ένα νέο που δεν άρχισε, προέχει μια διπλή κίνηση, μια απεύθυνση στο σύνολο των κοινωνικών χώρων και ευαισθησιών του προλεταριακού υποκειμένου και μια αντίστοιχη, κίνηση προς τη συγκρότηση μιας σχετικά ολοκληρωμένης θεωρητικής άποψης. Σήμερα, φίλοι μας, είναι δυνατό να αρχίσουμε να μιλάμε για καθολικότητα, γιατί έχουμε διατρέξει, οι παλιότεροι από μας πάνω από μια εικοσαετία, και έχουμε ξεμπερδέψει τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν! Το δικό μας και εκείνο του ιστορικού κινήματος της αριστεράς από το οποίο προερχόμαστε.
Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε πάλι για τη συνάρθρωση των αντιθέσεων ενώ χθες μιλούσαμε κυρίως για την ανάδειξή τους! Η κριτική που μας γίνεται, ότι π.χ. υποτιμούσαμε την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία η οποία παραμένει κεντρική στη χώρα μας, απευθύνεται σε λάθος αποδέκτη. Ποτέ δεν ισχυριστήκαμε το αντίθετο, και στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχουν και οι πρακτικές ανθρώπων και ομάδων. Όταν όμως το κύριο ζήτημα ήταν να επισημάνουμε τον ριζοσπαστισμό του νεολαιίστικου υποκειμένου και του κοινωνικού προλετάριου, ή την οντολογική διάσταση του οικολογικού κινήματος, ή αντίστοιχα τη ριζοσπαστική ρήξη του γυναικείου κινήματος με τις παλιές ανδροκρατικές αξίες, αν επαναλαμβάναμε κάθε φορά τη λιτανεία για την «προλεταριακή κεντρικότητα», όπως έκανε το Εσωτερικό ή ένα κομμάτι του ακροαριστερού χώρου, θα είχαμε μείνει στο θεωρητικό και πρακτικό αδιέξοδο που βρίσκονται αυτές οι δυνάμεις. Επιμένοντας στη διαλεκτική στιγμή του διαχωρισμού, αναδεικνύαμε τη ριζοσπαστική πλευρά της νέας τοποθέτησης. Η θέση μας πολύ χοντρά αυτή τη στιγμή μπορεί να εκφραστεί ως εξής: το κομμουνιστικό-εναλλακτικό κίνημα είναι ένα κίνημα χωρίς ένα και μοναδικό κεντρικό υποκείμενο. Δίπλα στην παραδοσιακή εργατική τάξη αναδεικνύονται νέες εργατικές φιγούρες του κοινωνικού εργάτη, που διευρύνουν την παλιά εργατική τάξη και ακόμα παραπέρα εντάσσονται στην πολλαπλότητα του κομμουνιστικού υποκειμένου, δυνάμεις που δεν ανάγονται stricto sensu στην αντίθεση κεφάλαιο-εργασία, όπως το γυναικείο κίνημα, το νεολαιίστικο, το οικολογικό, των οποίων η αντίθεση έχει άλλη αφετηρία από την αντίθεση κεφάλαιο- εργασία και η οποία απλά διαπλέκεται με την αντίθεση αυτή. Το κοινό στοιχείο, το κοινό μέτωπο αυτών των αντιφατικών υποκειμένων δεν μπορεί να στηριχτεί στο παλιό σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά μόνο στην κομμουνιστική διεκδίκηση. Ας το διευκρινίσουμε. Γύρω από το αίτημα της κατανομής της πίττας, γύρω από τα αιτήματα της οικοδόμησης της «δικτατορίας του προλεταριάτου», γύρω από την διεκδίκηση των αξιών της εργασίας σαν κεντρικών αξιών της νέας κοινωνίας δεν είναι δυνατό να υπάρξει ενοποίηση αυτών των πολλαπλών υποκειμένων. Εκεί, δεν ενοποιούνται, διαχωρίζονται. Όταν λοιπόν μας κανοναρχάνε από το πρωί μέχρι το βράδυ οι διάφοροι «μαρξιστές» περί «σοσιαλιστικής» διεξόδου και ενοποίησης του ευρύτατου προλεταριακού υποκειμένου γύρω από τη «σοσιαλιστική αλλαγή», ματαιοπονούν οι ίδιοι και ταλαιπωρούν και τα ίδια τα κινήματα. Η ενοποίηση είναι ανέφικτη. Η μόνη πιθανή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο γύρω από τα κομμουνιστικά αιτήματα ενάντια στο κράτος, την εργασία, για την απελευθέρωση της δημιουργικότητας του ανθρώπου, για την αλλαγή της παραγωγής και της κατεύθυνσής της και όχι απλά για την αλλαγή της διανομής.
