Του Γιάννη Ταχόπουλου από το Άρδην τ. 91
Το βιβλίο του Μαζάουερ για τη Θεσσαλονίκη επικεντρώνεται στο διάστημα από την άλωση της πόλης έως τα 1950 και διαπνέεται από μια αντίληψη για την ιστορία της πόλης πολύ διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει. Θεωρείται το βιβλίο που έκανε γνωστή παγκοσμίως τη Θεσσαλονίκη και ανέδειξε άγνωστες πτυχές της ιστορίας της, τις οποίες οι παλαιότεροι Έλληνες ιστορικοί υποτίθεται ότι απέκρυψαν. Και θεωρείται επίσης βασικό έργο για την ιστορία της πόλης. Πώς και γιατί, λοιπόν, γίνεται να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα που έχει αποκτήσει το βιβλίο αυτό; Εννοείται, βέβαια, ότι, με αφορμή το βιβλίο του Μαζάουερ, ασκούμε εμμέσως κριτική σε όλες τις συναφείς απόψεις για την πόλη.
Παρ’ όλο που ο Μ. επιθυμεί να γράψει μια «ολιστική ιστορική αφήγηση», στην οποία η ιστορία της πόλης θα είναι η ιστορία των εθνοτήτων της και από την οποία θα απουσιάζει η υποκειμενικότητα του εθνοκεντρισμού, ούτε τον πρώτο στόχο πετυχαίνει ούτε τον δεύτερο. Και εκτός αυτών, έχει αντιφάσεις σε ορισμένα θεωρητικά ζητήματα.
Έτσι, για παράδειγμα, φαίνεται να κατηγορεί για έλλειψη αντικειμενικότητας τους παλαιότερους ιστορικούς, αλλά ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει αντικειμενική ιστορία, ή ότι, αν υπήρχε, αυτή θα ήταν ανιαρή ή ανέφικτη. Κατηγορεί για πολιτικές κι εθνικιστικές σκοπιμότητες τους παλαιότερους ιστορικούς, αλλά ο ίδιος δηλώνει ότι η ιστορική του αφήγηση έχει στόχο να βοηθήσει στους πολιτικούς προβληματισμούς της εποχής (διάβαζε: τις σημερινές πολιτικές σκοπιμότητες), δηλαδή κάνει αυτό το οποίο κατακρίνει. Δηλώνει ότι αδιαφορεί για την ιστορική αντικειμενικότητα, αφού αυτή είναι ανέφικτη, και, ωστόσο, ο ίδιος διατυπώνει απόψεις οι οποίες διορθώνουν παλαιότερες απόψεις και για τις οποίες προφανώς ο ίδιος έχει αξίωση αντικειμενικότητας.
Επίσης, η άποψη που διατρέχει το βιβλίο, ότι υπήρξε αρμονική συμβίωση των λαών στην Θεσσαλονίκη, είναι αβάσιμη. Καταπολεμά τον μύθο της απόλυτης ετερότητας μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων, με τον ακόμη μεγαλύτερο μύθο της λίγο-πολύ αρμονικής συμβίωσής τους εξαιτίας των Οθωμανών. Παριστάνει ότι δεν ξέρει πως στις οθωμανικές πόλεις, όπως και στη Θεσσαλονίκη, η κάθε εθνότητα ζούσε χωριστά από τις άλλες, σε ξεχωριστούς μαχαλάδες. Και όταν καταδέχεται να μιλήσει για την αντιπαλότητα μεταξύ των τριών εθνοτήτων, αναφέρει συστηματικά μόνο την έχθρα των Ελλήνων προς τις άλλες δύο εθνότητες.
