Αρχική » Η ανάγκη του θανάτου μιας γενιάς

Η ανάγκη του θανάτου μιας γενιάς

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Κώστας Χατζηαντωνίου

Το 1923, μέσα στην καταθλιπτική ατμόσφαιρα της μικρασιατικής συμφοράς, εκδόθηκε ένα βιβλίο που απεκάλυπτε την πνευματική ρηχότητα και αδυναμία της νεοελληνικής ποίησης μετά τον Σολωμό. Το βιβλίο ήταν το Η Ποίηση στη Ζωή μας και συγγραφέας ο μέγιστος κριτικός του νεοελληνικού βίου Γιάννης Αποστολάκης. Στα λιμνάζοντα ύδατα της μονίμως καχεκτικής διανόησής μας, το βιβλίο προκάλεσε θόρυβο, ο Αποστολάκης -πρώτος καθηγητής στην έδρα νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο- δημιούργησε φανατικούς φίλους και εχθρούς.

Όσο και αν με γοητεύει μια παρόμοια απόλυτη θέση για τη σημερινή εικόνα της λογοτεχνίας μας, υποστηρίζω -χωρίς τις κριτικές δυνατότητες και τη σκέψη ενός Αποστολάκη- πως ήδη τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Καθώς η γενιά του 1930 (που ακόμη δέχεται τις επιθέσεις οπαδών ενός παλαιολιθικού μαρξισμού και ενός υπερορθόδοξου φονταμενταλισμού) απέρχεται από το μάταιο βίο αυτού του μάταιου τόπου, δεν απομένει παρά η τραγωδία της μετριότητας, η απελπισία του “ολίγου”. Η λογοτεχνία είναι καθρέφτης της πορείας ενός λαού, πολύ πιο καθαρός από οποιαδήποτε πολιτική ή οικονομική μελέτη. Αντικρίζουμε τι πραγματικά θέλει ένας λαός, ποιοι είναι οι σκοποί και τα κριτήρια του, αν τον ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από την παράταση μιας ανώφελης ύπαρξης. Διόλου τυχαία, συχνά την ονομάζουμε “πνευματική ζωή” γιατί εκεί φανερώνεται, όσο πουθενά, η ελευθερία από εξωτερικά γεγονότα, η λύτρωση από την αδυσώπητη τυραννία της τύχης.

Ένα σοβαρότατο πρόβλημα, που θα έπρεπε εξ αρχής να δούμε, είναι το κατά πόσον μπορούμε να θεωρήσουμε τη λογοτεχνία επάγγελμα. Πόσοι αποζούν από το έργο τους; Γνωρίζουμε όλοι πως είναι ελάχιστοι. Οι περισσότεροι ζουν χάρη σε μια εφημερίδα, μια κρατική υπηρεσία, μια ιδιωτική επιχείρηση -ευτυχέστεροι όσοι αυτή η επιχείρηση έχει σχέση με το κύκλωμα του βιβλίου- ή στη ραδιοτηλεόραση. Είναι αυτό δυστύχημα διότι χάνουν καιρό και δεν αφοσιώνονται στην τέχνη τους ή ευτύχημα διότι μένουν απερίσπαστοι από βιοτικές μέριμνες, δεν εξαρτώνται από τη βούληση του αναγνώστη; Όσοι συνδέουν τις επαγγελματικές υποχρεώσεις με τη μετριότητα της σημερινής λογοτεχνίας μάλλον έχουν άδικο. Ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Βλαχογιάννης, ο Καρκαβίτσας, ο Σεφέρης και πλήθος άλλοι είχαν συγκεκριμένες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Ο Ελύτης είναι ένα σπανιότατο παράδειγμα που υπογραμμίζει τον κανόνα.