Εδώ είναι δυνατό να υπάρξει οποιαδήποτε κοινή βάση ενοποίησης. Όλα τα άλλα είναι φούμαρα και φρασεολογίες. Από αυτή μας την τοποθέτηση συνάγεται και ένα δεύτερο συμπέρασμα. Σε κάθε φάση των επαναστατικών κινημάτων η εργατική πρωτοπορία μεταβάλλεται, μετατίθεται. Από την γαλλική επανάσταση μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού, στην πρωτοπορία των προλεταριακών αγώνων βρίσκονται οι μάστορες και οι τεχνίτες της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας. Στη συνέχεια διαφορετικά στρώματα της εργατικής τάξης περνούν στο προσκήνιο. Μέχρι τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις ΗΠΑ, και σε άλλες χώρες μέχρι και τον 2ο Πόλεμο πρόκειται για τον ειδικευμένο συμβουλιακό εργάτη, τον εργάτη, της Ρώσικης και της Γερμανικής επανάστασης. Μετά τον Πρώτο Πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες και μετά τον Δεύτερο Πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη, αναδεικνύεται σε κεντρική ανατρεπτική και επαναστατική φιγούρα ο εργάτης μάζα, ο εργάτης της αλυσίδας παραγωγής. Αντίθετα, από το 1968 και μετά κέντρο της προλεταριακής ανασύνθεσης κέντρο της νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η Βιομηχανική εργατική τάξη, αλλά είναι νέες φιγούρες μετασοσιαλιστικές-κομμουνιστικές, είναι ο κοινωνικός προλετάριος στις δύο του εκφράσεις, την νεολαιίστικη, σπουδαστική κ.λπ. και εκείνη της διανοούμενης προλεταριοποιημένης εργασίας, είναι οι γυναίκες. Από εκείνα τα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες έρχεται η ώθηση, οι νέες ιδέες και πρακτικές. Με τον ίδιο τρόπο που το υποκείμενο της γαλλικής επανάστασης και της Κομμούνας έβαζε σαν κέντρο αυτή την κοινότητα, που ο συμβουλιακός εργάτης έβαζε το σοβιέτ και ο εργάτης μάζα το κοινωνικό κράτος, την υπέρβαση του νόμου της αξίας, έτσι και το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο έχει σαν κέντρο του προβληματισμού του το λιγότερο κράτος, τον περιορισμό της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, την ανατροπή του πολιτιστικού και αναπτυξιακού μοντέλου. Και όπως ακριβώς σε κάθε φάση του εργατικού κινήματος, το σύνολο των προλεταριακών στρωμάτων ενοποιούνταν γύρω από την πρόταση του πιο πρωτοπόρου κομματιού, έτσι και σήμερα η πρόταση δεν είναι δυνατόν να προέλθει από τη βιομηχανική εργατική τάξη, όσο και σημαντικό ρόλο και να παίζει στα πλαίσια της επαναστατικής «συμμαχίας», όσο και αν χωρίς να κερδηθεί και αυτή στις νέες ιδέες και πρακτικές είναι αδύνατη η αλλαγή της κοινωνίας. Η ώθηση όμως έρχεται από αλλού!