Επιπλέον, ο στόχος της αντικειμενικότερης εξιστόρησης, η ολιστική ιστορική αφήγηση κατά Μαζάουερ, έρχεται δεύτερος μπροστά στον στόχο της εξιδανίκευσης της οθωμανικής Αυτοκρατορίας εις βάρος των υποτελών λαών. Ο Μαζάουερ χρησιμοποιεί ως βολική πρόφαση τους Εβραίους Σαλονικιούς, την παρουσία και μνήμη των οποίων δήθεν υπερασπίζεται αυτός και οι ομοϊδεάτες του, για να επικρίνουν τους Έλληνες και την ελληνική κρατική παρουσία στην πόλη. Στην πραγματικότητα, αποσιωπά την καταπίεση των Εβραίων από τους Οθωμανούς. Λόγου χάρη, δεν κάνει λόγο για τις σφαγές Εβραίων της Θεσσαλονίκης από Τούρκους, δεν μιλάει για την εσκεμμένη ταπεινότητα των συναγωγών τους, τις οποίες έκτιζαν με δωροδοκίες και παρακαλετά. Παρ’ όλο που, ακόμα και όταν χαλάρωνε η τουρκική επιτήρηση, οι ίδιοι οι Εβραίοι της πόλης επέμεναν στην τήρηση των ισλαμικών περιορισμών και στην ταπεινότητα των θρησκευτικών τους κτισμάτων, ο Μ. αναφέρεται στην ευμένεια των οθωμανικών αρχών σχετικά με την ανοικοδόμηση συναγωγών! Μόνο για τις θλιβερές συνθήκες ζωής στις συνοικίες τους κάνει λόγο, γενικά και αόριστα. Δεν αναφέρει τη μαζική φυγή των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη τον 17ο αιώνα, λόγω των κακών γι’ αυτούς συνθηκών. Όλα αυτά δεν τα αναφέρει ούτε ο Μ. ούτε, βέβαια, όσοι αγωνίζονται τόσα χρόνια να αποδείξουν ότι αυτοί είναι οι αυθεντικοί αντιεθνικιστές και ότι εμείς οι υπόλοιποι τους επιτιθέμαστε, αποδεικνύοντας έτσι πόσο δίκιο έχουν που θεωρούν τον εαυτό τους πραγματικούς αντιεθνικιστές και πιστοποιημένους αντιρατσιστές. Αναφέρεται στην αποτρόπαια καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου κατά τη διάρκεια της Κατοχής, την οποία βεβαίως δεν πρέπει να αποκρύπτει κανείς, αλλά όχι στην καταστροφή του ίδιου εβραϊκού νεκροταφείου, καθώς και του ελληνικού, από τους Τούρκους, στα τέλη του 19ου αιώνα. Γιατί; Μα γιατί πρέπει να αποδειχτεί ότι οι Οθωμανοί ήταν ανεκτικοί στους υποτελείς τους και ειδικότερα ανεκτικοί στους Εβραίους, προς τους οποίους ήταν μη ανεκτικοί, κατά τον Μαζάουερ, οι Έλληνες. Δεν είναι τυχαίο το ότι εμφανίζει τη μαζική είσοδο των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη ως δείγμα της οθωμανικής ανεκτικότητας. Ωστόσο, οι Θεσσαλονικείς Έλληνες είχαν υποδεχτεί διωκόμενους Εβραίους από τη Δύση, μισό αιώνα πριν από την Τουρκοκρατία και όχι «λίγα χρόνια πριν», όπως υποστηρίζει.
Εννοείται ότι αν ο Μ. αντιλαμβάνεται με αυτό τον τρόπο την αντικειμενική ιστορία για τους Εβραίους, τι θα περίμενε κανείς να λέει για τους Έλληνες; Σχεδόν, μιλώντας καθ’ υπερβολή, σε κάθε σελίδα, υποτιμάται ή αποσιωπάται οτιδήποτε νεοελληνικό ή βυζαντινό σε σχέση με την τουρκοκρατούμενη πόλη. Αυτό είναι αλήθεια ότι γίνεται πάντα διακριτικά και με τρόπο. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αλλά αξίζει να αναφερθούν κάποια. Έτσι, με τη βολική δικαιολογία ότι παλαιότερα δεν επιδείχτηκε αρκετό ιστορικό ενδιαφέρον για τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης, ο Μ. πηγαίνει στο άλλο άκρο και σχεδόν εξαφανίζει τους Έλληνες. Για τον Μ., οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης έκαναν πολύ άσχημα που αντιστάθηκαν στην πολιορκία της πόλης, στα 1430, γιατί έτσι έδωσαν το ηθικό δικαίωμα στους Τούρκους να αφελληνίσουν τη Θεσσαλονίκη. Θλίβεται για το χαμένο οθωμανικό παρελθόν της πόλης, αλλά παρουσιάζει ατάραχος τον αφελληνισμό της στην Τουρκοκρατία, με την κυνική δικαιολογία ότι, «ας πρόσεχαν κι ας μην αντιστέκονταν στην πολιορκία οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, αφού ξέρανε τι τους περιμένει». Μάλιστα αποσιωπά ότι, κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης, οι Οθωμανοί ξεθεμελίωσαν την πόλη, κατέστρεψαν εκκλησίες, σπίτια, νεκροταφεία και έσφαξαν πλήθος κόσμου, και αναφέρεται απλώς στην αιχμαλωσία των πολιτών.
