Αρχική » Κρίση και κακοφωνία

Κρίση και κακοφωνία

από admin

της Σύνταξης Άρδην τ. 80 Ιούνιος 2010

Το θαύμα του σημιτικού εκσυγχρονισμού κατέληξε όχι μόνο στην εξαθλίωση ενός ολόκληρου λαού, αλλά και στη διαμόρφωση ενός ασφυκτικού και αδιέξοδου τοπίου. Καγιέν, Νίτρο, πισίνες και κωπηλατοδρόμια έγιναν βραχνάς  στη ζωή μας, βαρίδια που μας τραβούν στον βυθό. Εμείς, η λιγότερο «δυτική» χώρα της Δύσης –στην οποία «ανήκουμε» μέσω των μεταπρατικών ελίτ μας– καλούμαστε να πληρώσουμε πρώτοι την αναπόφευκτη και μακρά κρίση της, που μόλις άρχισε και θα διαρκέσει πολλά χρόνια. Όταν, τα προηγούμενα χρόνια, προειδοποιούσαμε πως η παρασιτική ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποίηση και τη Δύση θα έχει καταστροφικές συνέπειες για μια χώρα που δεν ανήκει οργανικά σε αυτήν, αλαζονικά κάγχαζαν οι χυδαίοι «κονσερβοφάγοι» της δήθεν ελληνικής ψευδοελίτ. Η Δύση μας υπέβαλε σε τέτοιον εξευτελισμό, διότι μας θεωρεί παρείσακτους.
Και τώρα, που ήρθε η ώρα για τον λογαριασμό, δεν καλούνται να τον καταβάλουν τα παράσιτα, αλλά ένας λαός που πίστεψε –κακώς, στην τροφοδοτούμενη εκ των άνω, με εορτοδάνεια, χαύνωσή του– στο όνειρο της απάτης και της αυταπάτης μιας άνετης ζωής, όπου «οι ξένοι θα δουλεύουν για μας».
Σήμερα το όνειρο έγινε εφιάλτης. Η κοινωνία καταρρέει κάτω από τα αλλεπάλληλα πλήγματα των τραπεζιτών, των οίκων αξιολόγησης, της Μέρκελ και του ΔΝΤ, αλλά προπαντός των εγχώριων μηδενικών, που έκαναν τα πάντα για να μας αλυσοδέσουν στους λίγους μήνες που βρίσκονται στην εξουσία. Ο χρόνος εργασίας επιμηκύνεται κυριολεκτικά μέχρι θανάτου, τα εργασιακά δικαιώματα βάναυσα καταπατούνται, η ανεργία καλπάζει, ενώ  οι «ξένοι που δούλευαν για μας» αρχίζουν να παίρνουν το απειλητικό πρόσωπο των συμμοριών που λυμαίνονται το κέντρο της Αθήνας και των εργασιακών ανταγωνιστών σε μια διαρκώς συρρικνούμενη οικονομία. Και ενώ το άστρο της Δύσης τρεμοσβήνει στο παγκόσμιο στερέωμα, οι εγχώριοι ναινέκοι ετοιμάζονται να μας πουλήσουν στον περιφερειακό γκαουλάιτερ που καθημερινά, «με αεροπλάνα και παπόρια», μας υπενθυμίζει τη φασιστική παρουσία του.
Γι’ αυτό και όλες οι κρίσεις συσσωρεύονται τηλεσκοπικά, όλα τα προβλήματα μοιάζουν να μας πέφτουν κυριολεκτικά στο κεφάλι και να προκαλούν αφ’ ενός τη γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος και εφ’ ετέρου, σε πρώτη φάση, μια απίστευτη κακοφωνία, ακόμα και στις ίδιες τις αντιδράσεις μας.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος
Την πιο δύσκολη στιγμή της ιστορίας μας, μετά το 1974, τη διαχειρίζονται οι πιο άθλιοι κυβερνήτες που παρήγαγε η Ελλάδα στη μεταπολίτευση –σε μια χώρα που δόξα τω Θεώ γνωρίζει από αθλίους–, υποκείμενα τύπου Λοβέρδου και μηδενικά με πατέντα κολεγίων και αμερικανικών πανεπιστημίων που παριστάνουν τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς.