Να λοιπόν η ερμηνεία της θέσης μιας όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί να γίνει στα πλαίσια ενός άρθρου, ήδη μακροσκελούς. Επειδή εμείς έχουμε κάνει την επιλογή μας, επιλογή που την θεωρούμε επιλογή εποχής, επιλογή πολιτιστικού και αναπτυξιακού προτύπου, έχουμε δέσει την τύχη μας με αυτό ακριβώς το αναδυόμενο υποκείμενο και με την προοπτική συγκρότησης ενός νέου επαναστατικού μετώπου που θα έχει σαν αιχμή του τις προτάσεις αυτού του υποκειμένου. Γι’ αυτό λοιπόν και είναι επιλογή μας να συμβαδίζουμε μ’ αυτό, για αυτό δεν θέλουμε να ταυτιζόμαστε με γενικολογίες περί εργατικής τάξης, σοσιαλισμού, αριστεράς και άλλα ηχηρά (και κούφια) παρόμοια. Αν η ανάδυση αυτού του υποκειμένου καθυστερήσει το στοίχημα που βάζουμε θα κερδηθεί με άλλους ρυθμούς, σε άλλους χρόνους και ίσως από άλλους.
Η περίοδος της ΡΗΞΗΣ ακριβώς μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε πιο ολοκληρωμένα την πρότασή μας!
Σήμερα ξεκινάμε αντίστροφα. Ξεκινάμε από αυτή μας τη θέση, που έχει πάψει να είναι υπό αναζήτηση, αλλά είναι κατάληξη της εικοσιπεντάχρονης εμπειρίας των συγχρόνων επαναστατικών κινημάτων, είναι απελευθέρωση από τα παλιά σχήματα και δόγματα, και αυτή την θέση προτείνουμε πια.
Απ’ αυτή την άποψη η παλιά ΡΗΞΗ έχει τελειώσει. Αν κρίναμε ότι είχαν ωριμάσει οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για ένα νέο εγχείρημα θα τελείωνε και σαν έντυπο. Η ΡΗΞΗ δεν είναι πια το περιοδικό που, στηριγμένο σε κάποιους κοινωνικούς αγώνες και πρακτικές, θεωρητικοποιεί εν μέρει, αλλά ένα περιοδικό με μια νέα πολλαπλή κατεύθυνση. Ένα περιοδικό που πραγματοποιεί κάποιες θεωρητικές επεξεργασίες και αναλύσεις ένα περιοδικό διαλόγου, και ταυτόχρονα ένα περιοδικό που βάζει τα ζητήματα της σύνδεσης με τους κοινωνικούς χώρους και προβλήματα, χωρίς όμως να βρίσκεται στο κέντρο κάποιων κοινωνικών συγκρούσεων. Μ’ αυτή την έννοια βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αν υπήρχαν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις θα έπρεπε να διχοτομηθεί σε δύο έντυπα, ένα έντυπο θεωρητικής επεξεργασίας και ανάλυσης και ένα έντυπο κοινωνικής παρέμβασης-κύρια. Όμως αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν. Ούτε ακόμα περισσότερο έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την έκδοση ενός άλλου εντύπου που να εκφράζει το σύνολο ή τουλάχιστον το σημαντικότερο κομμάτι του εναλλακτικού χώρου. Γι’ αυτό και η ΡΗΞΗ συνεχίζει μια δύσκολη και προβληματική ζωή, ενώ ταυτόχρονα προωθούμε ένα σύνολο από αλλαγές. Η πρώτη είναι πως οι σύντροφοι μας της Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους συντρόφους που δεν ανήκαν στη ΡΗΞΗ δημιούργησαν ένα δικό τους αυτόνομο περιοδικό, την ΠΡΑΞΗ, και προσπαθούμε να ενισχύσουμε σε όλη την Ελλάδα την ανάπτυξη ενός εναλλακτικού τύπου.
