Αρχική » Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση

Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση

από admin

του Βασίλη Βιλιάρδου*, Άρδην τ. 81

* Οικονομολόγος και αναλυτής του Analyst.gr

Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, η σημαντικότερη μακροοικονομική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (υπάρχουν επίσης πολιτικές αιτίες, μικροοικονομικές και άλλες) ήταν (ενώ συνεχίζει να είναι) τόσο η παγκόσμια, όσο και η ευρωπαϊκή ανισορροπία –ιδιαίτερα, η ασύμμετρη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων.
Εάν, για παράδειγμα, δεν υπήρχαν τα τεράστια ελλείμματα (ζημίες) τόσο του προϋπολογισμού όσο και του εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α., καθώς επίσης εάν δεν είχαν χρηματοδοτηθεί από τα κινεζικά, από τα ιαπωνικά ή από τα αραβικά πλεονάσματα, δεν θα είχε δημιουργηθεί η αμερικανική υπερβολή (φούσκα), η οποία συνδέθηκε με την υπερχρέωση ενός μεγάλου αριθμού αμερικανικών νοικοκυριών. Οι Πίνακες Ι και ΙΙ είναι αρκετά αποκαλυπτικοί σε σχέση με την μη ισορροπημένη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων σε ορισμένες «κρίσιμες» χώρες του πλανήτη:
Γνωρίζοντας ότι η Ρωσία, η Βραζιλία και η Κίνα είναι οι τρεις από τις χώρες της ομάδας των BRIC (η τέταρτη είναι η Ινδία), διαθέτοντας από τα μεγαλύτερα πλεονάσματα παγκοσμίως, ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, στις 16 Ιουνίου του 2009, οι ηγέτες τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά μεταξύ τους – σε μία ρωσική μεγαλούπολη, χωρίς τη συμμετοχή της Δύσης. Η νέα αυτή ομάδα (G4), η οποία περιγράφηκε σαν ένα είδος «αντι-G7», συζήτησε τα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας μόνη της –μία μη αναμενόμενη γεωπολιτική εξέλιξη για τη Δύση. Το σημαντικότερο θέμα της συζήτησης ήταν η καθαίρεση του δολαρίου από το βάθρο του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
[Σημείωση: Το ΑΕΠ της Δύσης βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση (άνω του 75%), ενώ της Ασίας στην παραγωγή, καθώς επίσης στις εξαγωγές (Ρωσία πρώτες ύλες κ.λπ.)].
Όπως εύκολα διαπιστώνουμε από τη σύγκριση των δύο παραπάνω Πινάκων, τα εμπορικά πλεονάσματα της Κίνας, της Γερμανίας, της Ρωσίας, της Ιαπωνίας και της Βραζιλίας δεν αρκούσαν, όλα μαζί, για να καλύψουν το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των Η.Π.Α. το 2007 –το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα έτη, με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται για την αντικειμενική αξία του δολαρίου.
Περαιτέρω, εάν δεν υπήρχαν τα μεγάλα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου της Γερμανίας, τα οποία ουσιαστικά δημιουργήθηκαν εις βάρος αρκετών ευρωπαϊκών χωρών, ίσως δεν θα ακολουθούσε η απειλή χρεωκοπίας της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας –η οποία μπορεί να καταλήξει στην ολοκληρωτική αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πολύ περισσότερο, εάν είχαν καταπολεμηθεί συναινετικά όλες οι ανισορροπίες, οι οποίες ουσιαστικά προήλθαν από την άμετρη παγκοσμιοποίηση, δεν θα είχε ξεσπάσει ο πρώτος παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος, δεν θα υπονομευόταν το ευρωπαϊκό όνειρο από τη Γερμανία και δεν θα είχε προωθηθεί το ΔΝΤ στην Ευρώπη –πρώτα στην ανατολική και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη, διά μέσου του ελληνικού «δούρειου ίππου».