Έτσι, παρ’ όλο τον μιθριδατισμό και την εξοικείωση των Ελλήνων προς το διαρκώς χειρότερο, το πολιτικό σύστημα αρχίζει να καταρρέει μέσα σε μια γενικευμένη –ακόμα στην αρχή της– απαξίωσή του.
Ήδη στη Βουλή των Ελλήνων υπάρχει μια «κοινοβουλευτική ομάδα» (!) εννέα ανεξαρτήτων βουλευτών – δύο προερχόμενοι από τη ΝΔ, τρεις από το ΠΑΣΟΚ και τέσσερις από τον  Σύριζα. Και την επόμενη περίοδο, προφανώς, θα αυξηθούν· από το ΠΑΣΟΚ, διότι η πολιτική αυτού του κόμματος θα παράγει όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων αποστασιοποιούμενων από το «όρaαμά» του. Από τη Ν.Δ., διότι η σταδιακή και αναγκαία για την επιβίωσή της απόρριψη των απόνερων της κυβερνητικής της περιόδου, καθώς και η έστω μερική «επανεθνικοποίηση» του κόμματος, θα προκαλέσουν την έξοδο και άλλων, ενώ θα υπάρξει πιθανότητα και προσπάθεια για τη δημιουργία κόμματος· τέλος, στον χώρο του Σύριζα η πολυδιάσπαση θα επιταθεί, γιατί η κρίση της παγκοσμιοποιητικής χαβιαροαριστεράς και των εξαρχειώτικων «επαναστατικών» παραφυάδων της είναι συνέπεια της καθολικής απονομιμοποίησης της παγκοσμιοποίησης. Και κάποια στιγμή δεν αποκλείεται να υπάρξουν και ρήγματα ακόμα και στον λόχο του ΛΑΟΣ εξαιτίας της απόλυτης ταύτισής του με τα κελεύσματα των εντολέων του.
Η κρίση των κομμάτων είναι κατεξοχήν κρίση της παγκοσμιοποίησης, που μέσα σε είκοσι χρόνια διέβρωσε και αποσυνέθεσε μέχρι μυελού οστέων το ήδη εξαντλημένο πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης.
Το τέλος του ΠΑΣΟΚ
Ο Γεώργιος ο Μικρός θα αποδειχθεί ο μοιραίος άνθρωπος του ΠΑΣΟΚ, ο άνθρωπος που θα τινάξει στον αέρα την κοινωνική συμμαχία πάνω στην οποία στηρίχθηκε αυτό το εφτάψυχο κόμμα.
Μήπως όμως διαψευσθούμε και σήμερα, όπως είχε συμβεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980; Πράγματι, και τότε είχαμε μιλήσει για το τέλος της μεταπολίτευσης και το τέλος του ΠΑΣΟΚ –εξάλλου το ένα δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς το άλλο. Και, δόξα τω Θεώ, το ίδιο κόμμα συνεχίζει να επιβιώνει και να κυβερνάει. Θα ισχυριστεί κάποιος, και εμείς το έχουμε καταδείξει πάμπολλες φορές, πως δεν πρόκειται ακριβώς για το ίδιο κόμμα, διότι μεταβλήθηκε η κοινωνική βάση του, συνδέθηκε με τα μεγάλα συμφέροντα και τη διαπλοκή. Ναι, ωστόσο αυτή η μετάλλαξη δεν υπήρξε μονοσήμαντη στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού και μόνον. Το ΠΑΣΟΚ δεν μετακινήθηκε προς κάποια άλλα κοινωνικά στρώματα, αφήνοντας έκθετα αυτά πάνω στα οποία είχε αρχικά στηριχτεί, αλλά η  μετάλλαξή του εξέφρασε εν πολλοίς την ίδια τη μετάλλαξη των ίδιων αυτών  κοινωνικών στρωμάτων. Τα παιδιά των αγροτών της δεκαετίας του 1970 έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργάτες των εργοστασιακών σωματείων παραχώρησαν τη θέση τους σε ξένους εργάτες, οι μικρομεσαίοι και οι ελευθεροεπαγγελματίες του ’70 ανέβηκαν και πολλοί μετεξελίχθηκαν σε αυτά τα περιβόητα «νέα τζάκια».