Η δεύτερη είναι η απόπειρα που γίνεται στην Αθήνα, στη ΡΗΞΗ, να μειωθεί ο ρόλος και η σημασία της παρέμβασης του Γ.Κ. ταυτόχρονα να μετεξελιχθεί η ΡΗΞΗ σε ένα περιοδικό ευρύτερου διαλόγου και προβληματισμού. Επί πλέον θα πρέπει να ενισχυθούν οι πρωτοβουλίες του διαλόγου όχι μόνο στα πλαίσια του «χώρου», με τη στενή έννοια, αλλά να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση και κομματιών της παλιάς παραδοσιακής αριστεράς ή του αναρχικού χώρου που σήμερα νιώθουν όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη να εγκαταλείψουν τους παλιούς πατριωτισμούς. Στόχος μας είναι, να υπάρχει ένας αναβαθμισμένος εναλλακτικός πόλος που να μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά στους κοινωνικούς αγώνες που θα έρθουν.
Τέλος καλό, όλα καλά;
Αν φτάσαμε στο τέλος της μακροσκελούς αναφοράς στην πορεία της ΡΗΞΗΣ για οκτώ χρόνια, και αν προσπαθήσαμε να απαντήσουμε στα περισσότερα και σημαντικότερα ερωτηματικά και επικρίσεις, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι απόψεις που παραθέτουμε εδώ, για την πορεία της ΡΗΞΗΣ, τις απόπειρες και τις κατακτήσεις ή τις αποτυχίες της, έχουν το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων καταγραφής.
Φτάσαμε σ’ αυτές, δεν ξεκινήσαμε απ’ αυτές στο σύνολο τους. Αυτή η φράση νομίζουμε πως τα «λέει όλα». Δηλαδή η απόπειρά μας συνοδεύεται από πολλά λάθη, πολλές αποτυχίες, πολλές υπερβολές.
Αρχικά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το εγχείρημά μας για μια δημιουργική ανασύνθεση της άκρας αριστεράς και του «χώρου» απέτυχε. Μπορεί να φέραμε και να ξαπλώσαμε σ’ αυτό το χώρο νέες ιδέες, που έγιναν κοινός τόπος για όλους, μπορεί να παίξαμε σημαντικό ρόλο για το ξεπέρασμα των παλιών ιδεολογιών, όμως το κύριο έργο μας παρέμεινε ένα έργο αποσυγκρότησης, αποσύνθεσης του παλιού ακροαριστερού χώρου, χωρίς να μπορούμε να επιτύχουμε μια δημιουργική ανασυγκρότησή τους.
Το εγχείρημα μας συνίστατο στην προσπάθεια να λειτουργήσουμε σαν η γέφυρα, ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε δύο «χώρους», ανάμεσα στο χώρο της παλιάς άκρας αριστεράς και τον χώρο του κοινωνικού προλετάριου, να σπάσουμε την παραδοσιακότητα και την ατολμία του πρώτου με την ριζοσπαστικότητα του δεύτερου, να μπολιάσουμε τον ανορθολογισμό, και το εξεγερσιακό πνεύμα της νεολαίας με την οργανωτικότητα και τον συγκροτημένο λόγο του πρώτου. Η απόπειρά μας αυτή -που αποκορυφώθηκε και έληξε στην περίοδο 1984-86, αποδείχτηκε μάταιη. Το Κάραβελ και τα «Λεπενικά», οι εκλογές του 1985 και η εναλλακτική συνάντηση της Νέας Σμύρνης, το Πολυτεχνείο του 1985 και η Αντιπυρηνική διαδήλωση για το Τσερνομπίλ, όλες μας οι ενοποιητικές απόπειρες απέτυχαν για ένα βασικό λόγο. Ο ρόλος της γέφυρας απαιτεί μια προϋπόθεση: ότι αυτός που παίζει το ρόλο του συνδετικού κρίκου, της γέφυρας, πρέπει να έχει αρκετές δυνάμεις ώστε να συγκρατεί τις αποκλίνουσες προδιαθέσεις των μεν και των δε. Το εγχείρημα ήταν πολύ πάνω από τα μέτρα μας, τις δυνάμεις μας.