Φυσικά, παρά το ότι η επίσημη οικονομική εκδοχή του ΔΝΤ είναι η εξυγίανση, η δήθεν διάσωση δηλαδή κάποιων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης, λόγω των μεγάλων ελλειμμάτων στους προϋπολογισμούς τους (Πίνακας ΙΙΙ), η ουσιαστική αιτία είναι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των Η.Π.Α. –οι οποίες κινδυνεύουν τα μέγιστα, ειδικά εάν χάσουν τα τεράστια πλεονεκτήματα του δολαρίου. Η θέση του, σαν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, είναι αυτή που ουσιαστικά «επιτρέπει» στις Η.Π.Α. να δανείζονται τα τελευταία χρόνια περί το ένα τρισ. δολλάρια ετησίως από το εξωτερικό –απορροφώντας περίπου το 65% της παγκόσμιας προσφοράς δανειακών κεφαλαίων.
Ίσως είναι σκόπιμο να αναφερθεί εδώ ότι, το συνολικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας, ύψους περίπου 31 τρισ. $, αποτελεί το 57% του παγκόσμιου ΑΕΠ (54 τρισ. δολλάρια) –παρά το ότι αφορά πληθυσμό που δεν υπερβαίνει το 12% των συνολικών κατοίκων του πλανήτη. Πρόκειται επομένως για μία τεράστια ανισορροπία η οποία, αργά αλλά σταθερά, θα τείνει να απαλειφθεί.
Συνεχίζοντας, η ανισόρροπη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων δεν είναι η μοναδική μακροοικονομική αιτία της παγκόσμιας κρίσης. Η ελλιπής ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, διεθνώς, είναι αναμφίβολα μία επίσης πολύ σοβαρή αιτία –πόσο μάλλον αφού δεν επιλύθηκε διεθνώς, ως όφειλε, από την πρόσφατη συγκέντρωση των G8 στον Καναδά (με 8η τη Ρωσία).
Επόμενες αιτίες είναι η αδυναμία εξόδου από την πολιτική του εύκολου χρήματος (υπερχρέωση κρατών, μέσω της διαρκούς πιστωτικής επέκτασης των τελευταίων 30 ετών), η οποία οδήγησε σε τεράστιες υπερβολές (φούσκες), καθώς επίσης η συνεχής «πλαστογράφηση» των συναλλαγματικών ισοτιμιών (manipulation), η οποία δημιούργησε πολλαπλές νομισματικές ανισορροπίες παγκοσμίως. Τέλος, η εκτός κάθε οικονομικής λογικής συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων εκ μέρους κάποιων αναπτυσσομένων κρατών –Ρωσία, Βραζιλία, Κίνα, ευρύτερη Ασία. Τα σφάλματα αυτά, στα οποία αναφερόμαστε λεπτομερώς παρακάτω, επιβάρυναν σε μεγάλο βαθμό το παγκόσμιο σύστημα –χωρίς να υπάρχει έστω η προοπτική επίλυσής τους.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΥΚΟΛΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Ενδεχομένως, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε κατ’ αρχάς στον τρόπο, με τον οποίο δημιουργούνται τα χρήματα στο μονεταριστικό μας σύστημα – έτσι ώστε να αναδείξουμε μία βασική πτυχή του προβλήματος τόσο της υπερχρέωσης, όσο και του πληθωρισμού. Ουσιαστικά, λοιπόν, τα χρήματα δημιουργούνται από τις τράπεζες, μέσω του δανεισμού των πελατών τους.
Για παράδειγμα, όταν εγκρίνεται σε έναν πελάτη δάνειο ύψους 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, δημιουργείται μία νέα ποσότητα χρήματος, ύψους 30.000 €. Τα χρήματα τώρα αυτά δεν έχουν πλέον αντίκρισμα σε χρυσό, όπως στο απώτερο παρελθόν, ούτε στηρίζονται στο σύστημα του Μπρέτον Γουντς (αντίκρισμα σε δολάρια και τα δολάρια σε χρυσό), το οποίο ουσιαστικά καταργήθηκε, μονομερώς από τις Η.Π.Α., τη δεκαετία του ’70.
Η δημιουργία χρημάτων είναι επομένως ταυτόσημη με την παροχή πιστώσεων –ενώ η κάλυψη της νέας ποσότητας χρημάτων, κάθε φορά (η οποία ευρύτερα έχει αντίκρισμα το ΑΕΠ), επαφίεται στις τράπεζες που δανειοδοτούν τους πελάτες τους. Στην ιδανική περίπτωση, τώρα, σε αυτήν δηλαδή που όφειλε να στηρίζεται η δημιουργία νέων ποσοτήτων χρημάτων, η χορήγηση πιστώσεων αφορά τις επενδύσεις – έτσι ώστε το επιτόκιο δανεισμού να εξοφλείται από τα έσοδα της επένδυσης. Όπως φαίνεται καθαρά εδώ, τα δάνεια με σκοπό την κατανάλωση δημιουργούν χρήματα, τα οποία διαστρεβλώνουν αισθητά την ορθολογική λειτουργία του συστήματός μας.