Η βίαιη μετατροπή, μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης, των εκκλησιών σε τζαμιά παρουσιάζεται από τον Μ. ως σεβασμός του ισλάμ στον χριστιανισμό ή ως ένα φυσιολογικό ισλαμικό έθιμο. Η δυσβάστακτη φορολογία των χριστιανών και της Θεσσαλονίκης, σε σχέση με αυτή των μουσουλμάνων, αναφέρεται μόλις στη μέση του βιβλίου, λες και ήταν ασήμαντη υπολεπτομέρεια, ενώ προηγουμένως, σε ολόκληρες σελίδες στην αρχή του βιβλίου, επαινείται η δήθεν καλύτερη μοίρα των κατακτηθέντων Ελλήνων υπό τους Οθωμανούς. Η αναλογικά βαρύτερη φορολογία των Ελλήνων έναντι αυτής των υπόλοιπων, μη μουσουλμάνων, αποσιωπάται. Πρέπει να φθάσει κανείς στο μέσο σχεδόν του βιβλίου για να πληροφορηθεί ότι, στην ανεκτική οθωμανική Αυτοκρατορία, απαγορευόταν με νόμο η οικοδόμηση νέων εκκλησιών ως τα 1839. Όμως, ακόμα και αυτό το πληροφορείται όχι ευθέως αλλά εμμέσως και ωραιοποιημένα, διαβάζοντας ότι, σε αντίθεση με παλαιότερους σουλτάνους, ο Μαχμούτ Β΄ «ενθάρρυνε (!) την οικοδόμηση νέων εκκλησιών». Ο Μαζάουερ, συνεπώς, παρουσιάζει τη δωροδοκία προς τους Οθωμανούς ως οθωμανική νόμιμη διαδικασία αδειοδότησης για ανέγερση εκκλησιών.
Ο Μ. επικρίνει τη δήθεν αποσιώπηση των οθωμανικών μνημείων από το ελληνικό κράτος, αλλά δεν αναφέρει ότι, τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των αναστυλώσεων των εκκλησιών που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά, η οθωμανική διοίκηση επέλεγε τέτοιες μορφές αναστύλωσης και επισκευής ώστε να αποκρύβεται, στο μέτρο του δυνατού, ο ελληνικός και ορθόδοξος χαρακτήρας των βυζαντινών εκκλησιών. Οι εκτελέσεις των Θεσσαλονικιών νεομαρτύρων παρουσιάζονται από τον Μαζάουερ, λίγο-πολύ, ως η καλοπροαίρετη οθωμανική συμβολή στην ανάδειξη νέων αγίων της Εκκλησίας και όχι ως τυραννία του ισλάμ.
Θέλοντας να στοχοποιήσει τους Έλληνες, ως τους μίζερους κατοίκους της πόλης, που δεν καταλάβαιναν σε τι είδους παράδεισο κατοικούσαν, αναφέρει μόνο θρήνους των Ελλήνων Σαλονικιών για τις συνθήκες διαβίωσής τους, ενώ τέτοιους θρήνους συνέθεταν και οι Εβραίοι Σαλονικιοί, για τις δικές τους συνθήκες ζωής.
