του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 90 που κυκλοφορεί
Ο τρόπος με τον οποίον ασκεί η Χρυσή Αυγή πολιτική, συχνά παραγνωρίζεται, και παρερμηνεύεται. Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίον πολλές φορές η Χρυσή Αυγή διαθέτει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Γιατί αντιμετωπίζουμε ένα αντισυμβατικό πολιτικό μόρφωμα, που υπακούει στη δική του θεωρία και έχει τους δικούς τους κανόνες, εντελώς συμβατικά. Παίρνουμε ως μέτρο την πολιτική δεοντολογία των υπολοίπων, η οποία μάλιστα, στις συνθήκες κατάρρευσης της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής, έχει ξεφτίσει εντελώς.
Έτσι, όμως, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε το φαινόμενο Χ.Α. Κι αν δεν το κάνουμε αυτό, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Ως προς αυτό, δεν βοηθούν οι απαξιωτικές λογικές, που εξαντλούν την ερμηνεία των πεπραγμένων της Χ.Α., σε σχήματα του τύπου «σχιζοφρενείς φασίστες» ή «αποβράσματα του παρελθόντος». Τέτοιες τοποθετήσεις δεν καταφέρνουν τίποτα, και μαρτυρούν μια κακεντρέχεια, που προκύπτει από την αδυναμία πραγματικής αντιμετώπισης του φαινομένου.
Γι’ αυτό θα πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά. Η Χ.Α. είναι αυτό που δηλώνει: Ένα ναζιστικό κόμμα που πράττει βάσει της εθνικοσοσιαλιστικής θεωρίας και πρακτικής. Γι’ αυτό και προκειμένου να την κατανοήσουμε, θα πρέπει να στραφούμε πίσω, στις πολιτικές αντιλήψεις του Γκέμπελς και του Χίτλερ. Τι κι αν οι ίδιοι αρνούνται κάθε σχέση, μ’ αυτούς που αιματοκύλησαν την Ευρώπη, κατέκτησαν την Ελλάδα, εξώθησαν σε λιμό τον ελληνικό λαό, και προσπάθησαν να τον εξευτελίσουν παντοιοτρόπως; Όσο κι αν το κρύβουν, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας τους το φωνάζει. Έτσι, είναι ευκολότερο να αποκωδικοποιήσουμε τη στρατηγική και την τακτική των Ελλήνων ναζί, αντιπαραβάλλοντάς την με τη γερμανική ναζιστική πρακτική θεωρία.
Προπαγάνδα
«H επιτυχία είναι σημαντικό πράγμα. Η προπαγάνδα δεν είναι ένα ζήτημα του πνευματικού μέσου όρου, αλλά ένα ζήτημα για πρακτικά μυαλά. Δεν πρέπει να είναι αγαπητή ή θεωρητικά ορθή. Δεν με ενδιαφέρει να δίνω υπέροχους, αισθητικά κομψούς λόγους, ή να μιλάω έτσι που να προκαλώ το κλάμα των γυναικών. Ο στόχος του πολιτικού λόγου είναι να πείσω τους ανθρώπους ότι είναι σωστό αυτό που σκεφτόμαστε. Μιλάω διαφορετικά στις επαρχίες απ’ ό,τι στο Βερολίνο, και όταν μιλάω στο Μπαϊρόιτ, λέω διαφορετικά πράγματα από αυτά που λέω στο Φάρους Χωλ. Αυτό είναι ζήτημα πρακτικής, όχι θεωρίας. Δεν θέλουμε ένα κίνημα λιγοστών κοφτερών μυαλών, αλλά μάλλον ένα ρεύμα που μπορεί να κατακτήσει τις ευρύτερες μάζες. Η προπαγάνδα θα πρέπει να είναι δημοφιλής, όχι διανοητικά ευχάριστη. Δεν είναι στο έργο της προπαγάνδας να αποκαλύπτει πνευματικές αλήθειες.»