Επίσης, από εδώ φαίνεται η αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης (subprimes), αφού δόθηκαν δάνεια (δημιουργήθηκαν δηλαδή νέα χρήματα), για την αγορά υπερτιμημένων κατοικιών, σε ανθρώπους που αδυνατούσαν να τα επιστρέψουν (πόσο μάλλον να πληρώσουν τα επιτόκια). Στην περίπτωση αυτή, εξέλιπαν από τις τράπεζες οι απαιτούμενες καλύψεις, οι οποίες θα έδιναν αξία στις απαιτήσεις τους –ενώ θα εξυπηρετούσαν τις δικές τους πιστωτικές ανάγκες (πληρωμή τόκων και χρεωλυσίων). Επίσης, τα νέα αυτά χρήματα είχαν σαν αντίκρισμα ένα πλασματικό ΑΕΠ –ένα υπερτιμημένο δηλαδή ακαθάριστο εθνικό προϊόν.
Εάν λοιπόν οι τράπεζες δεν στηρίζονταν από τα κράτη, θα ήταν υποχρεωμένες να αποσβέσουν τις απαιτήσεις τους –επομένως, να μειώσουν την ποσότητα χρημάτων, την οποία είχαν δημιουργήσει, μέσω των ακάλυπτων δανείων προς τους αφερέγγυους πελάτες τους (με καταστροφικά τότε αποτελέσματα για τους ισολογισμούς τους, όπως και για τη δυνατότητα αποπληρωμής των δικών τους δανείων –αδυναμία εξόφλησης, χρεοκοπία κ.λπ.). Η συρρίκνωση τώρα αυτή, θα προκαλούσε επιπλέον προβλήματα, αρκετά δύσκολα στην επίλυσή τους.
Συνεχίζοντας, οι κεντρικές τράπεζες διαδραματίζουν έναν βασικό ρόλο στη διαδικασία δημιουργίας χρημάτων. Στο παράδειγμα του δανείου των 30.000 € για την αγορά αυτοκινήτου, όταν κατατίθενται στο λογαριασμό του πελάτη τα 30.000 €, τότε αυτός πληρώνει το αυτοκίνητό του. Η εξόφληση αυτή μπορεί να γίνει είτε μετρητοίς, είτε μέσω εμβάσματος προς την εταιρεία από την οποία το αγόρασε.
Στην πρώτη περίπτωση, η πίστωση αυξάνει την κυκλοφορία των μετρητών χρημάτων στην Οικονομία. Στη δεύτερη, αυξάνεται το υπόλοιπο του λογαριασμού της εταιρείας αυτοκινήτων –γεγονός που υποχρεώνει την τράπεζα, στην οποία διατηρείται ο λογαριασμός της εταιρείας, να διατηρήσει υψηλότερες ελάχιστες ρεζέρβες στην κεντρική τράπεζα. Για όλες τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις τους τώρα οι τράπεζες οφείλουν να διατηρούν ρεζέρβες ίσες με το 2% στις κεντρικές τράπεζες. Επομένως, η παροχή πίστωσης οδηγεί τις τράπεζες, είτε να χρησιμοποιούν περισσότερα μετρητά χρήματα, είτε να διατηρούν υψηλότερο υπόλοιπο στις κεντρικές.
Το σύνολο τώρα των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καθαρών υπολοίπων των τραπεζών στις κεντρικές τράπεζες, ονομάζεται νομισματική βάση (monetary base) –επειδή έχει σχέση με τις βασικές αρχές της παροχής πιστώσεων (δημιουργίας χρημάτων) εκ μέρους των τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα είναι ο μοναδικός πάροχος νομισματικής βάσης – οπότε εδώ ακριβώς ευρίσκεται η δυνατότητα ελέγχου της συνολικής οικονομικής διαδικασίας εκ μέρους της.
