Γιάννης Καλιόρης: ΟΛΑ Ή ΤΙΠΟΤΑ, αντιεξουσιαστικός λόγος και συνείδηση των ορίων, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2014.
Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 107
> Το νέο βιβλίο του Γ. Καλιόρη έχει ως αφετηρία τον διάλογο με έναν άλλο στοχαστή, τον Φώτη Τερζάκη. Ενώ ξεκινά για να υπερασπιστεί την αναγκαιότητα του κράτους, που ο τελευταίος αρνείται απόλυτα τη σκοπιμότητα της ύπαρξής του, αναγκαστικά θα επεκταθεί και σε άλλα καίρια θέματα.
Όπως κάθε βιβλίο του, έτσι και αυτό, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: Υποδειγματικό και άρτιο λόγο, που αν και χρησιμοποιεί μακροσκελείς προτάσεις καταφέρνει να ισορροπεί και να μην κουράζει τον αναγνώστη, πυκνά και σαφή νοήματα, που παρουσιάζουν με σαφήνεια και πειθώ τα επιχειρήματά του, δίχως εμπάθειες προς την άλλη άποψη, την οποία προσπαθεί με μετριοπάθεια να αναιρέσει. Τα πλεονεκτήματα αυτά είναι βέβαια αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης, από τον Γ. Καλιόρη, παλαιότερων και νεώτερων στοχαστών, αλλά και της αγάπης με την οποία στέκεται έναντι της ελληνικής γλώσσας. Όπως μπορούμε να κατανοήσουμε ήδη από τον τίτλο, ο συγγραφέας συμμερίζεται την αριστοτελική μεσότητα, ενώ επιμένει ότι δεν μπορούμε να αγνοούμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα (την vita active, το πρόσγειο, όπως γράφει), στο όνομα των αξιών, του δέοντος, ή των επιθυμιών μας εν τέλει (τον «ουρανό των ιδεών», την πτητική, όπως γράφει).
Ξεκινώντας από τον Θουκυδίδη από τους παλαιότερους και από τον Χομπς, από τους νεώτερους, αν δεν προηγηθεί η παραχώρηση από τους πολίτες, στον Κυρίαρχο, ενός μέρους των επιλογών τους, δηλαδή, αν δεν υπάρξει ένας βαθμός ετερονομίας, τότε δεν θα υπάρξει ο επίγειος παράδεισος και η αμοιβαία αγάπη, αλλά ο εμφύλιος πόλεμος και η αλληλεξόντωση, αφού τα αγαθά θα είναι επιθυμητά για όλους και όλοι θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να τα ιδιοποιηθούν. Ο ρόλος των κανόνων, υπό αυτή την οπτική, δεν είναι διόλου αμελητέος. Όπως γράφει ο Καλιόρης, «ο ελάχιστος νομιμοποιητικός όρος» της δικαιικής ρύθμισης δεν είναι καθόλου ελάχιστος, αλλά κατ’ εξοχήν μείζων και ουσιώδης, που αφορά γενικώς την ιεράρχηση των αντιθέτων από μια κεντρική αρχή προκειμένου να μην αλληλοεξοντωθούν» (σ. 27). Μνημονεύοντας δε τον Βαλερύ, τον Μιραμπώ και τον Ντυρκάιμ, επαναλαμβάνει ότι κινδυνεύουμε τόσο από την πολλή τάξη, όσο και την πολλή αταξία. Ένα ανίσχυρο κράτος δεν μπορεί να επιβάλει κανόνες ούτε στην κοινωνία, ούτε στην αγορά ειδικότερα, ούτε βέβαια να επιτελέσει ορισμένες απαραίτητες λειτουργίες, όπως την παροχή παιδείας και υγείας, αλλά και την υπεράσπιση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας έναντι τρίτων. Όμως ένα πανίσχυρο κράτος είναι βέβαιο ότι θα καταπνίξει την αντίθετη άποψη με βίαια ή και μη βίαια μέσα. Το ερώτημα είναι πώς στο νεωτερικό κράτος, σε πολλές περιπτώσεις, ενώ υπάρχουν όλες οι θεσμικές προϋποθέσεις του κράτους δικαίου και το «άτομο» εξυμνείται, τα πραγματικά αποτελέσματα μπορεί να είναι διαφορετικά και αντίθετα από τις επίμονα διακηρυγμένες προθέσεις. Η κοινωνία και τα συμφέροντα που υπάρχουν δεν αντανακλώνται σύμμετρα εντός του κράτους, ενώ το άτομο ποδηγετείται και εκτοπίζεται τελικά, στα πλαίσια της μαζικής δημοκρατίας. Προβλήματα τέτοιας έκτασης και βαρύτητας αναγκαία οδηγούν τον προβληματισμό όχι στην αναγκαιότητα της καταστροφής του κράτους, αλλά την ύπαρξη κοινοτήτων και τη βαθιά πνευματική καλλιέργεια και παιδεία, ώστε ο άνθρωπος να μπορεί τελικά να σταθεί στα πόδια του δίχως να παρασύρεται από την ορμή της εμπορευματικής ιδεολογίας.
