Ομιλία του Άριστου Μιχαηλίδη στην εκδήλωση του Άρδην που πραγματοποιήθηκε στην Λευκωσία στις 10 Φεβρουαρίου του 2012
Ποια είναι τα πλαίσια αυτού που σήμερα ονομάζουμε κρίση; Μπορεί κανείς να εστιάσει την προσοχή του σε ένα τομέα για να την περιγράψει; Είναι μόνο οικονομική;
Η οικονομική κρίση είναι βεβαίως πιο ορατή και πράγματι είναι πρωτόγνωρη για την εποχή μας – υπήρξαν και χειρότερα σε άλλες εποχές – αλλά η κρίση του ελληνισμού δεν είναι μόνο οικονομική.
Αν προσπαθήσω να δώσω μια γενική εικόνα, θα περιέγραφα ακριβώς την εικόνα της χρηματιστηριακής έκρηξης του 2000. Σκεφτείτε το για μια στιγμή. Παρακολουθούσαμε ή και συμμετείχαμε (πολλοί) σε μια τρέλα. Πετούσαν γύρω μας εκατομμύρια. Η Κύπρος και η Ελλάδα είχαν πάθει αμόκ. Νομίζαμε ότι έπεφταν χρήματα από τον ουρανό και απλώς έπρεπε να τα μαζέψουμε. Μέχρι που ξυπνήσαμε ένα πρωί και ανακαλύψαμε ότι όλ΄ αυτά ήταν μια μεγάλη μπλόφα. Δεν υπήρχαν χρήματα, ήταν μια φούσκα, που, όπως ήταν επόμενο, έσκασε ξαφνικά. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο καταλαβαίνω αυτά που ζούμε σήμερα σε όλα τα επίπεδα. Στην οικονομία, στην πολιτική, στην ηθική, στην ιστορία, στην ταυτότητα, στη γλώσσα, στον στρατό, στις εξελίξεις του Κυπριακού… Οργανώσαμε έναν ψεύτικο κόσμο, τον φουσκώσαμε όσο δεν παίρνει άλλο και τώρα η φούσκα έσκασε. Αυτό είναι η δική μας κρίση. Πιο πλατιά και πιο βαθιά. Διότι, οικονομική κρίση υπάρχει και στην Ευρώπη και στην Αμερική. Οι άλλοι όμως δεν έχουν, μαζί με την οικονομική κρίση, και πρόβλημα εθνικής επιβίωσης. Δεν έχει κανένας άλλος την απειλή της εξαφάνισης. Εμείς όμως;
Όταν κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας με μια πρόσκαιρη ευμάρεια, δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι θα έρθει μια μέρα που θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα. Να δούμε για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί να υπάρξουν θεμέλια πραγματικής ευμάρεια και ειρηνικής ζωής, όταν το έδαφος, μέσα στο οποίο ζούμε, δεν είναι ασφαλές. Απειλείται από 40 χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες εισβολείς, από δεκάδες μεσολαβητές, από δήθεν συμμάχους που τρέχουν να βοηθήσουν, βολεύοντας τα τουρκικά οράματα.
Νομίζαμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε για πάντα ξέγνοιαστα, στον κόσμο μας, αποδομώντας την ιστορία μας, την ταυτότητά μας, τη γλώσσα μας. Μέσα στον καιροσκοπισμό και την απληστία, δεν θέλαμε να λαμβάνουμε υπόψη ότι είναι αυτά που μας κράτησαν σ’ αυτό τον τόπο τόσες χιλιάδες χρόνια και με τόσους ξένους να πηγαινοέρχονται και να παλεύουν να μας ξεριζώσουν.
Διαλύσαμε την παιδεία μας, διαβρώσαμε την κοινωνία μας, βρίζουμε και υποτιμούμε τη θρησκεία μας, δώσαμε την πολιτική εξουσία σε ανίκανους ανθρώπους, σε ανιστόρητους, σε ανθρώπους χωρίς αυτογνωσία και χωρίς όραμα.
Ήταν λοιπόν αναπόφευκτη η έκρηξη. Η φούσκα έσκασε. Τώρα είναι η ώρα να κάνουμε τις σωστές εκτιμήσεις για να δούμε πώς προχωρούμε. Να βρούμε το όραμα που χάσαμε και την αξιοπρέπεια μας.
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι όλα αυτά που βιώνουμε σήμερα έχουν μια συγκεκριμένη εικόνα – αν θέλετε έχουν ένα τίτλο: Είναι κρίση ηγεσίας. Από εδώ ξεκινούν κι εδώ τελειώνουν όλα. Γιατί ο λαός, αυτοβούλως, μόνο στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Το 1821, το 1940, το 1955, το 2004. Στα λοιπά όμως περιμένει να χειριστεί τα πράματα η ηγεσία του. Αυτή οργανώνει την πορεία που θα ακολουθήσει ο τόπος, εμπνέει, καθοδηγεί, παίρνει αποφάσεις, δίνει όραμα.
Δεν διαχειρίστηκε, ας πούμε, ο λαός το «όχι» του 2004, για να φτάσουμε σήμερα στον ίδιο παρονομαστή. Ή, για να πω κάτι πιο απλό και χειροπιαστό: Δεν διαχειρίστηκε ο λαός την πολιτική της μετανάστευσης για να φτάσουμε σ’ αυτόν τον κοινωνικό και οικονομικό πόλεμο, που ζούμε κάθε μέρα. Η ηγεσία τα διαχειρίστηκε όλα και, σε όλα, μας έχει οδηγήσει σε κρίση.