Κατά κανόνα, η νομισματική βάση δημιουργείται από τη βραχυπρόθεσμη προσφορά πιστώσεων, για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας. Η ζήτηση δανείων εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών ρυθμίζεται μέσω των βασικών επιτοκίων για τις συγκεκριμένες πιστώσεις. Έναντι αυτών των πιστώσεων, οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να καταθέτουν αξιόγραφα (εγγυήσεις) στην κεντρική.
Η νομισματική βάση τώρα μπορεί να επεκτείνεται επίσης, εάν μία κεντρική τράπεζα αγοράζει ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες –κάτι που έγινε στο παρελθόν, σε μεγάλη έκταση, από τη Fed. Όταν η ΕΚΤ όμως αγοράζει ομόλογα του δημοσίου από τις τράπεζες, έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη νομισματική βάση σε κάποιες άλλες περιοχές –για παράδειγμα, προσφέροντας λιγότερα δάνεια αναχρηματοδότησης των πιστώσεων των τραπεζών προς τους πελάτες τους.
Επομένως, όταν η κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) αγοράζει ομόλογα δημοσίου, οφείλει ουσιαστικά να μειώνει τα δάνεια προς τη πραγματική Οικονομία, εάν θέλει να διατηρεί την ίδια ποσότητα χρημάτων στην αγορά. Κατά συνέπεια, η αγορά κρατικών ομολόγων είναι δυνατόν να μην επηρεάσει τον ουσιώδη έλεγχο της διαδικασίας δημιουργίας πιστώσεων (χρημάτων). Εντούτοις, είναι δυνατόν να προκαλέσει λειτουργικές ζημίες στην κεντρική τράπεζα, εάν τα ομόλογα αυτά δεν εξοφληθούν από τα κράτη.
Ολοκληρώνοντας, με την έκφραση προσφορά χρήματος (money supply), εννοούμε το συνολικό απόθεμα σε χρήματα, το οποίο έχει στη διάθεσή της μία Οικονομία. Το σύνολο των μετρητών χρημάτων, καθώς επίσης των καταθέσεων όψεως, ονομάζεται πραγματική προσφορά (ποσότητα) χρήματος (Μ1). Η προσφορά χρήματος μπορεί να αυξηθεί μέσω της δημιουργίας πιστώσεων, καθώς επίσης να μειωθεί, μέσω της καταστροφής χρημάτων (απόσβεσης επισφαλών πιστώσεων).
Τέλος, ο ορισμός της προσφοράς χρήματος δεν είναι ο ίδιος για όλες τις κεντρικές τράπεζες. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ διακρίνει τα παρακάτω:
(α) Μ1 (συνολικά 4.242,7 δισ. € τον Ιούνιο του 2009): Καταθέσεις όψεως εκτός τραπεζών (ιδιώτες, επιχειρήσεις κ.λπ.), καθώς επίσης μετρητά χρήματα, τα οποία ευρίσκονται στην κυκλοφορία.
(β) Μ2 (συνολικά 8.148,0 δισ. € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ1, συν τις καταθέσεις με συμφωνημένο χρόνο λήξης έως δύο έτη, καθώς επίσης καταθέσεις με νόμιμη προθεσμία καταγγελίας έως τρεις μήνες.
(γ) Μ3 (συνολικά 9.424,9 δισ. € τον Ιούνιο του 2009): Το Μ2, συν μερίδια σε money market funds, υποχρεώσεις σε ρέπος, καθώς επίσης money market αξιόγραφα και ομόλογα τραπεζών, με χρόνο λήξης έως δύο χρόνια.
Το Μ1 θεωρείται αντιπροσωπευτικός δείκτης για την ανάπτυξη, ενώ το Μ3 για τον πληθωρισμό. Ουσιαστικά, το Μ3, τον Ιούνιο του 2009, ήταν ελαφρά υψηλότερο του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, διαπιστώνεται ότι η πολιτική του εύκολου χρήματος, της πιστωτικής επέκτασης δηλαδή, συνεχίζεται (χαμηλά βασικά επιτόκια, ενέσεις ρευστότητας κ.λπ.) με την αμέριστη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών της Δύσης. Η προσφορά χρήματος (Μ3) αυξάνεται, για πάρα πολλά χρόνια τώρα, με υπερδιπλάσιο ρυθμό σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, ενώ, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν επικίνδυνα την ποσότητα χρήματος. Στην αρχή, ο στόχος ήταν η διάσωση των τραπεζών, ενώ στη συνέχεια η αποφυγή της χρεοκοπίας κρατών –τα οποία θα συμπαρέσυραν όχι μόνο τις τράπεζες, αλλά και πολλούς άλλους συμμετέχοντες στην πραγματική οικονομία.
