Αρχική » Η εργασία στη φάση της εξόδου από τον καπιταλισμό, ή η έξοδος από τον καπιταλισμό έχει ήδη ξεκινήσει*

Η εργασία στη φάση της εξόδου από τον καπιταλισμό, ή η έξοδος από τον καπιταλισμό έχει ήδη ξεκινήσει*

από admin

του Αντρέ Γκορζ Άρδην τ. 80 Ιούνιος 2010

Ποτέ, μέχρι σήμερα, το ζήτημα της εξόδου από τον καπιταλισμό δεν υπήρξε τόσο επίκαιρο. Τίθεται με ριζικά καινούργιους όρους και με ριζικά νέα επιτακτικότητα. Εξαιτίας της ίδιας της ανάπτυξής του, ο καπιταλισμός έχει αγγίξει ένα όριο, τόσο ενδογενές όσο και εξωγενές, το οποίο είναι ανίκανος να υπερβεί και το οποίο τον μεταβάλλει σε ένα σύστημα που επιβιώνει με τεχνάσματα, μπροστά στην κρίση των θεμελιωδών κατηγοριών του: της εργασίας, της αξίας, του κεφαλαίου.
Η κρίση του συστήματος εκδηλώνεται τόσο στο μακροοικονομικό όσο και στο μι­κροοικονομικό επίπεδο. Οφείλεται κυρίως σε μια τεχνοοικονομική ανατροπή, η οποία εισάγει μία ρήξη στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και καταστρέφει, με τις επι­πτώ­σεις της, τα θεμέλια της εξουσίας του και την ικανότητά του να αναπαράγεται. Θα προσπαθήσω να αναλύσω αυτή την κρίση, [1] υπό το πρίσμα της μακρο-οικονομίας και [2] σε ό, τι αφορά τις επιπτώσεις της στη λειτουργία και τη διαχείριση των επιχειρήσεων.
1. Η πληροφορικοποίηση και η ρομποτοποίηση επέτρεψαν την παραγωγή αυξανόμενων ποσοτήτων εμπορευμάτων με όλο και μικρότερη ποσότητα εργασίας. Το κό­στος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος βαίνει διαρκώς μειούμενο και η τιμή των προϊόντων τείνει να ελαττώνεται. Αλλά όσο μειώνεται η ποσότητα εργασίας για μια δεδομένη παραγωγή, τόσο πρέπει να αυξάνεται η αξία που παράγει ο κάθε εργάτης δηλ. η παραγωγικότητά του, έτσι ώστε να μην ελαττώνεται η μάζα του πραγματοποιήσιμου κέρδους. Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε αυτή τη φαινομενική παραδοξότητα του ότι, όσο αυξάνεται η παραγωγικότητα, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αυξάνεται ακόμα, προκειμένου να μη μειωθεί ο όγκος του κέρδους. Έτσι, τείνει να επιταχύνεται διαρκώς ο αγώνzας δρόμου για την παραγωγικότητα, να μειώνεται το απασχολούμενο δυναμικό, να επιτείνεται η πίεση στο προσωπικό, να υποβιβάζεται το ύψος και η συνολική μάζα των αμοιβών. Το σύστημα εξελίσσεται προς ένα εσωτερικό όριο, πέρα από το οποίο η παραγωγή και η επένδυση στην παραγωγή παύουν να είναι αρκετά κερδοφόρες.
Τα στοιχεία πιστοποιούν ότι έχουμε φτάσει σε αυτό το όριο. Η παραγωγική συσσώρευση του παραγωγικού κεφαλαίου υποχωρεί διαρκώς. Στις ΗΠΑ, οι 500 εταιρείες του δείκτη Standard & Poor’s διαθέτουν 631 δισ. $ ρευστών αποθεμάτων· το ήμισυ των κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων προέρχεται από δραστηριότητες στις χρηματιστικές αγορές. Στη Γαλλία, οι παραγωγικές επενδύσεις των εταιρειών του χρηματιστηριακού δείκτη CAC 40 δεν αυξάνονται, ακόμα και όταν εκτινάσσονται τα κέρδη τους.