[Ιωσήφ Γκέμπελς, «Γνώση και προπαγάνδα», 9 Ιανουαρίου 1928. Ομιλία σε σεμινάρια εκπαίδευσης των μελών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος]
Η πολιτική προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής είναι ολότελα εργαλειακή. Όλα τα μέσα υποκύπτουν στον υπέρτατο σκοπό, στην μεγιστοποίηση της απήχησης μέσα στις μάζες. Σε αυτό τον στόχο, τα πάντα μπορούν να λεχθούν, και όλα μπορούν να υποστηριχθούν. Πολλοί προσπαθούν να ξεμπροστιάσουν την Χ.Α. αναφερόμενοι στις πλείστες όσες ιδεολογικές κωλοτούμπες έχει κάνει σε σχέση με τον φιλοχιτλερισμό, την γερμανολατρία, τον παγανισμό, τον αντιχριστιανισμό κ.ο.κ.
Εντούτοις, τέτοιες κριτικές φαίνονται ακίνδυνες, καθώς σήμερα οι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής ισχυρίζονται με το ίδιο πάθος τα αντίθετα. Και τούτο γιατί μέσα από την ακραία εργαλειακή λογική, επιδεικνύουν μεγάλη ιδεολογική ευελιξία και μπορούν ενίοτε να παρουσιάζονται με πολλά προσωπεία: από έναν κινηματικό εθνικισμό που συγκρούεται στους δρόμους, μέχρι την πιο αυταρχική λογική της τάξης και της ασφάλειας. Ή άλλοτε μπορούν εύκολα να μεταβληθούν, από διαπρύσιους κήρυκες ενός φυλετικού εργατισμού, σε απεργοσπάστες.
Πίσω από αυτόν τον επικοινωνιακό θόρυβο, ο οποίος γίνεται εντονότερος σε μια εποχή σαν τη δικιά μας –όπου τα πάντα μπορούν να λεχθούν και τίποτε δεν ελέγχεται–, υπάρχει ένας σκληρός ιδεολογικός πυρήνας που πρέπει να αποκαλυφθεί. Πίσω από τις αντιφατικές τοποθετήσεις, οι οποίες συνιστούν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν «προπαγάνδα», υπάρχει ένας κοινός τόπος προς τον οποίον κάθε φορά συγκλίνουν: το μίσος προς τη δημοκρατία, την αυτο-οργάνωση των μαζών, και οτιδήποτε ανακόπτει την δική τους στρατηγική, της υποκατάστασης του κράτους, των κινημάτων, της πολιτικής εν γένει, από τον δικό τους ναζιστικό μηχανισμό.
Δεύτερον, όπως είναι γνωστό, και εφόσον «έργο της προπαγάνδας δεν είναι να αποκαλύπτει πνευματικές αλήθειες», πρέπει πάντοτε να γνωρίζουμε ότι στον λόγο της Χρυσής Αυγής, δεν υπάρχουν όρια μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Η αναλογία τους υποτάσσεται στην εκάστοτε αναγκαιότητα. Για παράδειγμα, είναι γνωστή σε όλους η ιστορία, ότι μέλη της Χρυσής Αυγής πέταξαν έξω, για λογαριασμό ενός ανήμπορου ιδιοκτήτη, μετανάστες που έκαναν κατάληψη στο οίκημα που υποτίθεται ότι νοίκιαζαν, ενώ δεν τον είχαν πληρώσει για χρόνια. Η Χ.Α. παρενέβη, λέει η ιστορία, πέταξε έξω τους ενοίκους, αφού τους ανάγκασε να καταβάλουν τα χρωστούμενα, και παρέδωσε το σπίτι βαμμένο. Αυτήν την ιστορία, την έχουμε ακούσει και την έχουμε διαβάσει δεκάδες φορές, από κάθε δυνατή πηγή. Έπειτα από το συμβάν, συνεχίζει η ιστορία, ο απελπισμένος ιδιοκτήτης εγκατέλειψε κάθε ενδοιασμό, και στήριξε την Χρυσή Αυγή στις εκλογές.