Οι κεντρικές τράπεζες, παρά το ότι είχαν υποσχεθεί, ήδη από το 2008, ότι θα απορροφήσουν την υπερβάλλουσα προσφορά (ποσότητα) χρήματος από τις αγορές, επιστρέφοντας σε μία αυστηρή αντιπληθωριστική πολιτική, συνεχίζουν να προσθέτουν ρευστότητα –τόσο η Fed, όσο και η ΕΚΤ ή η BoE. Κατά συνέπεια, οι τιμές των ακινήτων, οι οποίες συνήθως χαρακτηρίζουν τις υπερβολές (φούσκες), έχουν επανέλθει σχεδόν στα υπερτιμημένα επίπεδα του παρελθόντος (στο 75% των χωρών του ΟΟΣΑ, οι τιμές της ακίνητης περιουσίας αυξάνονται), ενώ, στην Κίνα, η αγορά έχει υπερθερμανθεί σε μεγάλο βαθμό, αναγκάζοντας το κράτος να επέμβει με στόχο τη ρύθμισή της. Παράλληλα, αυξάνουν μαζικά οι πιστώσεις στην Κίνα –ένα κλασικό μείγμα μίας επικίνδυνης υπερβολής (φούσκας).
Επί πλέον, η παγκόσμια πλεονασματική ρευστότητα –δηλαδή το μέρος εκείνο των χρημάτων που ευρίσκεται στις αγορές, χωρίς να χρειάζεται για τις συναλλαγές στην πραγματική οικονομία– έχει αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η αιτία είναι φυσικά η ως άνω επεκτατική πολιτική παροχής χρημάτων των κεντρικών τραπεζών, η οποία έχει διαρκέσει ένα υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης η αδυναμία ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων τόσο των κανονικών, όσο και των σκιωδών τραπεζικών ιδρυμάτων (hedge funds κ.λπ.).
Η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ευρηματικές μεθόδους υπερπαραγωγής πιστώσεων (άρα χρημάτων), οι οποίες έχουν συμβάλει ακόμη περισσότερο στην ύπαρξη υπερβολικής ρευστότητας στις αγορές – γεγονός που σχεδόν πάντοτε προδιαγράφει το ξέσπασμα καταστροφικών κρίσεων, μετά από περιόδους συνεχούς αστάθειας (volatility).
Η ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ
Στην πραγματικότητα, το σημερινό διεθνές συναλλαγματικό σύστημα κατάφερε να επιβιώσει επειδή η αστάθεια της Δύσης (η οποία έγινε σαφής μέσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ απειλεί να εξελιχθεί σε μία σειρά πληθωριστικών κρίσεων, καθώς επίσης κρίσεων δημοσίων χρεών) κατάφερε να εξαχθεί στον υπόλοιπο κόσμο (από τις Η.Π.Α. στην Ευρώπη κ.λπ.).
Ειδικότερα, το αργότερο στις αρχές του έτους 2006 ήταν φανερό ότι οι τιμές καταναλωτή, σε πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες, αυξάνονταν μαζικά –πόσο μάλλον οι τιμές των ακινήτων, καθώς επίσης των λοιπών αξιών (assets). Εντούτοις, οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν ήταν πρόθυμες να διορθώσουν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους, ακολουθώντας μία πιο αυστηρή νομισματική πολιτική. Η δυνατότητα αυτή υπήρχε για τις περισσότερες κυβερνήσεις, χωρίς να χρειαστεί η αποσύνδεση των νομισμάτων τους από το δολάριο (την οποία είχαν αποφασίσει, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης διαχείρισης των δικών τους νομισμάτων). Απλούστατα, θα έπρεπε να καθορίσουν μία καινούργια ισοτιμία ανταλλαγής με το δολάριο, ανάλογη με τις νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στις οικονομίες τους.