Υποστηρίζει ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 δεν ήταν Έλληνες και εξισώνει τη σφαγή των Μικρασιατών με τα ανύπαρκτα δεινά μουσουλμάνων της Μακεδονίας, οι οποίοι αποζημιώθηκαν με υπερδιπλάσιες περιουσίες Ελλήνων στη Μικρασία και δεν έφυγαν για την Τουρκία κατασφαγμένοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. δεν αναφέρει ότι, στην πόλη αυτή, στα 1911, οι πρόδρομοι του Κεμάλ Ατατούρκ, οι Νεότουρκοι, αποφάσισαν επίσημα, σε συνέδριό τους, την εξόντωση ή την εκδίωξη των χριστιανικών εθνών της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απόφαση την οποία πραγματοποίησαν στη Μικρασία και επιχείρησαν να πραγματοποιήσουν προηγουμένως στη Μακεδονία, όταν άρχισαν να την εποικίζουν με Βόσνιους και Τάταρους μουσουλμάνους. Αποσιωπά τη μονομερή τρομοκρατία των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη Μακεδονία, στο διάστημα έως την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, ώστε να εξισώσει ηθικά και σε επίπεδο βιαιοτήτων τους επιτιθέμενους Βουλγάρους με τους αμυνόμενους Έλληνες. Μάλιστα, αποκαλεί τους μακεδονομάχους ληστές και εξελληνισμένους Αλβανοσλάβους, έχοντας υπόψη του μάλλον μια ουσιοκρατική αντίληψη περί έθνους. Ο Μ. αποδίδει στους Έλληνες του 1940 την επιθυμία για εξόντωση των Ελληνοεβραίων, ώστε να εξελληνιστεί η πόλη, παρ’ όλο που, επί Κατοχής, οι Έλληνες της πόλης αντιμετώπιζαν ως εχθρούς της ελληνικής κρατικής κυριαρχίας, επί της Θεσσαλονίκης, όχι τους Εβραίους συμπολίτες τους αλλά τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους κατακτητές.
Εννοείται δεν έχει να πει τίποτα για τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη: πολύ λογικό, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να συγκρίνει, από τη μία, τους Μακεδόνες και Θεσσαλονικείς ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας, τους νομικούς σαν τον Αρμενόπουλο και τους μελετητές της αρχαιοελληνικής γραμματείας τον 14ο αι., και από την άλλη τους καβαλιστές. Θα έπρεπε να συγκρίνει τους Κύριλλο και Μεθόδιο, ή έναν Ευστάθιο κι έναν Γρηγόριο Παλαμά, με το απόλυτο τίποτα της τουρκικής πνευματικής παραγωγής της Θεσσαλονίκης. Θα έπρεπε να συγκρίνει τις βυζαντινές εκκλησίες με τα –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– μουσουλμανικά κακέκτυπά τους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Αντί γι’ αυτό, υποστηρίζει ότι οι Βυζαντινοί Θεσσαλονικείς είχαν περισσότερο χρόνο, μια χιλιετία, για να διαδώσουν τον πολιτισμό τους, ώστε εμείς θα πρέπει να λυπηθούμε τους Οθωμανούς που δεν κατέκτησαν νωρίτερα τα Βαλκάνια και έτσι δεν είχαν αρκετό χρόνο να διαδώσουν στην Ευρώπη τον πολιτισμό τους, να κριθούν επί ίσοις όροις και να διαπιστώσουμε πόσο αξίζει αυτός. Πολύ λογικό για τον Μ. να μην αναφέρει ούτε μία φράση για τους αρχαιοελληνικούς πολιτικούς θεσμούς της βυζαντινής Θεσσαλονίκης και για τους Ζηλωτές: γιατί τότε θα ήταν αναγκασμένος να συγκρίνει τη δημοκρατική πολιτεία των Ζηλωτών με τους ενδοκοινοτικούς και διακοινοτικούς τεμενάδες και ίντριγκες, στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη.