Προφανώς η κυβερνητική εξουσία δημιούργησε νέες σχέσεις και συνάφειες, με επιχειρηματίες, συμφέροντα, πρεσβείες, προμήθειες, μίζες και ρίαλ εστέιτ. Ωστόσο θα επαναλάβουμε πως αυτή η μετεξέλιξη υπήρξε μετεξέλιξη του ίδιου του περιβάλλοντος, οικονομικού, κοινωνικού και γεωπολιτικού. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού στρατοπέδου επέτρεψε την έκρηξη της παγκοσμιοποίησης και, παρεμπιπτόντως, την επιβίωση του ΠΑΣΟΚ. Οι παγκοσμιοποιητικές, φιλελεύθερες και μεταμοντέρνες ιδεολογίες γνώρισαν μια εκπληκτική άνθηση στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ποιος από τους παλιότερους δεν θυμάται τα Κλικ και τα Νίτρο; Ποιος δεν θυμάται την εξαφάνιση ακόμα και της λέξης σοσιαλισμός, την ευθυγράμμιση των σοσιαλιστικών κομμάτων με τις ΗΠΑ, τον μπλερισμό και τον «τρίτο δρόμο»; Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους και όλες οι «αντιπολιτεύσεις» του «πατριωτικού» ή του «κοινωνικού» ΠΑΣΟΚ δεν άντεξαν και πολύ, από τον Τσοβόλα έως τον Χαραλαμπίδη και τον Παπαθεμελή, διότι είχαν χάσει την κοινωνική βάση πάνω στην οποία στηριζόταν, καθώς η κοινωνική και ιδεολογική βάση του ΠΑΣΟΚ είχε μεταλλαχθεί.
Σήμερα όμως το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ πλήττει απευθείας την ίδια την κοινωνική του βάση, χωρίς να υπάρχει ο χρόνος ή, δυνατότητα να την υποκαταστήσει με κάποια άλλη. Πλήττει τους δημόσιους υπάλληλους, τους συνταξιούχους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, πλήττει τους νέους εργαζόμενους. Βέβαια διαθέτει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, ότι όλη αυτή η μακρά περίοδος της μετάλλαξης έχει εξαφανίσει κάθε ουσιαστική εσωτερική αντιπολίτευση. Αυτό μπορεί να του προσφέρει χρόνο στο εσωτερικό του κόμματος, το οποίο όμως κινδυνεύει και να βουλιάξει αύτανδρο. Το ΠΑΣΟΚ  για να επιβιώσει έχει επειγόντως ανάγκη εσωτερικής αντιπολίτευσης. Όσο υπήρχε ο μπαμπούλας του σημιτισμού, διάφοροι ανεγκέφαλοι της «αριστεράς» του ΠΑΣΟΚ, αντί να κατανοήσουν πως ο Γιωργάκης υπερακοντίζει τον Σημίτη και τον Βενιζέλο σε ενδοτισμό, φιλοαμερικανισμό και οθωμανισμό, συντάχθηκαν μαζί του. [Χρήσιμο θα ήταν να δουν όλοι οι Έλληνες την ταινία «Ο αόρατος συγγραφέας» του Πολάνσκι, για να πλουτίσουν τις παραστάσεις και τη βιβλιογραφία τους.] Και σήμερα βρίσκονται παγιδευμένοι στην έλλειψη οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης. Τον Άκη τον εξουδετέρωσαν οριστικά. Και τι μένει; Μήπως αρκεί κάποιο εβδομαδιαίο περιοδικό για να κατασκευάσει τη μαγιά ενός μελλοντικού κοινωνικού ΠΑΣΟΚ; Όχι, είναι πολύ αργά και πολύ λίγο για κάτι τέτοιο. Η δημιουργία κάποιου κόμματος που μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα εκφράσει τα «προδομένα» κοινωνικά στρώματα του σημερινού ΠΑΣΟΚ αποτελεί ζητούμενο και πιθανότατα δεν θα προέλθει μόνο ή κυρίως από το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Η  Νέα Δημοκρατία και η έξοδος Μπακογιάννη
Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει πριν ένα χρόνο ότι ο μοναδικός δελφίνος της ΝΔ, η εκλεκτή πρεσβειών, επιχειρηματιών και διαπλεκομένων, η Ντόρα Μπακογιάννη, θα ηττούνταν πανηγυρικά από έναν αποσυνάγωγο του κόμματός του, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, και ότι θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει διαγραφείσα, μόνη αυτή, το κόμμα, ενώ μόλις χθες θεωρούσε πως είχε στο τσεπάκι της την κοινοβουλευτική ομάδα και τον μηχανισμό του κόμματός. Βεβαίως, αργά ή γρήγορα, θα την ακολουθήσει η Έλσα, ο Σκυλακάκης και ορισμένοι ακόμα.
Το μόνο κόμμα το οποίο συμπλέει μαζί της είναι εκείνο του παρ’ ολίγον φύρερ της ελληνικής ακροδεξιάς, επιβεβαιώνοντας αυτό που αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει για την ελληνική ακροδεξιά, ότι η πρόσδεσή της στις μεγάλες δυνάμεις, τις πρεσβείες και τις μυστικές υπηρεσίες είναι γενετικού χαρακτήρα.
Ωστόσο η διάσπαση που ευαγγελίζεται η Ντόρα έχει μέλλον. Χωρίς όμως να είναι βέβαιο πως έχει η ίδια μέλλον ως ο εκφραστής του χώρου της φιλοαμερικανικής και φιλοπαγκοσμιοποιητικής κεντροδεξιάς, διότι έχει φθαρεί αρκετά και φέρει και ένα βαρύ οικογενειακό παρελθόν.
Αυτή η διάσπαση, καθώς  και η εγκατάλειψη από το κόμμα του Καρατζαφέρη της «λαϊκής δεξιάς», ωθούν a contrario τη Νέα Δημοκρατία προς τον χώρο της «λαϊκής δεξιάς» και την απομάκρυνσή της από τον φιλελευθερισμό τμημάτων της, όπως εκείνων του Αβραμόπουλου ή του Σπηλιωτόπουλου, οι οποίοι μπορούσαν να έχουν κάποιον εξισορροπητικό ρόλο όσο βρισκόταν και η Μπακογιάννη στο κόμμα. Εξ ου και ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός» του Σαμαρά. Η Νέα Δημοκρατία, που στις συνθήκες της μεταπολίτευσης ξεκίνησε με τη «σοσιαλμανία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος επιχείρησε να ξεπλύνει τη χουντική παρέκβαση της ελληνικής δεξιάς, για να φθάσει με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στις πιο ακραίες νεο-φιλελεύθερες απόψεις, μοιάζει σήμερα να έχει κλείσει τον μεταπολιτευτικό κύκλο της παγκοσμιοποίησης και να επιστρέφει προς μια περισσότερο εθνοκεντρική οπτική.
Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αβρόχοις ποσίν. Διότι, στο μεταξύ, έχουν συγκροτηθεί ιδεολογικές σταθερές, συμπεριφορές, πολιτισμικά πρότυπα, συμφέροντα, διαπλοκές. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει συνδεδεμένη με τα εφοπλιστικά συμφέροντα και την παραδοσιακή μεταπρατική αστική τάξη της Φιλοθέης. Παράλληλα το κόμμα είναι σε κρίση, διότι έχει μόλις χάσει την εξουσία με ατιμωτικό τρόπο. Κατά συνέπεια, οι φυγόκεντρες τάσεις θα επιταθούν.