Είναι βέβαιο, πως η Χρυσή Αυγή ασκεί κοινωνικό έργο στη βάση (συχνά με το… αζημίωτο), κυρίως στις περισσότερο υποβαθμισμένες και φτωχές μητροπολιτικές γειτονιές της χώρας. Εντούτοις, είναι αμφίβολο μέχρι σε ποιο βαθμό ανταποκρίνεται κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα ή διογκώνεται θεαματικά. Όλα αυτά όμως δεν έχουν καμία σημασία. Εκείνο που μετράει είναι πως οι θετικές φήμες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και μπορούν να ανοίξουν ρωγμές στον τοίχο της αντιπάθειας που πολλές φορές εισπράττει η Χ.Α. Γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται κατά το δοκούν. Όντως, αυτού του τύπου η προπαγάνδα θυμίζει λίγο την προπαγάνδα στο πεδίο των μαχών. Κι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι πρέπει να κατανοήσουμε ότι το ναζιστικό φαινόμενο, ακόμα και επικοινωνιακά, δρα σε συνθήκες πολέμου: Σημασία έχει να καταρρακώνεις ηθικά τον αντίπαλο και να κερδίζεις έδαφος. Σε κάθε επίπεδο.
Χρήσιμο για να κατανοήσουμε το πώς λειτουργούν σε τέτοιες συνθήκες, είναι και το παρακάτω διαβόητο απόσπασμα του Αδόλφου Χίτλερ, από τον Αγώνα:
«…Ξεκινούσαν και βασίζονταν γι’ αυτή την προσπάθεια στην τελείως ορθή αρχή ότι μόνο με το μεγάλο ψέμα βρίσκει κανείς οπαδούς μέσα σε μια ορισμένη τάξη ανθρώπων: Η μεγάλη μάζα του λαού αφήνει πραγματικά πιο εύκολα να διαφθαρούν οι πιο λεπτές φλέβες της καρδιάς της απ’ το κακό, πράγμα που δεν γίνεται ποτέ θεληματικά κι ευσυνείδητα: Έτσι, με την πρωτόγονη απλότητα των συναισθημάτων της γίνεται πολύ πιο εύκολα θύμα ενός μεγάλου ψέματος παρά ενός μικρού. Η ίδια πάλι γενικά δεν λέει παρά μικροψέματα, ενώ θα ένιωθε βαθύτατη ντροπή να πει μεγάλα…»
[Αδόλφος Χίτλερ, O Αγών μου, Τόμος Ι, κεφάλαιο 10, σελ. 213, Μετάφραση Δ. Π. Κωστελένου, ανώνυμη έκδοση, χ.χ.]
Μίσος, μίσος, μίσος
«Κάποιοι παραπονιούνται: «Το μόνο που κάνετε είναι να κριτικάρετε! Όλο παραπονιέστε. Δεν μπορείτε να βελτιώσετε οι ίδιοι τα πράγματα!» Άλλοι λένε ότι «η Άνγκριφ [Επίθεση –Η εφημερίδα που εξέδιδε ο Γκέμπελς στο Βερολίνο] είναι εντελώς αρνητική». «Πείτε και κάτι θετικό για αλλαγή». Λοιπόν, δεν είμαι σε θέση να πω τίποτε θετικό για τον Ισίδωρο Βάις [Εβραίος, υπαρχηγός της αστυνομίας στο Βερολίνο και συχνός στόχος του Γκέμπελς]. Μπορώ να είμαι μόνον αρνητικός. Και δεν υπάρχει τίποτα θετικό που μπορώ να πω για τη Δημοκρατία. Δεν υπάρχει τίποτε το θετικό σ’ αυτήν. Μπορώ να πω κάτι θετικό, μόνο εφόσον εξολοθρεύσω το αρνητικό. Ο πιο εξαίρετος κυβερνήτης στη γη δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα με αυτήν την Δημοκρατία. […]. Ο Χίτλερ κάποτε είπε: «Κρατήστε αυτούς τους ξερόλες, που πάντοτε θέλουν να κάνουν κάτι θετικό, μακριά μου». Μπορούμε να είμαστε θετικοί μόνον εφόσον απαλλαγούμε από το αρνητικό.»
[Ιωσήφ Γκέμπελς, «Γνώση και προπαγάνδα», 9 Ιανουαρίου 1928. Ομιλία σε σεμινάρια εκπαίδευσης των μελών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος]
Η Χ.Α. γνωρίζει πολύ καλά ότι, σε καιρούς σαν τον δικό μας, όπου βασιλεύει η έλλειψη προοπτικής και η απελπισία, η πολιτική αποδοτικότητα του μίσους μεγιστοποιείται, ιδιαίτερα μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων. Γι’ αυτό και η πολιτική της είναι πολιτική του μίσους και του αρνητισμού.