Ακούγεται συχνά, σαν παράπονο, η σύγκριση με την ευρωπαϊκή και αμερικανική λογοτεχνία όπου το εμπόριο του βιβλίου επιτρέπει στους επιτυχημένους συγγραφείς να ζουν πλούσια και “μεγάλη” ζωή. Πέρα από το ότι αυτό φανερώνει αγωνία για την καλοπέραση και όχι για την τέχνη, η κατάσταση αυτή μάλλον δεν ωφέλησε την ποιότητα της λογοτεχνίας που εξαντλείται σήμερα σε μυθοποίηση μιας συνηθισμένης μίζερης καθημερινότητας. Οι σκληρές συνθήκες είναι η καλύτερη δοκιμασία του ταλέντου και όσο αυτές απαλείφονται από το κύκλωμα εκδοτών λογοτεχνίας-λογοτεχνιζόντων δημοσιογράφων τόσο η ποιότητα ξεθωριάζει και ο αναγνώστης εθίζεται στη μετριότητα. Ο ρεαλισμός της ελλαδικής παρακμής αγωνίζεται να μας πείσει ότι επειδή είναι μίζερη η ζωή μας πρέπει να είναι μίζερη και η τέχνη μας. Αλλά τόσο η προ του 1909 Ελλάδα όσο και η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ανέδειξαν μέσα στην αθλιότητα του πολιτικού βίου και τη γενική κατάρρευση πνευματικά αναστήματα όπως ο Παλαμάς και ο Παπαδιαμάντης, όπως ο Σεφέρης και ο Τερζάκης.

Η σημερινή πολιτική αθλιότητα λοιπόν καθόλου δεν αμνηστεύει τις ευθύνες και τις αδυναμίες της σύγχρονης λογοτεχνικής “παρέας” των Αθηνών.

Από το πνευματικό κεφάλαιο που δημιούργησαν οι ελάχιστοι στην Ελλάδα Δημιουργοί -οι περισσότεροι πεθαμένοι σήμερα- δεν συγκροτήθηκε παράδοση αλλά κούφιες και πρόχειρες επιδείξεις, ανούσιες ασκήσεις, άγονοι μαϊμουδισμοί κάθε φυλλάδας που φέρνει το ταχυδρομείο από τη Δύση. Μια θεσμολαγνεία διαδεδομένη γυρεύει από νόμους, θεσμούς και μεταρρυθμίσεις να λύσει το ζωτικό πνευματικό πρόβλημα του τόπου. Έτσι ιδρύθηκε (διόλου τυχαία, από τη δικτατορία) το Υπουργείο Πολιτισμού. Συνέπεια, η δραματική υποβάθμιση της πνευματικής μας ζωής. Ο αστοιχείωτος από ελληνική παιδεία Ρωμιός ρίχνεται στη μελέτη της σύγχρονης δυτικής και δυτικότροπης λογοτεχνίας, στην καλλιέργεια ξένων πνευματικών αξιών. Το αποτέλεσμα είναι ιλαροτραγικό: Πολυμαθείς διανοούμενοι και κεχηνότες επαρχιώτες αναγνώστες δέσμιοι του πιο στείρου ρεαλισμού, του πιο νοσηρού ηδονισμού. Βεβαιότατα, δεν είναι δυνατή η πνευματική και πολιτική τοποθέτηση των ζητημάτων στη χώρα μας χωρίς επισκόπηση των γενικών τάσεων της ανθρωπότητας. Στην πνευματική ζωή της Οικουμένης δεν υπάρχουν σύνορα και τείχη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ένας συγκεκριμένος δημιουργός μπορεί να φθάσει σε σοβαρό έργο χωρίς ρίζες, χωρίς προγόνους, χωρίς κοινωνία με την ψυχή του λαού του. Ο δημιουργός γίνεται πολίτης του κόσμου μέσω της εθνικής του κοινότητας και όχι δια υιοθεσίας ή δια μετεγγραφής.

Η ανάπτυξη και η πορεία της τέχνης είναι ασφαλές τεκμήριο της πορείας ενός λαού, είπαμε παραπάνω. Η άνθιση προοιωνίζει ακμή, η κατάρρευση προαναγγέλλει πολιτική έκπτωση. Για να ξεπεραστούν όμως οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα μιας κοινωνίας αρκεί απλώς η “μαζική παιδεία” την οποία καλλιεργούν συστηματικά οι εκπαιδευτικοί μηχανοδηγοί του ελλαδισμού; Αρκεί μια θεαματική αύξηση των αναγνωστών του βιβλίου και οι μικροαστικές εκκλήσεις “κλείστε την τηλεόραση – ανοίξτε το βιβλίο”; Αντιθέτως. Η θεαματική αύξηση πωλήσεων του βιβλίου μετά το 1970 απεδείχθη αντιστρόφως ανάλογη της λογοτεχνικής ποιότητας. Η αύξηση της κίνησης του βιβλίου τα τελευταία χρόνια (πάνω από 4000 τίτλοι κάθε χρόνο) όχι μόνο δεν επηρέασε θετικά την ποιότητα αλλά τείνει ν’ αποδειχτεί τεκμήριο του μεγάλου κατήφορου της λογοτεχνίας μας. Εκατοντάδες τίτλοι από νεοφανείς εκδότες επιφέρουν μεγάλα κέρδη, σε συνδυασμό με την έφοδο στα ευρωπαϊκά προγράμματα. Οι “εβδομάδες” ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό γίνονται απλώς και μόνον ως αφιερώματα που “πρέπει” να περιβάλλουν και την ελληνική λογοτεχνική κίνηση, όχι γιατί υπάρχουν πρόσωπα που προκαλούν ιδιαίτερο διεθνές ενδιαφέρον -όπως συνέβαινε παλαιότερα, με αποτέλεσμα δύο βραβεία Νόμπελ και πλήθος άλλων διακρίσεων. Με μια-δυο εξαιρέσεις, ουδείς Έλληνας συγγραφέας γεννημένος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει προκαλέσει μιαν, ευρύτερη της βιβλιογραφικής ενημέρωσης, ενασχόληση.