Το σύστημα χρειάζεται, μετά από ένα ορισμένο διάστημα, αφού και το ΠΑΣΟΚ θα έχει αποσυντεθεί, να δημιουργηθεί ένα «φιλελεύθερο» παγκοσμιοποιητικό κόμμα, που θα περιλαμβάνει δυνάμεις και από τη σημερινή ΝΔ και από το ΠΑΣΟΚ. Επειδή όμως στην Ελλάδα ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, οι «φιλελεύθεροι», οι φιλοαμερικανοί, οι νεο-οθωμανοί, είναι συνήθως υποχρεωμένοι να κρύβονται στο εσωτερικό των λεγόμενων πολυσυλλεκτικών κομμάτων. Θα δούμε λοιπόν εάν η κρίση θα προσφέρει τη δυνατότητα για ένα ξεκαθάρισμα, στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, μεταξύ παγκοσμιοποιητικών και εθνοτικών τάσεων.
Ο Σύριζα και η «επαναστατική συμμαχία»
Π οιος θα μπορούσε να πιστέψει πριν δύο χρόνια πως η συμμαχία Κολωνακίου/Βορείων Προαστίων και Εξαρχείων, και το μπλοκ δυνάμεων που είχε διαμορφωθεί γύρω από αυτή, θα διαρρηγνυόταν με τόσο παταγώδη και κωμικοτραγικό τρόπο, με τη διάσπαση του Συνασπισμού, την αλαβάνειο όπερα μπούφα του Σύριζα και τη φαγοκύτωση του αντιεξουσιαστικού χώρου από την τρομοκρατία. Και το έργο δεν έχει ακόμα τελειώσει. Οι επόμενες σεκάνς θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη πολυδιάσπαση και αναδιάταξη αυτού του χώρου. Κατ’ αρχάς ο Τσίπρας και η «ηγετική ομάδα» (!)  του Συνασπισμού είχαν λόγο ύπαρξης όσο οι ανανεωτικοί βρισκόταν εντός του κόμματος, ώστε  αυτός να μπορεί να εκπροσωπεί το «κέντρο». Η έξοδος των ανανεωτικών οδηγεί σε αναπόφευκτη μετωπική σύγκρουση στον Σύριζα, από πολύ χειρότερες θέσεις. Η δε συγκολλητική ουσία της κρατικής χρηματοδότησης δεν θα επαρκεί εσαεί, δεδομένου μάλιστα ότι είναι όλο και πιο πιθανό το σενάριο εκλογών και επομένως οι λογαριασμοί θα πρέπει να έχουν ξεκαθαριστεί πριν απ’ αυτές.
Ακόμα και όσοι είχαμε προβλέψει πριν τρία χρόνια, την αναπόφευκτη διάρρηξη αυτής της συμμαχίας, δεν περιμέναμε να έρθει τόσο σύντομα και να είναι τόσο σαρωτική και εκθεμελειωτική. Διότι εν τω μεταξύ μεσολάβησαν δύο μείζονα γεγονότα, ο Δεκέμβρης του 2008 και η οικονομική κατάρρευση του 2010. Και όμως, πολλοί σε αυτό τον χώρο, ιδιαίτερα οι «ανένταχτοι», οι αριστεριστές και αρκετοί καλοπληρωμένοι «επαναστάτες» στα πανεπιστήμια και τα δημοσιογραφικά σαλόνια, φαντάζονταν και φαντάζονται ακόμα πως η οικονομική και κοινωνική κρίση που έρχεται  θα ξαναστήσει στα πόδια της, και ίσως με ευρύτερες διαστάσεις, τη χαμένη συμμαχία του «Δεκεμβρίου 2008», και πως ίσως ο Αλέκος Αλαβάνος θα κατορθώσει να εκφράσει εκείνη την «κοινωνική δυναμική». Και όμως το πιθανότερο είναι πως θα συμβεί το ακριβώς αντίστροφο, η κρίση θα την καταστήσει αδύνατη. Διότι ούτως ή άλλως ανταποκρινόταν σε μια μοναδική ιστορική στιγμή. Ο Δεκέμβρης του 2008 δεν ήταν η απαρχή μιας νέας ιστορικής φάσης, αλλά η ακροτελεύτια στιγμή, το κύκνειο άσμα της περιόδου της παρασιτικής παγκοσμιοποίησης στην Ελλάδα. Αυτό που τόσοι και τόσοι «αναλυτές» εξέλαβαν ως έκφραση μιας ριζικής και μεταμοντέρνας επαναστατικότητας, δηλαδή η έλλειψη αιτημάτων, ήταν ακριβώς η έκφραση μιας κοινωνίας χωρίς οράματα, που παράγει ένα «κίνημα» το οποίο δεν διεκδικεί την ανατροπή της, διότι μόνο σε αυτή την κοινωνία μπορεί να υπάρχει, ως το ψευδοανατρεπτικό της παράρτημα.