Μήπως δεν θα έπρεπε άραγε να το αποτολμήσουμε; Οι απόψεις διχάζονται, πάντως το γεγονός είναι ένα: ούτε εμείς ούτε κανένας άλλος είχε τη δυνατότητα να επιχειρήσει μια δημιουργική ανασύνθεση. Το πρόβλημα θα ξαναμπεί υποχρεωτικά στο μέλλον με νέους όρους. Στο μεταξύ οι δρόμοι που ακολουθούνται είναι αποκλίνοντες. Από την μια πλευρά αναπτύσσεται η λογική της βίαιης αντιπαράθεσης από ένα κομμάτι του πρώην αναρχικού χώρου, από την άλλη επιβιώνουν ελάχιστες μικροομάδες περιχαρακωμένες στην ιδεολογική τους σκλήρυνση, και μόνο λίγες δυνάμεις προσπαθούν να ανεύρουν μια διέξοδο προς εναλλακτικές κατευθύνσεις. Πάντως η προσπάθεια συγκρότησης του παλιού «χώρου» έχει αποτύχει. Μόνο μια διεύρυνσή του και πάλι, με δυνάμεις που προέρχονται από κόμματα της αριστεράς, και από κοινωνικές αντιπαραθέσεις, θα ξαναθέσει προοπτικά το ζήτημα νέων αποπειρών συγκροτήσεων. Για την ώρα είμαστε μακριά. Σημασία πάντως έχει ότι αποτύχαμε σ’ αυτή την απόπειρα. Και μια αποτυχία σημαδεύεται πάντα από λάθη, παρανοήσεις, και κυρίως «μεγεθυντικούς φακούς». Εκεί πιστεύουμε εντοπίζεται το κυριότερο σφάλμα μας. Στην πολύ συχνή χρήση του μεγεθυντικού φακού, και στον κοινωνιολογισμό. Ένα ρεύμα που αναφέρεται σε νέες κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές, σε ρήξη με το παρελθόν αναζητεί προφανώς με αγωνία στην κοινωνία και την πολιτική κατάσταση μια αδιάκοπη επιβεβαίωση των απόψεών του, επιζητάει μια επιτάχυνση της ιστορικής πορείας, έστω και αν «ξέρει» πως αυτή η επιτάχυνση είναι συχνά αδύνατη.
«Θέλαμε» προφανώς την όσο το δυνατό συντομότερη λήξη της μεταπολιτευτικής περιόδου, προς μια κατεύθυνση όχι συντηρητικοποίησης, όπως συμβαίνει στην πράξη αλλά αντίθετα προς μια κατεύθυνση «ρήξης» με το σύστημα. Άρα συχνά παίρναμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα, την μικρότερη ένδειξη αναταραχής σε επίπεδο μικροϋποκειμένου τείναμε να την γενικεύσουμε πολύ σύντομα χρησιμοποιώντας το μεγεθυντικός φακό! Επιθυμώντας να προχωρήσουμε στην πολιτική συγκρότηση του «εναλλακτικού πόλου», ξεχνούσαμε συχνά τόσο τις πραγματικές διαστάσεις των υποκειμένων, το βάθος των αντιθέσεων που τα διαπερνούσαν και το μέγεθος των δικών μας δυνάμεων. Από εκεί και ένα ολόκληρο στυλ δουλειάς, βολονταρισμού, υπερβολικής πίστης ίσως στις δυνατότητες ατόμων και μικρών ομάδων.