Η εμφάνιση της γενιάς του 1880 οδήγησε στην εθνική ανάταση των Βαλκανικών, στην εξόρμηση της Απελευθέρωσης. Η εμφάνιση της γενιάς του 1930 πιστοποίησε ότι το ηττημένο έθνος είχε ακόμη βούληση για ζωή -και το απέδειξε το 1940-41 στην Πίνδο και στη Β. Ήπειρο, το 1941-44 με την μεγαλειώδη Αντίσταση. Όταν η σύγχρονη λογοτεχνία μας όχι μόνο αρνείται να θέσει σκοπούς ζωής για το έθνος της αλλά παθαίνει “αλλεργία” και μόνο στο άκουσμα της λέξης “έθνος”, καμμιά προοπτική δεν έχει ούτε αυτή, ούτε ο τόπος. Αρχή και τέλος της θα είναι το μπαρ, η λίμπιντο και η σχιζοφρένεια του γοητευμένου από την μπουρζουαζία αριστερού.

Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στο Υπουργείο Πολιτισμού, στις τεράστιες ευθύνες του και τις φιλοδοξίες του να “οργανώσει” την πνευματική μας ζωή, να δημιουργήσει μια τεχνητή κίνηση του βιβλίου και να κατευθύνει τον αναγνώστη.

Κατευθύνοντας όμως τον αναγνώστη, κατευθύνεις τον πολίτη. Οι παρέες του Υπουργείου Πολιτισμού μπορούν έτσι να διορίζουν κάποιον ως “συγγραφέα” αφού δεν είναι ο αναγνώστης που θα κρίνει τον καθένα, αλλά τα μεσημέρια στα γνωστά λογοτεχνικά στέκια. Οι αγορές βιβλίου από το Κράτος έχουν αποδειχθεί βασικός παράγοντας του κατήφορου της λογοτεχνίας.

Από την άλλη μεριά υπάρχουν βεβαίως τα best-sellers που δεν έχουν ανάγκη το κράτος. Εδώ λειτουργεί το κύκλωμα εκδότης – βιβλιοπωλείο – τηλεόραση. Μια καλή κουβέντα από έναν δημοσιογράφο (στον οποίο κλείνουμε το μάτι να φέρει κάτι ξεχασμένα χειρόγραφα για να τον κάνουμε κι αυτόν συγγραφέα, με τρεις εκδόσεις τουλάχιστον…) και όλα παίρνουν το δρόμο τους. Η επαναστατική κυβέρνηση μικρομεσαίων (καθεστώς από το 1981) έκανε σωστή δουλειά. Η τηλεόραση που κάποτε διασκεύαζε έργα Καζαντζάκη, Θεοτοκά, Βενέζη, διασκευάζει τώρα Ντόρα Γιαννακοπούλου. Διάβολε, σαράντα τόσες εκδόσεις είν’ αυτές!

Αφετηρία της κακοδαιμονίας φαίνεται να είναι ο μόνιμος διχασμός μας μεταξύ ατόμου – κοινωνίας. Η αυτονόμηση του ενός από το άλλο, όπως το ζούμε εδώ και 50 χρόνια, και η νέα διάσταση που επέβαλλε ο μεταπολιτευτικός μικροαστισμός στις αξιολογήσεις της πνευματικής αγοράς.