Γι’ αυτό ήδη μετά τον Δεκέμβρη άρχισε η διάρρηξη της συμμαχίας. Το Κολωνάκι, οι δημοσιογράφοι του Ντα Κάπο και οι πανεπιστημιακοί των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, που με το αζημίωτο μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα Εξάρχεια, τους αντιεξουσιαστές, τον φοιτητικό αριστερισμό, ως πολιορκητικό κριό της εθνοαποδόμησης και είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον Σύριζα, τον Αλαβάνο και το «πουλέν»  του, κατάλαβαν πως το παιγνίδι άρχισε να σοβαρεύει. Στις λεηλασίες του Δεκέμβρη συμμετείχαν όχι μόνο τα παιδιά τους, αλλά όλο και περισσότερο νεαροί μετανάστες, ανεξέλεγκτα λούμπεν στοιχεία και χούλιγκαν, ενώ ο αντιεξουσιαστικός χώρος έπαιρνε κεφάλι στο εσωτερικό της συμμαχίας. Γι’ αυτό, όπως έχουμε ήδη τονίσει, αμέσως μετά τον Δεκέμβρη άρχισε η αποδόμηση του μπλοκ και τα όσα κωμικά ακολούθησαν με τον Σύριζα, τον Αλαβάνο κ.λπ. Και μόνο ο Καραμανλής… διέσωσε το σχήμα με τις πρόωρες εκλογές που κάλυψαν τις αντιθέσεις, για να τις κάνουν βέβαια οξύτερες στις νέες συνθήκες της μεγάλης κρίσης.
Γιατί όμως υποστηρίζουμε πως ο «Δεκέμβρης» δεν μπορεί να επαναληφθεί; Διότι αν υπάρξουν, και θα υπάρξουν, ξεσπάσματα στη νέα περίοδο, δεν θα στηρίζονται στις κοινωνικές συμμαχίες της ύστερης μεταπολίτευσης, δηλαδή των πιο παγκοσμιοποιημένων και παγκοσμιοποιητικών κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία άρχιζαν από τους νεοφιλεύθερους και κατέληγαν στην… πλατεία, με κεντρικό συγκολλητικό στοιχείο την εθνοαποδόμηση. Η κοινωνική και οικονομική κρίση θα επιτείνει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό αυτού του χώρου, διότι μπροστά στο ερώτημα του ποιος θα πληρώσει την κρίση, τα συμφέροντα δεν συγκλίνουν, αλλά αποκλίνουν.
Πρώτον διότι δεν θα μπορούν εύκολα να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι της γενιάς των… 500 ευρώ οι κύριοι και οι κυρίες των 10.000 ευρώ.
Δεύτερον διότι το σύστημα θα σφίξει τα λουριά και δεν θα αφήσει τα παιδιά να παίζουν, ούτε τον  Οικονομέα ή τους καραγκιόζηδες της Ελευθεροτυπίας να σαλπίζουν την εξέγερση από το επαναστατικό τους μετερίζι, όπως έκαναν τον Δεκέμβρη του 2008.
