του “Καραβανά”
Ο περίπατος των τριακοσίων στο Σύνταγμα έκανε πολύ μεγαλύτερη εντύπωση από το μέγεθος της «πορείας» αυτής καθεαυτής. Το ζήτημα δεν είναι ότι τριακόσιοι στρατιωτικοί πραγματοποίησαν πορεία στη Βουλή. Το ζήτημα είναι ότι τριακόσιοι στρατιωτικοί τόλμησαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Κάτι ενάντια σε μια βασική παραδοχή, σε μια απόλυτη δέσμευση, σε μια απόλυτη επιλογή που κάνει κανείς επιλέγοντας να γίνει στρατιωτικός οποιουδήποτε βαθμού:
Χάνει, εθελοντικά, βασικές ελευθερίες
Δεν έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα για πολιτικά θέματα, δεν έχει το δικαίωμα να διαδηλώνει, δεν έχει το δικαίωμα να λέει τι γίνεται μέσα στη δουλειά του, δεν έχει το δικαίωμα να απομακρύνεται από την έδρα της μονάδος του πέρα από κάποια χιλιόμετρα χωρίς άδεια, όταν είναι επιφυλακή –και κάθε Σαββατοκύριακο είναι επιφυλακή το 30% όσων δεν έχουν υπηρεσία– έχει την υποχρέωση εντός εικοσαλέπτου να είναι στη μονάδα, εκτελεί ένα σωρό υπηρεσίες που καμία σχέση δεν έχουν με την έννοια οκτάωρο, κι ένα σωρό άλλα. Αν μάλιστα βάλει κανείς κάτω τις τέσσερις τουλάχιστον υπηρεσίες τον μήνα (αν είναι ΕΠΟΠ οι υπηρεσίες είναι χαλαρά ως και επτά) τις νυχτερινές και τις υπηρεσίες εβδομάδας, έχει από το πουθενά εκατόν ενενήντα δύο ώρες παραπάνω απλήρωτης δουλειάς.
Γιατί φυσικά στον στρατό δεν υπάρχουν υπερωρίες. Αυτά τώρα χωρίς να υπολογίσουμε επανδρώσεις, ασκήσεις, επιθεωρήσεις, ένα σωρό έκτακτες καταστάσεις, που απαιτούν εφαρμογή του Ξενοκράτη ή τους… «συμμάχους» που ασκούνται και ενώ όλοι εμείς κοιμόμαστε αυτοί βρίσκονται επιφυλακή, ως τον φαντάρο που μέθυσε και πλακώθηκε στο ξύλο στο μπαρ και πρέπει ο λοχαγός του να τον πάρει από το τμήμα. Από τις αντιπροσωπείες, τις παρελάσεις και την προετοιμασία τους, ως τις ατέλειωτες ώρες που απαιτούνται μέχρι να μάθει το καινούριο πόστο στο οποίο τοποθετείται κάθε τρία χρόνια, γιατί βλέπεις κάθε τρία χρόνια ο στρατιωτικός μετατίθεται και δυστυχώς ελάχιστοι μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό για μία οικογένεια.
Χρησιμοποιώντας λοιπόν απλά μαθηματικά, ο χρόνος στον οποίο ένας μέσος στρατιωτικός είναι εντός στρατοπέδου ή εν υπηρεσία, είναι για μια νορμάλ μονάδα περίπου εκατόν ογδόντα μέρες ετησίως. Δηλαδή, εκατόν ογδόντα μέρες από τις τριακόσιες εξήντα πέντε που έχει ο χρόνος ο στρατιωτικός τις περνάει μέσα στη μονάδα, ή σε υποχρεώσεις της μονάδας. Για να γίνει ακόμα πιο αντιληπτό το μέγεθος, ένας μέσος εργαζόμενος που δουλεύει οκτώ ώρες τη μέρα, επί πέντε μέρες τη βδομάδα, απασχολείται ογδόντα μέρες τον χρόνο με τη δουλειά του. Κι όλα αυτά χωρίς να υπολογίσω τις ιδιαιτερότητες της κάθε μονάδας και χωρίς φυσικά να πιαστώ καθόλου με τους πιλότους, τους άντρες του Ναυτικού ή τους καταδρομείς.