Βέβαια, δεν πρέπει να αρκεστούμε να τα αποδίδουμε όλα σε ανικανότητα. Πρέπει να έχουμε, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, την υποψία ότι πρόκειται για ένα καλοστημένο σενάριο, που έχει ένα μοναδικό στόχο: Να πείσει ένα λαό (ένα λαό που αυθόρμητα εξεγείρεται την κρίσιμη ώρα και ανατρέπει σχεδιασμούς σε βάρος του) να τον πείσει για την απόλυτη αδυναμία του. Στην αντιμετώπιση της μεγάλης Τουρκίας, στην αντιμετώπιση των μεθοδεύσεων του Ντάουνερ ή του Νταβούτογλου, στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, στη διοίκηση της κρατικής μηχανής, στην εισβολή μεταναστών, ακόμα και στην προστασία της ζωής των πολιτών (σας θυμίζω το Μαρί). Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τίποτε σωστά. Είμαστε οι αδύνατοι της ιστορίας. Αυτό φέρνει απογοήτευση και απελπισία. Και ποια είναι η συνέπεια; Η εύκολη υποταγή σε ό,τι αποφασίζουν άλλοι.
Είναι γι’ αυτό που φτάσαμε στο σημείο να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, ακόμα και για απλά ζητήματα. Όπως, ας πούμε, η υπόθεση με το χαλλούμι. Το παραδοσιακό κυπριακό χαλλούμι, προσπαθούμε να το μαγαρίσουμε, να αλλάξουμε τις παραδοσιακές προδιαγραφές του, γιατί δεν βολεύουν τις βιομηχανίες και την ισχυρή τάξη των αγελαδοτρόφων. Μην νομίζετε ότι είναι διαφορετικά τα πράματα στα άλλα ζητήματα. Προσαρμόζουμε, μαγαρίζουμε δηλαδή, ακόμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, που ισχύουν – με βάση την κοινή λογική – για όλους τους ανθρώπους του πλανήτη, επειδή νιώθουμε αδύναμοι να τα διεκδικήσουμε. Ή επειδή, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και να φαινόμαστε διαλλακτικοί και αρεστοί, προτιμούμε να ασπαστούμε αυτό που μας λένε, ότι δηλαδή εμείς, για κάποιον λόγο που δεν μας εξηγεί κανένας, δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι άλλοι άνθρωποι. Και ούτε τα διεκδικούμε. Γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι αδυνατούμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας.
Απέναντι σ’ αυτή τη διάβρωση – που τα τελευταία χρόνια έγινε πολύ πιο συστηματική, δεν προέρχεται μόνο από στρατευμένους διανοούμενους και δημοσιογράφους, αλλά και από την επίσημη ηγεσία – μπορεί να σταθεί μόνο αυτό που οι διανοούμενοι ονομάζουν «ρομαντικός πατριωτισμός».
Αυτή την ιστορική στιγμή του ελληνισμού, ο μόνος τρόπος να απαντήσουμε σε όσους μας διαβρώνουν και μας απαγορεύουν ακόμα και την αξιοπρέπεια, είναι να κάνουμε τολμηρά όνειρα. Είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσουμε ότι τα αδιέξοδά μας, η κρίση, δεν θα μας οδηγήσουν σε εξοντωτικούς εθνικούς συμβιβασμούς.
Φυσικά, η κρίση ηγεσίας δεν αντιμετωπίζεται με ρομαντισμούς. Όμως, μόνο με τολμηρά όνειρα μπορεί να οργανωθούμε σωστά. Φτάνει να πιστέψουμε ότι μπορούμε.
Για παράδειγμα, συζητούμε τώρα για τα φυσικά αέρια της Κύπρου και μετρούμε τα εκατομμύρια που θα αρχίσουν να πέφτουν και πάλι από τον ουρανό. Αλλά, ξεχνούμε δυο πράγματα: πρώτον, ότι δεν θα μας ωφελήσουν σε τίποτε αν δεν τα αξιοποιήσουμε για την απελευθέρωση του τόπου μας. Και δεύτερον, χωρίς ισχυρή Ελλάδα, η Κύπρος είναι χαμένη. Αν τολμούσαμε όμως να έχουμε όραμα για το μέλλον μας, θα βρίσκαμε έναν ηγέτη που θα τολμούσε ακόμα και αυτό που μπορεί να φαίνεται ακατόρθωτο ή περίεργο. Να φωνάξει, ας πούμε, την Μέρκελ και τον Σαρκοζί και να τους πει, μην εξοντώνετε άλλο τους Έλληνες. Βοηθήστε την Κύπρο με το φυσικό αέριο, που κι εσείς χρειάζεστε, βάλτε την Τουρκία στη θέση της, και η Κύπρος θα ξεπληρώσει με το φυσικό αέριο όσα δεν μπορεί η Ελλάδα. Γιατί είναι πιο σημαντικό να έχουμε δίπλα μας ισχυρή Ελλάδα, παρά φυσικό αέριο που οι τουρκικές απειλές και μια ανίκανη ηγεσία, μπορεί να το αφήσουν στα βάθη των ωκεανών.
Μια κι έχω δίπλα μου δυο πολιτικούς, ικανότατους και με το σωστό περιεχόμενο, που είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνονται πολύ καλά την κρισιμότητα της εποχής, θα τους προκαλέσω να μας δώσουν μετά μια απάντηση: Γιατί παλεύει ο καθένας μόνος του; Γιατί δεν μπορούν να οργανωθούν για να μας δώσουν διέξοδο; Αφού βλέπουν ότι, με όλα αυτά, η Κύπρος είναι έτοιμη να υπογράψει τη ληξιαρχική πράξη για το τέλος του ελληνισμού σ’ αυτό το νησί…