Τρίτον διότι οι συνθήκες της νέας Κατοχής που επιβάλλονται στη χώρα, η συρρίκνωση των εισαγωγών, η ψυχολογική και πολιτική απομάκρυνση από τη Δύση, δεν ευνοούν τα παγκοσμιοποιητικά μυθεύματα. Αντίθετα, υπάρχει ο αντίστροφος κίνδυνος, ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού, απηυδισμένο από την ανεργία, την εγκληματικότητα και τη μεταναστατευτική πολιτική του μπάτε σκύλοι αλέστε, να θεωρήσει ως υπευθύνους τα επίσης θύματα των παγκοσμιοποιητικών ελίτ της χώρας, τους μετανάστες, και να στραφεί εναντίον τους.
Κατά συνέπεια, σε αυτή τη νέα περίοδο πολύ πιο εύκολα θα μπορέσει να σταθεί ένα μη παγκοσμιοποιημένο κόμμα όπως το ΚΚΕ, καθώς και οι πιο λαϊκές πτέρυγες του αστερισμού του Σύριζα, και όχι πλέον οι «επαναστάτες Βορείων Προαστίων». Οι εξεγέρσεις, αν έλθουν, δεν θα θυμίζουν σε τίποτε τον Δεκέμβρη και τον «μετα-μοντερνισμό» του.
Μια φοβερή κακοφωνία
Μπροστά στην κρίση εμφανίζεται μια φοβερή κακοφωνία δήθεν επαναστατικών προτάσεων περί ολοκληρωτικής στάσης πληρωμών, νέου ΕΑΜ και άλλα ηχηρά. Όλα αυτά επιτείνουν την ιδεολογική σύγχυση στην οποία βρίσκεται μια κοινωνία που μόλις ξυπνάει από τον λήθαργο της δανειοδοτούμενης κατανάλωσης και συνεχίζουν την παράδοση της εύκολης επαναστατικής παρόλας, κοπής μεταπολίτευσης και «Δεκεμβρίου».
Ξεχνούν πως για όλα αυτά απαιτούνται τα ανάλογα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που θα τα υλοποιήσουν· διαφορετικά καταλήγουν στο να παίζουν το παιγνίδι της Μέρκελ και των οίκων αξιολόγησης, που στοιχηματίζουν στην πτώχευση, την έξοδο από την ευρωζώνη, κ.ο.κ. Πολύ πιθανόν τα χειρότερα σενάρια θα επαληθευτούν, ωστόσο αυτά δεν θα προσληφθούν από την ελληνική κοινωνία ως επαναστατικά μέτρα ανακούφισης, αλλά ως μέτρα περαιτέρω εκπώχευσης και περιθωριοποίησής της. Επιπλέον σενάρια, σήμερα, εξόδου από την ευρωζώνη ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα επιτείνουν την απομόνωσή μας στον βαλκανικό χώρο και θα μας μεταβάλουν σε ευκολότερη λεία για τη νεο-οθωμανική Τουρκία.
Μια έξοδος από την ευρωζώνη, για να πραγματοποιηθεί με επωφελείς όρους, θα έπρεπε να εντάσσεται σε μια συνολική στρατηγική, με σύναψη συμμαχιών τόσο στο εσωτερικό της ευρωζώνης, όσο και έξω από αυτήν, για μια νέα νομισματική τάξη στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια θα πρέπει να ωριμάσουν οι συνθήκες μιας ευρύτερης κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρώπη συνολικά, για οποιαδήποτε νέα ευρωπαϊκή πορεία. Και στο μεταξύ η Ελλάδα θα πρέπει να έχει δημιουργήσει μηχανισμούς αυτοδύναμης ανάπτυξης, επικεντρωμένης σε μια ενεργό βαλκανική πολιτική. Τα υπόλοιπα αποτελούν φούμαρα και εύκολες φράσεις που εκτοξεύονται χωρίς βάση και λογική.