Και φυσικά, πλην των ασκήσεων και των υπηρεσιών της Κυριακής, καμία άλλη από τις δραστηριότητες που προανέφερα, και κοστίζουν εκατόν ογδόντα μέρες εργασίας δεν πληρώνονται. Και γι’ αυτές που πληρώνονται π.χ. τις Κυριακές, το ποσό που παίρνουν, όσο απίστευτο κι αν ακουστεί, είναι δεκατρία ευρώ. Δηλαδή μπαίνει ο στρατιωτικός την Κυριακή το πρωί στις 08:45 να αναλάβει υπηρεσία, πάει στο σπίτι του στις τρεις το απόγευμα της Δευτέρας, και για όλο αυτό παίρνει δεκατρία ευρώ επιπλέον.
Τα τελευταία χρόνια κάπως πάει να βελτιωθεί η κατάσταση με τη χορήγηση απαλλαγών, αλλά το σύστημα σκοντάφτει. 1ον ,αντί να δίνονται τρεις απαλλαγές για μία υπηρεσία αργίας δίνεται μία, και, 2ον υπάρχουν περιπτώσεις που ούτε αυτή η μία δεν μπορεί να χορηγηθεί, είτε λόγω αναγκών της μονάδας, είτε λόγω της μαλακίας που βαράει στον εγκέφαλο κάποιους διοικητές και συνδέουν περίπου την απαλλαγή με την προδοσία…
Οι επιπτώσεις από τα παραπάνω έχουν και έναν άλλο αντίκτυπο: Οι στρατιωτικοί έχουν δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό διαζυγίων, τα παιδιά τους έχουν σε ευαίσθητες ηλικίες να αντιμετωπίσουν το γεγονός της απώλειας του καλύτερου φίλου, του σχολικού περιβάλλοντος, του περίγυρου. Και δεν θα το κάνουν μία φορά. Θα το κάνουν κάθε τρία χρόνια μέχρι τα δεκαεπτά τους. Κι αυτό είναι πάλι σε νορμάλ καταστάσεις. Η γυναίκα του στρατιωτικού δεν μπορεί να δουλέψει και να ελπίζει σε επαγγελματική εξέλιξη, εκτός κι αν είναι δημόσιος υπάλληλος.
Πραγματικά δεν ξέρει κανείς από πού να αρχίσει και πού να τελειώσει. Οι «έξω» βλέπουμε τον στρατιωτικό σαν ένα δημόσιο υπάλληλο με στολή, πράγμα που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο λάθος. Δυστυχώς, η εικόνα του στρατιωτικού στα αστικά κέντρα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητά του. Αυτό που βλέπει ο κόσμος των αστικών κέντρων είναι κάτι τύποι με στολή και σκαρπινάκι που την περνάνε ζάχαρη και, σε συνδυασμό με τα απωθημένα της δικτατορίας και τις δύσκολες αναμνήσεις της θητείας, δημιουργεί ένα κλίμα απαξίωσης.
Λοιπόν, για να αρχίσουμε, το ποσοστό των στρατιωτικών που υπηρετούν στα αστικά κέντρα ζήτημα είναι αν ξεπερνάει το 30%. Η μεγάλη μάζα του στρατού είναι στον Έβρο και στα νησιά, κι εκεί, δόξα τω Θεώ, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Και μέσα σ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και τα προβλήματα μεταξύ των στρατιωτικών. Ο διαχωρισμός σε κάστες, άλλο οι αξιωματικοί, άλλο οι υπαξιωματικοί από ΣΜΥ, άλλο αυτοί από το πενταετές κι άλλο οι ΕΠΟΠ. Μια αμοιβαία καχυποψία και απαξίωση που μόνο κακό κάνει.
Τα προβλήματα της στέγασης, το θολό τοπίο των μεταθέσεων, ο θολός τρόπος επιλογής σχεδόν για κάθε θέση, η μη συνειδητοποίηση, από αυτούς που κυρίως θα έπρεπε να έχουν αντίληψη των πραγμάτων, της τεράστιας αλλαγής που έχει επέλθει στο στράτευμα με την ουσιαστική επαγγελματοποίησή του. Ο στρατός έπαψε πλέον να είναι αξιωματικοκεντρικός. Τι σημαίνει αυτό; Ότι σε ένα στρατό κληρωτών (και δεν θα εξετάσω εδώ ποιο σύστημα είναι καλύτερο, θα πω μόνο πως επαγγελματικός στρατός σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει μισθοφορικός στρατός. Οι επαγγελματίες των ενόπλων δυνάμεων είναι πρώτα από όλα Έλληνες πολίτες κι αυτό σε όσους δεν έχουν παρωπίδες και κολλήματα τα λέει όλα), οι επαγγελματίες είναι ως επί το πλείστον αξιωματικοί, ή υπαξιωματικοί που σε βάθος χρόνου γίνονται αξιωματικοί, και ως συνέπεια αυτού η συντριπτική πλειοψηφία των μέτρων υπέρ των στελεχών αφορούσε αξιωματικούς. (ΣΟΑ, ΚΑΑΥ, ΑΟΟΑ κ.λπ.)