Σπάνια θα ακούσουμε τους εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής να αναπτύσσουν προγραμματικό λόγο – πέρα από κινήσεις εντυπωσιασμού, όπως στην περίπτωση των κοινοβουλευτικών αποζημιώσεων και των αυτοκινήτων που δικαιούνται οι βουλευτές. Πέρα από αυτά, δεν υπάρχει σταθερή προγραμματική βάση, ενώ ταυτόχρονα επιδεικνύεται μεγάλη προσαρμοστικότητα στο να ενσωματώνονται τα δίκαια αιτήματα αιχμής των ανταγωνιστών, του ΣΥΡΙΖΑ ή των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Όσο για τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, τον αποκρουστικό φαιό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος, είναι πολύ εύκολο να κρύψει κανείς τις δικές του αμαρτίες κάτω από τα εγκλήματα των αντιπάλων – και ιδιαίτερα της άρχουσας τάξης και των πολιτικών ελίτ που μας έχουν βυθίσει σε αυτό το τέλμα. Έτσι, για παράδειγμα, στο πρόσωπο του Λαλιώτη ή της Δαμανάκη, που αντιπροσωπεύουν τη διαστροφή του μηνύματος του Πολυτεχνείου στον πιο χυδαίο αμοραλισμό, την εξουσιολαγνεία και την διαφθορά, καταδικάζονται συλλήβδην και οι ελάχιστες θετικές αξίες που σηματοδοτεί πια η ρημαγμένη μεταπολίτευση.
Η διαδικασία είναι εύκολη: Όταν η δυσαρέσκεια προσκρούει στον γρανιτένιο τοίχο της απελπισίας, επωάζεται το μίσος, το οποίο εύκολα μπορεί να διαστραφεί σε πόλεμο κατά πάντων. Η Χ.Α. οικειοποιείται αυτόν τον μηχανισμό, και τον μεταβάλλει σε οργανωτική και πολιτική πολλαπλασιαστική της δύναμη. Εξάλλου, κάτι τέτοιο είναι πολλαπλά βολικό για τη Χρυσή Αυγή, γιατί, εντός αυτής της λογικής, αναπαράγεται ένας πολύ βολικός για τον αυταρχισμό της πολιτικός καταμερισμός: Οι πολλοί μισούν, οι λίγοι διεκπεραιώνουν. Κοντολογίς, δεν υπάρχει κανένας δημιουργικός τρόπος για τη συμμετοχή του λαού στην πολιτική διαδικασία. Το πολύ να γίνει εργαλείο, ποτέ πρωταγωνιστής.
Αυτή η πρακτική, όμως, ενταφιάζει την μακροπρόθεσμη, οραματική πολιτική πνοή. Τη μόνη που μπορεί να αποτελέσει βάση για την έξοδο από την κρίση. Το τι θα κάνει ο ελληνισμός για να συνεχίσει όρθιος τον 21ο αιώνα είναι ψιλά γράμματα για την Χρυσή Αυγή, που στιγματίζει τέτοιες αντιλήψεις ως θεωρητικές αερολογίες. Γι’ αυτό και, επί της ουσίας, δεν αντιπροσωπεύει παρά μια θερμή εκδοχή του παρόντος αδιεξόδου, όπου το θερμόμετρο της σύγκρουσης ανεβαίνει, και εκτονώνει την δυσαρέσκεια που πηγάζει από την καταρράκωση των όρων της ζωής και της αξιοπρέπειας. Στη Γερμανία, αυτός ο μηχανισμός εξωτερικεύτηκε όταν οι ναζί πήραν την εξουσία, και αυτή η αρνητική ορμή του πλήθους μεταβλήθηκε σε πρώτο καύσιμο της ναζιστικής πολεμικής μηχανής. Στη δική μας περίπτωση, που ζούμε στην αδύναμη Ελλάδα της υπαρξιακής κρίσης των δέκα εκατομμυρίων, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα τέτοιου τύπου εξωτερίκευσης. Γι’ αυτό ήδη διαφαίνεται η εμφυλιοπολεμική εκτροπή του αρνητισμού της Χρυσής Αυγής.