Στον βαθμό που η παραγωγή δεν είναι πια σε θέση να αποσπάσει αξία από το σύνολο των συσσωρευμένων κεφαλαίων, ένα αυξανόμενο μέρος από αυτά διατηρεί τη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου. Συγκροτείται έτσι μια χρηματιστική βιομηχανία, που τε­λειοποιεί όλο και περισσότερο την τέχνη της δημιουργίας χρήματος, αγοράζοντας και πουλώντας αποκλειστικά διάφορες μορφές χρήματος. Το ίδιο το χρήμα αποτελεί το μοναδικό εμπόρευμα που παράγει η χρηματιστική βιομηχανία, μέσω δραστηριοτήτων που είναι όλο και πιο επισφαλείς, όλο και πιο ανεξέλεγκτες στις χρηματιστικές αγορές. Η μάζα των κεφαλαίων, που απορροφά και διαχειρίζεται η χρηματιστική βιομηχανία, ξεπερνά κατά πολύ τη μάζα των κεφαλαίων που αξιοποιούνται από την πραγματική οικονομία (το σύνολο των χρηματιστικών διαθεσίμων αντιπροσωπεύει 160.000 δισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το τριπλάσιο ή τετραπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ). Η αξία αυτού του κεφαλαίου είναι καθαρά πλασματική: στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στον δανεισμό και στην «good will», δηλαδή στις προβλέψεις: το χρηματιστήριο κεφαλαιοποιεί τη μελλοντική επέκταση, τα μελλοντικά κέρδη των επιχειρήσεων, τη μελλοντική αύξηση των τιμών των ακινήτων, τα κέρδη που θα προκύψουν από τις αναδιαρθρώσεις, τις συγχωνεύσεις, τις συγκεντροποιήσεις κ.λπ. Οι χρηματιστηριακές τιμές διογκώνονται με τα μελλοντικά κεφάλαια και τις υπεραξίες τους, ενώ τα νοικοκυριά ωθούνται από τις τράπεζες να αγοράσουν (μεταξύ άλλων) μετοχές και να συμμετέχουν στις επενδύσεις ακινήτων, να επιταχύνουν έτσι την άνοδο των τιμών, να δανείζονται από τις τράπεζες ολοένα αυξανόμενες ποσότητες χρημάτων, στον βαθμό που αυξάνεται το πλασματικό χρηματιστηριακό κεφάλαιό τους.
Η κεφαλαιοποίηση του μελλοντικού κέρδους και της μελλοντικής επέκτασης συντηρεί τον αυξανόμενο δανεισμό, τροφοδοτεί την οικονομία με ρευστό, που προέρχεται από την τραπεζική ανακύκλωση της πλασματικής υπεραξίας, και επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες μια «οικονομική ανάπτυξη», η οποία, βασισμένη στον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό, αποτελεί κατ’ εξοχήν τον κύριο μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης (ακόμα και της κινέζικης). Η πραγματική οικονομία μεταβάλλεται σε μια απόφυση της κερδοσκοπικής φούσκας, που συντηρείται από τη χρηματιστική βιομηχανία. Μέχρι την –αναπόφευκτη– στιγμή κατά την οποία οι φούσκες σκάνε, παρασύρουν τις τράπεζες σε αλυσιδωτές χρεοκοπίες, απειλώντας με κατάρρευση το παγκό­σμιο πιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία με μια σοβαρή και παρατεταμένη ύφεση (η γιαπωνέζικη ύφεση συνεχίζεται εδώ και δεκαπέντε χρόνια).
Όσο και αν κατηγορούμε την κερδοσκοπία, τους φορολογικούς παραδείσους, την αδιαφάνεια και την ανεξέλεγκτη χρηματιστική βιομηχανία (ιδιαίτερα τα hedge afunds), ο κίνδυνος της ύφεσης, ακόμα και της κατάρρευσης, που απειλεί την παγκόσμια οικονομία, δεν οφείλεται στην έλλειψη ελέγχου· οφείλεται στην ανικανότητα του καπιταλισμού να αναπαραχθεί. Διαιωνίζεται και λειτουργεί αποκλει­στικά πάνω σε βάσεις πλασματικές και ολοένα πιο επισφαλείς. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι θα κάνει αναδιανομή μέσω της φορολόγησης των πλασματικών υπεραξιών, που πραγματοποιούν οι φούσκες, δεν θα έχει άλλο αποτέλεσμα από το να επιταχύνει αυτό ακριβώς που προσπαθεί να αποφύγει η χρηματιστική βιομηχανία: την απαξίωση γιγαντιαίων ποσοτήτων χρηματιστικού ενεργητικού και την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος. Η «οικολογική αναδιάρθρωση» δεν μπορεί παρά να επιδεινώσει την κρίση του συστήματος. Είναι αδύνατο να αποφύγουμε μια κλιματική καταστροφή χωρίς να έρθουμε σε ριζική ρήξη με τις μεθόδους και την οικονομική λογική που οδηγεί σε αυτή την καταστροφή εδώ και 150 χρόνια. Αν παρατείνουμε τη σημερινή τάση, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα πολλαπλασιαστεί επί 3 ή επί 4, μέχρι το 2050. Αλλά, σύμφωνα με την έκθεση του Συμβουλίου για το Κλίμα, του ΟΗΕ, οι εκπομπές CO2 πρέπει να μειωθούν κατά 85% μέχρι τότε, ώστε να περιοριστεί μόνο στους 2ο C η υπερθέρμανση του πλανήτη. Πάνω από τους 2ο C, οι συνέπειες θα είναι ανεξέλεγκτες και μη αναστρέψιμες. Κατά συνέπεια, η αποανάπτυξη αποτελεί επιτακτική ανάγκη επιβίωσης. Προϋποθέτει, όμως, μια άλλη οικονομία, έναν άλλο τρόπο ζωής, έναν άλλο πολιτισμό, άλλες κοινωνικές σχέσεις. Χωρίς αυτά, η κατάρρευση δεν θα μπορέσει να αποφευχθεί παρά μόνο μέσα από περιορισμούς, επιβολή δελτίου, αυταρχική κατανομή των πόρων, χαρακτηριστικά μιας πολεμικής οικονομίας. Η έξοδος από τον καπιταλισμό θα γίνει, λοιπόν, με τον ένα ή άλλο τρόπο, πολιτισμένα ή μέσα στη βαρβαρότητα. Το ζήτημα τίθεται αποκλειστικά στον τρόπο και στον ρυθμό με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί αυτή η έξοδος.