Γι’ αυτό λοιπόν προαναγγέλαμε συχνά το τέλος της μεταπολίτευσης, μια και το επιθυμούσαμε διακαώς! Και παρόλο που κάθε φορά με «τέλος» εννοούσαμε κάτι το διαφορετικό, άλλοτε το ιστορικό τέλος, άλλοτε το τέλος από την ιδεολογική άποψη, και μόνο από το 1985 και μετά από την πολιτική άποψη, όμως αυτή η διαρκής προαναγγελία θανάτου δεν έπαυε να δημιουργεί συγχύσεις και να γεννάει προσδοκίες για σύντομη ανάδυση του «νέου», που κι αυτό ήταν έτοιμο με τη σειρά του να «εμφανιστεί».
Αυτά μας τα πραγματικά λάθη, όσο και αν είναι ιστορικά καθορισμένα, δεν παύουν να είναι σφάλματα, να αποτελούν ένδειξη και της δικής μας ανωριμότητας για οποιαδήποτε ευρύτερη συγκρότηση.
Για να κλείνουμε λοιπόν. Η ΡΗΞΗ αποτελούσε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, μια απόπειρα, πρόωρη σε άμεσο πολιτικό επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά γόνιμη από την άποψη των θεωρητικών καταχτήσεων. Όπως τονίσαμε και στην αρχή, από την περίοδο της ΡΗΞΗΣ βγαίνουμε με μια ιδεολογία πολύ διαφορετική από την αφετηρία μας, όσο και αν στον πυρήνα της παλιάς άποψής μας, και κυρίως της μεθοδολογίας μας θα ανεύρει κανείς πολλά κοινά στοιχεία με σήμερα.
Επειδή δεν αποτελούσε μια απόπειρα απλά θεωρητική ή ιδεολογική, αλλά ταυτόχρονα θεωρητικοπολιτική, η πολιτική ανωριμότητα και η θεωρητική αναζήτηση δεν εύρισκαν πάντα μια ευτυχή σύζευξη.
Αυτή η διαρκής διαδικασία ρήξεων με τις ίδιες τις παραδοχές ενός χώρου και συχνά με τις ίδιες τις δικές μας παλιές παραδοχές και πρακτικές, εξηγεί εν πολλοίς και την αδυναμία της ΡΗΞΗΣ να συγκροτήσει έναν ευρύτερο πολιτικό πόλο. Σε ένα σχήμα σε διαρκή αναζήτηση, σε ένα θεωρητικό-πολιτικό εργαστήριο, όχι σε μεγάλη κοινωνική κλίμακα, αλλά στην μικροκλίμακα, δεν είναι δυνατό να συσσωρευτούν ευρύτερες δυνάμεις. Αντίθετα κάθε καινούργιο βήμα οδηγούσε σε ρήξη στο ίδιο το εσωτερικό της ΡΗΞΗΣ με συντρόφους που είχαν συνδεθεί με όψεις της πρακτικής και των απόψεών μας που στη νέα φάση είτε γίνονταν δευτερεύουσες είτε ακόμα και απορρίπτονταν. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής κινητικότητα. Γιατί μια θεωρητική αναζήτηση δεν μπορεί να ταυτιστεί ένα σταθερό πολιτικό σχήμα σε επίπεδο μικρών ομάδων. Τα σταθερά πολιτικά σχήματα έρχονται μόνο όταν έχει συσσωρευτεί ένα ορισμένο επίπεδο θεωρητικών κατακτήσεων που έχουν γίνει ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ. Τότε μόνο γεννιούνται νέες καθολικότητες.
Σήμερα ξεκινάμε με ορισμένες παραδοχές-κοινές για όλους τους συντρόφους, τουλάχιστον της ΡΗΞΗΣ και έχουμε ήδη μια συσσώρευση θεωρητικών αρχών, πιστεύουμε πολύ σημαντική. Η μεταπολίτευση έχει πραγματικά τελειώσει. «Το μέλλον μας ανήκει». Εις το επανιδείν.