Διαβόητοι ή δημοφιλείς, μικρή σημασία έχει
«Δεν έχει καμία σημασία εάν η προπαγάνδα είναι ανώτερου επιπέδου. Το ζήτημα είναι αν μπορεί να πετύχει το σκοπό της. Ο πρώτος σκοπός, όταν ήλθα στο Βερολίνο, ήταν να κάνω την πόλη να μας γνωρίσει. Μπορούσαν να μας μισήσουν, ή να μας αγαπήσουν, μόνο που θα ‘πρεπε πρώτα να μας γνωρίσουν. Πετύχαμε αυτό το στόχο. Τώρα μας μισούν και μας αγαπούν. Όταν κάποιος ακούει τον όρο εθνικοσοσιαλισμός, δεν ρωτάει «Τι είναι αυτό;». Από τη στιγμή που πετύχαμε τον πρώτο στόχο μας, μπορούμε να εργαστούμε για τον δεύτερο, να μεταβάλουμε το μίσος σε αγάπη και την αγάπη σε μίσος, αλλά ποτέ σε αδιαφορία. Η μάχη εναντίον της αδιαφορίας είναι η χειρότερη μάχη. Μπορεί να υπάρχουν δύο εκατομμύρια άνθρωποι που μισούν το θάρρος μου, που με προπηλακίζουν και με συκοφαντούν, αλλά γνωρίζω ότι στο τέλος μπορώ να κερδίζω κάποιους από αυτούς.»
[Ιωσήφ Γκέμπελς, «Γνώση και προπαγάνδα», 9 Ιανουαρίου 1928. Ομιλία σε σεμινάρια εκπαίδευσης των μελών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος]
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί η Χ.Α. δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος στην τακτική της. Στα μάτια τους, είναι εντελώς παράδοξο, γιατί υπερασπίζονται γεγονότα που για τον πολιτικό πολιτισμό των υπολοίπων συνιστούν σκάνδαλο, όπως είναι τα χαστούκια του Κασιδιάρη, ή τα «εγέρθητω» του Γερμένη.
Κι όμως! Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, ότι, στην δοσμένη φάση της ανάπτυξής τους, στην Χρυσή Αυγή, σκέφτονται περισσότερο ως… ροκ σταρ, παρά ως αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε πολιτικό. Γνωρίζουν πολύ καλά τις μηντιακές τεχνικές της πρόκλησης, και απλώς επιδιώκουν να καταλάβουν χώρο στη δημόσια συζήτηση. Αρνητικό ή θετικό, όπως διδάσκει και ο μεγάλος διδάσκαλός τους Ιωσήφ Γκέμπελς, μικρή σημασία έχει. Εκείνο που επιδιώκουν είναι να τους συζητούν όλοι, από τα κανάλια και τις εφημερίδες, μέχρι τα καφενεία.
Το βιβλίο του Γ. Γκέμπελς που πουλά το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Χρυσής Αυγής
Ζωτικός χώρος
«…Ήταν μια προβοκάτσια που δεν είχε ξαναδεί το Βερολίνο. Ο Μαρξισμός θεωρεί πρόκληση εάν ένα άτομο με εθνικοσοσιαλιστικά αισθήματα τα εκφράσει σ’ ένα εργατικό προάστιο. Και στο Γουέντινγκ;! Το κόκκινο Γουέντινγκ ανήκει στο προλεταριάτο! Συνέβαινε έτσι για δεκαετίες, και κανείς δεν είχε το κουράγιο να αρνηθεί και ν’ αποδείξει ότι δεν ήταν έτσι. Και στο Φάρους Χωλ –αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο προπύργιο του Κ.Κ.Γ. Εκεί πραγματοποιούσαν τα συνέδρια του κόμματος. Σχεδόν κάθε βδομάδα συγκεντρώνονταν τα πιο πιστά και ενεργά μέλη τους. Εκεί, μπορούσε να ακούσει κανείς μόνο για την παγκόσμια επανάσταση και για την διεθνή ταξική αλληλεγγύη. Εκεί, κανόνισε και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα την επόμενη συγκέντρωσή του. Ήταν μια ανοιχτή κήρυξη πολέμου. Το εννοούσαμε έτσι, το ίδιο και ο αντίπαλος. Τα μέλη μας ήταν γεμάτα αγαλλίαση. Τώρα παίζονταν τα πάντα. Το μέλλον του κινήματος στο Βερολίνο εκτίθονταν σε ρίσκο θαρραλέα και ξεκάθαρα. Νικούσαμε ή χάναμε!…»
[Γ. Γκέμπελς, Η Μάχη για το Φάρους Χώλ. Πηγή: Joseph Goebbels, Kampf um Berlin, Munich: Verlag Franz Eher, 1934]
Η πρακτική των ταγμάτων εφόδου, του τρόμου και των συγκρούσεων στους δρόμους έχει πολύ μεγάλη σημασία για την Χρυσή Αυγή. Διότι κατοχυρώνει βήμα με το βήμα ζωτικούς χώρους, στους οποίους αρχικά εξασφαλίζει το δικαίωμα να κινείται ελεύθερα – κι έπειτα, σε δεύτερο χρόνο, να διεκδικεί το μονοπώλιο.