Mερικοί θεολόγοι προφητεύουν εσχάτως ότι “οδεύουμε προς ακμήν”, άλλοι επιμένουν μονότονα ότι έχουμε πεθάνει και δεν το ξέρουμε. Η απαισιοδοξία είναι μια σωστή αντίδραση στο μέτρο που οδηγεί στη Δράση. Αντίθετα, ροκανίζει τα θεμέλια του ετοιμόρροπου οικοδομήματος όταν θεολογεί εξ αποστάσεως -σαν τους βυζαντινούς του 14ου αιώνα που συνομιλούσαν αδελφικά με τους Οσμανλήδες αλλά καθύβριζαν τους συμπατριώτες τους που είχαν μιαν αποκλίνουσα άποψη για τις “άκτιστες ενέργειες”.

Η εικόνα της λογοτεχνίας μας σήμερα επιβεβαιώνει την αδυναμία οποιουδήποτε μετασχηματισμού της κοινωνίας μας. Αυτή η διαπίστωση, αν συνδεθεί με τις μεγαλόστομες μπαρούφες κάποιων “αριστερών” στοχαστών είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια μια “Αριστερά” κυριάρχησε στην πνευματική ζωή. Η εποχή της μεταπολίτευσης, ίσως η κατ’ εξοχήν εποχή μυθιστορήματος, πέρασε χωρίς ένα μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα και αντί να αναρωτηθούν όλοι για την πορεία της ελληνικής πεζογραφίας τα έβαλαν… με το μυθιστόρημα ως είδος. Αν δεν συμφωνεί η πραγματικότητα με τις επιθυμίες και τις προλήψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Πώς συνδέεται αυτή η θέση με την προηγούμενη της κυριαρχίας της “Αριστεράς”; Υποστηρίζω ότι η συγκεκριμένη “Αριστερά” δεν αμφισβήτησε το πραγματικό κοσμοθεωρητικό θεμέλιο της ελληνικής κοινωνίας. Δέσμια του πιο μικροπρεπούς φθόνου, με κύριο φορέα ένα “πανελλήνιο σοσιαλιστικό κίνημα” (όσο και αν δεν το δέχονται οι “καθαροί” της μαρξιστικής ανάλυσης) η ελλαδική αριστερά δεν είχε καμμία πρόθεση κοινωνικής σύγκρουσης. Όραμα της το τραγούδι: “Λίγο ακόμη, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα”. Λίγο (πολύ λίγο) ψηλότερα, αυτό ήταν όλο -με εξαίρεση τη γενναιότητα ελαχίστων που αρνήθηκαν τη ζωή για να διασώσουν την ιδέα.

Στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχει μια βαθύτατη αίσθηση ανημποριάς. Ένας αβυσσαλέος ατομικισμός κυριαρχεί, συχνά με την μάσκα κοινωνικής ευαισθησίας. Καμμιά καθολική ενόραση, καμμιά σύγκρουση χαρακτήρων παρά μόνο παχειά λόγια. Χωρίς πίστη, με κομμένες τις ρίζες (ή με μουσειακή αναπόληση τους), με κοινωνική καταγωγή ξένη προς την πραγματική ζωή: Λούμπεν μεγαλοαστοί, αγρότες που έγιναν μικροαστοί, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι πλήθος. Καμμιά σχέση με δύο κατηγορίες που έχουν διακεκριμένη θέση στο σώμα της λογοτεχνίας, με τον Λαό και την Αριστοκρατία. Ένα βαθύ πρόβλημα, η έλλειψη αριστοκρατίας και απολαϊκοποίηση του λαού ρίχνει βαρειά σκιά στα ελληνικά γράμματα, τα στερεί από μια χαρμόσυνη ανατροπή. Είναι καταπληκτικό πόσα βιβλία εκδίδονται με πυρήνα τις αναμνήσεις του συγγραφέα! Όλοι οι Έλληνες αισθάνονται την ανάγκη να μας περιγράψουν την παιδικότητά τους (ούτε αυτή δεν επιθυμούν να διασώσουν ως όντως Ζωή), τις ερωτικές (;) τους περιπέτειες, τα χαμένα τους χρόνια σε μια κομματική νεολαία και -κυρίως- τις φτηνές δικαιολογίες που έγιναν αυτό που βλέπουμε όλοι σήμερα. Ένας ολόκληρος πολιτισμός έχει καταρρεύσει, μια πατρίδα έχει χαθεί μετά από χιλιετίες βίου και κανείς δεν φιλοτιμήθηκε να περιγράψει, αν μη τι άλλο, τον κόσμο που υπήρξε πριν την Ανοικοδόμηση και το ξεπάστρεμα της ελληνικότητας από την οκταετία Kαραμανλή, την επταετία Απριλιανών, την ευρωπαϊκή επταετία Καραμανλή και την μικροαστική λαίλαπα των ανδρεοσοσιαλιστών. Για τους συγγραφείς μας η φάπα του χωροφύλακα ενέπνεε περισσότερο από τη διάλυση ενός τρόπου και ενός πολιτισμού αιώνων! Κανείς δεν συνειδητοποίησε ότι η δικτατορία της δεξιάς (Συναγερμικής, Ερετζίδικης ή Παπαδοπουλικής) κατέρρευσε αλλά τα αποτελέσματα της, ο “εκσυγχρονισμός” και η “ανάπτυξη” άλλαξαν οριστικά τη μοίρα του λαού και του τόπου; Το κατάλαβαν πολλοί. Αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα φρόντισαν για την εξαγορά τους. Η πορεία τους σε λίγο καιρό δεν θα διαφέρει από αυτή των άλλων τριτοκοσμικών συναδέλφων τους, που γράφουν στις “μεγάλες” ευρωπαϊκές γλώσσες φιλοδοξώντας να γίνουν αποδεκτοί στη μεγάλη οικογένεια της Δύσης…