Η βάρβαρη μορφή μας είναι ήδη γνωστή. Επιβάλλεται ήδη σε πολλές περιοχές της Αφρικής, που κυριαρχούνται από τους πολεμικούς αρχηγούς, μέσα από τη λεηλασία των ερειπίων του εκσυγχρονισμού, τις σφαγές και το δουλεμπόριο, με φόντο τον λιμό. Οι τρεις Μαντ Μαξ δεν ήταν παρά προφητικές αφηγήσεις.
Αντίθετα, μια πολιτισμένη μορφή εξόδου από τον καπιταλισμό σπανίως αντιμετωπίζεται σαν ενδεχόμενο. Η επίκληση της επαπειλούμενης κλιματικής καταστροφής οδηγεί συνήθως στο να θεωρούμε αναγκαία μια «αλλαγή νοοτροπίας», αλλά η φύση αυτής της αλλαγής, οι προϋποθέσεις της, τα εμπόδια που πρέπει να απομακρυνθούν, φαντάζουν αδιανόητα. Το να προτείνει κανείς μια άλλη οικονομία, άλλες κοινωνικές σχέσεις, άλλους τρόπους και άλλα μέσα παραγωγής, άλλον τρόπο ζωής, μοιάζει ουτοπικό, λες και η κοινωνία του εμπορεύματος, της μισθωτής εργασίας και του χρήματος είναι αξεπέραστη. Στην πραγματικότητα, ένα πλήθος ενδείξεων, που συγκλί­νουν, μας αποδεικνύουν ότι αυτό το ξεπέρασμα έχει ήδη ξεκινήσει και ότι οι πιθανότητες για μια πολιτισμένη έξοδο από τον καπιταλισμό εξαρτώνται, πάνω απ’ όλα, από την ικανότητά μας να διακρίνουμε τις τάσεις και τις πρακτικές που προαναγγέλλουν τη δυνατότητα γι’ αυτή την έξοδο.

2.  Ο καπιταλισμός οφείλει την εξάπλωσή του και την κυριαρχία του στην εξουσία που κατέκτησε πάνω στην παραγωγή και την κατανάλωση, στη διάρκεια ενός αιώνα. Αποστερώντας, αρχικά, τους εργάτες από τα μέσα εργασίας και τα προϊόντα τους, εξασφάλισε σταδιακά το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής και τη δυνατότητα να υποτάξει την εργασία. Εξειδικεύοντας, καταμερίζοντας και μηχανοποιώντας την εργασία σε μεγάλες εγκαταστάσεις, μετέβαλε τους εργάτες σε απόφυση των μεγα-μηχανών του κεφαλαίου. Έτσι, καθιστούσε αδύνατη την όποια ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από τους παραγωγούς. Εκμηδενίζοντας την εξουσία των τελευταίων πάνω στη φύση και τον προορισμό των προϊόντων, εξασφάλισε, για λογαριασμό του κεφαλαίου, το σχεδόν αποκλειστικό μονοπώλιο της προσφοράς και, κατά συνέπεια, την εξουσία να αναπτύσσει προνομιακά, σε όλους τους τομείς, την πιο κερδοφόρα παραγωγή και κατανάλωση, καθώς και την εξουσία να διαμορφώνει τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες των καταναλωτών, τον τρόπο με τον οποίο θα ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Αυτή ακριβώς την εξουσία αρχίζει να υπονομεύει η πληροφορική επανάσταση.