Οι συνέπειες της επαγγελματοποίησης
Με την ένταξη χιλιάδων ΕΠΟΠ στο στράτευμα και τις απανωτές εγκληματικές μειώσεις θητείας, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Ο στρατός κληρωτών είναι παρελθόν, ο επαγγελματικός στρατός είναι γεγονός. Και μια πρώτη διαφοροποίηση έχει να κάνει με το είδος του ανθρώπου που επιλέγει πλέον τον στρατό ως επάγγελμα:
Ο δεκαοχτάχρονος που τις προηγούμενες δεκαετίες επέλεγε τον στρατό δεν τον επέλεγε με βασικό κριτήριο την επαγγελματική του αποκατάσταση, τον επέλεγε γιατί του άρεσε.
Του άρεσε η στολή, του άρεσε η ιδέα του στρατού, τα άρματα, τα κομάντο, τα αεροπλάνα ή οι καταδρομείς και δεν τον χαλούσε η ιδέα της μετάθεσης. Αυτό συντελούσε στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου πνεύματος, που αντιμετώπιζε το επάγγελμα περίπου ως λειτούργημα και μια αίσθηση τιμής και συνυπευθυνότητας, που απομόνωνε τους άχρηστους και έσπρωχνε τη μονάδα μπροστά. Η μονάδα έπρεπε να είναι η καλύτερη, όχι γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο τα στελέχη θα έπαιρναν περισσότερα λεφτά ή θα ακούγανε το μπράβο, αλλά γιατί οτιδήποτε λιγότερο ήταν προσβολή.
Ο άντρας (γιατί ο μέσος όρος ηλικίας των νέων ΕΠΟΠ είναι περίπου είκοσι πέντε έτη) που επιλέγει σήμερα το στράτευμα το κάνει στη μεγάλη του πλειοψηφία σχεδόν αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, συνήθως μάλιστα αφού έχει δοκιμαστεί στην έξω αγορά, η οποία φωνάζει πως τα καλύτερα μαστόρια τα παράτησαν για να πάνε στον στρατό, καθώς ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι ο χώρος των πολιτών, τείνει να γίνει ο χώρος των «νέων σκλάβων». Αυτό ανεβάζει τις απαιτήσεις, αλλά θέτει και νέα στάνταρ. Ο αξιωματικός δεν έχει πλέον να κάνει με δεκαοχτάχρονους κληρωτούς, αλλά με επαγγελματίες που το έργο το έχουν δει ξανά και ξανά, που το όπλο που χειρίζονται το ξέρουν καλύτερα από αυτόν και των οποίων η κριτική ματιά είναι πολύ πιο διεισδυτική από των αντίστοιχων κληρωτών φαντάρων.
Έχει αλλάξει επομένως και δεν έχει γίνει αντιληπτό, το είδος των απαιτήσεων που έχει ο επαγγελματικός στρατός. Ο επιλοχίας δεν είναι πλέον ένας εικοσιπεντάχρονος πιτσιρικάς, είναι ένας τριανταπεντάχρονος οικογενειάρχης, με τις ίδιες ανάγκες του αντίστοιχου τριανταπεντάχρονου ταγματάρχη. Πολύ συχνά όμως δεν αντιμετωπίζεται ως τέτοιος, κι αυτό προκαλεί πικρία. Το πνεύμα που «λειτουργήματος», που στον στρατό κληρωτών πετύχαινε να κάνει τον αξιωματικό ή τον μόνιμο υπαξιωματικό να νιώθει υπεύθυνος, αλλά και να του ζητάει ευθύνες ακόμα και για το αν ο φαντάρος στραβοκατούρησε, δεν υπάρχει ή έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Η έννοια του επαγγελματία διαστρεβλώνεται και από τις δύο πλευρές. Από τη μια υπάρχει η αντίληψη του δεν με ενδιαφέρει τι κάνεις έξω από την πύλη, που σημαίνει δεν με ενδιαφέρουν τα προβλήματά σου, αλλά που οδηγεί και στο δεν με ενδιαφέρει η εικόνα σου, που είναι μέγα λάθος μια και ο στρατιωτικός δεν παύει να είναι τέτοιος όταν σταματάει να φοράει τη στολή, οι δε πράξεις του ή παραλείψεις του έχουν αντίκτυπο στη συνολική εικόνα του στρατού στην κοινωνία, από την άλλη «δουλεύω το μίνιμουμ που μπορώ, ώστε να μην εκτεθώ και μόνο, μια και αυτοί δεν σέβονται το ωράριό μου και δεν δείχνουν το στοιχειώδες ενδιαφέρον για μένα».