Αν υπάρχει ελπίδα σε αυτό τον τόπο, αυτό θα φανεί στη λογοτεχνία μας. Η “δοκιμασία της αηδίας” πρώτο βήμα ενός πολέμου που θα γκρεμίσει την “πνευματική ζωή” της Αθήνας, έχει αρχίσει να διαφαίνεται. Το κρίσιμο γεγονός θα είναι η επανασύνδεση όσων νοιώσουν και περάσουν απ’ αυτή τη δοκιμασία, με τους Νεκρούς, με το πνεύμα της τραγικής ιστορίας των Ελλήνων. Συνείδηση άγρυπνη και διαπεραστική, στέρεα θεμελιωμένη σε μια γη θεριομένη από το Θάνατο (μα τόσο αγαπημένη της Ζωής), χρειάζεται για να αποκτήσει πάλι περιεχόμενο η ελληνική τέχνη. Θα είναι μια δοκιμασία σκληρή, σωστή κόλαση, την ώρα που οι επαγγελματίες αμέριμνοι θα γίνονται όλο και πιο μέτριοι, όλο και πιο κακοί, ωσότου βυθιστούν στην ανυποληψία. Ο Δάντης χρειάστηκε το όραμα της Βεατρίκης και το χέρι του Βιργίλιου για να φθάσει στον Παράδεισο. Αλλά χρειάστηκε να περάσει από την Κόλαση και από το Καθαρτήριο. Η Ζωή, αυτή που επιβάλλει με το αταλάντευτο και ευθύβολο χέρι της Δικαιοσύνη, θα χτυπήσει και τον πνευματικό μας κόσμο. Η Ιστορία και οι νεκροί δεν θα αφήσουν να βουλιάξει μέσα στην χαμοζωή η επόμενη γενιά. Η θρησκεία της αγοράς που αστυνομεύει τη σκέψη αισθάνεται θαυμάσια με την κυριαρχία του ελάσσονος, του ελαχίστου. Αυτή η θρησκεία όμως, υποκατάστατο παγανισμού, θα έχει την τύχη του πρωτοτύπου της, των ειδώλων. Υπερβολικά, αλλά αναπότρεπτα και αναγκαία, θα την ακολουθήσει αυτή η γενιά που έσυρε τα ελληνικά γράμματα στην ανυποληψία.

Οι “σαραντάρηδες”, ό,τι χειρότερο γέννησε ο τόπος στα εκατόν εβδομήντα χρόνια ελεύθερου βίου, πρέπει το ταχύτερο να αποστρατευθούν. Η επιμήκυνση της πολιτικής και πνευματικής τους κυριαρχίας θα αποτελέσει θανάσιμο πλήγμα στις ελπίδες αυτού του τόπου. Κι όσο και αν είναι άδικη και ύποπτη επί κηρύγματι συλλογικής ευθύνης αυτή η έκκληση, ας αντηχήσει ως έκκληση “προς το πανελλήνιον κοινόν” μια μίμηση του Περικλή Γιαννόπουλου. Μια έκκληση από τη γενιά που οι “σαραντάρηδες” της παραδίδουν ερείπια ενός λαμπρού πολιτισμού…

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