Ο ελληνικός λαός θα πρέπει σήμερα να κινητοποιηθεί, για να αποτρέψει το φόρτωμα της κρίσης στις πλάτες του και να πιέσει για τη μόνη άμεσα εφικτή λύση, δηλαδή την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, έτσι ώστε να πάψει να είναι τόσο πιεστικό το ετήσιο βάρος των επιτοκίων. Μια τέτοια  πολιτική είναι εφικτή, αλλά δεν την επιθυμεί ούτε η κυβέρνηση ούτε τα μεγάλα συμφέροντα, διότι θεωρούν τη σημερινή κρίση ως τη μοναδική ευκαιρία για να εκκαθαρίσουν οριστικά το έδαφος στο εργασιακό και το ασφαλιστικό πεδίο υπέρ του κεφαλαίου, για να δημιουργήσουν όρους «ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας, που θα στηρίζονται στη χαμηλή αμοιβή και ασφάλιση της εργασίας. Η στρατηγική τους είναι η βίαιη προσαρμογή στο βαλκανικό περιβάλλον, αντί να αναζητήσουν λύσεις στη μείωση των μεσαζόντων και της διαφθοράς, στη  σύλληψη της φοροδιαφυγής και του μαύρου χρήματος, στην τεχνολογική και οικολογική αναβάθμιση της παραγωγής, στην ανάπτυξη συνεταιριστικών, αστικών και αγροτικών δομών κ.λπ..
Ο  πειρασμός του βοναπαρτισμού
της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας»
Τι άραγε πρόκειται να συμβεί στο πολιτικό επίπεδο, μιας και προβλέπουμε τη βαθύτατη διάβρωση του πολιτικού συστήματος και την αποδόμηση των κομμάτων; Θα δημιουργηθούν οι όροι για την άμεση και βραχυπρόθεσμη ανάδειξη συνεκτικών εναλλακτικών προτάσεων, που θα επαναλάβουν το εγχείρημα Παπανδρέου μετά το 1974; Όχι, δεν υπάρχουν ακόμα οι προϋποθέσεις –κοινωνικές, ιδεολογικές πολιτικές– για μια συγκρότηση. Η κυρίαρχη κατεύθυνση για την αμέσως επόμενη περίοδο θα είναι η αποδόμηση. Η αποδόμηση των κυρίαρχων πολιτικών, των κυρίαρχων ιδεολογιών, της κυρίαρχης ηθικής. Κατά συνέπεια αντιμετωπίζουμε κλασικές συνθήκες βοναπαρτισμού. Ένα πολιτικό και ιδεολογικό σύστημα καταρρέει χωρίς να υπάρχει κάποιο άλλο για να το αντικαταστήσει, εξ ού και ο πειρασμός του Βοναπάρτη ή έστω μιας «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», που θα λειτουργήσει ως το υποκατάστατο του μάλλον ελλείποντος Βοναπάρτη.
Γι’ αυτό λοιπόν χρειάζεται η Ντόρα, ο Καρατζαφέρης, ίσως ίσως και η ανανεωτική αριστερά. Για να προσφέρουν την υποδομή γι’ αυτό το νέο, πιθανότερο και από εκλογές, εγχείρημα. Διότι οι εκλογές είναι πολύ επικίνδυνη υπόθεση για το ΠΑΣΟΚ και το σύστημα. Επομένως, κατακερματισμός των κομμάτων και σταδιακή διαμόρφωση των όρων για  μια «κυβέρνηση εθνικής ενότητας». Αυτό είναι το πιθανότερο σενάριο.
Όσοι οραματίζονται άλλες, ουσιαστικότερες πολιτικές λύσεις και συγκροτήσεις, θα πρέπει να εργαστούν στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης  της ιδεολογικής, οργανωτικής, υλικής υποδομής για την επόμενη περίοδο πολιτικών συγκροτήσεων και ανακατατάξεων που θα ακολουθήσουν τη φάση της αποδόμησης. Και γι’ αυτό θα πρέπει να εργαζόμαστε. Χωρίς βέβαια να αποκλείονται  και οι οποιεσδήποτε  –απίθανες σήμερα– συγκροτήσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