Το θολό τοπίο των μεταθέσεων που ανέφερα παραπάνω, των επιλογών για διάφορες θέσεις, της επαγγελματικής εξέλιξης που έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος, έχει κάνει πολλά από τα κατώτερα στελέχη να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην ηγεσία και στη δυνατότητα ή ακόμα και τη θέληση που αυτή έχει να παρεμβαίνει όταν εργασιακά κεκτημένα απειλούνται, όταν η εικόνα του στρατιωτικού συστηματικά διαστρεβλώνεται και τους σπρώχνουν σε κινήσεις ανάλογες του περίφημου περιπάτου.
Πρέπει να συνδικαλιστεί ο στρατός;
Και εδώ φτάνουμε στην ουσία. Το ότι υπάρχουν αδικίες, φαινόμενα απαράδεκτα, διαχρονικές αδυναμίες και έλλειψη κατανόησης μπορεί να δικαιολογήσει τον… «περίπατο» ή, ακόμα περισσότερο, την οργανωμένη προσπάθεια αξιόλογων και σκεπτόμενων ανθρώπων, είναι αλήθεια, έναρξης συνδικαλισμού στο στράτευμα;
Το ερώτημα που τίθεται από πολλούς είναι τι θα κερδίσει ο στρατιωτικός από κάτι τέτοιο. Σε πρώτη ανάγνωση πολλά. Ένα συνδικαλιστικό όργανο πρωτίστως έχει τη δυνατότητα να ξεκινήσει, να στηρίξει οικονομικά και να τελικά να κερδίσει δικαστικούς αγώνες για χρόνια προβλήματα, χωρίς να φοβάται τυχόν εκδικητικές συμπεριφορές της υπηρεσίας (βλέπε μεταθέσεις). Αυταρχικές συμπεριφορές θα μπορούν να ελέγχονται καλύτερα, κι ένα σωρό άλλες παράμετροι της ζωής ενός στρατιωτικού θα μπορούσαν να τεθούν σε μια νέα βάση.
Το ερώτημα που θέτω εγώ είναι τι θα κερδίσει ο στρατός, τι θα κερδίσει η πατρίδα και τι θα συμβεί μακροπρόθεσμα.
Λοιπόν, όχι μόνο δεν θα κάνει καλό, αλλά αντίθετα θα κάνει πολύ και μη αναστρέψιμο κακό. Στην αρχή του κειμένου είπα πως ο στρατιωτικός, οικειοθελώς, επιλέγοντας το στρατιωτικό επάγγελμα χάνει βασικές ελευθερίες.
Η συνέχεια της πρότασης είναι πως τις χάνει προκειμένου να υπερασπίσει τις ελευθερίες των υπολοίπων.
Οφείλει να προετοιμάζει και να προετοιμάζεται για το πιο άγριο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια κοινωνία, για τον πόλεμο, κι αυτό τον διαφοροποιεί απόλυτα από το υπόλοιπο κομμάτι της. Βασικός πυλώνας αυτής της προετοιμασίας είναι η πειθαρχία, κι αρέσει δεν αρέσει, αυτό είναι το πρώτο που χτυπιέται από μια τέτοια κίνηση. Εκτός αυτού, από τα παραδείγματα συνδικαλισμού της υπόλοιπης κοινωνίας, μάλλον αρνητικά συμπεράσματα βγάζει κανείς. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε την εξέλιξη των διάφορων συνδικαλιστών, για να φανταστούμε τη μοίρα που περιμένει η εμπλοκή των κομμάτων ΚΑΙ θεσμικά στη λειτουργία του στρατεύματος.