Αρχικά, η πληροφορικοποίηση είχε σαν στόχο να μειώσει το κόστος παραγωγής. Προκειμένου, αυτή η μείωση του κόστους, να μην επιφέρει μια αντίστοιχη πτώση της τιμής των εμπορευμάτων, έπρεπε, στο μέτρο του δυνατού, να εξαιρεθούν τα τελευταί­α από τους νόμους της αγοράς. Αυτό έγινε δυνατό με το να αποδοθούν στα εμπορεύματα μοναδικές ιδιότητες, χάρη στις οποίες δεν μπορούν να συγκριθούν και, επομένως, παύουν να αποτελούν απλά εμπορεύματα. Γι’ αυτό, η εμπορική αξία (η τιμή) των προϊόντων έπρεπε να εξαρτάται περισσότερο από τις άυλες, μη μετρήσιμες, ιδιότητές τους, παρά από την ουσιαστική χρησιμότητά τους (αξία χρήσης). Αυτές οι άυλες ιδιότητες –το στυλ, η καινοτομία, το κύρος της φίρμας, η σπανιότητα ή η «αποκλειστικότητα»– έμελλαν να προσδώσουν στα προϊόντα ένα καθεστώς παρόμοιο με εκείνο των έργων τέχνης: τα τελευταία έχουν μια ενδογενή αξία, δεν υπάρχει μέ­τρο που να επι­τρέ­πει τον καθορισμό μιας σχέσης ισοδυναμίας ή μιας «σωστής τιμής». Δεν πρόκειται λοιπόν για πραγματικά εμπορεύματα. Η τιμή τους εξαρτάται από τη σπανιότητά τους, από τη φήμη του δημιουργού, από την επιθυμία του ενδεχόμενου αγοραστή. Οι άυλες, μη συγκρίσιμες, ιδιότητες, προσφέρουν στην εταιρεία παραγωγό το ισοδύναμο ενός μονοπωλίου και τη δυνατότητα να εξασφαλίσει μία πρόσοδο καινοτομίας, σπανιότητας, αποκλειστικότητας. Αυτή η πρόσοδος αποκρύπτει, αντισταθμίζει και συχνά υπεραντισταθμίζει τη μείωση της αξίας, με την οικονομική έννοια, που επιφέρει η ελάττωση του κόστους παραγωγής για τα προϊόντα ως εμπορεύματα, φύσει ανταλλάξιμα μεταξύ τους, σύμφωνα με τη σχέση ισοδυναμίας. Από οικονομική άποψη, λοιπόν, η καινοτομία δεν δημιουργεί αξία· αποτελεί το μέσον να δημιουργηθεί σπανιότητα, πηγή προσόδου, και να εξασφαλιστεί μια υπερτίμηση εις βάρος ανταγωνιστικών προϊόντων. Το ποσοστό της προσόδου στην τιμή ενός εμπορεύματος μπορεί να είναι δέκα, είκοσι ή πενήντα φορές μεγαλύτερο από το κόστος παραγωγής του και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα προϊόντα πολυτελείας· ισχύει επίσης και για προϊόντα καθημερινής χρήσης, όπως αθλητικά παπούτσια, μακό μπλουζάκια, κινητά τηλέφωνα, δίσκοι, τζιν κ.λπ. Επομένως, η πρόσοδος δεν είναι το ίδιο με το κέρδος: δεν αντιστοιχεί στη δημιουργία μιας επιπλέον αξίας, μιας υπεραξίας. Αναδιανέμει τη συνολική μάζα της αξίας προς όφελος των προσοδούχων επιχειρήσεων και εις βάρος των υπολοίπων· δεν αυξάνει αυτή τη μάζα1.
Όταν η αύξηση της προσόδου γίνεται καθοριστικός στόχος της πολιτικής των εται­ρειών –σημαντικότερος από το κέρδος, το οποίο προσκρούει στο εσωτερικό όριο που περιγράψαμε πιο πάνω– ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις εταιρείες βασίζεται κυρίως στην ικανότητα και την ταχύτητά τους για καινοτομία. Από αυτήν εξαρτάται το μέγεθος της προσόδου τους. Προσπαθούν έτσι να υπερβούν τον εαυτό τους σε ό, τι αφορά την προώθηση νέων προϊόντων ή μοντέλων ή στυλ, με την πρωτοτυπία του σχεδίου, με την επινοητικότητα στις εκστρατείες προώθησης, με την «προσωποποίηση» των προϊόντων. Η επιτάχυνση της παλαίωσης των προϊόντων, που πάει μαζί με τη μείωση της διάρκειας ζωής τους και της δυνατότητας επιδιόρθωσης, καθίσταται το αποφασιστικό μέσο για να αυξηθεί ο όγκος των πωλήσεων. Υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να επινοούν διαρκώς