Ακόμη, δεν είναι του γούστου του Μαζάουερ η αρχιτεκτονική των κτηρίων που ανοικοδομήθηκαν στην πυρίκαυστη ζώνη του κέντρου κατά τον Μεσοπόλεμο, διότι προτιμά τις κατοικίες της Τουρκοκρατίας στο ίδιο μέρος, οι οποίες, ως τα 1880, έμοιαζαν με τρώγλες ή ήταν τρώγλες. Προτιμά τους γοητευτικούς τούρκικους μαχαλάδες της Άνω Πόλης: αλλά ξεχνά ότι οι Τούρκοι επέλεγαν για τον εαυτό τους τα καλύτερα μέρη και κρατούσαν για λογοαριασμό τους τούς υδάτινους πόρους της πόλης, αφήνοντας ολόκληρες ελληνικές και εβραϊκές συνοικίες χωρίς μία βρύση, ώστε να ξεσπούν μόνο στις εβραϊκές και ελληνικές γειτονιές οι επιδημίες και οι πυρκαγιές και, με αυτό τον τρόπο, να αποδεικνύεται η αδελφοσύνη των λαών. Ο Μ. θεωρεί βρόμικη τη σημερινή Θεσσαλονίκη αλλά δεν λέει ότι, στην οθωμανική πόλη, ξέσπασαν 54 επιδημίες χολέρας και πανούκλας μέσα σε 415 χρόνια, από το 1497 ως το 1912, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, ούτε ότι ξέσπασαν 18 πυρκαγιές με ανάλογα αποτελέσματα. Ο Μ. αφιερώνει λιγότερες σελίδες στους εργατικούς αγώνες της Θεσσαλονίκης απ’ ό,τι στους χορευτές του Μεσοπολέμου, γιατί πρέπει να αναδείξει τα σοβαρά ζητήματα της ιστορίας της πόλης. Βέβαια, αφού δεν του αρέσει τίποτε νεοελληνικό στη Σαλονίκη, σε σχέση με το πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν, είναι άξιο απορίας: Τι εννοεί όταν δηλώνει ότι η νεώτερη Ελλάδα είναι ενδιαφέρουσα, και τι του αρέσει σε αυτήν; Τα οθωμανικά της μνημεία;
Ο Μ. κατηγορεί τους Έλληνες ότι δεν αποδέχονται ως δικό τους το οθωμανικό παρελθόν. Ίσως του είναι άγνωστο ότι όροι και φράσεις όπως χαφιές, ρουσφέτι, λουφές και κουτάλα της εξουσίας προέρχονται από την οθωμανική κρατική ορολογία. Όμως, «η αποδοχή του τουρκοκρατούμενου παρελθόντος» μας δεν είναι μονοσήμαντη, ούτε αφορά υποχρεωτικά τις πολιτικοκοινωνικές πτυχές της Τουρκοκρατίας. Τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία Ελλήνων και Τούρκων λόγω της Τουρκοκρατίας, αν και υπαρκτά και ευπρόσδεκτα, δεν είναι επαρκείς λόγοι για να αρχίσουμε σήμερα να χαρακτηρίζουμε την υποδούλωση «αρμονική συνύπαρξη», ή να αποκαλούμε το παιδομάζωμα «πρότυπο τρόπο κοινωνικής ανόδου», ή να θεωρούμε τους εξισλαμισμούς «ανεξιθρησκία», ή να χαρακτηρίζουμε τη βαριά φορολογία «οθωμανική ανεκτικότητα», ή να εμφανίζουμε τους οθωμανικούς, κρατικά σχεδιασμένους, εποικισμούς της Μακεδονίας ως «ειρηνική μετανάστευση των λαών». Στην πραγματικότητα, ο Μαζάουερ και οι ομοϊδεάτες του δεν θέλουν απλώς να αποδεχτούμε το οθωμανικό μας παρελθόν, ούτε περιμέναμε αυτούς για να το αποδεχτούμε. Αλλά θέλουν να θεωρήσουμε τα πολύ περισσότερα σκοτεινά σημεία της Τουρκοκρατίας ως μια λαμπρή εποχή της ελληνικής ιστορίας την οποία, λόγω του υποτιθέμενου εθνικισμού μας, θέλουμε να ξεχάσουμε.