Αντίθετα, όμως, οι χώρες αυτές προτίμησαν να συνεχίσουν την κερδοσκοπική πολιτική τους, η οποία στηριζόταν στην ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών –παρά το ότι συνέβαλλε στην επικίνδυνη υπερθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας (κάτι ανάλογο συνέβη και στη Γερμανία, όπου η χρήση του κοινού νομίσματος διατηρούσε, ουσιαστικά, κερδοσκοπικά υποτιμημένο το γερμανικό ευρώ το οποίο, στηριζόμενο επιπλέον στον συνεχή περιορισμό του εργατικού κόστους, διευκόλυνε τα μέγιστα τις γερμανικές εξαγωγές στην Ευρώπη –εις βάρος φυσικά των Ευρωπαίων εταίρων της).
Περαιτέρω, το δολάριο είναι πλέον ένα παγκόσμιο νόμισμα, το οποίο εξαρτάται απόλυτα από τις διαθέσεις της Κίνας, της Ρωσίας και των αραβικών χωρών. Τα δημόσια χρηματικά αποθέματα αυτών των χωρών αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές χρηματοδότησης των αμερικανικών ελλειμμάτων. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το 40% των κεφαλαιακών εισροών στις Η.Π.Α. προέρχεται από τις παραπάνω χώρες –ένα σήμα για τους ιδιώτες επενδυτές να επενδύουν επίσης στις Η.Π.Α. Η εξ αυτών διαπίστωση τώρα είναι απόλυτα σαφής: σε μία αληθινά παγκοσμιοποιημένη οικονομία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς πλαστογραφημένες συναλλαγματικές ισοτιμίες, το δολάριο θα ήταν, από αρκετά χρόνια πριν, πολύ πιο αδύναμο.
Σήμερα, οι ειδικοί στην αγορά συναλλάγματος, οι οποίοι καθορίζουν την πολιτική των αναπτυσσόμενων Οικονομιών, είναι σε κάποιο βαθμό πανικοβλημένοι –με αποτέλεσμα να επιθυμούν την αποσύνδεση των νομισμάτων τους από το δολλάριο. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο, επειδή οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών δεν έχουν τη δυνατότητα (γνώσεις κ.λπ.) να αναλάβουν μόνες τους τη διαχείριση των νομισμάτων τους.
Εάν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε, εάν δηλαδή αποσυνέδεαν τα νομίσματά τους από το δολάριο και σταματούσε η πλαστογράφηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, τότε θα επέστρεφε η ισορροπία στο σύστημα. Για παράδειγμα, στις Οικονομίες με εμπορικά πλεονάσματα, θα αυξανόταν η ζήτηση των νομισμάτων τους –γεγονός που θα τα οδηγούσε σε ανατίμηση. Η ανατίμηση αυτή θα εμπόδιζε την υπερθέρμανση της εκάστοτε πλεονασματικής Οικονομίας, επειδή οι εξαγωγές της θα ακρίβαιναν στις διεθνείς αγορές, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης των προϊόντων της. Από την άλλη πλευρά, οι ελλειμματικές χώρες (Η.Π.Α., Βρετανία κ.λπ.) θα υποτιμούσαν το νόμισμά τους –οπότε η ανταγωνιστικότητά τους θα καλυτέρευε, οδηγώντας τες σε αυξημένες εξαγωγές.
Σε τελική ανάλυση, ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς δεν θα επέτρεπε τη μη ισορροπημένη συνύπαρξη πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών, επειδή οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσον για την καταπολέμηση των παγκοσμίων ανισοτήτων. Επίσης, προστατεύουν σε κάποιο βαθμό από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, επειδή οι χώρες με χαμηλότερους πληθωριστικούς δείκτες ανατιμώνται, απέναντι σε αυτές με υψηλότερους –οπότε εμποδίζονται οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Για παράδειγμα, η αύξηση της αγοραστικής αξίας του εγχώριου νομίσματος επιτρέπει την αγορά ιδίων ποσοτήτων εισαγομένων προϊόντων, παρά την αύξηση της τιμής εξαγωγής τους –οπότε εμποδίζεται ο πληθωρισμός.
Παρά τα πλεονεκτήματα όμως της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, ελάχιστες χώρες το επιτρέπουν. Οι περισσότερες,
(α) είτε επεμβαίνουν μέσω των κεντρικών τραπεζών τους (Ελβετία, Ιαπωνία κ.λπ.),
(β) είτε καθορίζουν κεντρικά τις ισοτιμίες (Κίνα, αραβικές χώρες, Ιράν και άλλες),
(γ) είτε τις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό, επεμβαίνοντας διαρκώς στον καθορισμό τους (Ινδία, Ρωσία κ.λπ.).
Επομένως, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ουσιαστικά πλαστογραφούνται από την πλειοψηφία των κρατών (άνω του 50% του διεθνούς εμπορίου), με καταστροφικά αποτελέσματα για την παγκόσμια οικονομία (φούσκες, κρίσεις, πληθωρισμός σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα, μεγάλες αυξήσεις των πρώτων υλών κ.λπ.).
Η ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ
Ποτέ μέχρι σήμερα δεν συσσωρεύτηκαν στην παγκόσμια οικονομία τόσο μεγάλες ποσότητες συναλλαγματικών αποθεμάτων. Στα πρώτα χρόνια της τρίτης χιλιετίας τοποθετούνται στα 5 τρισ. δολλάρια, όταν τη δεκαετία του 1990 δεν υπερέβαιναν το 1 τρισ. δολλάρια. Δηλαδή, μέσα σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 15 ετών, τα αποθέματα των κρατών σε ξένο συνάλλαγμα πενταπλασιάστηκαν –ενώ στην Κίνα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, ξεπερνώντας πλέον τα 2 τρισ. δολλάρια (το 40% των παγκόσμιων συνολικών αποθεμάτων). Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ασία, όπως στο Χονγκ Κονγκ, στη Μαλαισία, στη Σιγκαπούρη και στις Φιλιππίνες. [ ]
Σήμερα, τα αποθέματα της Κίνας, ήδη στις αρχές του 2009, ξεπερνούσαν το 45% του ΑΕΠ της –ενώ πλησίαζαν το 100% των ετήσιων εισαγωγών της (σύμφωνα με την τράπεζα διεθνών διακανονισμών). Δηλαδή, η Κίνα θα μπορούσε να εισάγει προϊόντα από το εξωτερικό και να τα πληρώνει για ένα ολόκληρο έτος, χωρίς να χρειασθεί να καταφύγει καθόλου στην αγορά ξένου συναλλάγματος.
Στην ίδια χώρα, τα αποθέματα (σήμερα άνω των 2,5 τρισ. δολλαρίων) φθάνουν για την εξόφληση του 1.873% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της, ενώ η διατήρηση της ισοτιμίας του νομίσματός της απέναντι στο δολάριο (το γουάν θεωρείται τουλάχιστον κατά 40% υποτιμημένο) απαιτεί όλο και μεγαλύτερες αγορές συναλλάγματος.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε άλλες μικρότερες ασιατικές χώρες, όπως και σε αυτές που εξάγουν πετρέλαιο. Για παράδειγμα η Ρωσία, η οποία διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 368 δισ. $, καλύπτει το 446% των βραχυπρόθεσμων εξωτερικών χρεών της –καθώς επίσης τις εισαγωγές προϊόντων, για ενάμισι περίπου έτος (2009). [ ]
Η υπερβολική συσσώρευση συναλλαγματικών αποθεμάτων, αν και απολύτως κατανοητή όσον αφορά στις αναπτυσσόμενες χώρες, εμπεριέχει δυστυχώς δύο σημαντικότατους κινδύνους για την παγκόσμια Οικονομία:
(α) Το ρίσκο του πληθωρισμού στα προϊόντα και/ή στις εμπράγματες αξίες (assets). Η αυξημένη προσφορά χρήματος (Μ3) εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, η οποία ουσιαστικά ξεκίνησε μετά την κρίση του 2000 (dot.com crash), έθεσε τις βάσεις μίας «αρρωστημένης» ανάπτυξης. Οι συναλλαγματικές υπηρεσίες των φτωχότερων κρατών ανέλαβαν ουσιαστικά την ευθύνη της αμερικανικής αντι-αποπληθωριστικής πολιτικής, παράγοντας ένα πληθωριστικό υπόβαθρο –ενώ συνεχίζουν να το κάνουν, αυξάνοντας σε μεγάλο βαθμό την προοπτική μίας επόμενης, πολύ πιο ισχυρής κρίσης.