νέες ανάγκες και νέες επιθυμίες, να προσδίδουν στα εμπορεύματα αξία συμβολική, κοινωνική, ερωτική, να διαδίδουν έναν «πολιτισμό της κατανάλωσης», που στοχεύει στην εξατομίκευση, στη μοναδικότητα, τον ανταγωνισμό, την αντιζηλία, εν ολίγοις σε αυτό που έχω ονομάσει αλλού  «αντικοινωνική κοινωνικοποίηση». Σε αυτό το σύστημα, όλα αντιπαλεύουν την αυτονομία των ατόμων· την ικανότητά τους να στοχαστούν όλοι μαζί τους κοινούς σκοπούς τους και τις κοινές ανάγκες τους· να συσκεφθούν για τον καλύτερο τρόπο να καταργήσουν τις σπατάλες, να εξοικονομήσουν πόρους, να επεξεργαστούν από κοινού, ως παραγωγοί και καταναλωτές, έναν κοινό κανόνα του επαρκούς – αυτού που ο Ζακ Ντελόρ αποκαλούσε μια «λιτή αφθονία». Προφανώς, η ρήξη με την τάση «να παράγουμε περισσότερα, να καταναλώνουμε περισσότερα» και ο αυτόνομος επανακαθορισμός ενός προτύπου ζωής, που αποσκοπεί στο να κάνουμε περισσότερα και καλύτερα με τα λιγότερα, προϋποθέτει τη ρήξη με έναν πολιτισμό όπου δεν παρά­γουμε τίποτε από αυτά που καταναλώνουμε και δεν καταναλώνουμε τίποτε από αυτά που παράγουμε· όπου οι παραγωγοί είναι αποχωρισμένοι από τους καταναλωτές και όπου ο καθένας αντιτίθεται στον εαυτό του, εφόσον είναι πάντα και το ένα και το άλλο, ταυτόχρονα· έναν πολιτισμό όπου όλες οι ανάγκες και όλες οι επιθυμίες συνοψίζονται στην ανάγκη να κερδίζουμε χρήματα και στην επιθυμία να κερδίζουμε περισσότερα· όπου η δυνατότητα της αυτοπαραγωγής για την αυτοκατανάλωση φαντάζει αδιανόητη, γραφική και απαρχαιωμένη –κακώς.
Και όμως, η «δικτατορία πάνω στις ανάγκες» αρχίζει να εξασθενεί. Ο έλεγχος που ασκούν οι εταιρείες πάνω στους καταναλωτές γίνεται πιο εύθραυστος, σε πείσμα της έκρηξης των δαπανών για την προώθηση στην αγορά και τη διαφήμιση. Η τάση στην αυτοπαραγωγή κερδίζει και πάλι έδαφος εξαιτίας του αυξανόμενου ειδικού βάρους που αποκτούν τα άυλα στοιχεία στη φύση των εμπορευμάτων. Λίγο λίγο, το κεφάλαι­ο χάνει το μονοπώλιο της προσφοράς.
Τα άυλα στοιχεία των εμπορευμάτων εύκολα μπορούσαν να ιδιωτικοποιούνται και να μονοπωλούνται όσο οι γνώσεις, οι ιδέες, οι έννοιες που εφαρμόζονταν στην παραγωγή και στη σύλληψη των εμπορευμάτων καθορίζονταν σε συνάρτηση με μηχανές και αντικείμενα στα οποία αυτά τα στοιχεία είχαν ενσωματωθεί, με σκοπό μια συγκεκριμένη χρήση. Μηχανές και αντικείμενα μπορούσαν να πατενταριστούν και έτσι προστατευόταν η μονοπωλιακή θέση των επιχειρήσεων. Η ατομική ιδιοκτησία της γνώσης και των εννοιών είχε καταστεί δυνατή από το γεγονός ότι οι μηχανές και τα αντικείμενα δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από τα προϊόντα που την υλοποιούσαν. Αποτελούσαν μια συνιστώσα του σταθερού κεφαλαίου.
Όλα όμως αλλάζουν όταν τα άυλα στοιχεία δεν είναι πια αξεχώριστα από τα προϊόντα που τα περιέχουν, ούτε από τα άτομα που τα κατέχουν· όταν αποκτούν μια ύπαρξη ανεξάρτητη από κάθε ιδιαίτερη χρήση και μπορούν, αν μεταφραστούν σε λογισμικό, να αναπαραχθούν σε απεριόριστες ποσότητες με μηδαμινό κόστος. Μπορούν τότε να μεταβληθούν σε ένα αγαθό εν αφθονία το οποίο, όντας απολύτως διαθέσιμο, χάνει κάθε ανταλλακτική αξία και περιέρχεται στον δημόσιο χώρο σαν δωρεάν κοινό αγαθό –εκτός και αν πετύχουν κάποιοι να το εμποδίσουν απαγορεύοντας την πρόσβαση σε αυτό και στην απεριόριστη χρήση για την οποία προσφέρεται.
Το πρόβλημα στο οποίο προσκρούει η «οικονομία της γνώσης» έγκειται στο γεγονός ότι η άυλη διάσταση, από την οποία εξαρτάται η κερδοφορία των εμπορευμάτων στην εποχή της πληροφορικής, αλλάζει τη φύση των εμπορευμάτων, στον βαθμό που δεν είναι ιδιοκτησία ούτε των επιχειρήσεων ούτε των συνεργατών τους· από τη φύση της, δεν είναι δυνατό να γίνει ιδιοκτησία κάποιου και, ως εκ τούτου, να γίνει πραγματικό εμπόρευμα. Μπορεί μόνο να μεταμφιεστεί σε ατομική ιδιοκτησία και σε εμπόρευ­μα εξασφαλίζοντας την αποκλειστικότητα στη χρήση της με νομικά ή τεχνικά τεχνάσματα (μυστικοί κωδικοί πρόσβασης). Ωστόσο, αυτή η μεταμφίεση του συγκεκριμένου αγαθού δεν αλλάζει σε τίποτα την πραγματικότητά του ως κοινού αγα­θού: παραμένει ένα μη-εμπόρευμα, που δεν μπορεί να πουληθεί, και στο οποίο η πρόσβαση και η ελεύθερη χρήση απαγορεύονται, ακριβώς επειδή είναι πάντα δυνατές, επειδή παραμονεύουν οι «παράνομες αντιγραφές», οι «απομιμήσεις», οι απαγορευμένες χρήσεις. Ο ίδιος ο υποτιθέμενος ιδιοκτήτης δεν μπορεί να το πουλήσει, δηλαδή να μεταφέρει σε κάποιον άλλον την ιδιοκτησία, όπως θα το έκανε για ένα πραγματικό εμπόρευμα· δεν μπορεί να πουλήσει παρά μόνο ένα δικαίωμα πρόσβασης ή «αδειοδοτημένης» χρήσης.
Έτσι λοιπόν, η οικονομία της γνώσης έχει σαν βάση έναν πλούτο, προορισμός του οποίου είναι να αποτελεί κοινό αγαθό, και αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα πνευματικά δικαιώματα· ο χώρος των δωρεάν αγαθών εξαπλώνεται αναπόδραστα. Η πληροφορική και το διαδίκτυο υπονομεύουν το εμπό­ρευμα στα θεμέλιά του. Οτιδήποτε μπορεί να μεταφραστεί στην ψηφιακή γλώσσα, να αναπαραχθεί και να διαδοθεί ανέξοδα τείνει, μοιραία, να μεταβληθεί σε κοινό αγαθό, ακόμα και σε παγκόσμιο κοινό αγαθό, στον βαθμό που είναι προσβάσιμο και χρησιμοποιήσιμο από όλους. Ο καθένας μπορεί να αναπαραγάγει με τον υπολογιστή του άυλα στοιχεία, όπως το ντιζάιν, οικοδομικά σχέδια ή σχέδια συναρμολόγησης, χημικούς τύπους και εξισώσεις· να επινοήσει τις δικές του τεχνοτροπίες και μορφές· να τυπώσει κείμενα, να γράψει δίσκους, να αναπαραγάγει πίνακες. Πάνω από 200 εκατομμύρια αναφορές είναι σήμερα προσβάσιμες μέσω των αδειών «creative commons»2. Στη Βραζιλία, όπου η μουσική βιομηχανία προωθεί στο εμπόριο 15 καινούργια σιντί τον χρόνο, οι νεαροί στις φαβέλες γράφουν περίπου 80 την εβδομάδα και τα πουλάνε στον δρόμο. Τα τρία τέταρτα των υπολογιστών, που παρήχθησαν το 2004, κατασκευάστηκαν ατομικά στις φαβέλες, με υλικά που είχαν πεταχτεί στα σκου­πίδια. Η κυβέρνηση στηρίζει τους συνεταιρισμούς και τις άτυπες ομάδες αυτοπαραγωγής με σκοπό τον αυτοεφοδιασμό.
Ο Κλαούντιο Πράντο, που διευθύνει το τμήμα της ψηφιακής κουλτούρας του υ­πουρ­γείου Πολιτισμού, έλεγε πρόσφατα: «Η απασχόληση είναι ένα είδος προς εξαφάνιση… Θέλουμε να παρακάμψουμε αυτή την άθλια φάση του 20ού αιώνα, ώστε να περάσουμε απευθείας από τον 19ο στον 21ο αιώνα». Έτσι, για παράδειγμα, στηρί­χτηκε επίσημα η αυτοπαραγωγή υπολογιστών: ο στόχος είναι να ευνοηθεί «η ιδιοποίηση των τεχνολογιών από τους χρήστες με σκοπό τον κοινωνικό μετασχηματισμό». Το επόμενο στάδιο θα είναι λογικά η αυτοπαραγωγή των μέσων παραγωγής. Θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα.
Εκείνο που έχει σημασία, για την ώρα, είναι να μεταπέσουν σταδιακά στον δημόσιο χώρο και να παρέχονται όλο και περισσότερο δωρεάν η κύρια παραγωγική δύναμη και η κύρια πηγή προσόδου· να αποδυναμωθεί σταδιακά η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, επομένως και το μονοπώλιο της προσφοράς· να χαλαρώσει, έτσι, ο έλεγχος του κεφαλαίου πάνω στην κατανάλωση και αυτή η τελευταία να μπορέσει να βρει τον δρόμο της χειραφέτησης από την εμπορευματική προσφορά. Πρόκειται για μια ρήξη που υπονομεύει τον καπιταλισμό στα θεμέλιά του. Η πάλη που έχει ξεκινήσει ανάμεσα στα «ιδιωτικά λογισμικά» και τα «ελεύθερα λογισμικά» υπήρξε το βασικό εναρκτήριο λάκτισμα της εποχής μας. Εξαπλώνεται και προεκτείνεται με την πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση των πρώτων υλών – τη γη, τους σπόρους, το γένωμα, τα πολιτιστικά αγαθά, τις κοινές γνώσεις και τις κοινές ικανότητες, που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του πολιτισμού της καθημερινότητας και τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας κοινωνίας. Από την τροπή που θα πάρει αυτή η πάλη εξαρτάται και η μορφή την οποία θα λάβει –πολιτισμένη ή βάρβαρη– η έξοδος από τον καπιταλισμό. Αυτή η έξοδος προϋποθέτει αναγκαστικά τη χειραφέτησή μας από τον έλεγχο που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στην κατανάλωση και από το μονοπώλιό του στα μέσα παραγωγής. Σημαίνει να ανακτηθεί η ενότητα του υποκειμένου της παραγωγής και του υποκειμένου της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, να ανακτήσουμε την αυτονομία στον καθορισμό των αναγκών μας και του τρόπου ικανοποίησής τους. Το ανυπέρβλητο εμπόδιο που είχε υψώσει ο καπιταλισμός σ’ αυτόν τον δρόμο ήταν η ίδια η φύση των μέσων παραγωγής που είχε διαμορφώσει: αποτελούσε μια μεγαμηχανή, την οποία υπηρετούσαμε όλοι και η οποία μας υπαγόρευε τους στόχους που έπρεπε να ακολουθούμε και τη ζωή που έπρεπε να διάγουμε. Αυτή η περίοδος φτάνει στο τέλος της. Τα υψηλής τεχνολογίας μέσα αυτοπαραγωγής καθιστούν τη βιομηχανική μεγαμηχανή δυνητικά απαρχαιωμένη. Ο Κλαούντιο Πράντο επικαλείται την «ιδιοποίηση των τεχνολογιών», αφού το κοινό κλειδί για όλες, η πληροφορική, μπορεί να γίνει κοινό κτήμα. Γιατί, όπως έλεγε ο Ιβάν Ίλιτς, «ο καθένας μπορεί να [την] χρησιμοποιήσει εύκολα, όσο συχνά ή όσο σπάνια το επιθυμεί… χωρίς η χρήση αυτή να παραβιάζει την ελευθερία των άλλων να κάνουν το ίδιο»· και γιατί αυτή η χρήση (πρόκειται για τον ορισμό του Ίλιτς σχετικά με τα συμβιωτικά εργαλεία) «προάγει την προσωπική ολοκλήρωση» και διευρύνει την αυτονομία όλων. Ο ορισμός που δίνει ο Πέκα Χιμάνεν3 για την ηθική του χάκερ είναι παραπλήσιος: ένας τρόπος ζωής που βάζει σε πρώτο επίπεδο «τη χαρά της φιλίας, της αγάπης, της ελεύθερης συνεργασίας και της προσωπικής δημιουρ­γικότητας».
Τα υψηλής τεχνολογίας εργαλεία που υπάρχουν ή που αναπτύσσονται, τα οποία σε γενικές γραμμές είναι παρόμοια με τα περιφερειακά του υπολογιστή, μας δεί­χνουν προς ένα μέλλον όπου, πρακτικά, οτιδήποτε είναι αναγκαίο ή επιθυμητό θα μπορεί να παράγεται σε συνεταιριστικά ή κοινοτικά εργαστήρια· όπου οι παραγωγικές δραστηριότητες θα μπορούν να συνδυάζονται με τη μαθητεία και την εκπαίδευση, με τον πειραματισμό και την έρευνα, με τη δημιουργία νέων γεύσεων, αρωμάτων και υλικών, με την επινόηση νέων μορφών και τεχνικών για την αγροτική παραγωγή, τις κατασκευές, την ιατρική κ.λπ. Τα κοινοτικά εργαστήρια αυτοπαραγωγής θα διασυνδέονται σε πλανητική κλίμακα και θα μπορούν να ανταλλάσσουν ή να κοινοποιούν τις εμπειρίες, τις εφευρέσεις, τις ιδέες, τις ανακαλύψεις τους. Η εργασία θα παράγει πολιτισμό, η αυτοπαραγωγή θα γίνει ένας τρόπος προσωπικής άνθησης. Δύο συνθήκες συνηγορούν υπέρ αυτού του τύπου ανάπτυξης. Η πρώτη συνίσταται στο ότι υπάρχουν πολύ περισσότερες ειδικές ικανότητες, ταλέντα και δημιουργικότητα από όσα μπορεί να χρησιμοποιήσει ο καπιταλισμός. Αυτό το πλεόνασμα ανθρώπινων πόρων δεν μπορεί να γίνει παραγωγικό παρά μόνο σε μια οικονομία όπου η δημιουργία πλούτου δεν θα υπόκειται στα κριτήρια της κερδοφορίας. Η δεύτερη είναι το γεγονός ότι «η απασχόληση αποτελεί είδος προς εξαφάνιση».