Η κίνηση συνδικαλισμού στον στρατό είναι κίνηση απελπισίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ποινές και απειλές ποτέ δεν σταμάτησαν τέτοιου είδους εξελίξεις και δεν πρόκειται να το κάνουν. Αντίθετα πρέπει να υπάρξει προβληματισμός, πρέπει το στράτευμα όχι απλώς να προλάβει τις εξελίξεις, αλλά να τρέξει μπροστά από αυτές. Γιατί μπορεί το στράτευμα να μην είναι της ηγεσίας, να είναι όλων όσοι υπηρετούν σ’ αυτό και της κοινωνίας γενικότερα, αλλά η ποιότητα της ηγεσίας είναι που καθορίζει την ποιότητα του στρατεύματος. Υπάρχουν αλλαγές που μπορούν να γίνουν χωρίς να κοστίσουν τίποτα και να βελτιώσουν ουσιαστικά τη ζωή των στελεχών και των οικογενειών τους, υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να δώσουν στον στρατιωτικό την αξία και την κοινωνική αναγνώριση που κάποιοι άλλοι προσπαθούν να του κλέψουν. Κανείς δεν μπήκε στον στρατό για να γίνει πλούσιος, αλλά η αξιοπρεπής διαβίωση του ίδιου και της οικογένειάς του είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Ο υπαξιωματικός θα πρέπει να σταματήσει να απαξιώνεται, ο θεσμός του υπαξιωματικού θα πρέπει να αποκτήσει την αξία του και την περηφάνια του. Δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται η υπηρεσία ότι δεν την απασχολούν τα οικονομικά ζητήματα των στελεχών π.χ. Απλές κινήσεις, όπως οργάνωση και επαρκής στελέχωση γραφείου μέριμνας προσωπικού ,που θα απασχολείται αποκλειστικά με αυτό το θέμα σε κάθε ταξιαρχία, κι όχι ένα στέλεχος μαζί με ένα σωρό άλλα καθήκοντα να έχει κι αυτό το βάσανο στην πλάτη του, εκμετάλλευση της μεγάλης αλυσίδας σουπερμάρκετ που υπάρχει εν υπνώσει, μιλάω για τα στρατιωτικά πρατήρια, η στελέχωση των οποίων με εξειδικευμένο προσωπικό και όχι με αποσπασμένους βυσματούχους μπορεί να τα απογειώσει, η εκμετάλλευση και μετατροπή παροπλισμένων στρατοπέδων, οι εκδηλώσεις, οι υποτροφίες, η στεγανοποίηση επιλογών του προσωπικού είτε για μεταθέσεις, είτε για διάφορες εξειδικευμένες θέσεις από τα γραφεία των βουλευτών, των πολιτευτών και των πάσης φύσεως μεσαζόντων, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν και να πραγματοποιηθούν με τον συνδικαλισμό. Μάλλον χειρότερα θα γίνουν.
Κάπου εδώ ίσως και να ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρό για το Άρδην, αν καταφέρει και κάνει τον στρατιωτικό να νιώσει πως υπάρχει ένας χώρος που ξέρει τις ιδιαιτερότητές του, που μπορεί να σπρώξει τα πράγματα προς το καλύτερο, που μπορεί να τον κατανοήσει, χωρίς εθνικόφρονες λεβεντουριές, αλλά με τον πατριωτισμό και τον σεβασμό που του αξίζει. Κι ένας τέτοιος χώρος δεν θα πρέπει μόνο να υπόσχεται και να αναγνωρίζει, θα πρέπει επίσης να απαιτεί και να κρίνει. Εκεί θα παιχτεί η διαφορά.
Πάνω απ’ όλα όμως, αυτό που επειγόντως χρειάζεται, είναι η φυσική ηγεσία του στρατεύματος να πιάσει τα μηνύματα των καιρών και να τολμήσει τις αλλαγές που απαιτούνται για να προστατευθεί και στη συνέχεια να αναδειχθεί αυτός ο εν υπνώσει γίγαντας, αυτός ο ανεκμετάλλευτος πολλαπλασιαστής ισχύος της ελληνικής κοινωνίας που λέγεται ελληνικός στρατός και που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα.