του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 79 Απρίλιος 2010
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βιώνει μια οικονομική κατάρρευση, που είναι ταυτόχρονα κρίση της δυτικής οικονομίας και του ιδιαίτερου παρασιτικού μοντέλου ανάπτυξης το οποίο διαμόρφωσε τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια.
Η κρίση της παγκοσμιοποίησης
Κατ’ αρχάς, από την εποχή που άρχισε να εξελίσσεται η οικονομική κρίση, το φθινόπωρο του 2007, τονίζαμε επανειλημμένα πως, στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μία, στην κυριολεξία, παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά για μια τελεσίδικη κρίση της αμερικανικής και δυτικής ηγεμονίας. Αντίθετα η Κίνα, η Ινδία, η Λατινική Αμερική ελάχιστα εθίγησαν από την κρίση, ενώ τείνουν να μεταβληθούν στο νέο επίκεντρο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Τότε, πολλοί είχαν σπεύσει να αμφισβητήσουν αυτή μας τη διαπίστωση-πρόβλεψη, που σήμερα έχει επιβεβαιωθεί αδιαμφισβήτητα: το 2009, η Κίνα σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης 8,7%, ξεπερνώντας τον στόχο του 8% που είχε θέσει η κυβέρνησή της, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2010 τρέχει με 11,9% σε ετήσια βάση! Δηλαδή, η Κίνα επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξής της σε επίπεδα υψηλότερα από την περίοδο πριν την κρίση, διευρύνοντας την απόσταση από τις χώρες της Δύσης και τροφοδοτώντας μια γενικότερη ανάκαμψη της ασιατικής, της αφρικανικής και εν μέρει της λατινοαμερικανικής αγοράς. Η Ινδία, που είχε πέσει στο 6,4% το 2009, προβλέπεται να επανέλθει στο 7,6% το 2010 και πάνω από 8% το 2011. (Για να έχουμε δε και μέτρα σύγκρισης με την Ελλάδα και τον υπερχρεωμένο δυτικό κόσμο, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως το εξωτερικό δημόσιο χρέος της Ινδίας αντιπροσωπεύει το… 6% του ΑΕΠ.) Ακόμα και η Ρωσία θα εμφανίσει ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 7%.
Το δεύτερο στοιχείο, που εμφατικά και συστηματικά υπογραμμίζουμε, είναι πως η κρίση αυτή αποτελεί το τέλος μιας οικονομικής υποτίθεται ευημερίας, βασισμένης στη χρηματιστική και χρηματιστηριακή επέκταση στις χώρες της Δύσης, την οποία επέτρεψε η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, που εγκαινιάστηκε από το δίδυμο Θάτσερ-Ρίγκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και επιταχύνθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η επέκταση είχε σαθρές βάσεις και στηριζόταν στην άνοδο του ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού, γι’ αυτό και ήταν αναπόφευκτη η κατάρρευσή της. Η κρίση που ζούμε είναι η κρίση της παγκοσμιοποίησης.
Η δημοσιονομική μετάλλαξη της κρίσης
Όταν λοιπόν ενέσκηψε η παγκόσμια κρίση, η κυβέρνηση Καραμανλή θριαμβολογούσε πως η Ελλάδα είχε αποφύγει τα χειρότερα και είχε αντιμετωπίσει με λιγότερες απώλειες τη διεθνή ύφεση. Και πράγματι έτσι φαινόταν. Το 2008, η Ελλάδα παρουσίασε άνοδο του ΑΕΠ γύρω στο 3%, ενώ ακόμα και το 2009, όταν ήδη άρχιζαν να εμφανίζονται και στην Ελλάδα τα συμπτώματα της κρίσης, η Γερμανία γνώριζε μείωση του ΑΕΠ 5%, έναντι μόλις 1,5% της Ελλάδας. Ωστόσο, οι θριαμβολογίες ήταν άκαιρες και βλακώδεις, διότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση επέπρωτο να μεταφερθεί στην Ελλάδα ως δημοσιονομική, εξαιτίας της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τη δυτική με τρόπο εισοδηματικό-παρασιτικό. Δηλαδή, η ελληνική οικονομία δεν εξαρτάται τόσο από την εσωτερική παραγωγή της χώρας, αλλά όλο και περισσότερο από την ευημερία της δυτικής οικονομίας –μέσω του τουρισμού, των ναυτιλιακών και μεταναστευτικών εμβασμάτων, του δανεισμού και των επιδοτήσεων, που μεταφράζονται σε κατανάλωση στην Ελλάδα.
Αυτό που στο παρελθόν εμφανιζόταν ως πλεονέκτημα, δηλαδή ο υψηλός βαθμός «παγκοσμιοποίησης» και διασύνδεσης των οικονομιών, μεταβλήθηκε σύντομα σε μειονέκτημα, μια και οι πιο παγκοσμιοποιημένες οικονομίες χτυπήθηκαν ταχύτερα από την κρίση. Γι’ αυτό και, στη Δυτική Ευρώπη, η Ισλανδία και η Ιρλανδία –την οποία προέβαλλε ως πρότυπο τόσο ο Σημίτης, όσο και ο Καραμανλής– οι οποίες στηρίζονταν στις ξένες επενδύσεις και στα ξένα κεφάλαια, ήταν εκείνες που χτυπήθηκαν εντονότερα από την κρίση.
Τα τελευταία χρόνια, παπαγαλάκια τύπου ΣΚΑΪ –Παπαχελάς, Μπάμπης Παδημητρίου, κ.λπ.–, ΕΛΙΑΜΕΠ και ΟΠΕΚ, επαναλαμβάνουν διαρκώς πως έχουμε ασθενή παγκοσμιοποίηση και λίγες ξένες επενδύσεις. Και όμως, η Ελλάδα διεσώθη στην πρώτη φάση της κρίσης ακριβώς γι’ αυτό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως, σε ό,τι αφορά στον εξωτερικό ιδιωτικό δανεισμό, έχουμε ίσως τον μικρότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το συνολικό εξωτερικό χρέος (δημόσιος και ιδιωτικός τομέας) έφτασε στα 391,1 δισ. ευρώ (ή 163% του ΑΕΠ) στο δεύτερο τρίμηνο του 2009, και το εξωτερικό χρέος του ιδιωτικού τομέα αποτελούσε μόλις τα 135,6 δισ. ευρώ έναντι 255,5 δισ. ευρώ του δημόσιου τομέα, ενώ, στη Βρετανία, την Ολλανδία και αλλού, το ιδιωτικό εξωτερικό χρέος ξεπερνάει το 200% του ΑΕΠ.
Όταν όμως, από το 2009, η χρηματοπιστωτική κρίση άρχισε να μεταβάλλεται σε δημοσιονομική –με ιδιαίτερη έμφαση στην Ελλάδα, γιατί η κρίση της διεθνούς οικονομίας έπληξε τις πηγές εισοδημάτων της από το εξωτερικό (ναυτιλιακό και τουριστικό συνάλλαγμα)– τότε εκτοξεύθηκε το δημόσιο έλλειμμα. Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά στην κρίση ως κρίση του δημοσίου ελλείμματος και του χρέους. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα επλήγη κατ’ εξοχήν ως παρασιτική απόφυση του δυτικού κόσμου, εκεί που η οικονομία της ήταν απολύτως παγκοσμιοποιημένη, δηλαδή στο δημόσιο χρέος.
Το σημιτικό μοντέλο παγκοσμιοποίησης
Όπως ήδη έχουμε τονίσει αλλού [βλέπε το αφιέρωμα του Άρδην στην κατάρρευση της οικονομίας, στο τεύχος 78], μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ελλάδα είχε χαμηλό δημόσιο δανεισμό και ακόμα χαμηλότερο ιδιωτικό –μάλιστα, ο δανεισμός των νοικοκυριών ήταν μηδαμινός, σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ το ποσοστό της αποταμίευσης εξαιρετικά υψηλό, γύρω στο 20-25% του ΑΕΠ. Στη συνέχεια άρχισε η άνοδος του δημόσιου δανεισμού που, από το 28% του ΑΕΠ, εκτοξεύτηκε στο 100% μέσα σε εφτά χρόνια.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχαμε υψηλό δημόσιο δανεισμό –το μοντέλο Παπανδρέου–, αλλά ο ιδιωτικός παρέμενε ακόμα πολύ χαμηλός, ο χαμηλότερος στον δυτικό κόσμο. Επρόκειτο για την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, με το μεγάλο βάρος της αγροτικής οικονομίας, των οικογενειακών αποθεμάτων, την επιβίωση δικτύων οικογενειακής και ευρύτερης κοινωνικής αλληλεγγύης και την ύπαρξη χρηματικών αποθεμάτων, που τροφοδοτούσαν κατ’ εξοχήν την οικοδομική δραστηριότητα. Η διαρκής άνοδος της κατανάλωσης, χωρίς ενίσχυση της παραγωγής προϊόντων, η αύξηση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και η μετακύλησή τους στη φορολογία, καθώς και η τεράστια αιμορραγία του χρηματιστηρίου, διέβρωσαν σταδιακά τη δυνατότητα αυτοδύναμης χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας και κατ’ εξοχήν των νοικοκυριών. Έτσι, ο δανεισμός των νοικοκυριών, που ήταν μηδαμινός στη δεκαετία του ’90, ενώ ακόμα και το 2000 παρέμενε στα 16,96 δισ. ευρώ, θα περάσει στα 51,63 δισ. το 2004 και στα 119 το 2009. Το σύνολο του ιδιωτικού δανεισμού –νοικοκυριών και επιχειρήσεων– πέρασε από το 10% του ΑΕΠ (περίπου το 2000) σε 91% πέρυσι. Με βάση τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2010 της Τράπεζας της Ελλάδος, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις οφείλουν στις τράπεζες περίπου 254 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τον δανεισμό επιχειρήσεων και νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, προκύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στη 19η θέση, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που έχουν κάποιο δάνειο φθάνει το 60% του συνόλου.
Περάσαμε δηλαδή σε ένα νέο μοντέλο, το μοντέλο Σημίτη, το οποίο ακολούθησε ευλαβικά και η κυβέρνηση Καραμανλή, που διακρίνεται από επιτάχυνση του δανεισμού, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, έστω και εάν ακόμα η Ελλάδα βρίσκεται πιο κάτω ως προς τον ιδιωτικό δανεισμό –εσωτερικό και εξωτερικό– από την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Ιδιαίτερα επιβαρυντικό είναι το στοιχείο πως ο δανεισμός δημοσίου, αλλά και ιδιωτών, δεν στρέφεται προς τις δημόσιες ή τις ιδιωτικές επενδύσεις, αλλά είναι κατ’ εξοχήν καταναλωτικός, με συνέπεια να έχει γίνει η ελληνική οικονομία η πλέον καταναλωτική σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι, το 2008 η Ελλάδα, η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Πορτογαλία είχαν το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ, η Ελλάδα 71%, η Κύπρος και η Βουλγαρία 68%, η Πορτογαλία 67%, η Ρουμανία 66% κ.λπ. τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 57%. (Βλέπε διάγραμμα) Θα πρέπει δε να σημειώσουμε πως στην Ελλάδα, το 2009, με την εκτίναξη του εξωτερικού ελλείμματος, αυτό το ποσοστό θα πρέπει να ανέβηκε ακόμα περισσότερο.
Ενδεικτικό για τον σχεδόν απόλυτα καταναλωτικό χαρακτήρα του δανεισμού είναι το ότι, την τελευταία δεκαετία, για κάθε δυόμισι μονάδες ανόδου του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους είχαμε μόλις μία μονάδα άνοδο του ΑΕΠ! Όπως καταλαβαίνουμε, κάτι τέτοιο, δηλαδή ένας «αρνητικός πολλαπλασιαστής χρέους», κάνει αδύνατη την ανατροφοδότηση του συστήματος και οδηγεί απευθείας στη χρεοκοπία.
Η Ελλάδα, το 1974, ήταν λοιπόν μια οικονομία με χαμηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στηριγμένους στην άνοδο της παραγωγής, τις υψηλές επενδύσεις και τη χαμηλή κατανάλωση, καθ’ όλη την περίοδο της ανοδικής «ενάρετης» πορείας της δυτικής οικονομίας (1945-1973). Σε 35 χρόνια μεταβλήθηκε στο ακριβώς αντίθετο. Χαμηλές επενδύσεις, υψηλή κατανάλωση, τεράστιο δημόσιο χρέος και αυξανόμενο ιδιωτικό, συμβαδίζοντας με την ανάλογη πορεία του συνόλου της δυτικής οικονομίας. Δηλαδή, η αυξανόμενη παρασιτοποίηση της ελληνικής οικονομίας (σε Ελλάδα και Κύπρο) αποτελεί παράλληλο φαινόμενο με την αποεθνικοποίηση, την εγκατάλειψη της ταυτότητας, τον εθνομηδενισμό, που αναπτύσσεται όλα αυτά τα χρόνια. Πιθανώς δε θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε ακόμα και ένα διάγραμμα συσχετισμού οικονομικής παρασιτοποίησης και… εθνομηδενισμού!
Ένας κύκλος κλείνει, η περιφερειοποίηση ανοίγει
Σήμερα, ο κύκλος κλείνει βίαια. Αρχίζοντας από το οικονομικό πεδίο, όπου η αθεράπευτη κρίση της δυτικής οικονομίας και του ελληνικού παρασίτου της θα θέσει για άλλη μια φορά επί τάπητος την ανάγκη της αποσύνδεσης της Ελλάδας από την αποκλειστική προσκόλληση στη Δύση, όταν μάλιστα το οικονομικό επίκεντρο απομακρύνεται απ’ αυτήν· προπαντός, θα πιέσει για έναν αναπροσανατολισμό της οικονομίας και πάλι προς το εσωτερικό, μετά από τριάντα χρόνια «παγκοσμιοποίησης». Η κατανάλωση θα περιοριστεί –στην αρχή με επώδυνο και βίαιο τρόπο, μια και οι ελίτ θα προσπαθήσουν να τη φορτώσουν στα λαϊκά στρώματα– ενώ θα αυξηθεί η αποταμίευση και θα ενισχυθούν οι τάσεις για τοπικοποίηση της παραγωγής και ενίσχυση του αγροτικού και βιομηχανικού τομέα.
Στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις θα γίνουν εν τέλει ισχυρότερες οι τάσεις για περιφερειακή επικέντρωση και αναπροσανατολισμό της οικονομίας. Για παράδειγμα, οι εξαγωγές μας προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη αντιπροσωπεύουν ήδη το 35% του συνόλου, ενώ προς την Ευρωπαϊκή Ένωση των 16, δηλαδή τη Δυτική Ευρώπη, αντιπροσωπεύουν περίπου το 40-45 %, δηλαδή έχουν αρχίσει να εξισορροπούνται.
Ωστόσο, υπάρχει ένας τεράστιος κίνδυνος: η δορυφοροποίηση στον ανερχόμενο νεο-οθωμανισμό. Δηλαδή, η τάση για την ενίσχυση των ανταλλαγών και των σχέσεων με την Τουρκία, που τείνει να μεταβληθεί στον νέο περιφερειακό ιμπεριαλιστικό υποσταθμό της περιοχής. Αντί, δηλαδή, η Ελλάδα να οικοδομήσει με τις βαλκανικές χώρες έναν οικονομικό και πολιτικό πόλο στα πλαίσια της Ευρώπης, ανοικτό τόσο προς τη Δυτική, όσο και προς την Ανατολική Ευρώπη, κινδυνεύει να υποταχθεί στον αναδυόμενο νεο-οθωμανισμό. Δεν είναι τυχαίο δε πως οι Τούρκοι έχουν πλήρη συνείδηση για κάτι τέτοιο. Ο πρόεδρος του Τουρκο-Ελληνικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου Σελίμ Εγκελί, σε συνέντευξή στην τουρκική οικονομική εφημερίδα Referans, τον Μάρτιο του 2010, τονίζει πως «η δημοσιονομική κρίση της Ελλάδας μπορεί να γίνει ευκαιρία για περαιτέρω σύσφιγξη των οικονομικών –και όχι μόνο– σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας». Ηδη οι εμπορικές ανταλλαγές έχουν υπερδεκαπλασιαστεί σε δέκα χρόνια, και από τα 200 εκατομμύρια δολάρια το 1999 έφτασαν τα 3 δισ. το 2008, ενώ από πλεονασματικές έγιναν βαθύτατα ελλειμματικές για την Έλλαδα.
Αποτελεί, λοιπόν, ακραία μειοδοτική πολιτική εκείνη που υποστηρίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ και την αναβάθμιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, επειδή θα οδηγήσει σε ουσιαστική ακύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας που κατακτήσαμε με αγώνες αιώνων. Και τα λαμόγια της παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού έχουν ήδη αρχίσει να προσανατολίζονται προς την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, δήθεν εξαιτίας της… νοσταλγίας τους και της αγάπης τους για το… πατριαρχείο. Είναι προφανές δε πως αν παγιωθεί μια τέτοια ετεροβαρής οικονομική σχέση, λόγω της εγγύτητας και της μεγάλης διαφοράς στα γεωγραφικά και πληθυσμιακά μεγέθη, αυτή πολύ δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί.