Γι’ αυτό και πολύ συχνά υιοθετεί μια τακτική προβοκάτσιας, μια στρατηγική της έντασης. Πολύ συχνά κάνει άτυπες μηχανοκίνητες πορείες, και επιτίθεται στους πιο αδύναμους των παράνομων μεταναστών με μεγάλη ωμότητα. Παράδειγμα, τα γεγονότα με τους Αιγύπτιους λιμενεργάτες στο Πέραμα, ή τα πιο πρόσφατα της Νίκαιας. Έπειτα, αρνούνται κάθε ανάμειξη στις βιαιότητες, δεν έχουν κανένα κόστος. Εντούτοις κερδίζουν διαμορφώνοντας ένα κλίμα τρόμου, μέσα στο οποίο αναδεικνύονται κυρίαρχοι.
Σε αυτούς τους χώρους, τους πιο γκετοποιημένους, εκεί που η μετανάστευση έχει προκαλέσει πραγματικά αδιέξοδα, η Χρυσή Αυγή επιλέγει να δίνει συγκρούσεις. Αδιάφορο αν είναι αμφίρροπες. Οι Χρυσαυγίτες κινούνται μεθοδικά, πετυχαίνουν να ριζώσουν έστω και σε μια μικρή μειοψηφία της γειτονιάς και δίνουν πιο αποφασισμένη τη μάχη έναντι στον αντιφασισμό ενός κομματιού της αριστεράς και των αντιεξουσιαστών, που κινείται στον αντίποδα: Είναι περιφερόμενος, αποεδαφικοποιημένος, και συχνά αντικοινωνικός.
Σίγουρα, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ο βαθύτερος λόγος της απώλειας μητροπολιτικών φτωχών γειτονιών στην Αθήνα ή στην Θεσσαλονίκη, που άλλοτε ήταν «κόκκινες» ή «προοδευτικές», είναι ιδεολογικός και τροφοδοτείται από τον εθνομηδενισμό των δυνάμεων που εμφανίζονται ως αντίπαλες. Εντούτοις, για την ταχύτητα αυτής της διαδικασίας, παίζει ρόλο και η πρακτική. Μια πρακτική προβοκατόρικη, όπου οι συγκρούσεις και η ένταση υποθάλπεται συστηματικά. Κι εδώ, βασιλεύει η απόλυτη εργαλειακότητα. Είναι αδιάφορο αν τα μέλη της Χρυσής Αυγής στιγματιστούν ως τραμπούκοι, βάρβαροι, εγκληματίες. Σημασία έχει το πρακτικό αποτέλεσμα, η κατοχύρωση δικού τους, ζωτικού χώρου.
Εξάλλου, είναι σαφές, πλέον, ότι το ρίζωμα της Χρυσής Αυγής στις μητροπολιτικές μικροκοινωνίες έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξή της. Αρχικά, ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας, ύστερα λόγω αυτού, ήλθε η έδρα στο δημοτικό συμβούλιο, που τους βοήθησε να μπουν από το παραθυράκι στην κεντρική πολιτική ζωή του τόπου. Σε μια θέση, που τους ευνόησε τα μάλα, στην συγκυρία που το πολιτικό σύστημα κατέρρευσε, για να εκτοξευτεί στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
* Ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει όλα τα αποσπάσματα του Γκέμπελς που παρατίθενται, στην ηλεκτρονική σελίδα http://www.calvin.edu/academic/cas/gpa/goebmain.htm