Ο Καλιόρης επισημαίνει ότι το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος κατέρρευσε από το κύμα της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, που επέβαλαν τις αρχές τους «ως ενιαία παγκόσμια λογική» (σ. 71), με αποτέλεσμα πλεονάζουσα ρευστότητα, που τροφοδότησε ασύδοτα κερδοσκοπικά παιχνίδια και υπονόμευσε κράτη και θεσμούς. Οι φούσκες και το άυλο χρήμα εξοβέλισαν την πραγματική οικονομία. Γλαφυρά γράφει: «Υλιγγιώδεις κερδοσκοπικές κεφαλαιομάζες, πολλαπλάσιες του παγκόσμιου ΑΕΠ, μετεωρίζονται κερδοσκοπικά απ’ άκρου εις άκρον του πλανήτη ως αρπακτικά σε αναζήτηση λείας επί σκοπώ ταχυτάτης κερδοφορίας» (σ. 72). Για να προσθέσω ότι ίσως για πρώτη φορά βρίσκει τέτοια απήχηση στην πραγματικότητα η σκέψη του Σαρλ Πεγκύ πως «για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου το χρήμα είναι ο κύριος, χωρίς περιορισμό και μέτρο. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου το χρήμα βρίσκεται μόνο του, αντιμέτωπο με το πνεύμα. Και μάλιστα είναι μόνο του και απέναντι σε άλλες ύλες. Για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου το χρήμα είναι μόνο του μπροστά στον Θεό».
Η έλλειψη ρυθμιστικών κανόνων στις αγορές οδήγησε στις χρεοκοπίες τραπεζών και ασφαλιστικών οργανισμών, αφού οι ζημιές διαχύθηκαν σαν χείμαρρος στην παγκόσμια οικονομία. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι τα κράτη ανέλαβαν όχι μόνο δραστήριο ρόλο και πάλι, αλλά και τα χρέη που δημιούργησαν οι ιδιώτες, ως μοναδικό μέσο για να ανακοπεί η πλήρης οικονομική καταστροφή.
Επανερχόμενος στον διάλογο με τον Φ. Τερζάκη, από τον οποίο ξεκίνησε, συμπεραίνει ότι δεν μπορούμε να εξαφανίζουμε το εθνικό ζήτημα και άλλα συναφή, όπως οι υπερβολές στις μεταναστευτικές ροές, στο όνομα του ταξικού. Αν λάβουμε σοβαρά παρόμοιες θέσεις σαν του Τερζάκη, αντίθετα με τις διακηρύξεις του, καταλήγουμε σε μια Ελλάδα που καλείται να λειτουργήσει «σα νησίδα απομονωμένη μέσα στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ωκεανό» (σ. 94), δηλαδή σαν Αλβανία του Χότζα. Βεβαίως κάτι τέτοιο, δηλαδή η ετερογονία των σκοπών, συμβαίνει όταν η ιδεολογία «επιδιώκει να συγκαλύψει την διάσταση ανάμεσα σ’ αυτό που μπορώ να γνωρίσω πραγματικά και σ’ αυτό που έχω ανάγκη να πιστεύω» (σ. 95). Αλλά ούτε η κριτική στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να μας οδηγήσει στη σκέψη για την κατάργηση του χρήματος, διότι αυτό επιτελεί ορισμένες σημαντικές λειτουργίες, όπως το «εκφραστικό ισοδύναμο πραγμάτων ετερογενών», «μέσο κυκλοφορίας υλικών πραγμάτων» και «δυνητική κατοχή και αναβεβλημένη απόλαυση υλικών πραγμάτων»(σελ. 139).
Ο Καλιόρης θα εξετάσει και άλλα θέματα, όπως τη σχέση μονοθεϊσμού και πολυθεϊσμού, τις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες και τους κινδύνους που επισωρεύει η συνεχής, χωρίς κανόνες, λειτουργία του καπιταλισμού. Θα αναφερθεί με τα μελανότερα χρώματα στην Ελλάδα που διαμόρφωσαν τα μνημόνια. Όπως γράφει, πρόκειται για μια χώρα «νεόπτωχη και γλισχρόβια», που «βυθίζει μεγάλα στρώματα του πληθυσμού στην εξαθλίωση, αποσαθρώνει τον κοινωνικό ιστό και συσκοτίζει το μέλλον αφαιρώντας την ελπίδα, ανοίγει, συν τοις άλλοις, ζοφερή προοπτική ακυβερνησίας και χάους, κατά το πνεύμα ενός διάχυτου μηδενισμού, που εκδηλώνεται με πρωτόγονο αντικοινοβουλευτισμό, αλλά και απαξίωση εδραίων συμβιωτικών αξιών…» (σ. 188).
Η προσεκτική ανάγνωση του νέου βιβλίου, θα μας κάνει κοινωνούς ενός προσφυούς δοκιμίου πολιτικής φιλοσοφίας, αλλά και μιας άρτιας, παραδειγματικής αποτύπωσης της ελληνικής γλώσσας.