(β) Το ρίσκο της απώλειας (απομείωσης) δημόσιας περιουσίας. Το μέγεθος των συναλλαγματικών αποθεμάτων τα οποία, σε πολλές ασιατικές χώρες, υπερβαίνουν το 50% του ΑΕΠ τους, είναι επικίνδυνο για τις οικονομίες τους. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της ΕΚΤ (2001-2006), μία ανατίμηση ύψους 15% του τοπικού νομίσματος (κάτι απόλυτα αποδεκτό, σε σύγκριση με τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα των ασιατικών χωρών) έχει σαν αποτέλεσμα μία σημαντική μείωση των περιουσιακών τους στοιχείων –ύψους 10,5% του ΑΕΠ για το Χονγκ Κονγκ, 8,2% για τη Μαλαισία, 6% για την Κίνα, 4,5% για τη Ρωσία, 4% για την Κορέα κ.λπ.
Ειδικά η συγκέντρωση των επενδύσεων των πλεονασματικών αυτών Οικονομιών σε δολλαριακά ομόλογα χαμηλού επιτοκίου είναι αναμφίβολα μία εξαιρετικά λανθασμένη επιλογή. Δηλαδή, τα μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, τα οποία δημιουργήθηκαν με πολύ κόπο, τοποθετούμενα μονόπλευρα σε δολάρια, μειώνουν ουσιαστικά τη δημόσια περιουσία (αφού το δολάριο είναι εξαιρετικά υπερτιμημένο). Με στόχο λοιπόν τον περιορισμό αυτού του ρίσκου, οι πλεονασματικές χώρες ακολουθούν πλέον το παράδειγμα των πετρελαϊκών (Ρωσία, Αραβία, Νορβηγία), ιδρύοντας κρατικά κεφάλαια (sovereign wealth funds), τα οποία τοποθετούνται πια σε εμπράγματες δυτικές αξίες –ενώ εξαγοράζουν ακόμη και ολόκληρες επιχειρήσεις.
Φυσικά, το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για τη Δύση, αφού πρόκειται ουσιαστικά για μία επανακρατικοποίηση των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, από ξένες, όμως, χώρες –κάτι εντελώς ασύμβατο με την επικρατούσα φιλελεύθερη πολιτική. Για παράδειγμα, η εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά από την Κόσκo, το έχει ουσιαστικά κρατικοποιήσει –ο ιδιοκτήτης όμως δεν είναι το ελληνικό δημόσιο, αλλά το κινεζικό. Επίσης, η αγορά ενός μεγάλου πακέτου μετοχών της Μερσέντες από το Άμπου Ντάμπι, σημαίνει τη, σε μεγάλο βαθμό, κρατικοποίησή της –με ιδιοκτήτη όμως το αραβικό κράτος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ευρώπη ευρίσκεται αντιμέτωπη αφενός μεν με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό των Η.Π.Α., ο οποίος έχει στη διάθεσή του πανίσχυρα επιθετικά μέσα (ΔΝΤ, εταιρείες αξιολόγησης, ΜΜΕ, Γουόλ Στρητ κ.λπ.), ενώ μάχεται για την επιβίωσή του, αφετέρου δε με τον απολυταρχικό καπιταλισμό, ο οποίος επικρατεί σε πολλές από τις ισχυρές, ασύμμετρα αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, ενώ επιθυμεί να αναδειχθεί κυρίαρχος. Ελλοχεύει δε ένας επιπλέον κίνδυνος στο εσωτερικό της, προερχόμενος από τις επεκτατικές βλέψεις της Γερμανίας, η οποία κάποιες φορές συμπεριφέρεται απίστευτα ολοκληρωτικά.
Το νεωτεριστικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, λοιπόν, αποτελούμενο από πλούσιες, δημοκρατικές (κοινωνικός καπιταλισμός), πολιτισμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους χώρες, απειλείται από πάρα πολλές πλευρές –αποτελώντας μεταφορικά το «χρυσόμαλλο δέρας». Εάν λοιπόν δεν επικρατήσει η λογική εντός του, εάν δεν βαδίσει δηλαδή με γρήγορα βήματα προς την κατεύθυνση της αλληλέγγυας ολοκλήρωσής του, χωρίς να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων στο εσωτερικό του (ΔΝΤ κλπ.), είναι μάλλον απίθανο να επιβιώσει στη σημερινή του μορφή.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