Δεν υποστηρίζω πως αυτοί οι ριζικοί μετασχηματισμοί θα πραγματοποιηθούν. Λέω μόνο πως, για πρώτη φορά, μπορούμε να επιθυμούμε την πραγματοποίησή τους. Τα μέσα για να πραγματοποιηθούν υπάρχουν, καθώς και οι άνθρωποι που α­σχολούνται μεθοδικά με αυτούς. Πιθανώς να είναι οι Νοτιοαμερικανοί ή οι Νοτιοαφρικανοί εκείνοι που, πρώτοι, θα αναπαράγουν, στα υποβαθμισμένα προάστια των ευρωπαϊκών πόλεων, τα εργαστήρια αυτοπαραγωγής που έχουν στήσει στις φαβέλες τους ή στις townships, από τις οποίες κατάγονται.
Μετάφραση,
Χριστίνα Σταματοπούλου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η αξία-εργασία είναι μια ιδέα του Άνταμ Σμιθ, ο οποίος έβλεπε στην εργασία την κοινή ουσία όλων των εμπορευμάτων και θεωρούσε πως αυτά ανταλλάσσονταν με βάση την ποσότητα εργασίας που εμπεριείχαν. Η αξία-εργασία δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εννοούμε σήμερα και το οποίο (μεταξύ άλλων και στην Ντομινίκ Μεντά) θα έπρεπε να υποδηλώνεται ως εργασία-αξία (αξία ηθική, κοινωνική, ιδεολογική κ.λπ.) Ο Μαρξ τελειοποίησε και ξαναδούλεψε τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ. Α­πλουστεύοντας σε ακραίο βαθμό, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την οικονομική έννοια λέγοντας: Μια επιχείρηση δημιουργεί αξία στον βαθμό που παράγει ένα εμπόρευμα το οποίο μπορεί να πουληθεί με εργασία, για την αμοιβή της οποίας θέτει σε κυκλοφορία (δημιουργεί, διανέμει) μια αγοραστική δύναμη. Αν η δραστηριότητά της δεν αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, τότε δεν δημιουργεί αξία. Αν η δραστηριότητά της καταστρέφει θέσεις απασχόλησης, τότε κατα­στρέφει αξία. Η μονοπωλιακή πρόσοδος καταναλώνει αξία, που έχει δημιουργηθεί αλλού, και την ιδιοποιείται.
2. Η Creative Commons (CC) είναι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση αφιερωμένη στην επέκταση του εύρους των διαθέσιμων πνευματικών έργων, για να βασιστούν σε αυτά και άλλα έργα και να μοιραστούν νόμιμα. Η οργάνωση έχει εκδώσει διάφορες άδειες πνευματικών δικαιωμάτων γνω­στές ως άδειες Creative Commons. Αυτές οι άδειες επιτρέπουν στους δημιουργούς να δηλώσουν εύκολα ποια δικαιώματα διατηρούν και ποια δικαιώματα παραχωρούν σε άλλους δημιουργούς. Οι άδειες Creative Commons επιτρέπουν στους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων να χορηγήσουν μερικά ή όλα τα δικαιώματά τους στο κοινό, διατηρώντας άλλα μέσω ποικίλων σχημάτων χορήγησης αδειών και συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της απελευθέρωσης, ως κοινό κτήμα, ή όρους χορήγησης αδειών ελεύ­θερου περιεχομένου. Η πρόθεση είναι να αποφευχθούν τα προβλήματα που οι τρέχοντες νόμοι περί πνευματικής ιδιοκτησίας δημιουργούν στη διανομή των πληροφοριών (πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/Creative_Commons). [σ.τ.μ.]
3. Pekka Himanen: Φινλανδός φιλόσοφος και επιστήμονας πληροφορικής (γεν. 1973), γνωστός από το βιβλίο του Η Ηθική του χάκερ (2001), την οποία αντιπαραθέτει στη βιομηχανο-καπιταλιστική προτεσταντική ηθική. Έχει γράψει επίσης, μαζί με τον Μανουέλ Καστέλς, το βιβλίο Η κοινωνία της πληροφορίας και το κοινωνικό κράτος (2002). [σ.τ.μ.]
* Πρόκειται για το τελευταίο ίσως κείμενο του Αντρέ Γκόρζ πριν από τον θάνατό του και έχει δημοσιευτεί στο http://socio13.wordpress.com/2010/05/24/le-travail-dans-la-sor-tie-du-capitalisme-par-andre-gorz/

 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