Ναι, λοιπόν, στη βαλκανική περιφερειοποίηση της οικονομίας, που ούτως ή άλλως καθίσταται αναπόφευκτη στα πλαίσια της κρίσης της παγκοσμιοποίησης, και όχι στην τουρκοποίησή της. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα, και πλέον όχι μόνον πολιτικό ή στρατιωτικό, αλλά και οικονομικό. Γι’ αυτό και, στο οικονομικό πεδίο, πρέπει να πραγματοποιηθούν επιλογές που ενισχύουν την παρουσία των Βαλκανίων, ενώ θα πρέπει να διευρυνθούν οι οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, την Κίνα, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Να αποχωρήσουμε από την Ευρωζώνη;
Όντας στριμωγμένοι μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και επειδή η Ανατολή ενισχύεται, η στρατηγική μιας αυτόκεντρης ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν περνάει μέσα από μια βίαιη αποσύνδεση με τη Δυτική Ευρώπη, αλλά μέσα από μια βαθμιαία αναβάθμιση του ενδιάμεσου χώρου, των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης, της Νότιας Ευρώπης.
Θα αποτελούσε κεφαλαιώδες στρατηγικό σφάλμα η επιλογή της άμεσης αποχώρησης από την Ευρωζώνη –αρκετοί μιλούν και για αποχώρηση από την ΕΕ– διότι θα μας οδηγούσε, με δεδομένους τους σημερινούς συσχετισμούς ισχύος, στα χέρια των Αμερικανών και κυρίως της Τουρκίας. Εξάλλου αυτό ακριβώς επιδιώκει η Γερμανία: να μας εκδιώξει από την Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη για να κρατήσει απ’ έξω την Τουρκία και όχι να φροντίσει να περάσει από μόνη της στη δεύτερη ζώνη, όπου οι Γερμανοί θα ήθελαν να μας έχουν μαζί με την Τουρκία. Και αν μεσο-μακροπρόθεσμα θα υποχρεωνόμαστε να αποχωρήσουμε, κάτι τέτοιο θα πρέπει να προετοιμαστεί προσεκτικά και να μη γίνει μέσα σε συνθήκες πανικού. Διότι αν γίνει σήμερα όχι μόνο θα μας οδηγήσει στα χέρια του ΔΝΤ, της Τουρκίας και των Αμερικανών, αλλά θα προκαλέσει μια βίαιη εκπτώχευση των λαϊκών στρωμάτων με μια ανεξέλεγκτη υποτίμηση μεγάλης κλίμακας.
Κατά συνέπεια, δυστυχώς, δεν έχουμε την πολυτέλεια μιας άμεσης εξόδου από την Ε.Ε. ούτε και την πολυτέλεια μιας στάσης πληρωμών, που θα οδηγούσε στην έξοδό μας από την ΕΕ. Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να συντάσσεται με τους “ευρωσκεπτικιστές”, ενισχύοντας στον μεγαλύτερο βαθμό την οικονομική της αυτονομία και αυτοδυναμία, χωρίς όμως να προχωράει σε μια αυτοκτονική, σήμερα, ρήξη με την ΕΕ. Αντίθετα, μπορούμε και πρέπει να απαιτήσουμε μια αναδιαπραγμάτευση του χρέους και να αρνηθούμε την λογική της υποταγής στα κελεύσματα των Γερμανών και του ΔΝΤ.
Δεν μπορούμε να χαράξουμε μια οικονομική στρατηγική χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τις εθνικές παραμέτρους και προπαντός, την απειλή του νεοθωμανισμού. Το ίδιο σφάλμα επαναλαμβάνεται συχνά από ένα μέρος της «πατριωτικής Αριστεράς»: Υποτιμά την εθνική και γεωπολιτική διάσταση των ζητημάτων και υπερτιμά άλλες. Το ίδιο συμβαίνει στο μεταναστευτικό, π.χ.
Υιοθετείται μια οικονομίστικη λογική, «τι θα μας συνέφερε», από καθαρά οικονομική άποψη, ξεχνώντας πως η οικονομία είναι μόνο ένα μέρος της συνολική ζωής ενός τόπου, που πρέπει πάντα να συνυπολογίζεται μαζί με άλλους παράγοντες από τους οποίους υπερκαθορίζεται.
Είμαστε υποχρεωμένοι να «τετραγωνίσουμε τον κύκλο», να απαντήσουμε στην άμεση κρίση της υπερχρέωσης και του στραγγαλισμού από τις «αγορές», απορίπτοντας το τελεσίγραφο του ΔΝΤ, ενισχύοντας την εσωτερική μας συνοχή και τοπικοποίηση πριν απ’ όλα, με την ενδυνάμωση της παραγωγής και της παραγωγικότητάς μας, με τη βαλκανική και ανατολικοευρωπαϊκή περιφεροποίησή μας, με τον αποκλεισμό της νεο-οθωμανικής διείσδυσης, με τη σύναψη ευρύτερων συμμαχιών με τα νέα παγκόσμια κέντρα της οικονομικής συσσώρευσης.